Με λογχίζει το φως
ο άκτιστος για την αύριο πόνος
σε ποια φωτοειδή νερά
δίνεις απόψε την ψυχή σου
ποιανού τέλους ατέλεστου
γίναμε πάλι διδακτοί.
ΦΩΤΟΜΑΧΙΕΣ
Στη Φωτεινή
Ένδοξος ήλιος
στις απόκρημνες φλέβες
του αποσπερίτη.
Ύπνος μάς πήρε.
Ο γέροντας αρτίστας
ήταν ο κλέφτης.
Λίθινα λόγια
και χνότα λασπωμένα
όλο αγκάθια.
Ρημάξαν όλα.
Τους κόμπους των μαλλιών της
ποιος τώρα πλέκει;
Πολύβουο φως
το μέσα μου σκοτάδι
μέτρα και κόψε.
Ολόαστρη θάλασσα
ο φόβος όταν πέφτει
άναρχη γνώση.
Εκ προμελέτης
των ωραίων ωρών μας
η αφαίμαξη.
Σπασμένο γέλιο
με το συμφέρον χρώμα
φωτομαχώντας.
ΟΚΤΩ ΕΚΔΟΧΕΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ
«Η γλώσσαν ευρών πυρ πνέουσαν, ζωγράφε,
Μόνην αφήκας ευλαβηθείς την φλόγα;»
Ιωάννης Ευχαΐτων
Άσμα του πόνου.
Πηγάδι που έχεις πνίξει
το πρόσωπό σου.
Ακούω σιωπές.
Ο νους ο διχασμένος
κάψα ιερή.
Δεν έχεις καιρό.
Ο παλμός των αιμάτων
μάσκα που καίει.
Πάντα ματώνει
το χρυσό και το γκρίζο
σπασμένο γυαλί.
Κοιμήσου τώρα.
Κάπως έτσι για πάντα
φυραίνει το φως.
Η πόρπη του ήλιου
θηλιά και τον έπνιξε
παντεπίσημα.
Πάλι το ξίφος
έχει την ευωδία
των ονομάτων.
Καλά είναι κι έτσι.
Με βγαλμένα τα μάτια
βλέπεις τα μέσα.
ΑΙΜΑΝΘΟΣ
«Σύμμετρος έστω της αρετής ο πόνος,
ίνα μη άμετρος γένηται της μεταβολής ο τρόπος»
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
Ώρα ενάτη
και κρούεις την καμπάνα
των προγραμμένων.
Ύστερα πάλι
πανσέληνος ο κόσμος
στο μέγα καύμα.
Μοιάζει το σώμα
αγγείο φιλάνθρωπο
πάγκαλο δέντρο.
Το ρούχο ξέρει
πώς ξενίζει τη φλόγα
χρόνους τριάντα.
Οι επισκέπτες
καθένας στο κλαρί του
έλκη του δέντρου.
Μετά τον ίσκιο
σού μένει στο μαντήλι
η πίκρα θρόμβοι.
Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.
Πού να την κρύψεις
τη θαλασσομαχούσα
την προσφυγιά σου;
Φιλέρημο άνθος
σπόνδυλοι των υδάτων
περίπου κήπος.
Ω κόνισμά μου
μυριστικό του Άδη
ξύλο που κλαίεις…
«Η γλώσσαν ευρών πυρ πνέουσαν, ζωγράφε,
Μόνην αφήκας ευλαβηθείς την φλόγα;»
Ιωάννης Ευχαΐτων
Άσμα του πόνου.
Πηγάδι που έχεις πνίξει
το πρόσωπό σου.
Ακούω σιωπές.
Ο νους ο διχασμένος
κάψα ιερή.
Δεν έχεις καιρό.
Ο παλμός των αιμάτων
μάσκα που καίει.
Πάντα ματώνει
το χρυσό και το γκρίζο
σπασμένο γυαλί.
Κοιμήσου τώρα.
Κάπως έτσι για πάντα
φυραίνει το φως.
Η πόρπη του ήλιου
θηλιά και τον έπνιξε
παντεπίσημα.
Πάλι το ξίφος
έχει την ευωδία
των ονομάτων.
Καλά είναι κι έτσι.
Με βγαλμένα τα μάτια
βλέπεις τα μέσα.
ΑΙΜΑΝΘΟΣ
«Σύμμετρος έστω της αρετής ο πόνος,
ίνα μη άμετρος γένηται της μεταβολής ο τρόπος»
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
Ώρα ενάτη
και κρούεις την καμπάνα
των προγραμμένων.
Ύστερα πάλι
πανσέληνος ο κόσμος
στο μέγα καύμα.
Μοιάζει το σώμα
αγγείο φιλάνθρωπο
πάγκαλο δέντρο.
Το ρούχο ξέρει
πώς ξενίζει τη φλόγα
χρόνους τριάντα.
Οι επισκέπτες
καθένας στο κλαρί του
έλκη του δέντρου.
Μετά τον ίσκιο
σού μένει στο μαντήλι
η πίκρα θρόμβοι.
Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.
Πού να την κρύψεις
τη θαλασσομαχούσα
την προσφυγιά σου;
Φιλέρημο άνθος
σπόνδυλοι των υδάτων
περίπου κήπος.
Ω κόνισμά μου
μυριστικό του Άδη
ξύλο που κλαίεις…
[ Προμετωπίδα: Georgia Lampert]