© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΡΙΟ 1994 (διήγημα)

Ο καημός έχει κουρνιάσει αυτές τις μέρες πλάι στο ανθοδοχείο, που έφτιαξα για να στολίσω κάπως το δωμάτιο, κόβοντας στη μέση ένα μπουκάλι από νερό. Ο καημός περιμένει την ώρα να κακοφορμίσει, ωσάν το ξεχασμένο σιγαρέτο στο τασάκι, που άξαφνα σού καίει το τραπεζομάντιλο και λαμπαδιάζουν τα αισθήματα. Τα κλάματα έπειτα οδηγούν σ’ ευάριθμα μονόπρακτα, όπου ο Άνεμος, με τσουρουφλισμένα τα μαλλιά, βρίσκει ευκαιρία να ξεπληρώσει τα χρωστούμενα στους παραμελημένους.

Περίεργη συγκέντρωση θυμάτων (και θαυμάτων) στο Καθαρτήριο τούτο. Πρώτος μίλησε ο κρύος Μάρτιος για τα οξέα προβλήματα της ζεστασιάς του:

- Έχω, είπε, μια ξυλόσομπα για τις έκτακτες ώρες, όπως ο Διονύσιος -θυμάσαι;- τη χρυσαφιά καρφίτσα του στο πέτο, για ό,τι προκύψει.

Εκεί που νόμιζα λοιπόν πως κάποια μακρινή σ’ εμένα ποικιλία πρωινής πευκοβελόνας παράγει τα ηωσινόφυλλα, μύρισε το μοναχικό δωμάτιό μας έξαψη, όχι πια ερωτική, μα σαν εκείνη που αποτρέλανε κάποτε τα κοιμισμένα πουλιά του μεσονυχτίου, μόλις αφουγκράστηκαν στον φωταγωγημένο ουρανό της αυλής μας τους πετούμενους ωραίους καβαλαραίους, εκείνους που μού τα προείπαν ένα προς ένα τα μελλούμενα. Ώσπου ξεπέζεψε μπροστά μου ο λαμπρινότερος:

- Ο Εωσφόρος είμαι αυτοπροσώπως, μού αυτοσυστήθηκε με θράσος. Παρά τον μύχιο φόβο, που μού προξένησε όλο αυτό, πρόλαβα να εισπράξω την ωραιότη των λυτών ολόξανθων μαλλιών του ν’ ανεμίζει κραταιή στο πένθιμο τοπίο.

Τα κορίτσια στον ψυχρό προθάλαμο δεν αντιλήφτηκαν τίποτε. Ελπίζοντας, τα βαριόμοιρα, στην κατάνυξη ενός κάποιου -του όποιου- υμέναιου, βολιδοσκοπούν απ’ το παράθυρο ανύποπτους περαστικούς, εφευρίσκοντας μάλιστα διεξόδους ονείρων, ιστορίες αγάπης, σενάρια πάθους διαρκούς.

Εν τω μεταξύ ο κυρ Θανάσης, θάνατον πατήσας, πάει κι έρχεται σκεπτικός στον μακρύτατο διάδρομο:

- Με παρατηρείς, εεε, που κάνω τη βόλτα μου; Ναι, ξέρω∙ παραλία-βουνό τόχω κάμει…, μού λέει, προσπαθώντας να σκάσει χαμόγελο, ενώ κάνει στάση αναγκαία, ν’ ανασάνει και να δροσιστεί στον ψύκτη.

- ... να και ο Πλάτανος, συμπληρώνει με διάθεση αυτοσαρκασμού.

Το άλλο πρωί, νωρίς Παρασκευής της Ακάθιστης, με καυσαέριο και ψύχρα, δρομαίος στην Βασιλίσσης Σοφίας, συνομιλώ μυστικά με μια σακουλίτσα πλάσματος, που μεταφέρω, κρατώντας την απαλά στη μέσα τσέπη, της καρδιάς:

- Ουσία ξένη, φιλοξενουμένη της αγάπης μου, στην επενέργειά σου ελπίζω πια, αίμα και δάκρυ μου ιερό!...

Το ίδιο βράδυ, μόλις αποχώρησαν όλοι κι επικράτησε η εκνευριστικά εύθραυστη σιωπή του διαδρόμου, γδύνομαι όσο φυσικότερα μού επιτρέπουν οι περιστάσεις, στριμώχνομαι δίπλα της και προσποιούμαι πως βλέπω ειδήσεις στην χιονοπαθή τηλεορασούλα, που νοικιάσαμε το απόγευμα. Στη Ρουάντα, λέει, αίμα και δάκρυ της φυλής των Χούτου, ανακατεμένα με τ’ ανάλογα των σφαγμένων Τούτσι, ρέουν στους ολόμαυρους δρόμους, δίχως καμιά ιερότητα πια…

Μάλλον μ’ έχει πάρει ο ύπνος, με τύψεις για όσα είδα να συμβαίνουν στον νότο του κόσμου (τι σύμπλεγμα κι αυτό, το ενοχικό μου), όταν περί τα μεσάνυχτα ακούω ανάλαφρο χτύπο στην πόρτα του δωμάτιου. Πετάγομαι ευθύς, με άλλου είδους τύψεις τώρα, τού τύπου: γιατί την στρίμωξα τόσο στο μονό κρεβάτι... Είναι ο αφ’ υψηλού απρόσιτος καρδιολόγος της ημέρας.

- Τι συμβαίνει; τον ρωτώ με καταφάνερη αγωνία, καθώς μόλις διακρίνεται το δειλό του βλέμμα στο μισοσκόταδο.

- Τίποτε απολύτως, απαντά με τόσο παιδική συστολή, που μάλλον με φοβίζει, ενώ εκείνος συνεχίζει: Ησυχάστε και συγνώμη που σας ξύπνησα. Απλώς, σας έφερα ένα βιβλίο για παρέα. Κρατήστε το. Οι νύχτες εδώ είναι μακρές, πολύ μακρές… Καλό ξημέρωμα!

Έκλεισα την πόρτα μ’ ευγνωμοσύνη κι όλη την υπόλοιπη νύχτα προσπαθούσα να διαλευκάνω, αν ο γιατρός με τη σλαβική προφορά του, με καληνύχτισε λέγοντάς μου «Καλό ξημέρωμα» ή «Καλό ε-ξημέρωμα»!... Ούτως ή άλλως, σ’ ένα ιδιότυπο θηριοδαμαστήριο βρισκόμαστε...

[Εικαστικό σχόλιο: Ξυλογραφία τής Άριας Κομιανού]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ (διήγημα)

Η απλώστρα γέμισε πάλι σήμερα. Ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα καφέ παντελόνι, μια λουλουδάτη πετσέτα προσώπου, μια ολόμαλλη φανέλα, ένα σώβρακο μακρύ, ολόμαλλο κι αυτό. Η Αλεξάνδρα, με όσο γίνεται νεανικότερες κινήσεις παρά τα ογδόντα πέντε της, μπουγάδιασε νωρίς-νωρίς και τώρα επιδίδεται στη λάτρα του φτωχικού της. Μόλις επιστρέψει ο στύλος του σπιτιού απ’ το λιοστάσι, πρέπει όλα να είναι στην εντέλεια. Νάχει ν’ αλλάξει μοσκοβολισμένα ρούχα, να φάει τ’ αυγά που τού τηγάνισε, να ξαποστάσει λίγο, γιατί το βράδυ έχει να πάει στο λιτρουβείο.

«Αγωνίζεται ο Σάββας μου, παραγωνίζεται για τη φαμίλια μας! Πρέπει, όσο δύναμαι κι εγώ, να τον ευχαριστάω. Ό,τι μπορώ γι’ αγάπη του!», συλλογίζεται και κάνει τ’ αδύνατα δυνατά, καθώς οι αρθρώσεις δεν την πολυβοηθάνε πια. Γέρασε στην αγάπη του, βλέπεις!...

Το άλλο πρωί έχει πλύσιμο ξανά. Το πουκάμισο, το παντελόνι, η πετσέτα, η φανέλα, το σώβρακο παραταγμένα στην απλώστρα, ως συνήθως.

«Τον αγαπάω, αν και τόνε φοβάμαι κιόλας. Αλλά είναι καλός! Κι αν αγριεύει κι αν μού δίνει κάνα χαστούκι πότε-πότε, ξέρω πως με σέβεται. Είναι γλυκός. Κάθε βράδυ πούρχεται από την ταβέρνα θα μού φέρει μία σοκολατίτσα! Η Παναγία, η Παρθένα, η Κυρά, να τον έχει γερό!», σιγομουρμουρίζει και με βλέμμα λατρείας σταυροκοπάει το μέρος των αμπελιών, όπου ολοένα τρυγάει μεσ’ στην κάψα ο Σάββας.

Την άλλη μέρα η Αλεξάνδρα πλένει και ξαναπλένει. Το γαλάζιο, το καφέ, τη λουλουδάτη, την ολόμαλλη, το μακρύ… Τον αγαπάει!

Εκείνο που μαρτυράω σ’ εσάς και -προς Θεού- μη σας ξεφύγει τίποτε και το μάθει η έρμη η Αλεξάνδρα είναι ότι τον Σάββα τόνε κήδεψε η ίδια πριν από χιλιάδες τώρα μέρες.

Η απλώστρα ξαναγέμισε. Ακόμη διερευνώ το γιατί και το πώς -με τι μανταλάκια δεν ξέρω- σήμερα, δίπλα στα ρούχα του Σάββα, έχει κρεμάσει ένα ταψί.

[Εικαστικό σχόλιο: Μπάμπης Πυλαρινός]
Related Posts with Thumbnails