Ένα από τα ερωτήματα που κατά καιρούς
τίθενται σχετικά με το παρελθόν είναι
αυτό της καταγωγής και προέλευσης
ανθρώπων, οικογενειών και οικισμών. Το
ερώτημα αυτό, όπως και την προσπάθεια
απαντήσεων, το συναντάμε συχνά στην
ιστοριογραφία και έρευνα και ειδικά
την επτανησιακή, καθώς υπάρχει – ειδικά
στην Κέρκυρα - τεράστιο υλικό προς
διερεύνηση, που φυλάσσεται στοργικά
στο οικείο ιστορικό αρχείο, θησαυρό
γνώσεων και πληροφοριών.
Στην Κέρκυρα, συχνά τίθεται το ερώτημα
για την καταγωγή του χωριού Αναπλάδες
της περιοχής της Λευκίμμης, χωρίς,
ωστόσο, να έχει δοθεί μέχρι σήμερα κάποια
πειστική απάντηση. Αρκετές φορές,
μάλιστα, γίνεται λόγος για πελοποννησιακή
καταγωγή, η οποία στηρίζεται σε κάποιες
ενδείξεις όπως το όνομα που παραπέμπει
στη λέξη Ανάπλι, όπως λεγόταν
παλιότερα το Ναύπλιο,
η πελοποννησιακή(;) κατάληξη –όπουλος
των επιθέτων που απαντούν εκεί, όπως
Χρυσικόπουλος, Παπαβλασόπουλος και η
συνοικία Μανιουράτικα, της οποίας
το όνομα θυμίζει Μάνη. Όμως, οι ενδείξεις
δεν είναι πάντα ασφαλής βοηθός στην
προσπάθεια για την ανάσυρση των ψηγμάτων
του παρελθόντος, το οποίο σαν άβυσσος
μας περιβάλλει.
Πρώτος ο Γερμανός γεωγράφος Ιωσήφ Πάρτς
(Josef Partsch, 1856-1925) είχε υποστηρίξει την
πελοποννησιακή καταγωγή του χωριού
Αναπλάδες
και ακολούθως ο Σπύρος Κατσαρός,
στηριζόμενος σε σχετική μελέτη του
ιστοριοδίφη Λαυρεντίου Βροκίνη, ο
οποίος, όμως, δεν λέει ακριβώς κάτι
τέτοιο αλλά, αναφερόμενος στο γνωστό
στρατιωτικό σώμα των stradioti
της Κέρκυρας, υποστηρίζει ότι «…μέγα
μέρος τῶν
ἀπογόνων
τῶν ἐν
λόγῳ
ἀποίκων
διεσπάρη μικρὸν
κατὰ
μικρὸν
καὶ ἐν
τοῖς
ἀγροῖς
τῆς
νήσου…».
Ως γνωστόν με την βενετοτουρκική συνθήκη
του 1540 η Βενετία, ανάμεσα στα άλλα,
αποδέχεται την παράδοση του Ναυπλίου
και της Μονεμβασιάς στους Τούρκους.
Φεύγοντας οι Βενετοί παραλαμβάνουν στα
καράβια τους όσους κατοίκους ήθελαν να
φύγουν, συμπεριλαμβανομένου και του
στρατιωτικού σώματος των ελαφρώς
οπλισμένων stradioti,
που αποτελούσαν τη φρουρά στα δύο αυτά
πολύ σημαντικά κάστρα της Πελοποννήσου.
Το σώμα αυτό σκορπίστηκε σε όλες σχεδόν
τις ενετικές κτήσεις από την Κύπρο και
την Κρήτη έως την Κέρκυρα, όπου με
επικεφαλής τον Αυγουστίνο Μπαρμπάτη
εγκαταστάθηκε σε μία περιοχή νοτίως
της πόλης, η οποία ονομάστηκε «Αναπλιτοχώρι»
ή «Στρατιά».
Εκεί οργανώθηκε σε τέσσερα αποσπάσματα
των δεκαπέντε ανδρών, όσα και τα
διαμερίσματα του νησιού (Λευκίμμης,
Μέσης, Όρους και Γύρου) με αποστολή να
διευκολύνει και να ενισχύει το τοπικό
σώμα των cernidi στην
επίβλεψή του. Επικεφαλής ήταν ο κυβερνήτης,
ο «γουβερναδούρος», όπως λεγόταν, που
εκλεγόταν από τη Βενετική Γερουσία και
τελούσε υπό την επίβλεψη του Προβλεπτή
της Κέρκυρας.
Επανερχόμενοι στο θέμα της προέλευσης
των Αναπλάδων, θα πρέπει να τονίσουμε
ότι το όνομα αυτό είναι σχετικά νεώτερο.
Έως τα τέλη του 17ου αιώνα εντοπίζουμε
τον οικισμό στα διάφορα νοταριακά
έγγραφα με το παραπλήσιο όνομα
Στανοπουλάδες από το οποίο προέρχεται
το σημερινό όνομα Αναπλάδες με την
πρόθεση στις. Έτσι, στις πράξεις του
νοταρίου του «Λευκίμμου» Κωνσταντίνου
Μοναστηριώτη πληροφορούμαστε: (φ.10v)
«αφζ΄ ἡμέρα
στ΄ τοῦ
Ἰουλίου
μηνὸς,
ἰνδικτιῶνος
ι΄. Ἐντὸς
ὁσπιτίου
κυρᾶς
Καλῆς
(…) ἐκ
χωρίον τῶν
Στανοπουλάδων…»
ή (φ.12v) αφζ΄
ἡμέρα
η΄ τοῦ
Σεπτεμβρίου μηνὸς,
ἰνδικτιῶνος
ια΄. Παπὰ
κὺρ
Μάρκος ὁ
Κουμμερκιάρης ἐκ
τὴν |2
πρακτορείαν τοῦ
Ἀλεύχιμμου
ἐκ
χωρίον τῶν
Στανοπουλάδων…».
Επιπλέον, στις 21 Νοεμβρίου 1532 ο
ιερέας Δημήτριος Μουρμούρης, ο Βασίλειος
Κωστής και ο Μιχαήλ Καλαμινός παραχώρησαν
στον ιερέα Δημήτριο Κοντομάρη «…απὸ
τὴν
σήμερον καὶ
εις τὸν
ἅπαντα
αιωνα τον ημοισόν ναὸν»
του Αγίου Αρσενίου χωρίου Στανοπουλάδων
(Α.Ν.Κ., Συμβ. Μ.225, φ. 394r).
Αργότερα, εντοπίζουμε τον οικισμό με
την ονομασία Ἀνω
Πλάδες στο νοτάριο Βασίλειο Βλάσση
(πράξεις από 1548 έως 1574), άλλοτε και τα
δύο ονόματα συνυπάρχουν, ενώ το 1753 στις
πράξεις του νοταρίου Σπυρίδωνος Μυρίλλα
ο οικισμός εμφανίζεται πια με το όνομα
Αναπλάδες.
Το ίδιο και στην περιγραφή των ναών και
των μοναστηριών της Κέρκυρας που
πραγματοποιεί το ίδιο έτος ο Μέγας
Πρωτοπαπάς Κερκύρας Σπυρίδων Βούλγαρης:
«Ὁμοίως
ἀπῆλθεν
εἰς τὸ
χωρίον Ἀναπλάδων
καὶ
πρῶτον
εἰς
τὴν
Μονὴν
τοῦ
Ἁγίου
Ἀρσενίου
ἀδελφάτο…»
ή «Ὁμοίως
ἀπῆλθεν
εἰς
τὴν
Μονὴν
ἤτε
ἐρημοκλήσιον
τῆς
Ἀναλήψεως
εἰς τὸ
βουνό |13
τῶν Ἀναπλάδων γιούς τῆς
γενεᾶς
Μοναστηριώτη…».
Το όνομα, δε, Στανοπουλάδες είναι
προφανές ότι προέρχεται από το επίθετο
Στανόπουλος, που υπήρχε στην περιοχή,
όπως προκύπτει, άλλωστε, από τις πράξεις
του νοταρίου του «Λευκίμμου» Κωνσταντίνου
Μοναστηριώτη: «αφιβ΄ ἡμέρα
ιβ΄ τοῦ
Ἀπριλίου
μηνός, ἰνδικτιῶνος
ιε’. Καραβοκύρης κὺρ
Εὐρετὸς
ὁ
Μάνεσης εἰς
το πλευστι|2κὸ
ξύλο τοῦ
κὺρ
Δημητρίου Φαναριώτη καὶ
οἰ
σύντροφοι αὐτοῦ,
κὺρ
Ἀρσένιος
Στανόπουλος…».
Τα επίθετα του χωριού ήταν τα ίδια
περίπου με τα σημερινά, όπως Χρυσικόπουλος,
Παπαβλασόπουλος, Κοντομάρης,
Γαρδικιώτης, Κουλούρης,
συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που
έχουν εκλείψει από εκεί, όπως Καψοκαβάδης,
Στανόπουλος, Κουμμερκιάρης, Αυθίνος,
Σουλάνης κλπ.
Όσον αφορά, δε, το όνομα Μανιουράτικα
της ομώνυμης συνοικίας των Αναπλάδων,
είναι φανερό ότι ουδεμία σχέση έχει με
τη Μάνη. Άλλωστε, αν ετυμολογείτο από
την Μάνη, θα έπρεπε να λέγεται «Μανιάτικα».
Αποδεδειγμένα δηλώνει το μέρος όπου
κατοικούσαν οι έχοντες το επίθετο
Μαν(ι)ούρας, όπως κατ’ επανάληψη αυτό
εμφανίζεται στα νοταριακά έγγραφα του
ιστορικού αρχείου Κερκύρας, και δηλώνει
προφανώς αυτόν που ασχολείται με την
τυροκομία.
Επιπλέον, η κατάληξη – όπουλος
μερικών επιθέτων που απαντώνται εκεί
παραπέμπει σε βυζαντινά επίθετα (πχ.
Αργυρόπουλος, Στρατηγόπουλος κ.α.). O
Χρυσικόπουλος, για παράδειγμα, είναι
ο γιος του χρυσικού, όπως λεγόταν
από τους βυζαντινούς ο πωλητής χρυσών
αλλά και αργυρών αντικειμένων.
Άλλωστε, η Κέρκυρα για αιώνες αποτελούσε
τμήμα της βυζαντινής επικράτειας και
μάλιστα από τις αρχές περίπου του 10ου
αι. ήταν η έδρα του Θέματος της
Κεφαλληνίας, καθώς είχε έναν
αναβαθμισμένο ρόλο στο πλαίσιο της
προσπάθειας των βυζαντινών να εδραιώσουν
την κυριαρχία τους στην νότια Ιταλία
αντισταθμίζοντας την απώλεια της
Σικελίας. Άμεση συνέπεια ο εξοπλισμός
της Κέρκυρας με βυζαντινά στρατεύματα
και κάστρα.
Αναφορικά με το επίθετο Γαρδικιώτης,
που επίσης απαντάται στην περιοχή,
αξίζει να σημειωθεί ότι είναι από τα
παλαιότερα καταγεγραμμένα.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι η λέξη «Γαρδίκιον»
ή «Γαρδίκι» (πληθ.: Γαρδίκια), από όπου
προέρχεται ο Γαρδικιώτης, ετυμολογούμενη
από τους παλαιοσλαβικούς τύπους гордьсь
ή градьсь,
δηλώνει γενικά το κάστρο, τον οχυρωμένο
οικισμό, την κώμη, την πολίχνη και
εχρησιμοποιείτο κατά κόρον στη βυζαντινή
εποχή.
Επιπλέον, στοιχείο ενδεικτικό της
παλαιότητας του οικισμού είναι η ύπαρξη
του ναού του αγίου Αρσενίου. Ο άγιος
Αρσένιος, αρχιεπίσκοπος της Κέρκυρας
κατά τον 10ο αιώνα, ήταν ο άγιος -
προστάτης του νησιού πριν από την έλευση,
κατά τον 15ο αιώνα, του λειψάνου
του αγίου Σπυρίδωνα, γεγονός που
συνετέλεσε, μαζί με άλλους λόγους, στη
συρρίκνωση της σχετικής ευλάβειας.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι επρόκειτο
για μία ευλάβεια - λατρεία τοπικής
εμβέλειας και επομένως, αν οι κάτοικοι
του οικισμού Στ’Ανοπ(ου)λάδες ήταν
έποικοι, θα ήταν αδύνατον να κτίσουν
εκκλησία σε έναν άγνωστο γι’ αυτούς
άγιο.
Τέλος, για την παλαιότητα του οικισμού
και των κατοίκων του αξίζει να ανατρέξουμε
και στα κατάστιχα του συμβολαιογράφου
ιερέως Σταματίου Κοντομάρη, που καλύπτουν
πράξεις από το 1588 έως το 1614. Εκεί έχει
διασωθεί μία προγενέστερη συμβολαιογραφική
πράξη που συντάχθηκε στις 20 Ιουνίου
1400 από το νοτάριο Ιωάννη Σπαρμιώτη. Για
την εν λόγω πράξη, που αντιγράφθηκε κατά
το χρονικό διάστημα από 11 έως 20 Μαρτίου
1598, έχει γίνει η υπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος
που την προσκόμισε ήταν είτε απόγονος
των συμβαλλομένων είτε άλλο πρόσωπο,
στο οποίο θα είχε περιέλθει η νομή ή η
κυριότητα των αναφερόμενων περιουσιακών
στοιχείων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την
πράξη, ο Θεόδωρος Μαυρόπουλος, πράκτορας
της δεκαρχίας
των Εξωκαστρινών και της πρακτορίας
της Μέσης,
και ο πρωτόγηρος της δεκαρχίας
Γεώργιος Κομπολίτης, εκ μέρους της
δεκαρχίας, συμφώνησαν με τον ιερέα
Καλοϊωάννη Παπαβλασόπουλο από το χωριό
Στανοπουλάτες για παραχώρηση
περιουσιακών στοιχείων, που ανήκαν στη
δεκαρχία των Εξωκαστρινών και βρίσκονταν
στην περιοχή των χωριών Πολιτάδες
και Στανοπουλάτες της πρακτορίας
Λευκίμμης. Με την ίδια πράξη ο ιερέας
Καλοϊωάννης Παπαβλασόπουλος μαζί με
την αδελφοσύνη του, καθώς επίσης και οι
κληρονόμοι και οι διάδοχοί τους,
υποχρεώνονταν να καταβάλουν στον
εκάστοτε πράκτορα της Μέσης και στον
πρωτόγηρο της δεκαρχίας των Εξωκαστρινών
κάθε έτος, την τελευταία ημέρα του
Αυγούστου, έξι δουκάτα ως σολιάτικο
αποκτώντας έτσι το δικαίωμα για νομή
εις το διηνεκές των περιγραφόμενων
περιουσιακών στοιχείων με δυνατότητα
πωλήσεως, δωρεάς, ανταλλαγής προικοδότησης
και κληροδότησης υπό τον όρο της καταβολής
ανελλιπώς του σολιάτικου.
Το έγγραφο αυτό, εντός των πολύτιμων
στοιχείων για την οργάνωση και τη
λειτουργία των δεκαρχιών στην Κέρκυρα,
είναι σημαντικότατο γιατί εμφανίζεται
ο οικισμός των Στανοπουλάτων/Στανοπουλάδων
και το επίθετο Παπαβλασόπουλος τουλάχιστον
από το έτος 1400, εκατόν σαράντα χρόνια
δηλαδή πριν την πτώση του Ναυπλίου και
της Μονεμβασιάς στους Τούρκους και τον
εποικισμό στην Κέρκυρα μέρους των
κατοίκων τους.
Ανακεφαλαιώνοντας, το όνομα Αναπλάδες
αποτελεί εξέλιξη του παλαιότατου
ονόματος Στανοπουλάδες προερχόμενου
από το επίθετο Στανόπουλος. Ο οικισμός
διατηρεί την τοπική κερκυραϊκή ευλάβεια
προς τον Άγιο Αρσένιο, αρχιεπίσκοπο
Κερκύρας, που ήταν διαδεδομένη στο νησί
πριν το 15ο αιώνα, και εμφανίζεται
στις πηγές τουλάχιστον από το έτος 1400.
Επομένως, δεν απέχουμε από την αλήθεια
αν δεχτούμε ότι ο οικισμός των Αναπλάδων
είναι από τους παλαιότερους στην Κέρκυρα,
με γηγενή πληθυσμό και πανάρχαιες ρίζες
που ανάγονται στη μεσαιωνική (βυζαντινή)
περίοδο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: