ἤ,
Τὰ βιώματα ἑνὸς ἱερέα
μὲ τὴν ἀπόλυση τῆς Πασχαλινῆς
Λειτουργίας
Ἄδειος
πιὰ ὁ ναός.
Ὅλοι ἔφυγαν γιὰ τὰ σπίτια τους. Ἄλλοι
νωρίς, μόλις δηλαδή, μετὰ τὴν τελετὴ
τῆς Ἀναστάσεως, ἄλλοι στὴν ἀρχὴ τῆς
Λειτουργίας καί, τέλος, ἄλλοι μὲ τὸ
πέρας Αὐτῆς. Οἱ περισσότεροι, μάλιστα,
ἀπὸ αὐτοὺς παρέμειναν γιὰ νὰ
κοινωνήσουν. Καὶ τώρα, μόλις ἔγινε ἡ
ἀπόλυση καὶ δόθηκε τὸ ἀντίδωρο, ὁ
παπάς ἀπόμεινε μόνος στὸν ναό. Δηλαδή,
τί μόνος! Ἐδῶ ἔχει μεγαλοπρεπὴ
συντροφιά, τόσο τὸ Ἀναστημένο Κύριο,
ὅσο καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ κι αὐτοὶ
ἀπόψε, τὴν περιούσια ἐτούτη νύχτα
εἶναι περιχαρεῖς. Τί δηλαδή, ψέμματα
εἴπαμε ὅταν
ψάλαμε «ἑορταζέτω δὲ
κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καὶ ἀόρατος..»;
Δὲ νομίζω... Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔγραψαν,
καὶ συγκινοῦν, κατανύσσουν καὶ
χαροποιοῦν τὶς ψυχὲς μας μέχρι σήμερα,
κάτι ἤξεραν περισσότερο ἀπὸ μᾶς...
Οἱ
κανδῆλες ἀκτινοβολοῦν
ἀκόμα τὸ εὐκατάνυκτο καὶ γλυκύτατο
φῶς, ἐνῶ τὰ ὅσα ἀπομειναν ἀναμμένα
ἀναστάσιμα κεριά, συνεχίζουν νὰ
θυμίζουν τὸ Ἀναστάσιμο τὸ φῶς, ἀφοῦ,
«Νῦν πάντα πεπλήρωται
φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ
καταχθόνια».
Ὁ
παπάς ζεῖ αὐτὲς τὶς στιγμὲς μὲ ἀγαλλίαση
καὶ συγκίνηση
συνάμα. Μήτε ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ ποὺ
οἱ ἄλλοι, οἱ κοσμικοὶ χάιρονται τὴν
ἑορταστικὴ τὴν τράπεζα, τὴν Ἀναστάσιμη.
Γι᾿ αὐτὸν ἐτούτη ἡ χρονικὴ παρένθεση
εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη προσφορὰ τοῦ Θεοῦ,
ὁ πλέον μεγαλύτερος καὶ πολυτιμότερος
μισθός του, ἐπειδὴ μέσα στὴν ἱεροπρεπῆ
καὶ ἐπιβλητικὴ ἀτμόσφαιρα
τοῦ ναοῦ μὲ τὴν ἡσυχία τῆς νύχτας νὰ
τὸν κυκλώνει, μπορεῖ ἐπιτέλους νὰ
κάμει τὸν ἀπολογισμό του. Ὅτι δηλαδή,
παρῆλθε κι αὐτὴ ἡ Μ. Σαρακοστὴ κι ἡ
Μ. Ἑβδομάδα. Φτάσαμε στὸ Πάσχα, ὕστερα
ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς, δοκιμασίες
καὶ κόπους ἀρκετούς, ποὺ δὲν εἶναι
ξένοι σὲ κανένα ναὸ καὶ σὲ κανένα
μοναστήρι. Πάντα αὐτὲς τὶς μέρες
κυριαρχεῖ μιὰ νευρικότητα, μιὰ ἀδημονία,
μιὰ περίεργη κατάσταση,
ποὺ ἀσφαλῶς ἔργο εἶναι τοῦ πονηροῦ.
Κι αὐτό, λοιπόν, ποὺ ἱκανοποιεῖ
ἀπόψε τὸν ἱερέα εἶναι πὼς μὲ τὴ
βοήθειά Του ξεπεράστηκαν
πολλὰ καὶ ποικίλα, γιὰ νὰ φτάσει ἐκείνη
ἡ πιὸ κορυφάια στιγμή: ἡ
στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ παπάς,
ὁ ὁποῖος ἀνοίγει τὴ θύρα τῆς
Σαρακοστῆς, μοιράζει τὸ λουλούδι τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴ βάγια,
λιτανεύει τὸν Νυμφίο καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο,
προΐσταται
στὴν κηδεία τοῦ Κυρίου, στὸν Ἐπιταφιο
Θρῆνο, αὐτός, λοιπόν, ὁ παπάς
ἀνοίγει καὶ τὴ θύρα τῆς Μεγάλης
Πανηγύρεως, τῆς Ἀναστάσεως, ραντίζοντας
τὸν συναγμένο λαὸ μὲ αἰσιοδοξίας,
ἐλπίδος καὶ εὐφροσύνης ἁγιοπνευματικὲς
εὐωδιές.
Νά,
λοιπόν ποὺ ἀπόψε ἀπολαμβάνει τὸ μισθό
του, αὐτή, δηλαδή, τὴν ἀγαλλίαση ψυχῆς
μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν
πλημυρίζει, γιατὶ νοιώθει πὼς γιὰ μιὰν
ἄλλη χρονιὰ ἐπετέλεσε τὸ διακόνημά
του· χάρισε, μὲ λίγα λόγια, σὲ πολλὲς
καρδιὲς λίγη παραμυθία, ἀφοῦ τοὺς
ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ν’ ἀκούσουν τὸν
«καλὸ τὸν λόγο», νὰ ἀποτινάξουν ἀπὸ
πάνω τοὺς τὴ στάχτη καὶ τὴ μιζέρια
καὶ νὰ ποῦν μαζὶ μὲ τὸν θεορρήμονα:
«Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται»!
Κι ἀλήθεια, τί ἄλλο θέλει σ᾿ αὐτὸν
τὸ κόσμο κανείς;
Ὅταν
ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ ναὸ ὁ ἱερέας καὶ
βαδίζει μέσα στοὺς νυχτωμένους δρόμους
τῆς πολίχνης ἀπὸ τὰ φωτισμένα τὰ
σπίτια ἀναδύεται μιὰ γιορτινὴ εὐωδιά,
μιὰ λαμπερὴ εὐφροσύνη, ποὺ συγκινεῖ
τόσο!
π.
κ. ν. κ., Πάσχα 2017