© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Ζαχαρία Στουφή: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ



Ο θάνατος δεν «ζει» στην πόλη και αυτό δεν το κάνει από επιλογή. Δεν είναι ο νεόπλουτος που έφτιαξε ένα εξοχικό στη θάλασσα (καμιά ώρα με το αυτοκίνητο), επειδή το έκαναν οι γείτονες ή οι συνάδελφοί του. Ο θάνατος δεν έχει γείτονες ούτε συναδέλφους και πάνω απ’ όλα δεν είναι ζηλιάρης. Μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες ζούσε μαζί με τους ανθρώπους σε χωριά και πολιτείες, έμπαινε στα σπίτια τους στα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα στρατόπεδα, στους δρόμους και στα μπαρ. Παντού υπήρχε μια θέση γι’ αυτόν, είχε δεν είχε δουλειά στην πόλη, αυτός εκεί, εδώ, παντού. Στη διπλανή πόρτα, στο λεωφορείο, στο πεζοδρόμιο και όπου μπορεί κανείς να φανταστεί.
Τώρα πια ο θάνατος δεν μένει στην πόλη, κατεβαίνει μονάχα να θερίσει και κατευθείαν εξαφανίζεται λίγο πιο έξω από τα προάστια. Δεν έχει σπίτι και προτιμάει ένα μικρό ύψωμα για να μπορεί να βλέπει πανοραμικά το βασίλειο των ζωντανών που δεν είναι παρά το δικό του βασίλειο μεταμφιεσμένο με σάρκα και οστά. Όταν κατεβαίνει στην πόλη, περνάει τελείως απαρατήρητος, αφού είναι τέλεια μεταμφιεσμένος σαν έναν από εμάς. Μόνο που όταν τελειώσει τη δουλειά του, φεύγει γρήγορα πριν τον αντιληφθούν οι άνθρωποι.
Ο θάνατος δεν φοβάται τους ανθρώπους αλλά οι άνθρωποι τον φοβούνται τόσο πολύ που μπορεί ακόμα και να σταματήσουν να αναπαράγονται στη θέα του κι έτσι το βασίλειό του να παρακμάσει. Οι άνθρωποι δεν τον φοβόντουσαν πάντα, τώρα τον τελευταίο καιρό συμβαίνει αυτό κι ενώ ο θάνατος συνεχίζει τη δουλειά του ακάθεκτος, αυτοί τον αποκρύπτουν, δεν τον συζητάνε, ούτε προετοιμάζονται να τον συναντήσουν. Ο θάνατος είναι το κοινό μυστικό της κάθε πόλης και το μεγάλο ταμπού ταυτόχρονα. Ένα μυστικό που κανείς δεν ξέρει και ένα ταμπού που κανένας δεν έσπασε.

Με αυτές τις παρομοιώσεις και τους συμβολισμούς θα μπορούσα να γράψω δεκάδες σελίδες με τις περιπέτειες του θανάτου στην πόλη, όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός μου, αλλά ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να καταστρέψω τους συμβολισμούς και τις παρομοιώσεις και οτιδήποτε εξωραΐζει το θάνατο και τον ανθρώπινο φόβο απέναντί του και να παρουσιάσω τον θάνατο στην πόλη στην «πραγματική του» αν μου επιτρέπεται, διάσταση. Να τον δούμε μέσα από την αρχιτεκτονική, το οδικό δίκτυο, την ψυχολογία και, εν γένει, την ιατρική, την κοινωνιολογία, με κύριο στόχο να απογυμνωθεί η πολιτική σκοπιμότητα για την οποία η οργανωμένη κοινωνία, μας απαγορεύει κάθε συναναστροφή μαζί του.
Για πολλές χιλιάδες χρόνια ο θάνατος αποτελούσε συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης, ηθικής και κουλτούρας. Η σχέση ανθρώπου και θανάτου ήταν μάλιστα θεσμοθετημένη σε τέτοιο βαθμό που ήταν, θα λέγαμε, υποχρεωτικό να συναναστρεφόμαστε μαζί του και να είναι ο βασικός γνώμονας των πράξεων και σκέψεών μας. Η ανάγκη για τη θεσμοθέτηση αυτή, προφανώς, θα προήλθε από το τετελεσμένο γεγονός του θανάτου που παρατήρησε ο άνθρωπος. Είδε όλα τα φυτά και τα ζώα να πεθαίνουν και μην μπορώντας να νικήσει το αιώνιο πεπρωμένο, συνθηκολόγησε μαζί του.
Πρωταρχικό ρόλο στη θεσμοθετημένη σχέση ανθρώπου και θανάτου έπαιξαν οι θρησκείες, οι οποίες, ερμηνεύουν μέσα από τη φιλοσοφική τους προσέγγιση, τον φυσικό και μεταφυσικό κόσμο. Όμως, όχι όλες οι θρησκείες αλλά οι «επικρατέστερες», αυτές δηλαδή που εκτός του ότι προσηλύτισαν πολλούς λαούς, αντέχουν από την αρχαιότητα που δημιουργήθηκαν, μέχρι και σήμερα. Ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός, ο ιουδαϊσμός, ο βουδισμός και ο ινδουισμός είναι οι θρησκείες που επικράτησαν στη γη, αφού κατάφεραν να δώσουν εξηγήσεις-ερμηνείες τόσο στη φυσική όσο και στη μεταφυσική του θανάτου. Εξάλλου, αυτός δεν ήταν μονάχα ο λόγος που επιβίωσαν τόσους αιώνες, ήταν και ο λόγος που εκτόπισαν τις προηγούμενες θρησκείες, οι οποίες ερμήνευαν και υμνούσαν, κυρίως, τη ζωή.
Με δεδομένο, λοιπόν, πως οι θρησκείες κατευθύνουν τον άνθρωπο σε μία ζωή άσκησης και προετοιμασίας θανάτου, κόλλησε από κοντά και το οργανωμένο κράτος (ανεξαρτήτως εθνικότητας και πολιτεύματος) που με τη συμμετοχή του ανδρικού πληθυσμού στον πόλεμο για την διατήρηση-υπεράσπιση και επέκταση του έθνους, έχουμε μια άλλη συνθήκη θανάτου που είναι το πεδίο της μάχης κι εκεί το ανθρώπινο πτώμα δεν ονομάζεται νεκρός, αλλά ήρωας. Κοντά στον ηθικό θάνατο της θρησκείας μπαίνει ο «εθνικός» θάνατος˙ για την πατρίδα ο θάνατος, θάνατος δεν είναι.
Με την εξέλιξη των επιστημών θα έρθει η φιλοσοφία ως αυτόνομη πλέον επιστήμη και πιο μετά η κοινωνιολογία και η ψυχολογία που θα συνεχίσουν αυτόν τον «θεσμοθετημένο» θάνατο σε σχέση πάντα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Όλους αυτούς τους αιώνες του ανθρώπινου, ιστορικού τουλάχιστον πολιτισμού, ο θάνατος, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτός έρχεται καθόριζε την ανθρώπινη συνείδηση και ύπαρξη σε θρησκευτικό, κοινωνικό, πολιτικό αλλά και ηθικό επίπεδο.
Αυτά μέχρι πριν από 4-5 δεκαετίες. Τι είναι αυτό που συνέβη όμως και τα πράγματα άλλαξαν τελείως;
Για να επέλθουν αλλαγές στην ανθρώπινη αντίληψη για ένα φυσικό φαινόμενο, κανονικά θα πρέπει να υποστεί μεταβολές το ίδιο το φαινόμενο˙ στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε να έχει εξαφανιστεί ο θάνατος ή η επιστήμη να έχει εφεύρει το αθάνατο χάπι, τίποτα όμως από τα δύο δεν συνέβη. Απλά, δημιουργήθηκαν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις κι αυτό κάποιοι επιτήδειοι το εκμεταλλεύτηκαν.
Οι μεγαλουπόλεις είναι ουσιαστικά η πρώτη έκφραση του συγκεντρωτισμού, η πρώτη μορφή αυτού που σήμερα λέμε «μάζα». Ο Φιλίπ Αριές, πρώτος παρατηρεί ότι στις μεγαλουπόλεις, κυρίως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και με κορύφωση τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο θάνατος παύει να είναι θέμα του ανθρώπου και γίνεται θέμα των νοσοκομείων. Όλα, πλέον, γίνονται στα νοσοκομεία. Εκεί πεθαίνουν οι άνθρωποι, εκεί τους νεκροντύνουν, από εκεί τα γραφεία τελετών τους παίρνουν και κατευθείαν στο νεκροταφείο. Ο Φ. Αριές παρατηρεί ακόμα πως κατά τη δεκαετία του ’60 με τη σεξουαλική απελευθέρωση σε όλον τον δυτικό κόσμο, ένα μεγάλο «ταμπού» -αυτό της σεξουαλικότητας- καταρρίπτεται, όμως δεν εξαφανίζεται από τη γη. Αυτό το «ταμπού» απλά μετακομίζει πάνω στον θάνατο που μέχρι τότε ήταν «απελευθερωμένος».
Λίγα χρόνια μετά τη διαπίστωση του Φ. Αριές θα έρθει ο Ζαν Ζιγκλέρ να αιτιολογήσει το φαινόμενο αυτό. Ο Ζ. Ζιγκλέρ θα ισχυριστεί και θα αποδείξει πως η «ταμπουποποίηση» του θανάτου δεν είναι παρά προϊόν του καταναλωτισμού και της διαφήμισης, ακόμα θα ισχυριστεί πως βάσει ενός απώτερου σχεδίου της βιομηχανίας της κατανάλωσης «απαγορεύεται» να μιλάμε και να συναναστρεφόμαστε από κάθε άποψη με τον θάνατο. Καταρχήν, ο θάνατος είναι ταμπού, σύμφωνα πάντα με το καταναλωτικό θέλημα, γιατί ο νεκρός δεν είναι καλός καταναλωτής. Ο «χρήσιμος» άνθρωπος καταναλώνει, δουλεύει και αγοράζει, κάνει σεξ και είναι «ενεργός». Αυτός που δεν μπορεί να συμμετέχει σε αυτά, δεν είναι μέλος μιας καταναλωτικής κοινωνίας και συνήθως είναι νεκρός. Για τον Ζ. Ζιγκλέρ, όμως, το θέμα πάει πολύ βαθύτερα. Το να μην μιλάμε για τον θάνατο και τους νεκρούς μας, το να μην προετοιμαζόμαστε για τον δικό μας θάνατο, σημαίνει πως πολύ απλά έχουμε χάσει την ποιότητα της ζωής μας.
Θα φύγω για λίγο από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους και θα πάω στα λόγια του παππούλη μου –μακαρίτης πια- που έλεγε ότι εγώ θέλω να πεθάνω στο χωριό, μαζί με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, να ’ρχουνται να τρώνε όποτε αδειάζουνε (ήτανε πολύ καλός μάγειρας), να πίνουμε καφέ κι ας πεθάνω όποτε θέλει. Όταν δε, πάτησε το 90στό έτος της ηλικίας του, ενώ το πρώτο του παιδί κόντευε τα 70,  παρακαλούσε την Παναγία: Παναγιά μου και ξελύτρωσέ με, γιατί συνειδητοποιούσε πως ο θάνατος τον έχει λησμονήσει. Αναφέρω το παράδειγμα του παππού μου γιατί ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής, που ο καταναλωτισμός δεν τον είχε αγγίξει, ούτε η σεξουαλική απελευθέρωση και φυσικά δεν φοβότανε να μιλάει, ούτε να σχεδιάζει ακόμα και τον δικό του θάνατο. Όταν έλεγε θέλω να πεθάνω στο χωριό μαζί με τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, να ’ρχουνται να τρώνε όποτε αδειάζουνε και να πίνουμε καφέ, δεν ήταν μοιρολατρικό, αλλά η επιθυμία του για μία καλή ποιότητα ζωής. Αυτή η φράση λέει πως δεν ήθελε αυτός ο άνθρωπος να χρειαστεί να μεταναστεύσει από τον τόπο του και το σπίτι του, όταν φαντάζεται παιδιά και εγγόνια γύρω από το φέρετρό του, εννοεί πως δεν θέλει πόλεμο ή ξενιτιά αλλά ευημερία και οικογενειακή συνοχή και όταν θέλει το σπίτι του τόπο συνάντησης και φαγητού, στην πραγματικότητα θέλει ένα καλό ή τουλάχιστον αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για τα γεράματά του. Με δυο λόγια, αυτός που σχεδιάζει τον θάνατό του, στην πραγματικότητα σχεδιάζει μια καλή, από κάθε άποψη, ζωή.
Στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις όπου ο θάνατος είναι ταμπού και ο άνθρωπος σχεδιάζει μονάχα τις καταναλωτικές του φαντασιώσεις, σημαίνει πως ένα καλοστημένο σύστημα, του «απαγορεύει» ακόμα και να πεθάνει. Μαζί με αυτό, όμως, του απαγορεύει να σχεδιάσει ή να φανταστεί μια καλή ζωή μέχρι τέλους. Το γεγονός πως μας ξεγέλασαν και διώξαμε τον θάνατο από την πόλη δεν σημαίνει πως πάψαμε να πεθαίνουμε, σημαίνει πως έχουμε μια κακή ποιότητα ζωής και φυσικά έναν κακό θάνατο σε κάθε περίπτωση. Στις ελληνικές μεγαλουπόλεις και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όλοι οι «φορείς» του θανάτου υπέκυψαν στην επιταγή της «ζωής μέσα στην κατανάλωση» και συνεργάστηκαν άψογα για την απόκρυψή του.
Η εκκλησία, η οποία έχει άμεση σχέση με τα νεκροταφεία, όταν έφτιαχνε ναούς στην Αθήνα, δεν φρόντισε να ιδρύσει κοιμητήρια στα πέριξ του ναού. Αντίθετα, εκμεταλλευόμενη το καθεστώς των δημοτικών κοιμητηρίων, απαλλάχτηκε από την «βρωμοδουλειά», ενώ την εποχή που χτιζόντουσαν οι ναοί, κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60, όλη η Αθήνα ήταν χωράφια και μπορούσαν άνετα να γίνουν ενοριακά κοιμητήρια, χωρίς απαραίτητα να έχουν το παλαιότερο θρησκευτικό καθεστώς.
Στα νοσοκομεία, οι ετοιμοθάνατοι δεν έχουν καμία προετοιμασία από τους γιατρούς τους για το μεγάλο και τελευταίο τους ταξίδι. Οι γιατροί -όχι μόνο οι Έλληνες- δεν διδάσκονται «Αγωγή του θανάτου» ή «Θανατολογία» (δεν υπάρχουν αυτά τα μαθήματα, απλώς, φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα τα έλεγαν εάν υπήρχαν) και τον «παρηγορητικό ρόλο», εκτός από τους παπάδες, θεσμικά τον έχουν οι ψυχολόγοι που δεν είναι παρά ό,τι ήταν οι καθολικοί εξομολόγοι στον μεσαίωνα.
Οι πολυκατοικίες όπου ζούμε, έχουν σχεδιαστεί μονάχα για ζωντανούς. Είναι απαγορευτικό να πεθάνει κάποιος στο διαμέρισμά του και ακόμα πιο απαγορευτικό είναι να γυρίσει ο νεκρός στο σπίτι για το λεγόμενο ξενύχτι, μαζί με οικείους και φίλους. Τα ασανσέρ δεν χωράνε φέρετρα. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες, εκτός του ότι είναι αθάνατοι, κανένας δεν τους πληροφόρησε ότι πεθαίνουν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, όμως, υπέκυψαν κι αυτοί στην επιταγή της κατανάλωσης. Το πρόβλημα με τα ασανσέρ που χωράνε τους ανθρώπους μονάχα όρθιους, όχι οριζοντίως, δεν περιορίζεται μονάχα στους νεκρούς αλλά και στους ζωντανούς αρρώστους και τραυματίες που ταλαιπωρούνται αφάνταστα.
Στα σχολεία δεν υπάρχει κάποιο μάθημα για την ενημέρωση των παιδιών σχετικά με τον θάνατο, θαρρείς και τα σχολεία είναι στην υπηρεσία του καταναλωτισμού και της αποχαύνωσης του νέου ανθρώπου, ή μήπως δεν είναι; Την ίδια στιγμή, οι πολιτισμοί και οι θρησκείες που περιλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη, είχαν αναπτύξει άριστη σχέση Ανθρώπου-Θανάτου.
Τέλος, διάφορες επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, η ψυχιατρική, η νομική, κ.ά., όταν καταφέρουν να εντοπίσουν ένα πρόβλημα, εργάζονται για τη λύση του πάνω σε αυτόν που το έχει και όχι πάνω σε εκείνον που το προκαλεί. Αν για παράδειγμα το πρόβλημα του «κακού θανάτου της πόλης» λυθεί, τότε θα καταρρεύσει ολόκληρη η κοινωνία του καταναλωτικού ψεύδους και πρέπει να ξέρουμε όλοι, πως οι κοινωνίες δεν έχουν στηθεί πάνω στα ιδανικά και τα ιδεώδη, αλλά είναι οικοδομημένες πάνω στα προβλήματά τους και γι’ αυτό κανέναν δεν συμφέρει να επιλυθούν τα προβλήματα που τις θεμελιώνουν.

Μονάχα οι δρόμοι με τα ανυποψίαστα καντηλάκια μας θυμίζουν πως ο θάνατος επισκέπτεται την πόλη, μέχρι και αυτά να καταργηθούν με νόμο!

Τέλος πάντων… Όπου υπάρχει θάνατος, υπάρχει και ζωή. Στις πόλεις που ο θάνατος μοιάζει ανύπαρκτος, έτσι μοιάζουν και οι ζωές μας…

[Εικαστικό σχόλιο: Δημήτρης Αληθεινός]


Related Posts with Thumbnails