© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΙΣ ΤΟΥ 1814, Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ 1881 ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΟΜΙΛΙΑ
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗΝ ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΕΩΣ ΑΥΤΟΥ ΕΙΣ ΕΠΙΤΙΜΟΝ ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ
ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
(Κέρκυρα, 12 Δεκεμβρίου 2014)


Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Κερκύρας καὶ Παξῶν κύριε Νεκτάριε,
Ἱερώτατοι ἀδελφοὶ ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐλλογιμώτατοι κυρία Πρύτανις καὶ κύριοι Καθηγηταὶ τοῦ ἱστορικοῦ Ἰονίου Πανμεπιστημίου,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν,
Εὐλογημένοι φοιτηταὶ καὶ φοιτήτριαι, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Εὑρισκόμενοι εἰς τὴν Κέρκυραν, νῆσον μὲ μεγάλην μουσικὴν παράδοσιν, συνεχιζομένην μέχρι σήμερον, ἀλλὰ καὶ εἰς Πανεπιστήμιον ἐν τῷ ὁποίῳ αἱ μουσικαὶ σπουδαὶ κατέχουν κεντρικὴν θέσιν, ἐκφράζομεν πρωτίστως τὴν ἰδιαιτέραν ἡμῶν εὐχαριστίαν διὰ τὴν ἀπονεμομένην εἰς τὴν ἡμετέραν Μετριότητα τιμὴν καὶ διάκρισιν τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος τοῦ Τμήματος Μουσικῶν Σπουδῶν τοῦ ὑμετέρου περιπύστου Ἰονίου Πανεπιστημίου, τὸ ὁποῖον προσέφερε πολλὰ κατὰ τὴν μακραίωνα ἱστορικὴν πορείαν του, παρὰ τὰς διακυμάνσεις τῶν καιρῶν. Ἀποδεχόμεθα, λοιπόν, εὐχαρίστως αὐτὴν ὡς διάκρισιν ἀναγομένην εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν ἡμῶν Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ἐνώπιον τῆς ἱστορίας μακρὰν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ὑμνολογικὴν μουσικὴν παράδοσιν. Διὸ καὶ κρίνομεν ὅτι τὸ ὑμέτερον Μουσικὸν Τμῆμα δικαίως τιμᾷ τὴν ζῶσαν μέχρι σήμερον ἐν ἀκμῇ ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐλέῳ Θεοῦ Προκαθημένου αὐτῆς.
Στοιχοῦντες τῷ ἀκαδημαϊκῷ ἔθει ὅπως ἀπευθύνωμεν πρὸς τὴν ἀγάπην σας λόγον τινὰ συναφῆ πρὸς τὴν ἀπονεμηθεῖσαν ἤδη τιμήν, ὁμοῦ μετὰ τῶν προσωπικῶν ἡμετέρων εὐχαριστιῶν, ἐκρίναμεν νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ ἑνὸς ἐπικαίρου μουσικοῦ θέματος, τοῦ ὁποίου ἑορτάζομεν ἐφέτος ἐν τῷ Ἱερῷ ἡμῶν Κέντρῳ τὴν διακοσιοστὴν ἐπέτειον. Πρόκειται περὶ τῆς γνωστῆς μουσικῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ ἔτους 1814, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἀναλυθῶμεν ἐν συναρτήσει πρὸς τὸ ἔργον τῆς Πατριαρχικῆς Μουσικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1881, ἐν συναφείᾳ πρὸς τὴν ἐνεστῶσαν μουσικὴν παράδοσιν καὶ τὸ σύγχρονον ἐκκλησιαστικὸν μουσικὸν ὕφος καὶ ἦθος, τὸ ὑμνολογικόν, τὸ τυπικόν, τὸ ἁπλοῦν καὶ συγχρόνως σύνθετον, τὸ μελῳδικόν, ὡς τηρεῖται πιστῶς εἰς τὸν ἡμέτερον ἐν Φαναρίῳ Πάνσεπτον Πατριαρχικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου.

***

Ὁ λόγος, πρῶτον, διὰ τὴν γνωστὴν μουσικὴν μεταρρύθμισιν τοῦ ἔτους 1814, τὴν μελετηθεῖσαν καὶ προωθηθεῖσαν ὑπὸ τῆς Μητρὸς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν μουσικὴν μεταρρύθμισιν εἶναι ἀφιερωμένον τὸ ἐκπνέον ἔτος, μὲ ἀφορμὴν τὴν συμπλήρωσιν 200 ἐτῶν ἀπὸ αὐτῆς.
Ἡ μεταρρύθμισις αὕτη ἀφορᾷ εἰς τὴν καταγραφὴν καὶ διδασκαλίαν τῆς ψαλμῳδίας, τῆς ἱερᾶς ὑμνῳδίας. Ἐπειδὴ δὲ ἀπευθυνόμεθα εἰς κοινόν, τὸ ὁποῖον ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὴν κοσμικὴν μουσικὴν τέχνην, ὀφείλομεν, πρὶν εἰσέλθωμεν εἰς τὸ θέμα, νὰ προβῶμεν εἰς ὡρισμένας διευκρινήσεις.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θύραθεν, δὲν ἔχει στόχον τὴν αἰσθησιακὴν ἱκανοποίησιν τοῦ ἀκροατηρίου, δηλαδὴ μίαν ἁπλῆν μουσικὴν τέρψιν καὶ μίαν συναισθηματικὴν συγκίνησιν. Τὸ βασικὸν αὐτὸ στοιχεῖον τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας συνοψίζεται ὑπὸ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, γράφοντος ἐπιγραμματικῶς: «Οὔκ ἐστιν θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν». Ὁ σκοπὸς τῆς ψαλμῳδίας καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μέλους, ἀκριβέστερον εἰπεῖν, εἶναι ἡ ἀπόδοσις εἰς τὸν Θεὸν πνευματικῆς καρποφορίας. Ἡ ἀπόδο-σις ἀρετῆς.
Διὰ τοῦτο ἐνωρὶς ἡ Ἐκκλησία ἔστρεψε τὴν προσοχὴν αὐτῆς ὄχι τόσον εἰς τὴν μουσικήν, ὅσον εἰς τοὺς ᾀδομένους λόγους, εἰς τοὺς ὕμνους. Λίαν ἐνωρίς, ἐπίσης, ἐμφανίζεται ἡ διάθεσις ἀπομακρύνσεως ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς τῶν στοιχείων ἐκείνων τὰ ὁποῖα δὲν ὑπηρετοῦν τὴν πνευματικὴν οἰκοδομὴν καὶ καρποφορίαν, τὴν ἐπιτυγχανομένην διὰ τῆς συλλήψεως τῶν βαθυτέρων νοημάτων τῶν ὕμνων, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μὴ συγκαλύπτωνται ἀλλὰ νὰ ἀποτελοῦν τὸ κέντρον τῆς λατρείας.
Οὕτως, εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καὶ μάλιστα εἰς τὸ κλῖμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατὰ τεκμήριον, τοὐτέστιν ἐν τῇ συντριπτικῇ πλειονοψηφίᾳ, οὐδόλως θὰ χρησιμοποιηθοῦν τὰ ὄργα-να, ὡς μὴ ὑπηρετοῦντα τὸν σκοπὸν τοῦτον, καὶ θὰ περιορισθῇ ἡ ἀπόδοσις τῆς ὑμνῳδίας εἰς τοὺς χοροὺς τῶν Ἱερῶν Ναῶν καὶ μόνον. Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ὄργανον φαίνεται ὅτι ἐγεννήθη εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἑλλάδα. Πρόγονος αὐτοῦ θεωρεῖται ἡ ἀρχαία ὕδραυλις, τὰ ἀρχαιότερα ὑπολείμματα τῆς ὁποίας ἔχουν εὑρεθῆ ὑπὸ τῶν ἀρχαιολόγων εἰς τὸ ὑπὸ τὸ ὄρος Ὄλυμπος γνωστὸν Δίον τῆς Πιερίας. Παρότι τὸ ὄργανον τοῦτο ἦτο διαδεδομένον εἰς τὴν κοσμικὴν μουσικὴν τοῦ Βυζαντίου καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Δύσιν ἐξ αὐτοῦ, ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἤδη ἀπὸ τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς, δὲν τὸ υἱοθέτησεν εἰς τὴν λατρείαν.
Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσικὴ δὲν ἀξιολογεῖται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὡς αὐτοσκοπὸς ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ μέσον, ὥστε ὁ λόγος τῶν ὕμνων, διὰ τῆς μουσικῆς αὐτοῦ ἐπενδύσεως, τοῦ μέλους, νὰ καθίσταται προσιτός, εὔληπτος, κατανυκτικός, πνευματικῶς καρποφόρος. Ἡ χρῆσις τῶν ὀργάνων, καθ᾿ ὅσον παράγει μόνον ἦχον μελῳδίας καὶ ὄχι λόγον μετὰ μελῳδίας, ὡς ἡ ψαλμῳδία, ἡ «ᾠδή», ἀποφεύγεται εἰς τὴν λατρείαν. Χαρακτηριστικῶς Γρηγόριος ὁ Νύσσης, γράφει: «Ὥσπερ γὰρ ἐκ τῶν μουσικῶν ὀργάνων μόνος ὁ ἦχος τῆς μελῳδίας προσπίπτει ταῖς ἀκοαῖς, αὐτὰ δὲ τὰ μελῳδούμενα ρήματα οὐ διαρθροῦται τοῖς φθόγγοις· ἐν δὲ τῇ ᾠδῇ τὸ συναμφότερον γίνεται, καὶ ὁ τοῦ μέλους ρυθμὸς καὶ τῶν ρημάτων ἡ δύναμις ἡ συνδιεξαγομένη μετὰ τοῦ μέλους, ἣν ἀγνοεῖσθαι πᾶσα ἀνάγκη, ὅταν διὰ μόνων τῶν μουσικῶν ὀργάνων ἡ μελῳδία γένηται...» (PG 44, 493, 496). Δηλαδή, ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ συνίσταται εἰς τὸν τοῦ μέλους ρυθμὸν καὶ τῶν ρημάτων τὴν δύναμιν, τὸ δὲ μουσικὸν μέρος αὐτῆς διακονεῖ τὴν δύναμιν τῶν λόγων καὶ οὐδέποτε νοεῖται αὐθύπαρκτον.
Ὁ τελικὸς σκοπός, ὅμως, ἐκτείνεται πέραν καὶ τῆς δυνάμεως τῶν λόγων, εἰς τὸ βάθος τῶν πνευματικῶν νοημάτων, δηλαδὴ εἰς τὴν ἕνωσιν τοῦ νοός μας μὲ τὸν Θεόν: «Ἡ δὲ πνεύματι μόνῳ κατορθουμέ-νη ψαλμῳδία, τὴν ὑπερέχουσαν κατάστασιν τῶν ἁγίων ἐνδείκνυται, ὅταν κρεῖττον ᾖ τῆς διὰ τῶν φαινομένων ἐνδείξεως τὸ τῷ Θεῷ προσαγόμενον» (Γρηγόριος Νύσσης, ἔ.ἀ.). Δηλαδή, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐν τέλει ἔχει σημασίαν εἶναι τί προσφέρει κάποιος μὲ τὸν νοῦν του εἰς τὸν Θεὸν τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποῖαν ψάλλει ἢ ἀκροᾶται τὴν ψαλμῳδίαν.
Εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας τὰ στόματα τῶν ἱεροψαλτῶν γίνονται καὶ ἰδικά μας στόματα. Μεταβιβάζουν πρὸς ἡμᾶς τὴν φωνὴν τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ στόμα τῶν ἱεροψαλτῶν γίνεται ἀναφορεὺς τῆς φωνῆς, τοῦ πόνου, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κραυγῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γίνεται ὄργανον ὑμνήσεως καὶ δοξολογίας τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο καὶ εἶναι ἀπαραίτητον ὁ ἱεροψάλτης νὰ προσέχῃ ἰδιαιτέρως τὸ στόμα αὐτοῦ, δεδομένου ὅτι μία πηγὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ρέῃ καὶ πικρὸν καὶ γλυκὺ ὕδωρ συγχρόνως.
Ἀπαιτεῖται ἀσφαλῶς συνεχὴς ἐγρήγορσις καὶ πνευματικὸς ἀγών, ὥστε ὁ νοῦς τοῦ ψάλλοντος καὶ τῶν ἀκροωμένων νὰ μὴ μένῃ ἀδρανὴς καὶ ἄκαρπος. Ἐὰν ἡ ψαλμῳδία δὲν κατανοῆται καὶ δὲν γίνεται ἀφορμὴ συγκινήσεως ἀληθινῆς καὶ ἐπηρεασμοῦ τῶν πιστῶν, τότε ἀσφαλῶς καθίσταται ἁπλοῦς τύπος καὶ ὄχι τυπικόν. Ἄλλωστε, ἡ ψαλμῳδία δὲν συνίσταται εἰς τὴν ἁπλῆν ἐφαρμογὴν μουσικῶν κανόνων ἢ εἰς τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωσιν τῆς ἀκολουθίας. Ὁ τύπος οὗτος τῆς ψαλμῳδίας, αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λαοῦ μας, πρέπει καὶ ὀφείλει νὰ γίνεται τυπικὸν ζωῆς καὶ ὄχι τύπος παρακμῆς, ὁ ὁποῖος παρατηρούμενος ἐσχάτως ἀποτελεῖ δι᾿ ἡμᾶς καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ἀφορμὴν προβληματισμοῦ.
Διὰ τοῦτο καὶ διὰ Πατριαρχικῆς ἡμῶν Ἐγκυκλίου πρό τινων ἐτῶν ἐπεστήσαμεν τὴν προσοχὴν τῶν εἰδημόνων, ἤδη δὲ καλλιεργοῦμεν ὅση ἡμῖν δύναμις διὰ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνδέσμου τῶν Μουσικοφίλων καὶ διὰ τοῦ ἐν Ἀθήναις Συλλόγου Μουσικοφίλων ἐκ Κωνσταντινουπόλεως τὸ παραδοσιακὸν ὕφος καὶ μέλος τῆς Νέας Μεθόδου, περὶ τῆς ὁποίας θὰ ὁμιλήσωμεν παρακατιόντες, τὸ ὁποῖον, μέλος καὶ ὕφος, ἐτήρησαν σχολαστικῶς καὶ οἱ σύγχρονοι Ἄρχοντες Πρωτοψάλται τῆς Μητρὸς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Πρίγγος, Θρασύβουλος Στανίτσας καὶ Βασιλάκης Νικολαΐδης, τὸ δεκάτομον ἔργον τοῦ ὁποίου ἀναγγέλλομεν καὶ ἀπὸ τοῦ βήματος τούτου, μετὰ συγκινήσεως καὶ χαρᾶς, ὅτι θέλει ἐπανεκδοθῆ ἐκ σημειώσεων καὶ ἐκ «προχείρων» ἐκδόσεων ἐγχειριδίων διδασκαλίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς ὑπὸ τοῦ εἰρημένου ἐν Ἀθήναις ἑδρεύοντος Συλλόγου Μουσικοφίλων.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Στόχος καὶ ἡμῶν τῶν συνεχιζόντων τὴν παράδοσιν τῶν μακαρίων ἐκείνων προκατόχων ἡμῶν, εἶναι ὅπως κατὰ τὴν ψαλμῳδίαν ὁ νοῦς «τεκνοποιῇ» καὶ συγκλονίζῃ τοὺς ἀκροωμένους, ὥστε νὰ μεταβάλουν τὴν ζωὴν καὶ νὰ αἰσθάνωνται ὅτι ἡ καρδία των μεταβιβάζεται εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ ἀποδίδεται δηλαδὴ ἡ ἀρετὴ τῶν μελωδουμένων ᾀσμάτων καὶ ὕμνων. Φρονοῦμεν ὅτι ἡ ψαλμῳδία δὲν εἶναι μέσον ἁπλῆς ζώσης ἀποδόσεως τῶν ἐπὶ χάρτου ἀποτετυπωμένων. Ἀσφαλῶς, ἡ μουσικὴ κατάρτισις, ἡ γνῶσις τοῦ τυπικοῦ, ἡ καλὴ φωνή, ἡ ὀρθὴ ἐκτέλεσις, εἶναι ἀπαραίτητα, ὥστε οἱ ᾀδόμενοι ὕμνοι «μὴ ἀπαιδεύτῳ φωνῇ τὴν τοῦ πλησίον ἀκοὴν κατακτυπῶσι καὶ διασκεδάζωσι τὴν διάνοιαν» (Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Κάστορα, ΒΕΠΕΣ 35, σ. 171-2). Καθ᾿ ὅσον «γλυκέα τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ λάρυγγι» τῶν ἀγαπώντων Αὐτόν, καὶ «ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον» ἐν τῷ στόματι τῶν ἐπιγινωσκόντων Αὐτόν, οὕτω πρέπει νὰ ἡδύνῃ τὸν ἀκροώμενον καὶ ἡ μουσικὴ ἔκφρασίς των, ὥστε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὸ κάλλος καὶ ἡ ἡδύτης τῶν νοημάτων νὰ συμβαδίζῃ μὲ τὴν ἐν μέτρῳ ἡδύτητα τοῦ μέλους, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ ἐκκλησίασμα νὰ κατανοῇ καὶ νὰ γεύεται καὶ αἰσθητῶς «ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος».

***

Ἐρχόμενοι νῦν εἰς τὴν μουσικὴν μεταρρύθμισιν τοῦ 1814, δὲν ἀναφερόμεθα εἰς τὰ προκαλέσαντα αὐτὴν ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἐπισημαίνομεν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν βαθύτερον σκοπὸν καὶ στόχον αὐτῆς.
Τὰ δύο ἱστορικὰ Πατριαρχικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἐξέδωκεν ὁ ἐν Ἀδριανουπόλει μαρτυρήσας ἐν ἔτει 1821 Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Κύριλλος Στ΄, ἡ Πατριαρχικὴ Διακήρυξις, συνοδευομένη ὑπὸ τῆς Πατριαρχικῆς Ἁπανταχούσης, ἐκτυπωθέντα ἀμφότερα εἰς τὸ Πατριαρχικὸν Τυπογραφεῖον ἐν ἔτει 1815 (Πατριαρχικὰ Μονόφυλλα), παρέχουν τὴν μαρτυρίαν τοῦ σκοποῦ τῆς μεταρρυθμίσεως ἐκείνης, τὴν ὁποίαν υἱοθέτησεν, ἐστήριξε καὶ διέδωσεν ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Δηλαδή, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἤθελε νὰ ἀποφύγῃ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ νὰ καταστῇ κτῆμα μόνον μιᾶς μικρᾶς μερίδος τῶν πιστῶν, λόγῳ τῶν μεγάλων δυσχερειῶν εἰς τὴν ἐκμάθησιν αὐτῆς, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ μὴ παρεκτραπῇ ἀπὸ τοῦ πρωταρχικοῦ σκοποῦ της, ἤτοι τῆς προκλήσεως κατανύξεως καὶ συντριβῆς καρδίας, διὰ τῆς μελῳδικῆς ἐκτελέσεως τῶν ὕμνων καὶ τῶν τροπαρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Οὕτως, ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προέβη, μετ᾿ ἐνδελεχῆ ὑπὸ τῆς Γ΄ Πατριαρχικῆς Μουσικῆς Σχολῆς μελέτην, εἰς τὴν υἱοθέτησιν καὶ διάδοσιν τῆς ἐν ἔτει 1814 ὑπὸ τῶν τριῶν διδασκάλων αὐτῆς, Χρυσάνθου ἐκ Μαδύτου, Γρηγορίου τοῦ Λαμπαδαρίου καὶ Χουρμουζίου τοῦ Χαρτοφύλακος, συντεθείσης καὶ ἐκδοθείσης Νέας Μεθόδου.
Ἡ υἱοθέτησις ἐκκλησιαστικῶς καὶ ἡ ἔκδοσις τῆς Νέας Μεθόδου τῆς ἐκκλησιαστικῆς σημειογραφίας, καθὼς καὶ ἡ σύστασις τοῦ Κοινοῦ Πατριαρχικοῦ Σχολείου εἰς τὸ ἐν Βαλατᾷ Κωνσταντινουπόλεως Σιναϊτικὸν Μετόχιον (ἡ περίφημος Δ΄ Πατριαρχικὴ Σχολή) διὰ τὴν εὐμέθοδον παράδοσιν αὐτῆς ὑπὸ τῶν τριῶν διδασκάλων εἰς τὸ φιλόμουσον πλήρωμα, κλῆρον καὶ λαόν, σηματοδοτοῦν τὴν ἔναρξιν μιᾶς νέας περιόδου εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῆς ἱεροψαλτικῆς τέχνης εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι διὰ τῆς Νέας Μεθόδου προέκυψε μία δημιουργικὴ καὶ γοητευτικὴ σύνθεσις τοῦ παλαιοῦ μὲ τὸ νέον, μὲ σεβασμὸν καὶ πιστότητα ταυτοχρόνως εἰς τὴν ὑπερχιλιετῆ ἐκκλησιαστικὴν γραπτὴν μουσικὴν παράδοσιν.
Ἡ μεταρρύθμισις αὕτη τοῦ 1814, ὡς ὑπὸ πάντων ὁμολογεῖται σήμερον, ἐπέτυχε διότι, κινουμένη ἐν τῇ ἐνδεικνυμένῃ μέσῃ ὁδῷ καὶ ἀποφεύγουσα τὰ ἄκρα, συνεδύασεν ἁρμονικῶς δύο στοιχεῖα: τὴν παράδοσιν καὶ τὸν ἐκσυγχρονισμόν, τὴν πρόοδον καὶ τὸν συντηρητισμόν.
 Οἱ τρεῖς Πατριαρχικοὶ διδάσκαλοι ἐπροίκισαν τὴν νέαν μέθοδον μὲ ἁπλότητα, σαφήνειαν καὶ οἰκονομίαν καὶ διέδωσαν αὐτὴν διὰ τῆς ζώσης ἐφαρμογῆς καὶ διδασκαλίας, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς τύποις ἐκδόσεως αὐτῆς.
Ὡς ἀναφέρεται εἰς τὸ κείμενον τῆς Πατριαρχικῆς Διακηρύξεως, ἡ ἐπινόησις τῆς Νέας Μεθόδου ἐγένετο «θείᾳ φιλανθρωπίᾳ καὶ χάριτι», «οὐδαμῇ οὐδαμῶς παραχαραττούσης ἢ λυμαινομένης, οὐδὲ πρὸς βραχὺ ἐκπιπτούσης καὶ ἀποκλινούσης» τοῦ παραδοσιακοῦ μέλους. Ἡ μαρτυρικὴ φωτεινὴ προσωπικότης ἐν τῇ ἱστορίᾳ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Στ΄, κατὰ τὴν βραχεῖαν Πατριαρχίαν αὐτοῦ (1813-1818), ἐπέτυχε, διὰ τῆς συγκλήσεως Γενικῆς Συνοδικῆς Συνελεύσεως, τὴν ἐπίσημον καθιέρωσιν τῆς Νέας Μεθόδου «εἴς τε ὠφέλειαν τῶν Ἱερῶν Ἐκκλησιῶν τὰ μέγιστα συμβαλλομένης καὶ μεγίστης εὐκλείας τῷ Γένει περιποιητικῆς».

***

Τὸ ἔργον τῆς διαδόσεως τῆς νέας μεθόδου ὡλοκληρώθη εἰς μακρὸν διάστημα, τῇ ἀγρύπνῳ μερίμνῃ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, τὸ ἕτερον πνευματικὸν ἀνάστημα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν πολυτάραχον ἐκείνην περίοδον περὶ τὸ 1821, ἐμερίμνησε διὰ τὴν σύστασιν Μουσικοῦ Τυπογραφείου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐξεδόθησαν πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ μουσικὰ ἔργα μεγάλων μουσικοδιδασκάλων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς εὐρυτέρας Ἀνατολῆς.
Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ΄ συνέστησεν ἒν ἔτει 1881 τὴν Πατριαρχικὴν Μουσικὴν Ἐπιτροπήν, ἀποτελουμένην ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς μουσικοδιδασκάλους Γεώργιον Βιολάκην, Εὐστράτιον Παπαδόπουλον τὸν Βυζάντιον, Παναγιώτην Κηλτζανίδην, Νικόλαον Ἰωαννίδην, Γεώργιον Πρωγάκην, Ἰωάσαφ μοναχόν, τὸν καλούμενον «καὶ ρῶσσον», καὶ Ἀνδρέαν Σπαθάρην, ὑπὸ τὴν προεδρείαν τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γερμανοῦ Ἀφθονίδου πρὸς ἐμπεριστατωμένην μελέτην τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, «πρὸς καθαρισμὸν αὐτῆς ἀπὸ παντὸς ξενισμοῦ καὶ πάσης αὐθαιρεσίας» καὶ «ἐκπόνησιν σχεδίου τινὸς τῶν εἰσακτέων τακτοποιήσεων τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱερᾶς μουσικῆς», κατὰ τοὺς λόγους τῆς μελέτης «Στοιχειώδης διδασκαλία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ἐκπονηθείσης ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Ψαλτηρίου», (ΚΠολις 1888, σελ. 3). Ἡ Ἐπιτροπὴ αὕτη διώρθωσε, συνεπλήρωσε καὶ ἐτελειοποίησε τὴν μέθοδον τῶν τριῶν διδασκάλων διὰ τῆς ὑπ' αὐτῆς ἐκδοθείσης «Στοιχειώδους Μεθόδου πρὸς διδασκαλίαν τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς» καὶ συνέστησε τὸ γνωστὸν Ἰωακείμειον Ψαλτήριον, ὡς ἐποπτικὸν μέσον «γιὰ τὴν περαιτέρω διδασκαλία τῶν μαθητῶν».
Ὡς εὐστόχως παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς Ἠλίας Ρεδιάδης, ἡ Πατριαρχικὴ Ἐπιτροπὴ «δὲν προσπάθησε νὰ ὁδηγήσει τὴν μουσική μας παράδοση οὔτε στοὺς δρόμους τῆς Ἀνατολῆς, οὔτε στὸ ξεστράτισμα τῆς Δύσης» (Ἡ Πατριαρχικὴ μουσικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ 1881. Κατάταξη καὶ ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου της, σελ. 104).
Εἶναι ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναφορὰ εἰς τὸν πρόλογον τῆς Ἐγκυκλίου «τοῖς ἱεροψάλταις τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱερῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία μέμφεται «τόσον ἐκείνους ποὺ εἰσάγουν τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ στὴν λατρεία, ὅσον καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰσάγουν νεωτέρας συνθέσεις ἐντὸς τῶν Ναῶν», καὶ καθορίζει τὰ μουσικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα «δέον μόνα νὰ ψάλλωνται ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις», καὶ συγχρόνως «ἐξεπόνησε μουσικὸν κείμενον τῆς ἱερᾶς Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου ἵνα χρησιμεύσῃ ὡς πρότυπον καὶ ὑπογραμμὸς πασῶν τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν».
Ἡ Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Ἐπιτροπὴ αὕτη, προέβη εἰς ἓν συστηματικὸν πολυσχιδὲς ἔργον, τὸν ὁποῖον ἤνοιξε νέους ὁρίζοντας εἰς τὴν παρ᾿ ἡμῖν ἐκκλησιαστικὴν μουσικὴν ἔρευναν, τακτοποιηθέντων τότε χρονίων αὐτῆς προβλημάτων.

***

Ἡ συμβολὴ τῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ 1814, λοιπόν, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν βραχεῖ τῷ ρήματι ἐκτεθέντων πρὸς τὴν ἀγάπην σας, διὰ τῆς πρωτοβουλίας τῶν τριῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου τοῦ Στ΄, Γρηγορίου τοῦ Ε΄ καὶ Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, ὄχι μόνον συνετέλεσε καὶ ὑπῆρξε καθοριστικὴ διὰ τὴν εὐρυτέραν διάδοσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τῆς μουσικῆς παιδείας τοῦ Γένους ἀλλὰ καὶ ἀπέτρεψε τὸ «δυστύχημα» νὰ καταστῇ ἡ μουσικὴ κληρονομία τοῦ Γένους ἡμῶν κτῆμα μόνον μιᾶς προνομιούχου ὀλιγομελοῦς τάξεως καὶ συνέβαλεν εἰς τὴν διαφύλαξιν σημαντικοῦ τμήματος αὐτῆς, διότι ἡ ἀσάφεια καὶ τὸ πλῆθος τῶν σημείων τῆς λεγομένης Παλαιᾶς Μεθόδου, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν ἔλλειψιν ἢ τὸ χαμηλὸν ἐπίπεδον τῆς μουσικῆς παιδείας, ἥτις ἠκολούθει τὴν γενικωτέραν χαμηλὴν στάθμην τῆς παιδείας τοῦ Γένους κατὰ τὴν δυσχερῆ ἐκείνην ἀπὸ πάσης πλευρᾶς περίοδον, καθίστα τὴν διδασκαλίαν αὐτῆς δύσκολον. Κυρίως ὅμως ἡ Νέα Μέθοδος συνετέλεσεν εἰς τὴν διατήρησιν τοῦ τυπικοῦ καὶ τοῦ παραδοσιακοῦ μέλους.
Ἀσφαλῶς, τὸ ἐπίτευγμα τοῦτο ἔχει καὶ πνευματικάς, διαστάσεις, προεκτάσεις καὶ συνεπείας, ἀποδεικνύει ὅμως καὶ τὴν προθυμίαν καὶ ἱκανότητα τῆς Μητρὸς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας νὰ συλλαμβάνῃ τὰ μηνύματα τῶν καιρῶν καὶ εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν ἐκτέλεσιν τῆς θείας λατρείας της, νὰ προσλαμβάνῃ λελογισμένως τὴν νέαν πραγματικότητα καὶ τὰ νέα ἐπιτεύγματα τῆς κοινωνίας, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῇ καὶ κινεῖται, νὰ συνδιαλέγεται ἄνευ ἀντιπαλότητος μὲ προοδευτικὰς ἰδέας καὶ ἀντιλήψεις καὶ νὰ προσαρμόζεται εἰς αὐτάς, ἐμμένουσα ἐν τῇ οὐσίᾳ εἰς τὰ παραδοσιακὰ θεμέλια αὐτῆς καὶ εἰς τὸ πατροπαράδοτον μουσικὸν ἦθος καὶ ἐκκλησιαστικὸν μουσικὸν μέλος, τὸ διδάσκον καὶ συγχρόνως μεταρσιοῦν τὸν μετέχοντα βιωματικῶς τῆς θείας λατρείας πιστόν.

***

Κατὰ τὴν σημερινὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπιχειρεῖται προσπάθεια παρακάμψεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεκκλησιοποιήσεως τρόπον τινὰ τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμικοῦ πλούτου τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας καὶ ὀργανώσεως τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίου του ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, διακηρύττομεν ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εὐρύτερον προσλαμβάνομεν δημιουργικῶς τὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς καὶ καταβάλλομεν προσπαθείας νὰ τὰ ἀναχωνεύσωμεν ἐντὸς τοῦ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἐρχομένου ἀστειρεύτου ρεύματος τῆς κοινῆς παραδόσεως, ὑμνολογίας καὶ δοξολογίας τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
 Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὡς γνωστόν, ἐξ εὐγνωμοσύνης καὶ τιμῆς καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς σπουδαιότητος τῆς διὰ τῆς Νέας Μεθόδου συνεχιζομένης -πεποίθαμεν- προσπαθείας τῶν μεγαλοφυῶν διδασκάλων Χρυσάνθου, Γρηγορίου καὶ Χουρμουζίου, ἀλλὰ καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου τοῦ Στ΄, Γρηγορίου τοῦ Ε΄ καὶ Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, τῶν υἱοθετησάντων καὶ προωθησάντων εὐρύτερον τὴν κεφαλαιώδη ταύτην ἐκκλησιαστικὴν μουσικὴν μεταρρύθμισιν, ἀφιέρωσε τὸ ἤδη ἐκπνέον ἔτος 2014 εἰς τὸ κορυφαῖον τοῦτο ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς παραδοσιακῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν μουσικῆς γεγονός, τὸ ὁποῖον ἀπετέλεσε σταθμὸν διὰ τὴν τότε ἐποχὴν καὶ συγχρόνως ἀφετηρίαν διὰ τὸ μέλλον αὐτῆς.
Ὁμιλοῦντες περὶ ἀφετηρίας καὶ ἐν τούτῳ, φρονοῦμεν ὅτι τὸ παράδειγμα τῆς μουσικῆς ἐκείνης ἐκκλησιαστικῆς μεταρρυθμίσεως δέον ὅπως προβληματίζῃ τοὺς εἰδότας εἰς μίμησιν. Νὰ ἐμπνέῃ εἰς ἀναζήτησιν τρόπων, προκειμένου ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ παράδοσις ἡμῶν νὰ διαδίδεται εὐρύτερον, νὰ διευκολύνεται ἡ ἐκμάθησις αὐτῆς καὶ νὰ γίνεται κτῆμα ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρων, πάντοτε ὅμως μετὰ τοῦ δέοντος σεβασμοῦ πρὸς αὐτὴν καὶ εἰς τὴν ἱερότητα τῶν ᾀσμάτων. Εἶναι ἀπαραίτητον ἡ Ἐκκλησία νὰ μεριμνήσῃ καὶ σήμερον, ὥστε ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις τῶν ἱεροψαλτῶν, ἡ κατέχουσα τὴν μουσικήν, νὰ μὴ ἀποκόπτηται ἀπὸ τὰς εὐρείας μάζας τοῦ λαοῦ ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ αὐξάνεται ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἐκκλησιάσματος εἰς τὴν ἱερὰν ψαλμῳδίαν, ὥστε νὰ γίνεται ἡ λατρεία πλέον ζῶσα καὶ δυναμική.
Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι ἐπαρεμυθήθημεν κατὰ τὴν ἀποστολικὴν καὶ συγχρόνως προσκυνηματικὴν Πατριαρχικὴν ἡμῶν ἐπὶσκεψιν ταύτην εἰς τὴν εὐλογημένην νῆσον σας, διαπιστώσαντες ὅτι μὲ τὰς ἐκκλησιαστικὰς χορῳδίας καὶ μὲ τὴν συστηματικὴν σπουδὴν καὶ χρῆσιν, ἐκτὸς τῆς βυζαντινῆς, καὶ τῆς ἐπιτοπίου πολυφωνικῆς χορῳδιακῆς μουσικῆς, ἐπιτυγχάνεται ἡ μαζικωτέρα συμμετοχὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Κερκυραϊκοῦ λαοῦ εἰς τὴν λατρείαν. Ἄλλωστε, ὁ ἀοίδιμος ἐκ τῶν προκατόχων ἡμῶν Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὡς Μητροπολίτης Κερκύρας, ἐπέτρεψεν εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις μόνον, συνοδευτικῶς καὶ οὐχὶ εἰς ὑποκατάστασιν τοῦ ἱεροῦ ἀναλογίου, τὴν χρῆσιν μουσικοῦ ὀργάνου πρὸς προσέλκυσιν τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν καὶ εἰς ἐξυπηρέτησιν συγκεκριμένων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τῆς ἐποχῆς, χρώμενος τῇ πατροπαραδότῳ οἰκονομίᾳ. Εὐχόμεθα δὲ νὰ ἐνταθῇ πρὸς τὸν ἀνωτέρω σκοπὸν ἡ προσπάθεια τὴν ὁποίαν καταβάλλει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Κερκύρας καὶ Παξῶν, ὑπὸ τὴν ἐμπνευσμένην ποιμαντορίαν τοῦ Ἱερωτάτου ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ ἡμῶν Μητροπολίτου κυρίου Νεκταρίου, ἐν συνεργασίᾳ μετὰ τῶν ἐκλεκτῶν κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἰδίᾳ τῶν ἱεροψαλτῶν, συνεργατῶν αὐτοῦ, πρὸς οὐσιαστικὴν συμμετοχὴν τοῦ λαοῦ εἰς τὴν Θείαν Λατρείαν.
Εὐχαριστοῦντες, Ἐλλογιμωτάτη κυρία Πρύτανις καὶ φίλτατοι κύριοι Καθηγηταί, διὰ τὴν προσγενομένην ἡμῖν καὶ τῇ φιλοστόργῳ Μητρὶ τοῦ Γένους ἡμῶν καὶ τοῦ Γένους τῶν Ὀρθοδόξων τιμὴν τῆς ἀπονομῆς τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου Διδάκτορος τοῦ Μουσικοῦ Τμήματος τοῦ ὑμετέρου Ἰονίου Πανεπιστημίου, τοῦ πολλὰ διαχρονικῶς προσενεγκόντος εἰς τὴν παιδείαν τοῦ Γένους εἰς καιροὺς χαλεποὺς καὶ σήμερον διὰ τῶν ἐν αὐτῷ λειτουργούντων Τμημάτων Ἱστορίας, Ξένων Γλωσσῶν, Μεταφράσεως καὶ Διερμηνείας, Μουσικῶν Σπουδῶν, Ἀρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας καὶ Μουσειο-λογίας, Πληροφορικῆς καὶ Τεχνῶν, Ἤχου καὶ Εἰκόνος, ἐκφράζομεν τὴν διάπυρον εὐχὴν ὑπὲρ πλουσίας εὐοδώσεως καὶ ἄνωθεν εὐλογίας τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου σας καὶ πλουσίου τοῦ πνευματικοῦ ἀμητοῦ, ὥστε τὸ Πανεπιστήμιόν σας νὰ ἑτοιμάζῃ στελέχη ἔχοντα ἱκανὰ ἐφόδια, ὥστε καὶ αὐτά, ὅλοι σας φίλοι φοιτηταὶ καὶ ἀγαπηταὶ φοιτήτριαι, νὰ ἐπιβιώσετε καὶ πνευματικῶς κατὰ Χριστόν, καὶ ἠθικῶς κατὰ τὴν παράδοσιν τοῦ Γένους καὶ τῆς εὐλογημένης ἑλληνικῆς οἰκογενείας, ἀλλὰ καὶ ἐπαγγελματικῶς ἐντὸς τῆς συγχρόνου ἀνταγωνιστικῆς καὶ μὴ ἐχούσης «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν» κοινωνίας, καὶ νὰ ὠφελήσετε τὸ εὐρύτερον κοινωνικὸν σύνολον μὲ τὴν καρποφόρον, πεποίθαμεν, προσφοράν σας. 
Καὶ πάλιν εὐχαριστοῦμεν. Καλὰ Χριστούγεννα!

Related Posts with Thumbnails