Τοῦ
πολιτισμοῦ, φεῦ, τοῦ χθεσινοῦ...
Εἶχαν
τὴν εὐγενῆ καλωσύνη ἡ Βιολέτα
Μπερδάνη-Θεολόγου καὶ ὁ γιατρὸς
Παναγιώτης Γρ. Σταμούλης νὰ μοῦ στείλουν
αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ φωτογραφία τῶν
ἀρχῶν τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἴσως καὶ
τοῦ τέλους τοῦ 1950, ποὺ ἐμφανίζει
ἀνεπανάληπτες εἰκόνες -ἱστορικὲς θὰ
ἔλεγα- τοῦ παλιοῦ τοῦ χωριοῦ μας, τοῦ
ἀλώβητου ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς
ποὺ ἀκολούθησαν μὲ ὅλα τὰ γωστὰ
γεγονότα, τὰ ὁποῖα καὶ τὸ πλήγωσαν.
Τοὺς
εὐχαριστῶ,
λοιπόν, γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ
ἔδωσαν νὰ πῶ δυὸ λόγια τιμῆς στοὺς
παλιοὺς Κληματιανούς, ποὺ ἀγάπησαν,
φρόντισαν καὶ περιποιήθηκαν τὸν τόπο
τους μὲ τρόπο παραδειγματικό, καθὼς
φαίνεται καί, δυστυχῶς, ξένο σὲ μᾶς
ποὺ θέλουμε καὶ καλὰ καὶ σώνει νὰ
ἐμφανιζόμαστε ὡς προοδευτικοί, σύγχρονοι
καί, φυσικά, «in», κατὰ τὸ
κοινῶς καὶ ἀπρεπῶς λεγόμενο.
Ἄς
κοιταξει, λοιπόν, ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος
τὸ πῶς ἦταν τὸ χωριό μας τότε.
Πεντακάθαρο, νοικοκυρεμένο, φωτεινὸ
καὶ πάνω ἀπ᾿ὅλα ἀρχοντικό. Γιατὶ
ἀρχοντιὰ δὲν εἶναι τὰ «κίτς» σπίτια
καὶ ὁ μέσα τους διάκοσμος, ἀλλὰ τὸ
ἁπλό, τὸ ἀπέριττο καὶ χρηστικὸ
ἀντικείμενο ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή
μας καὶ τὸ ἐκτιμοῦμε, ὄχι ὡς μέσον
προβολῆς τοῦ ναρκισσισμοῦ μας, ἀλλ᾿
ὡς τεκμήριο ποὺ προβάλλει τὴν εὐαισθησία
καὶ τὴν ὀμορφιά,
τὶς ὁποῖες ὑπηρετοῦμε καὶ τὶς
χαιρόμαστε.
Αὐτὴ
ἡ λησμονημένη φωτογραφία, λοιπόν,
παρουσιάζει ἕνα
συνήθη -γιὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, φυσικά-
ὅμιλο γυναικῶν ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ
κάποιο κοινωνικὸ γεγονός. Ντυμένες οἱ
νοικοκυρές μὲ τὴν παλιὰ καὶ ἀρχοντικὴ
φορεσιά, ἀνεβαίνουν τὰ ἐπίσης
καλοφτιαγμένα καὶ ἀριστοτεχνικὰ
δομημένα καλτερίμια. Βλέπουμε, λοιπόν,
νὰ φοροῦν τὴ «φστάνα» τὴν ποδιά, τὸ
πουκάμισο τὸ κεντητό, τὸ μαντήλι καὶ
τὰ πασούμια μὲ τὴ φιούμπα, μὲ τὴν
ὁποία τὰ «γαρνίριζε» ὁ ἀξεπέραστος
καλλιτέχνης ὑποδηματοποιός, ὁ
μπάρμπα-Παντελὴς Χατζηνικολάου.
Πιὸ
κάτω παρατηροῦμε μιὰ νοικοκυρὰ νὰ
ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴ βρύση μὲ τὴ λαΐνα
στὸν ὤμο, εἰκόνα κι αὐτὴ λησμονημένη.
Κι ὕστερα τὰ
σπίτια... Λευκά, πεντακάθαρα, νοικοκυρεμένα
μὲ τὴν κρεβατιὰ ἔξω στὴ ρούγα τους.
Τὰ σταφύλια, «οἱ σιδερίτες» ἤ καὶ τὰ
«τραγανά» νὰ κρέμονται καὶ τὰ χαγιάτια
τὰ ὁλοπέραστα νὰ στολίζουν τὰ
λευκοντυμένα οἰκήματα.
Ἄν
κάποιος παρατητήσει μὲ προσοχὴ τὸ
δρόμο θὰ δεῖ
νὰ εἶναι πεντακάθαρος, ὅπως ἐπίσης
καὶ τὰ σπίτια.
Δυστυχῶς,
τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγκόνια μας δὲν
θἄχουν τὴν εὐκαιρία νὰ χαροῦν τέτοιες
στιγμές, ποὺ δὲν εἶναι διόλου στημένες.
Εἶναι τόσο φυσικές, ὅσο φυσικὴ ἦταν
ἡ συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια, ἀκόμα κι
ἐκείνο τὸ χαριτωμένο «λακριντί», ποὺ
νοστίμιζε τὶς ὅποιες συνάξεις τους.
Κι αὐτὰ ποὺ ἀναφέρω δὲν εἶναι ἀπότοκα
κάποιου ρομαντισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι καὶ
παραμένουν τεκμήρια ἀληθείας, ὅπως
ἀληθινὴ καὶ γνήσια εἶναι ἡ φωτογραφία
αὐτή.