ή, μιὰ ἐπιτομὴ Χριστουγεννιάτικων
ἡμερολογιακῶν σημειώσεων
Αὐτὴ
ἡ καταγραφή, ποὺ ἐπιχειρεῖται μὲ πόνο ψυχῆς καὶ μὲ ψιχαλισμένα τὰ ματια, εἶναι
μιὰ ἐπιστροφή. Ἔτσι μονάχα θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ὀνομάσω, γιατὶ στὸν βαθύτερο πυρήνα
της περικλείει αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἔζησα πάμπολλες φορές. Εἴτε μὲ τὸν
γυρισμὸ τῶν δικῶν μας ἀπὸ τὰ ξένα, ὅπου πήγαιναν νὰ ἐραστοῦν, εἴτε μὲ τὸ δικό
μου τὸ γυρισμό, τότε ποὺ σπούδαζα, ἀπὸ μικρὸ ἀκόμα παιδί, κι ἐτούτη ἡ ἐπιστροφή,
τὶς μέρες τὶς χρονιάρες (Χριστούγεννα,
Πάσχα καὶ καλοκαίρι), ἦταν μιὰ ἀναγέννηση.
Μιὰ
τέτοια, λοιπόν ἐπιστροφὴ ἐπιχειρῶ καὶ σήμερα, Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων τοῦ
σωτηρίου ἔτους 2016, σὲ ὥρα νυχτερινή, μὲ τὴν ἡσυχία νὰ ἁπλώνεται γύρω μου καὶ
νὰ μεριμνᾶ, ἐτούτη τὴν ἱερὴ τὴ Νύχτα, γιὰ
μιὰ ἐπάνοδο σὲ φωτεινὰ πεδία τοῦ βίου μου. Γιατὶ μονάχα ἔτσι μπορῶ νὰ σταθῶ ὅρθιος στὶς ὅποιες
προσβολές καὶ τὴν πάντιμο ὥρα τοῦ Ὄρθρου
νὰ τοὺς θυμηθῶ στὴν Ἁγία Πρόθεση. Κι αὐτό, ἐπειδὴ τὸ ἀξίζουν καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἀτλάντευτο
θεμέλιό μου.
Ἀπὸ
τὶς χαραμαδες ποὺ ἀνοίγονται τοὺτη τὴ Νύχτα μέσα στὴν ψυχὴ ἀρχίζει νὰ ἀχνοφαίνεται
ἕνα σπίτι ποὺ χωνεύει μέσα στὸ χειμωνιάτικο τ᾿ ἀπόβραδο. Ἕνας ὑγρὸς ἀέρας
περνοδιαβαίνει μέσα στὶς ἄδειες κάμαρες, ποὺ τὶς φωτίζουν οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ
τὸ κατοίκησαν. Ψυχὲς ἀγαπημένες καὶ μακρυνές. Καὶ μαζί τους ξεπροβάλλει ἡ φροντίδα
τους γιὰ τὴ Γιορτή. Ἐκείνη ἡ παλιὰ
φροντίδα, φορεμένη ὅλη τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀρχοντιά, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ ὑπερβολή,
ἀλλὰ μιὰ πειθαρχημένη τάξη. Γιατὶ ἔπρεπε νὰ διδαχτεῖ καὶ στοὺς νεώτερους ἡ οἰκονομία,
ἡ νοικοκυροσύνη, ἡ ἀναζήτηση μόνον ὅσων εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ περάσει ἕνας ἄνθρωπος,
μιὰ οἰκογένεια. Ἄλλωστε μὰ ξεχνᾶμε πὼς τὰ σπίτια ἐκεῖνα ἦταν μικρόχωρα,
συμμαζεμένα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα σχεδιασμένα νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες τῶν ὅσων τὰ
κατοικοῦσαν. Ἔτσι ἡ Γιορτὴ περνοῦσε μὲ ἕνα γεῦμα, πάντα μετὰ τὴν ἀπόλυση τῆς ἐκκλησιᾶς,
στὸ ὁποῖο μαζεύονατν ὅλη ἡ οίκογένεια γιὰ νὰ εύχηθοῦν καὶ συναμα νὰ εύφρανθοῦν,
μετὰ ἀπὸ τὴν σαρανταήμερο νηστεία.
Τὸ
τραπέζι, ὡστόσο, στρώνονταν καὶ τὸ ἀπόβραδο, ἐπίσημο κι αὐτό. Ὑπῆρχε τὸ ἐνδεχόμενο
νὰ συμμετάσχουν σ᾿ αὐτὸ καὶ ἄλλοι συγγενεῖς, ὥστε νὰ δοθεῖ μιὰ λαμπρὴ
γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα στὸ σπίτι.
Ἀλήθεια,
λησμονᾶται τὸ ψημένο κρέας στὴν παραστιὰ περασμένο στὸν «κλώστη», ποὺ ἐκεῖνο τὸ
βράδυ γίνονταν μιὰ ὑποτυπώδης σούβλα; Ἤ, ἀκόμα πάνω στὴ «μασά» κανένα κομμάτι
λουκάνικο, νὰ ἀναδίνει ἐκείνη τὴν καπνιὰ τὴ μυρωδάτη, γιὰ νὰ «λιγκρίζει» τοὺς καλικάτζαρους...
Ἤχοι
γνώριμοι ἔχουν κατακαθίσει στὴν ψυχή ἀπὸ τότε... καὶ κάθε χρόνο τούτη τή μέρα
ξανανεβαίνουν στὴν ἀκοή… Ἤχοι, ὅπως τὸ
«σάβλισμα»τῆς φωτιᾶς, τὸ τσιτσίρισμα τοῦ ψημένου κρέατος ἤ τοῦ
λουκάνικου, τὸ σύρσιμο τοῦ μαχαιριοῦ ἤ τοῦ πιρουνιοῦ στὸ πιατο τὴν ὥρα τῆς
μοιρασιᾶς, τὸ κελάρυσμα τοῦ κρασιοῦ ποὺ γεμίζει τὰ ποτήρια, τὸ τσούγκρισμα μετά,
τὸ σκαμνὶ ποὺ τρίζει, ὁ σοφρᾶς ποὺ παραμερίζει... Κι ὕστερα μαζὶ μὲ τὶς εὐχὲς ἐκεῖνα
τὰ ἀναφιλητά γιὰ τοὺς ξενητεμένους...
Βλέπεις
τὸ τραπέζι δὲν ἦταν μονάχα συλλογὴ εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ ἤχων συνδυασμένων μὲ
γεύσεις διάφορες... Ἀκόμα κι ἐκεῖνες τὶς ἁρμυρὲς τῶν δακρύων...
Ὕστερα ἦταν κι ἐκείνη ἡ ἡσυχία ποὺ ἀναδύονταν μόλις
τέλειωνε τὸ τραπέζι κι ἄδειαζε ὁ τόπος... Μιὰ ἡσυχία ποὺ τὴν τάραζαν μονάχα τὸ
κροτάλισμα τῆς φωτιᾶς πάνω στὰ ἄγρια τὰ ξύλα, ἀλλὰ καὶ τό σπρώξιμο τοῦ
χειμωνιάτικου ἀγέρα πάνω στὰ πορτοπαράθυρα, λὲς κι ἤθελε νὰ μπεῖ μέσα νὰ
νυχτερέψει κι αὐτός μὲ τοὺς νοικοκυραίους.
Ὅταν
μετἀ ἀπὸ ὥρα χαμήλωνε τὸ φῶς τῆς λάμπας καὶ τὸ δωμάτιο γίνονταν ὡσάν ἀχνοφωτισμένη
ἀπὸ λαδοκάντηλα ἐκκλησιὰ τὴν ὥρα τοῦ βαθέως ὄρθρου, τότε ξεπετάγονται ἀπὸ τὸν
κόσμο τους τὰ ὄνειρα καὶ συντροφεύουν τοὺς νοικοκυραίους ποὺ ξαποσταίνουν μὲ τὴν
εὐχὴ στὸ στόμα καὶ στὴν ψυχή: «Ἄντε, καὶ τοῦ χρόνου νἄμαστε καλά».
Γιατί
τότε τὰ Χριστούγεννα δὲν ἦταν μιὰ ψυχρὴ παρένθεση μέσα στὸν βίο, ἀλλὰ ἕνα γεγονὸς
ποὺ χρειαζόταν προετοιμασία, μετοχὴ στὴν ὅλη χαρμολύπη τῆς Γιορτῆς καὶ φυσικά
πανηγυρικὴ σύναξη τῆς οικογένειας. Πάντα γύρω ἀπὸ τραπέζι μὲ τὴ συμβολικὴ καὶ
«γλυκεῖα» -κατὰ τὸν Ἀλ. Μωραϊτίδη- συντροφιὰ τῆς φωτιᾶς.
Ὅμως
ὁ στοχασμὸς θὰ ἔχει καὶ συνέχεια...
π.
κ. ν. κ