1. Δια της Χάριτος του Θεού οι Προκαθήμενοι και οι Αντιπρόσωποι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών συνήλθομεν από 10ης έως 12ης Οκτωβρίου 2008 εις Φανάριον τη προσκλήσει και υπό την προεδρίαν του εν ημίν Πρώτου, του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, επί τη ανακηρύξει του έτους τούτου ως έτους του αποστόλου των Εθνών Παύλου. Μετ' αδελφικής αγάπης διεβουλεύθημεν επί των απασχολούντων την Ορθόδοξον Εκκλησίαν θεμάτων, συμμετασχόντες δε εις τας επί τω γεγονότι τούτω εορταστικάς εκδηλώσεις, ετελέσαμεν από κοινού την Θείαν Ευχαριστίαν εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Οικουμενικού Θρόνου, σήμερον, την 12ην Οκτωβρίου 2008, Κυριακήν των Αγίων Πατέρων της εν Νικαία Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Κατ' αυτάς τας ημέρας ενισχύθημεν δια της αληθείας των δωρεών της θείας προνοίας προς τον Απόστολον των Εθνών, δια των οποίων ούτος ανεδείχθη εις υπέροχον "σκεύος εκλογής" (Πραξ. 9,15) του Θεού και λαμπρόν πρότυπον αποστολικής διακονίας του εκκλησιαστικού σώματος.
Τον Απόστολον τούτον τιμώσα κατά το τρέχον σωτήριον έτος σύμπασα η Ορθόδοξος Εκκλησία, προβάλλει ως πρότυπον προς το πλήρωμα αυτής δια την σύγχρονον μαρτυρίαν της πίστεως ημών προς "τους εγγύς και τους μακράν" (Εφ. 2,17).
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα την συνείδησιν της αυθεντικής ερμηνείας της διδασκαλίας του αποστόλου των εθνών εις ειρηνικούς και χαλεπούς καιρούς της δισχιλιετούς ιστορικής πορείας αυτής, δύναται και οφείλει να προβάλλη εις τον σύγχρονον κόσμον την διδασκαλίαν όχι μόνον περί της εν Χριστώ αποκαταστάσεως της ενότητος ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αλλά και περί της παγκοσμιότητος του λυτρωτικού έργου Αυτού, δια του οποίου υπερβαίνονται πάσαι αι διασπάσεις του κόσμου και βεβαιούται η κοινή φύσις πάντων των ανθρώπων.
Εν τούτοις, η αξιόπιστος προβολή του λυτρωτικού αυτού μηνύματος προϋποθέτει την υπέρβασιν και των εσωτερικών αντιπαραθέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας δια της εκτονώσεως των εθνικιστικών, εθνοφυλετικών η ιδεολογικών παροξυσμών, διότι μόνον ούτως ο λόγος της Ορθοδοξίας θα εύρη την δέουσαν απήχησιν εις τον σύγχρονον κόσμον.
3. Εμπνεόμενοι από την διδασκαλίαν και το έργον του Αποστόλου Παύλου, επισημαίνομεν κατ' αρχάς την σπουδαιότητα, την οποίαν έχει δια την ζωήν της Εκκλησίας και, ειδικώτερον, δια την διακονίαν πάντων ημών, το χρέος της Ιεραποστολής, συμφώνως προς την τελευταίαν εντολήν του Κυρίου: "και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης" (Πραξ. 1, 8). Ο ευαγγελισμός του λαού του Θεού, αλλά και των μη πιστευόντων εις Χριστόν, αποτελεί υπέρτατον χρέος της Εκκλησίας. Τούτο το χρέος δεν πρέπει να εκπληρούται επιθετικώς η δια διαφόρων μορφών προσηλυτισμού, αλλ' εν αγάπη, ταπεινοφροσύνη και σεβασμώ προς την ταυτότητα εκάστου ανθρώπου και την πολιτισμικήν ιδιαιτερότητα εκάστου λαού. Εις την ιεραποστολικήν αυτήν προσπάθειαν οφείλουν να συμβάλλουν πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι με σεβασμόν εις την κανονικήν τάξιν.
4. Η Εκκλησία του Χριστού ασκεί σήμερον την διακονίαν αυτής εις ένα ταχύτατα εξελισσόμενον κόσμον, ο οποίος καθίσταται πλέον αλληλένδετος χάρις εις τα μέσα επικοινωνίας και την εξέλιξιν των συγκοινωνιακών μέσων και της τεχνολογίας. Παραλλήλως, όμως, αυξάνεται και το μέγεθος της αποξενώσεως, των διαιρέσεων και των συγκρούσεων.
Οι χριστιανοί επισημαίνουν ότι πηγή αυτής της καταστάσεως είναι η απομάκρυνσις του ανθρώπου από τον Θεόν. Καμμία μετατροπή των κοινωνικών δομών και των κανόνων συμπεριφοράς δεν είναι ικανή να θεραπεύση την κατάστασιν αυτήν. Η Εκκλησία υποδεικνύει συνεχώς ότι η αμαρτία ημπορεί να καταπολεμηθή μόνον δια της συνεργίας του Θεού και του ανθρώπου.
5. Υπό τοιαύτας συνθήκας, η σύγχρονος μαρτυρία της Ορθοδοξίας δια τα συνεχώς διογκούμενα προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου καθίσταται επιτακτική, όχι μόνον δια την επισήμανσιν των προκαλούντων αυτά αιτίων, αλλά και δια την άμεσον αντιμετώπισιν των παρεπομένων τραγικών συνεπειών των. Αι ποικίλαι εθνικιστικαί, φυλετικαί, ιδεολογικαί και θρησκευτικαί αντιθέσεις τροφοδοτούν συνεχώς επικινδύνους συγχύσεις όχι μόνον ως προς την αδιαμφισβήτητον οντολογικήν ενότητα του ανθρωπίνου γένους, αλλά και ως προς την σχέσιν του ανθρώπου προς την θείαν δημιουργίαν. Η ιερότης του ανθρωπίνου προσώπου συμπιέζεται εις επί μέρους διεκδικήσεις του «ατόμου», ενώ η σχέσις αυτού προς την λοιπήν θείαν δημιουργίαν υποτάσσεται εις την χρηστικήν η και καταχρηστικήν αυθαιρεσίαν του.
Αι διασπάσεις αυταί του κόσμου εισάγουν άδικον ανισότητα συμμετοχής ανθρώπων η και λαών εις τα αγαθά της Δημιουργίας∙ στερούν δισεκατομμύρια ανθρώπων των βασικών αγαθών και οδηγούν εις εξαθλίωσιν της ανθρωπίνης προσωπικότητος∙ προκαλούν μαζικάς μεταναστεύσεις πληθυσμών, διεγείρουν εθνικιστικάς, θρησκευτικάς και κοινωνικάς διακρίσεις και συγκρούσεις, και απειλούν την παραδοσιακήν εσωτερικήν συνοχήν των κοινωνιών. Αι συνέπειαι αυταί είναι επαχθέστεραι, διότι συνδέονται αρρήκτως προς την καταστροφήν του φυσικού περιβάλλοντος και του όλου οικοσυστήματος.
6. Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί συμμερίζονται μετά των άλλων, θρησκευομένων η μη ανθρώπων του πλανήτου, την ευθύνην δια την σύγχρονον κρίσιν, διότι ηνέχθησαν η συνεβιβάσθησαν ακρίτως και προς ακραίας επιλογάς του ανθρώπου χωρίς την αξιόπιστον αντιπαράθεσιν προς αυτάς του λόγου της πίστεως. Έχουν, συνεπώς, και αυτοί μείζονα υποχρέωσιν να συμβάλλουν εις την υπέρβασιν των διασπάσεων του κόσμου.
Η χριστιανική διδασκαλία δια την οντολογικήν ενότητα του ανθρωπίνου γένους και της θείας δημιουργίας, ως αύτη εκφράζεται δια του όλου μυστηρίου του εν Χριστώ απολυτρωτικού έργου, αποτελεί θεμελιώδη βάσιν δια την ερμηνείαν της σχέσεως του ανθρώπου προς τον Θεόν και τον κόσμον.
7. Αι προσπάθειαι παραμερισμού της θρησκείας από την κοινωνικήν ζωήν αποτελούν κοινήν τάσιν πολλών συγχρόνων κρατών. Η αρχή της κοσμικότητος του κράτους δύναται μεν να διατηρήται, είναι όμως ανεπίτρεπτος η ερμηνεία αυτής ως ριζικής περιθωριοποιήσεως της θρησκείας από όλας τας σφαίρας της ζωής του λαού.
8. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικώς εξ αιτίας της οικονομικής κρίσεως, η οποία είναι συνήθως αποτέλεσμα μανιακής κερδοσκοπίας εκ μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής δραστηριότητος, η οποία, στερουμένη ανθρωπολογικής διαστάσεως και ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί, τελικώς, τας πραγματικάς ανάγκας της ανθρωπότητος. Βιώσιμος οικονομία είναι εκείνη, η οποία συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνην και την κοινωνικήν αλληλεγγύην.
9. Ως προς το θέμα των σχέσεων της χριστιανικής πίστεως και των θετικών επιστημών η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει αποφύγει να επιζητή την κηδεμονίαν της εξελίξεως της επιστημονικής αναζητήσεως και να λαμβάνη θέσιν επί παντός επιστημονικού ερωτήματος. Δια την Ορθόδοξον αντίληψιν η ελευθερία της ερεύνης αποτελεί θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον. Συγχρόνως, όμως, προς αυτήν την κατάφασιν, η Ορθοδοξία επισημαίνει τους κινδύνους, οι οποίοι υποκρύπτονται εις ωρισμένα επιστημονικά επιτεύγματα, τα όρια της επιστημονικής γνώσεως και την ύπαρξιν μιας άλλης "γνώσεως", η οποία δεν υπάγεται αμέσως εις το επιστημονικόν πεδίον. Η γνώσις αυτή αποδεικνύεται πολλαπλώς απαραίτητος δια την ορθήν οριοθέτησιν της ελευθερίας και την αξιοποίησιν των καρπών της επιστήμης δια του περιορισμού του εγωκεντρισμού και του σεβασμού της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου.
10. Η Ορθόδοξος Εκκλησία φρονεί ότι η τεχνολογική και οικονομική πρόοδος δεν επιτρέπεται να οδηγούν εις την καταστροφήν του περιβάλλοντος και την εξάντλησιν των φυσικών πόρων. Η απληστία δια την ικανοποίησιν των υλικών επιθυμιών οδηγεί εις την πτώχευσιν της ψυχής του ανθρώπου και του περιβάλλοντος. Δεν πρέπει να λησμονήται ότι ο φυσικός πλούτος της γης δεν είναι μόνον περιουσία του ανθρώπου αλλά, πρωτίστως, δημιουργία του Θεού: "του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή" (Ψαλ. 23,1). Οφείλομεν να ενθυμώμεθα ότι, όχι μόνον αι σημεριναί, αλλά και αι μελλοντικαί γενεαί έχουν δικαίωμα επί των φυσικών αγαθών, τα οποία μας έδωσε ο Δημιουργός.
11. Υποστηρίζοντες σταθερώς πάσαν ειρηνικήν προσπάθειαν δικαίας λύσεως των αναφυομένων συγκρούσεων, χαιρετίζομεν την στάσιν των Εκκλησιών Ρωσίας και Γεωργίας κατά την περίοδον της προσφάτου πολεμικής συρράξεως και την αδελφικήν συνεργασίαν αυτών. Αι δύο Εκκλησίαι επετέλεσαν κατ' αυτόν τρόπον το χρέος της διακονίας της καταλλαγής. Ελπίζομεν ότι αι αμοιβαίαι εκκλησιαστικαί προσπάθειαι θα συμβάλουν εις την υπέρβασιν των τραγικών συνεπειών των στρατιωτικών επιχειρήσεων και την ταχυτέραν συμφιλίωσιν των λαών.
12. Εις την διογκουμένην σύγχυσιν της εποχής μας ο θεσμός της οικογενείας και του γάμου αντιμετωπίζει κρίσιν. Η Εκκλησία εν πνεύματι κατανοήσεως των νέων συνθέτων κοινωνικών συνθηκών οφείλει να αναζητήση τρόπους πνευματικής συμπαραστάσεως και γενικωτέρας ενισχύσεως των νέων και πολυμελών οικογενειών.
Ιδιαιτέρως στρέφομεν την σκέψιν ημών προς τους νέους, δια να τους καλέσωμεν να μετέχουν ενεργώς τόσον εις την λατρευτικήν και αγιαστικήν ζωήν, όσον και εις το ιεραποστολικόν και κοινωνικόν έργον της Εκκλησίας, μεταφέροντες εις αυτήν τους προβληματισμούς και τας προσδοκίας αυτών, δεδομένου ότι αποτελούν όχι μόνον το μέλλον, αλλά και το παρόν της Εκκλησίας.
13. Οι Προκαθήμενοι και οι Αντιπρόσωποι των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών έχοντες πλήρη επίγνωσιν της σοβαρότητος των ανωτέρω προβλημάτων και αγωνιζόμενοι δια την άμεσον αντιμετώπισίν των ως "υπηρέται Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού" (Α Κορ. 4,1), διακηρύττομεν εξ αυτής της έδρας της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας και επαναβεβαιούμεν:
α) Την αταλάντευτον θέσιν και υποχρέωσιν ημών προς διασφάλισιν της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη «άπαξ παραδοθείση τοις αγίοις πίστει» (Ιούδα 3) των Πατέρων ημών, τη αυτή κοινή Θεία Ευχαριστία, και τη πιστή τηρήσει του κανονικού συστήματος διακυβερνήσεως της Εκκλησίας, δια της εν πνεύματι αγάπης και ειρήνης διευθετήσεως των εκάστοτε τυχόν αναφυομένων προβλημάτων εις τας προς αλλήλους σχέσεις ημών.
β) Την βούλησιν ημών δια την ταχείαν θεραπείαν πάσης κανονικής ανωμαλίας προελθούσης εξ ιστορικών συγκυριών και ποιμαντικών αναγκών, ως εν τη λεγομένη Ορθοδόξω Διασπορά, επί τω τέλει της υπερβάσεως πάσης τυχόν ξένης προς την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν επιρροής. Προς τούτο, χαιρετίζομεν την πρότασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου να συγκαλέση δια το θέμα τούτο, ως και δια την συνέχισιν της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, Πανορθοδόξους Διασκέψεις εντός του προσεχούς έτους 2009, εις τας οποίας, συμφώνως προς την ισχύσασαν προ των Πανορθοδόξων Διασκέψεων της Ρόδου τάξιν και πρακτικήν, θα προσκαλέση απάσας τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας.
γ) Την επιθυμίαν ημών όπως, παρά τας οιασδήποτε δυσκολίας, συνεχίσωμεν τους θεολογικούς διαλόγους μετά των λοιπών Χριστιανών, ως και τους διαθρησκειακούς διαλόγους, ιδιαιτέρως μετά του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, δοθέντος ότι ο διάλογος αποτελεί τον μόνον τρόπον επιλύσεως των μεταξύ των ανθρώπων διαφορών, ιδιαιτέρως εις μίαν εποχήν, ως η σημερινή, κατά την οποίαν αι παντοίαι διαιρέσεις, περιλαμβανομένων και εκείνων εν ονόματι της θρησκείας, απειλούν την ειρήνην και ενότητα των ανθρώπων.
δ) Την υποστήριξιν ημών προς τας πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, δια την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος. Η σημερινή οικολογική κρίσις, ως οφειλομένη και εις πνευματικούς και ηθικούς λόγους, καθιστά επιτακτικόν το χρέος της Εκκλησίας όπως συμβάλη δια των εις την διάθεσιν αυτής πνευματικών μέσων, εις την προστασίαν της δημιουργίας του Θεού εκ των συνεπειών της ανθρωπίνης απληστίας. Προς τούτο επαναβεβαιούμεν τον καθορισμόν της 1ης Σεπτεμβρίου, πρώτης ημέρας του εκκλησιαστικού έτους, ως ημέρας ειδικών προσευχών δια την προστασίαν της δημιουργίας του Θεού, και υποστηρίζομεν την εισαγωγήν του θέματος του φυσικού περιβάλλοντος εις την κατηχητικήν, κηρυγματικήν και εν γένει ποιμαντικήν δράσιν των Εκκλησιών ημών, ως τούτο ήδη συμβαίνει εις ωρισμένας εξ αυτών.
ε) Την απόφασιν όπως προβώμεν εις τας αναγκαίας ενεργείας, ίνα συσταθή Διορθόδοξος Επιτροπή προς μελέτην των θεμάτων βιοηθικής, επί των οποίων ο κόσμος αναμένει και την τοποθέτησιν της Ορθοδοξίας.
Ταύτα απευθύνοντες προς τον ανά τον κόσμον Ορθόδοξον λαόν και την οικουμένην, ευχόμεθα "έτι και έτι" η ειρήνη, η δικαιοσύνη και αγάπη του Θεού να επικρατήσουν τελικώς εις την ζωήν των ανθρώπων.
"Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα η νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού" (Εφεσίους 3,20-21). Αμήν.
Εν Φαναρίω, τη 12η Οκτωβρίου 2008.
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
+ Ο Αλεξανδρείας Θεόδωρος
+ Ο Αντιοχείας Ιγνάτιος
+ Ο Ιεροσολύμων Θεόφιλος
+ Ο Μόσχας Αλέξιος
+ Ο Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος
(εκ προσώπου της Εκκλησίας Σερβίας)
+ Ο Τρανσυλβανίας Λαυρέντιος
(εκ προσώπου της Εκκλησίας Ρουμανίας)
+ Ο Βιδινίου Δομετιανός
(εκ προσώπου της Εκκλησίας Βουλγαρίας)
+ Ο Ζουκδίδι Γεράσιμος
(εκ προσώπου της Εκκλησίας Γεωργίας)
+ Ο Κύπρου Χρυσόστομος
+ Ο Αθηνών Ιερώνυμος
+ Ο Βρότσλαβ Ιερεμίας
(εκ προσώπου της Εκκλησίας Πολωνίας)
+ Ο Τιράνων Αναστάσιος
+ Ο Τσεχίας και Σλοβακίας Χριστοφόρος
[Φωτογραφία: Δέσποινα Καποδίστρια]