© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Τι εννοούσαν, όταν μου ’λεγαν «Καζίνο»

* Αναδημοσίευση από το Επετειακό Λεύκωμα 170 χρόνια “Λέσχη ο Ζάκυνθος” [1839-2009]

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ

Αν για τον κόσμο ολόκληρο ο παρελθών χρόνος, αλλά και ο παρών, χωρίζεται σε προπολεμικά και μεταπολεμικά χρόνια, για το νησί μας, τη Ζάκυνθο, ορόσημο στάθηκε ο σεισμός και πάντοτε μιλάμε για προσεισμικές και μετασεισμικές περιπτώσεις. Αν μάλιστα κάνουμε άκρη την επιείκεια και πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, θα δούμε πως σε τοπικό επίπεδο η γενική αλλαγή δεν οφείλεται, όπως στον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνει, στον ολοκληρωτικό διχασμό της ιστορίας από τους παγκόσμιους πολέμους, αλλά πως ο Εγκέλαδος σ’ εμάς χώρισε το πριν και το μετά, όχι μόνο στο φαίνεσθαι, αλλά και στο πιο ουσιαστικό γίγνεσθαι.

Η πριν τον σεισμό ζωή, αισθητική, άποψη και πράξη του «Φιόρου του Λεβάντε» έγιναν προσωρινή ανάμνηση των επιβιωσάντων, με ημερομηνία λήξης, βέβαια, μια και ο χρόνος δεν αστειεύεται ή αποτυπώθηκαν στις σελίδες της ιστορίας, με τον κίνδυνο της λησμονιάς στα υγρά ράφια των βιβλιοθηκών, όταν και οι τελευταίοι εναπομείναντες πιστοί αναχωρήσουν. Μα η ζωή απαιτεί συνέχεια και η προδοσία αποτελεί αυτοτιμωρία. Έτσι το να ξεκινάς από την αρχή είναι έγκλημα και η άρνηση ή λησμονιά του παρελθόντος σου, αποπροσανατολίζει και εμποδίζει.

Οι γενιές που είναι σήμερα στα πράγματα στο νησί δεν γνώρισαν τα πριν του σεισμού, δεν τα έζησαν και προ πάντων δεν τα βίωσαν. Είχαν την τύχη, όμως, γιατί τύχη είναι η αποφυγή -σ’ αυτήν την περίπτωση- του απογαλακτισμού, να τ’ ακούσουν και λάθρα να τα μισοζήσουν στις νοσταλγικές διηγήσεις των πατεράδων τους ή των νόνων τους. Πρόλαβαν τα λιγοστά ερείπια, μιας άλλης αισθητικής πριν γίνουν άχαρο μπετόν και ανώνυμα ενοικιαζόμενα και περπάτησαν στην Πλατεία Ρούγα, στην Στράτα Μαρίνα, στον Πλατύφορο, που παρέμεναν έστω και σαν ονομασίες τιμητικής θύμησης, πριν μετατραπούν σε αθηναϊκές τηλεοπτικές διαφημίσεις και τουριστικές παραθαλάσσιες σπονδές, όπως και να κατοίκησαν το Μπελούσι, το Κούκεσι, το Φαγιά, το Ρόιδο, προτού προλάβουν οι πρώτοι, λόγω κυρίως του σεισμού, εσωτερικοί, τότε, μετανάστες, να δουν τις ταμπέλες των τρόλεϊ, που έγραφαν: Κυψέλη, Καλλιθέα, Αμπελόκηποι και με την κατοπινή ευλογία της Χούντας να τις αντιγράψουν άστοχα ή να τους δώσουν θεοσέβεια. Με λίγα λόγια η πρώτη μετασεισμική γενιά της Ζακύνθου ήταν συγχρόνως και η τελευταία προσεισμική κι’ έτσι πολλά πράγματα ξεπέρασαν την θεομηνία και διεκδίκησαν την ανθρωπίνως ποθητή αιωνιότητα.

Θυμάμαι στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, μια και ανήκω στην γενιά που γεννήθηκε λίγο μετά τον σεισμό, πολλές και ποικίλες τέτοιες περιπτώσεις. Παραπάνω υπονόησα αρκετές από αυτές. Θα μπορούσα ν’ αναφέρω κι’ άλλες, μα τις κρατώ, κυρίως για να μπω στο θέμα μου, για άλλες ευκαιρίες. Έτσι ξεχωρίζω μία απ’ αυτές και σ’ αυτήν θα δώσω όλο το βάρος και την σημασία.

Άκουγα, λοιπόν, πάντα στο σπίτι μου, απ’ τους δικούς μου, για το «Καζίνο». Εκεί πήγαιναν σχεδόν κάθε βράδυ, με ντόμινο απαραίτητα ακόμα οι γυναίκες, τα βράδια του Καρναβαλιού, εκεί γίνονταν διαλέξεις, τσάγια κι’ εκδηλώσεις, εκεί δίνονταν τα ραντεβού. Βέβαια Καζίνο δεν υπήρχε, το Πνευματικό Κέντρο και η Βιβλιοθήκη στεγάζονταν στον χώρο, αλλά, κάποτε, κι’ ένας κινηματογράφος, μα το μέρος είχε την ιερότητα της ανάμνησης και το βάρος της ιστορίας κι’ οι παλιότεροι θεωρούσαν τουλάχιστον ασέβεια ν’ αλλάξουν την ονομασία, που όχι μόνο, γι’ αυτούς αποτελούσε ύβρη, μα κι’ ήταν αποκοπή από τις ρίζες τους.

Η πλαστή για τους αδαείς και αμύητους αυτή ονομασία ήταν αληθινή και ουσιαστική για τους γνήσιους και μυημένους και προέρχονταν από ανάγκη, που τόνιζε το ξεπέρασμα μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, όπως ακριβώς μια γηραιά γειτόνισσά μου ποτέ δεν είπε πως πάει σε Χαιρετισμούς ή Νυμφίους στην Ανάληψη, αλλά πάντα οδηγούσε τα εσπερινά, όσο και εαρινά βήματά της στους Αγίους Σαράντες, που ήταν η προσεισμική ενορία της και σ’ Αυτούς, τους επίσης κοινωνικά διαχωριστικούς, έψαχνε πάντα το σταθερό στασίδι της, μη θέλοντας να εντοπίσει την στρατιωτική ισοπέδωση των νεώτερων εκκλησιών της μετασεισμικής της πατρίδας.

Η ονομασία αυτή των δικών μου, που δεν ήταν, πιστεύω, αποκλειστική τους έκφραση επιθυμίας, αλλά σχεδόν όλοι οι τότε ζακυνθινοί την ακολουθούσαν, αποτελούσε μιαν άποψη για συνέχεια και μια ανάγκη για μια πιο πέρα ανοικοδόμηση. Ήθελαν το νέο, ανανεωμένο κάτω από μη φυσιολογικές συνθήκες, να δεθεί με το παλιό κι’ η πορεία να εξελιχθεί αβίαστα. Απαιτούσαν το χθες να μην θαφτεί στα ερείπια, ούτε να ριχτεί στην θάλασσα από τις μπουλντόζες, αλλά να γίνει θεμέλιο του σήμερα και στήριγμα του αύριο και του μεθαύριο.

Εμένα με μπέρδευε κάπως, γιατί συχνά, ταξιδεύοντας για την με άλλο χρώμα και αισθητική Πρωτεύουσα, σταματώντας κάπου εκεί, κοντά στην Κόρινθο, άλλα Καζίνα έβλεπα και άλλες ερμηνείες έδινα στην λέξη. Δεν πειράζει όμως. Αυτή η «παραξενιά» μ’ ανάγκασε ν’ ανοίξω βιβλία, να ρωτήσω και να μάθω και προ πάντων να φανατιστώ, με την δημιουργική, βέβαια, έννοια της λέξης.

Ανοίγοντας τον Ντίνο Κονόμο πρώτα, που ήταν πιο προσιτός απ’ όλες τις απόψεις και μετά τον Λεωνίδα Ζώη, τον πιο απόμερο στην βιβλιοθήκη μας, έμαθα όχι μόνο για ένα, αλλά για δύο Καζίνα και εντρυφώντας περισσότερο και πιο συστηματικά στις σελίδες των παραπάνω ιστοριογράφων μας, αλλά και τις διηγήσεις που είχα την ευτυχία και την ευκαιρία να προλάβω, γνώρισα και την πολύπλευρη σημασία και προσφορά τους και εμβάθυνα στον ρόλο που έπαιξαν στην ιστορία του τόπου τους και τόπου μου οι δύο αυτές Λέσχες. Χάρηκα, μάλιστα, ιδιαίτερα, σαν έμαθα, πως το οικόπεδο που κάποιες φορές έπαιζα, εκεί στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, συχνά υπό τους ήχους του Ριγκολέττο, τότε που υπήρχε μπάντα, τα ηλιόλουστα κυριακάτικα πρωινά, ήταν το μέρος που υψώνονταν η μια από αυτές και πως εκεί που έπαιρνα χώμα για να καλύψω τα χτυπήματα στα γόνατά μου, για να μην τα δουν και με μαλώσουν οι δικοί μου, παίχτηκαν κάποτε τα σημαντικότερα γεγονότα, τα οποία στιγμάτισαν την ζωή και την ιστορία της πατρίδας μου.

Έτσι σήμερα, που στην θέση εκείνη παρηγορεί και πάλι η «Λέσχη ο Ζάκυνθος», βλέπω κάποια συνέχεια και διαπιστώνω μία ελπίδα. Ειλικρινά χαίρομαι που μπορώ κι’ εγώ να πιω τον καφέ μου, όχι πια κονσορτίβο, αλλά σας ομολογώ εσπρέσο - μ’ αρέσει η ταυτότητα, μα όχι και τα κολλήματα - στην Πιατσέττα του Καζίνου και να δίνω εκεί τα ραντεβού μου, νοιώθοντας πως ζω σε μια πόλη με παρελθόν και όχι σε νεόδμητο τουριστικό θέρετρο.

Στα λίγα χρόνια της νεώτερης, της μετασεισμικής της περιόδου, η «Λέσχη ο Ζάκυνθος» μπόρεσε και πάλι να σταθεί στα πόδια της, προσφέροντας και δημιουργώντας. Εκθέσεις φιλοξενήθηκαν στους χώρους της, διαλέξεις έγιναν, τόπος ανταλλαγής απόψεων και πολιτισμού στάθηκε ξανά. Θυμάμαι μόνο τον τρόπο που τα μέλη της αγκάλιασαν, απ’ την αρχή μάλιστα, την προσπάθεια της Γκιόστρας, ενός στενά δεμένου με την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας αποκριάτικου δρώμενου, που και προοπτικές έχει και μπορεί να βοηθήσει στην ποιοτική διασκέδαση ντόπιων και ξένων, αναβαθμίζοντας, στην πράξη και όχι με τα συνήθη και κενά λόγια, το πολυσυζητημένο ζακυνθινό καρναβάλι. Εκεί έγιναν οι πρώτες και σημαντικές συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, που την διοργανώνει, εκεί οι γενικές συνελεύσεις του, εκεί οι εκδηλώσεις και οι χοροί του. Κι’ όλα αυτά ανάργυρα, όπως αρμόζει σε όσους θέλουν να προσφέρουν, χωρίς κανένα συμφέρον, δίχως καμιά υστεροβουλία.

Η ύπαρξη ενός χώρου σε κάθε τόπο είναι μεγάλη υπόθεση, αναμφισβήτητη ανάγκη. Γύρω του αναπτύσσεται ο πολιτισμός και κάτω από την σκέπη του προχωρεί και προοδεύει. Ίσως να μην υπήρχε θέατρο, λόγιο και λαϊκό - αυτά μαζί πηγαίνουν και αλληλοβοηθούνται - αν στην παλιά Ζάκυνθο δεν υπήρχε το περίφημο θέατρο ο «Φώσκολος», να κυριαρχεί και να δεσπόζει στην μεγάλη μας πλατεία, αλλά και την πόλη γενικότερα. Ίσως να μην υπήρχε η γνωστή κοινωνική καλλιέργεια των κατοίκων αυτού του νησιού, που στιγμάτισε την πορεία του, αν σχεδόν γειτονικά, στις δύο άκρες του ίδιου δρόμου, δεν είχαν γεννηθεί οι δύο φημισμένες «Λέσχες», με τα μέλη τους και την ευαισθησία τους.

Σήμερα, ευτυχώς, η μια από αυτές, η «Λέσχη ο Ζάκυνθος» δεν επιβιώνει μόνο στην μνήμη των παλιότερων νοσταλγικών και στις φωτογραφίες των βιβλίων των ιστοριοδιφών, αλλά επεμβαίνει δημιουργικά στην καθημερινότητα των σύγχρονων απαιτητικών και όχι μόνο. Στην τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, εκεί που παίχτηκαν τα μεγαλύτερα γεγονότα της ιστορίας αυτού του νησιού και οι πλάκες της, ακόμα και νοτισμένες από την παμφάγο ασχετοσύνη, μπορούν να διηγηθούν την εξέλιξή της, αποτελεί ένα συμπλήρωμα και μια πρόταση ή, για να μην μιλάμε με μισόλογα και υπονοούμενα, μια υποδειγματική λύση.

Ας την στηρίξουμε, όπως αυτή μας στηρίζει. Μακάρι και πάλι να γίνει το στολίδι του Φόρου. Για το καλό μας. Για την αποφυγή της ασχήμιας. Την έχουμε ανάγκη.
Related Posts with Thumbnails