© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Από το «γιόμα», στο μπαλδακίνο και τα «κυπαρίσσια»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


   Καθόμουν το μεσημεράκι της Τρίτης 23 Σεπτέμβρη σε κεντρικό καφέ της πόλης μας και στην ηρεμία του Φθινόπωρου, μετά την λαίλαπα του Αυγούστου, απολάμβανα τον εσπρέσο μου και την όμορφη κουβέντα. Λίγοι οι περιφερόμενοι τουρίστες, σε σχέση με τους δύο προηγούμενους μήνες και ακόμα λιγότεροι οι δικοί μας απόδημοι, που μετά κυρίως τα Μπασίματα του Αγίου, άρχισαν σιγά – σιγά να μας εγκαταλείπουν. Έτσι εμείς κι εμείς πάλι, με σύννεφα δίχως βροχές, ξαναρχίσαμε να βρίσκουμε τους ρυθμούς μας.
   Μα τους ρυθμούς μας φαίνεται πως δεν τους ξαναβρίσκουμε μόνο στην καθημερινότητα, αλλά και στις εορταστικές ανάσες, που περιέχονται στο χρόνο και χαρίζουν χρωματιστές πινελιές στην ρουτίνα και την επανάληψη. Σαν πήγε δώδεκα, λοιπόν, ακριβώς, από το πυργωτό καμπαναριό της Μητρόπολης, του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ακούστηκε πρώτα η μια καμπάνα να χτυπά «γιόμα» και μετά όλες μαζί να στέλνουν χαρούμενο σένιο στους κατοίκους της Χώρας, αλλά και στους μειωμένους πια επισκέπτες της.
   Ήταν που την επόμενη μέρα ο ναός πανηγύριζε, κατά παλιά συνήθεια, την Παναγία την Μερτιώτισσα, προστάτισσα των επτανησιακών Κυθήρων, η εικόνα της οποίας για χρόνια ήταν η Παναγία της «Μέσα Μερίας» και προσεισμικά φυλασσόταν στην ιστορική εκκλησία των Αγίων Πάντων. Μετά την θεομηνία η καθέδρα με την περίπυστη εικόνα «ανασυντέθηκε», μια και η ίδια κάηκε, αλλά διασώθηκε το ασημένιο της πουκάμισο (!), έργο του μεγάλου και φημισμένου τεχνίτη Γεώργιο Διαμαντή Μπάφα  και τοποθετήθηκε στον Άγιο Νικόλαο του Μόλου. Μετά την αποπεράτωση του νέου Μητροπολιτικού ναού η «Κυρά η Μερτιώτισσα» μεταφέρθηκε οριστικά εκεί.
   Χτύπησε, λοιπόν, «γιόμα» η Μητρόπολη, ενόψει της γιορτής της και έδωσε χαρά και ελπίδα σε όσους ακόμα παραμένουν καθαρόαιμοι Ζακυνθινοί και αμετανόητοι Επτανήσιοι. Αυτή είναι μια παλιά συνήθεια, την οποία η γενιά μου, που πρόλαβε την έστω και στα στερνά της λεγόμενη «παλιά Ζάκυνθο», την έζησε και τον καιρό εκείνο, μάλιστα, επειδή βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια μετά το σεισμό, οι τότε κάτοικοι του νησιού την τηρούσαν, όπως και τόσα άλλα, με θρησκευτική ευλάβεια, πιστεύοντας, συν τοις άλλοις, πως έτσι θα ξαναχτίσουν, έστω και νοερά, αυτό που χάθηκε οριστικά μέσα στα ερείπια, τις φλόγες και την νεοελληνική πραγματικότητα.
    Το καμπάνισμα αυτό της Μερτιώτισσας, «που έφτασε στ’ αυτιά μου» δεν ήταν «θλιβερό», όπως εκείνο των εσπερινών και σαρακοστιανών ακουσμάτων, που περιγράφει ο μοναδικός Ιωάννης Τσακασιάνος στους «Σπουργίτες» του, αλλά πανηγυρικό και ανανεωτικό. Έφερε στη μνήμη μου παιδικές παραστάσεις, τότε, που στην πλατεία Σολωμού, μια και το πανηγύρι γινόταν ακόμα στον Άγιο Νικόλαο του Μόλου, παρακολουθούσα, σαν σε δεύτερο πλάνο, την μεγάλη αυτή γιορτή, παίζοντας ή κάνοντας ποδήλατο και στο τέλος πηγαίναμε με τους φίλους εκεί που είχαν καεί οι «φωτίες» (δεν μεταφράζω, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε) και μαζεύαμε τα περισσεύματα, αυτά που είχαν πέσει άκαφτα κάτω και κάναμε τη δική μας φέστα.
   Μα δεν σταμάτησε εδώ, στο προεόρτιο σένιο, η χαρά μου στην φετινή γιορτή της Μερτιώτισσας. Το απόγευμα της γιορτής, μετά αληθινά από χρόνια, αποφάσισα να πάω στην εκκλησία της και ν’ ανάψω ένα κερί, σαν παλιός Μεσαμερίτης και αυτοεξόριστος, ακούγοντας, μάλιστα και την καθιερωμένη παράκληση, η οποία θα ήταν αναμφίβολα σύμφωνα με την τοπική μας μουσική παράδοση.
   Εδώ μια άλλη «παρηγορία», για να θυμηθούμε και λίγο Σολωμό, με συνάντησε. Η καθέδρα με την ιστορική εικόνα βρισκόταν τοποθετημένη στη μέση της εκκλησίας και κάτω από τον πατροπαράδοτο για τις περιστάσεις πορφυρένιο και βελούδινο ουρανό, τον απαραίτητο στα Τζαντιώτικα πανηγύρια, ο οποίος τελευταία, δυστυχώς, λείπει και από πολλές λιτανείες, κάνοντας τα πρετσεσία (ας μην ξεχνάμε και την ντοπιολαλιά μας), κατά την δική μας αισθητική, … μεταφορές εκκλησιαστικών αντικειμένων.
   Αξίζει ν’ αναφερθεί, επίσης, πως σε κάθε μια από τις τέσσερις λάντζες του μπαλδακίνου ή «μπαλδακίν», όπως πρόσφατα τον συνάντησα, κατά την βενετσιάνικη εκδοχή, στον κώδικα της εκκλησία του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση, που δουλεύω, υπήρχε ένα έστω και υποτυπώδες «κυπαρίσσι», από μυρτιές, λόγω του φυτού στο οποίο βρέθηκε, κατά την παράδοση, η εικόνα των Κυθήρων, επαναφέροντας συνήθειες και μνήμες.
   Δεν ήταν, βέβαια, σαν αυτά τα περίτεχνα που θυμάμαι μικρός στην Ανάληψη ή την Αγία Τριάδα, έργα πολύωρης απασχόλησης των καλλιτεχνών νοντσόλων τους, με τις κουρεμένες, για το τέλειο σχήμα, μερτίες και τα πολύχρωμα φιόρα, αλλά υπήρχε και τιμούσε την Επτανησιακή Θεομήτορα.
   Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον ακούραστο και άριστο γνώστη της εκκλησιαστικής μας παράδοσης π. Παναγιώτη Σπουργίτη, στους γαστάλδους (επιτρόπους) του ναού και το νόντσολο δεν αρκεί. Αυτό, αναμφίβολα, είναι πολύ λίγο, για την παρακαταθήκη, που δεν αφήνουν να χαθεί. Η Μερτιώτισσα ας τους έχει καλά, για να την τιμούν και να την γιορτάζουν για πολλά χρόνια. Και εμείς, οι ελάχιστοι εναπομείναντες, σαν τους παλιούς ενορίτες των προσεισμικών ναών, οι οποίοι διάλεγαν την εκκλησία τους, άσχετα με την γειτονιά που διέμεναν, θα πηγαίνουμε κάθε μεγάλη στιγμή του εορταστικού κύκλου στην δική τους ιερή στέγη, για να συνεχίζουμε τα αντέτια μας, που για μας είναι τρόπος λατρείας.
   Ας είναι καλά, για να μας χαρίσουν παρόμοιες χαρές και του χρόνου. Η Κυρά η Μερτιώτισσα ας τους προστατεύει.

Related Posts with Thumbnails