Στὸν
ἀξιότιμο κύριο Διονύσιο Κ. Μαγκλιβέρα,
ἑόρτιος χαιρετισμός
«Ἡ
κάθε παρουσία, ὅσο κι ἄν διαρκέσει
εἶναι πάντοτε προσωρινή. Ἡ μνήμη
ἀντίθετα εἶναι διαρκής» Μ.
Παλλάντιος
Ἀπὸ
μακρυὰ ἔρχονται οἱ εἰκόνες αὐτές,
σήμερα, χρονιάρα μέρα ποὺ εἶναι, μέρα
τῆς Παναγιᾶς. Εἰνόνες μὲ πρόσωπα καὶ
τοπία. Μὲ ἄφατη συγκίνηση καὶ μὲ τὴ
σιωπὴ νὰ κυκλώνουν τὴν ψυχή, τὸ εἶναι
ὁλάκερο. Γιατὶ μονάχα μέσα στὴν ἱερὴ
τῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἀναπόλησης κατάνυξη
μπορεῖς νὰ ξαναβιώσεις στιγμὲς ἰερὲς
ποὺ κρυσταλλώθηκαν μέσα σου, ὅπως ὁ
χρόνος πάνω στὶς παλιὲς φωτογραφίες.
Δεκαπενταύγουστος,
λοιπόν, σήμερα. Τῆς Παναγιᾶς ἡ ἄχραντη
Κοίμηση μὲ τὴ στοργή Της ὑφάδι στὸν
χιτώνα τῆς εύγνωμοσύνης μας γιὰ τὴν
ἀδιάκοπη ἔγνοια Της. Καὶ σιμά Της
ζωγραφίζεται καὶ φέτος τὸ Πρόσωπο τῆς
Μάνας, ποὺ ἐδῶ καὶ τρία χρόνια ζεῖ
τὸν φωτεινὸ Δεκαπεντάυγουστο μαζὶ μὲ
τοὺς Ἁγίους. Τὸ Πρόσωπο τῆς Μάνας,
ἔρχεται λοιπόν καὶ σήμερα μὲ εἰκονες
ἀπ᾿ τὸ χτές, μὲ μνῆμες ἱερὲς καὶ
πάντα ζωντανὲς μέσα σου, νὰ στολίσει
τὴ γιορτινὴ τὴ μέρα, νὰ τῆς χαρίσει
μὲ τὴ χαρμολύπη της νόημα πασπαλισμένο
μὲ ἱερότητα.
Δροσερὸ
ἀπόβραδο τῆς Παναγιᾶς, στὴ σκιερὴ
αὐλὴ τοῦ παλιοῦ τοῦ μαγαζιοῦ τῆς
θειᾶς Εὐανθίας, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ
πέλαγο, ποὺ ρυτιδιάζει ἀπὸ τὸ μελτέμι.
Ἡ Μάνα ἐκεῖ περιμένει «παστρεύοντας»
ἀμύγδαλα, ποὺ τὴν προηγούμενη τὴ μέρα
«τίναξε» ἀπὸ τὸ κτῆμα. Τὰ συγκεντρώνει
τὰ ἀμύγδαλα στὸν «ταβᾶ» καὶ τὰ
καθαρίζει ἕνα-ἕνα μαζεύοντας τὶς
φλοῦδες σὲ ξεχωριστὸ σακί, γιὰ νὰ τὰ
πάει νὰ γίνουν λίπασμα στὰ δέντρα. Ἡ
μοναξιὰ γύρω της θρυματίζεται ἀπὸ τὸν
ξερὸ τὸν ἦχο ποὺ ἀφήνουν τὰ καθαρισμένα
ἀμύγδαλα, καθὼς τὰ ρίχνει στὸ ἁπλωμένο
τὸ τσουβάλι, γιὰ νὰ τὰ βάλει μετὰ σὲ
προσήλιο μέρος νὰ στεγνώσουν.
Μέχρι
νὰ βραδυάσει καὶ νὰ μπεῖ στὸ σπίτι
τὴ συντροφεύουν οἱ παλιὲς οἱ ἀναμνήσεις,
μὲ πρῶτο τὸν συγχωρεμένο τὸ συμπέθερό
της τὸν μπάρμπα-Παναὴ τὸν Παλαιόλογο
ποὺ τέτοια μέρα γιόρταζε καὶ ὅλο τὸ
μαγαζὶ γίνονταν ἕνα χαμόγελο. Κι ὕστερα
θυμᾶται τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιὰ ποὺ
τέτοια μέρα στρώνανε τὸ τραπέζι μὲ τὸ
καλὸ τὸ φαΐ, κι εὐωδίαζε ὁ φοῦρνος
ἀπὸ τὰ ἐδέσματα ἐκεῖνα ποὺ δὲ
ματαγιναν ποτέ. Θυμᾶται...Κι ὅλα ἐτοῦτα
εἶναι ἡ συντροφιά της, μέρα ποὺ εἶναι
καὶ ποὺ τιμοῦσε πάντα μὲ νηστεία καὶ
προσευχή...
Ἡ
ἄλλη ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὸ στερνό
της τὸν Δεκαπενταύγουστο...
Λιτὸ
τοπίο ἑνὸς χωριοῦ ποὺ χωνεύει μέσα
στὸ θερινὸ τὸ ἀπομεσήμερο. Ἀναδεύει
τὰ φύλλα τῆς κληματαριᾶς, ποὺ συντροφεύει
τὸ σπίτι μὲ τὸ ἐλαφρὸ τ᾿ ἀεράκι,
δροσίζοντας τὸν τόπο. Στὴ πεζούλα ἡ
Μάνα ξαποσταίνει κοιτάζοντας τὸ σοκκάκι
ποὺ ἀνασαίνει τὴ δροσιὰ καὶ χαίρεται
τὴν παρουσία τῶν λιγοστῶν ἀνθρώπων
ποὺ τὸ κατοικοῦν: Ἔστω καὶ γιὰ ἕνα
μῆνα τὸ χρόνο...
Σὲ
λίγο θὰ πάρει νὰ σουρουπώσει, νὰ πέσει
ὁ ἥλιος καὶ ν᾿ ἀνεβεῖ ἀπὸ τὸ ρέμα
κάτω ἡ νοτισμένη ἡ δροσιὰ καὶ νὰ
συνταιριάσει μὲ κείνη ποὺ στέλνουν
ἀπὸ ψηλὰ τὰ πεῦκα, τὰ ἀγέρωχα πεῦκα
ποὺ χρυσοπρασινίζουν μέσα στὸ κάμα
τοῦ θέρους καὶ σκορποῦν ἕνα γύρω
ἐκείνη τὴ μοσχοβολιὰ, μοσχοβολιὰ
πάντερπνη καὶ ζωηφόρος.
Τότε
κι ἡ Μάνα θὰ πάρει τὸ ραβδί της καὶ θὰ
πάει παραπέρα, στοῦ μπάρμπα-Παντελὴ
τὸ σπίτι, ἀπ᾿ ὅπου φαίνεται πολὺ
καθαρὰ ἡ παλιὰ ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ
βαφτίστηκε καὶ στεφανώθηκε (ἐκεῖ ποὺ
θέλει καὶ ἡ ἴδια νὰ κηδευτεῖ). Θὰ
σταθεῖ, ὅπως κάθε ἀπόβραδο, θὰ
προσκυνήσει σὰ νὰ εἶναι μέσα στὸν
πάνσεπτο ἐκεῖνο ναό, θ᾿ ἀγναντέψει
τὸ Κοιμήτηριο, ὅπου αἰῶνες συντροφεύει
τὴν παλιὰ ἐκκλησιά καὶ τὰ ἐρείπια,
καὶ θὰ μνημονέψει τοὺς προγόνους της
ποὺ ἀναπάυονται ἐκεῖ, μὲ πρώτους τὸν
παπποῦ τὸν Νικολάκη καὶ τὴ γιαγιὰ
Σοφία, ἀλλὰ κι ὅλους ὅσους διασώσει
γραμμένους στὸ τετράδιο τῆς καρδιᾶς
της. Θὰ τοὺς θυμηθεῖ στὴν προσευχή
της κι ὕστερα θὰ τοὺς συγκαλέσει μὲσα
στὶς θύμησες ποὺ ἄφησαν, νὰ τὴ
συντροφέψουν. Μέχρι ποὺ ἔφτασε κι
ἐκείνη ἡ ἄχραντη ἡ ἡμέρα τῆς 26ης
Φεβρουαρίου, μέρα σημαδιακὴ ποὺ
ἀναχώρησε γιὰ νὰ τοὺς συναντήσει
ἐκεῖ ποὺ ἀναπαύονται...
Δεκαπενταύγουστος
2015