Φύσαγε και στο
βάθος μετέωρα τα αλιευτικά. Ένα ρυμουλκό έγνεψε με τα φανάρια του και χάθηκε
προς το Ηραίο. Το καλοκαίρι επρόκειτο να τελειώσει μες σε λύπες και δροσερές
βραδιές. Από το λιμάνι χύνονται σαν ήπειροι οι καινούριοι νεκροί. Τα κλαδιά που
χάρισαν τόσες πυρκαγιές θα σβήσουν μονάχα το χάραμα. Έπειτα χοροί αστικοί και
γλέντια, κυριακάτικες φωτογραφίες και η μεγάλη, η αβέβαιη πολιτεία. Μονάχα τα
παιδιά αναγνωρίζουν τους Πελασγούς καθώς αποβιβάζονται στις ακτές. Δείχνουν με τα σπάνια χέρια τους που
αναλαμβάνουν την όψη των αγαλμάτων. Οι φωνές τους μαρτυρούν μια βαθιά πείνα.
Εν τω μεταξύ ο
πυριτιδοποιός από την Εσπερία ανατινάζει ένα σπουδαίο τμήμα του λιμένα. Όλοι
χειροκροτούν καθώς ανοίγεται πελώριο το στόμα της εποχής μας. Με τούτη τη
σκηνή, ψιθύρισε η Λένγκω, γριά και μόνη, στο βάθος της στοάς του παλαιού
χρηματιστηρίου αρχινούν η καπνιά και η ομίχλη και οι θηριοπρόσωπες, λεγόμενες
μέρες.΄