© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Δημητρίου Μαγριπλή - Ι. Σόλαρη - Ι. Μπουγά: ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 583-594]

Η πίστη, όταν δεν είναι προϊόν ελευθερίας, γίνεται ιδεολόγημα, φανατισμός, μισσαλοδοξία και επιθετικότητα. Ο θρησκευτικός φανατισμός αποτελούσε και δυστυχώς αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Οι όποιοι αυτόκλητοι ‘υπερασπιστές της Ορθοδοξίας’, δημιουργούν προβλήματα στο εκκλησιαστικό σώμα επηρεάζοντας την κοινωνική συνοχή της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Ίσως τα κίνητρα των ‘φωτισμένων χριστιανών’ να είναι οικονομικά συμφέροντα, εξουσιαστικές διαθέσεις ακόμη και ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που πολλές φορές τα εκμεταλλεύονται στελέχη της Εκκλησίας για να πληρώσουν την κενότητά τους. Όπως και να είναι όμως, εν τέλει η Εκκλησία του Χριστού είναι η Εκκλησία της αγάπης, η συνάντηση των προσώπων πάντοτε και παντού, η κοινωνία που κινδυνεύει για τον Άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός.

Η ανάγνωση του φανατισμού, ως ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ερευνητική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου, αποτελεί κομβικό σημείο κατανόησης της εν γένει πολιτιστικής συμπεριφοράς μιας ομάδας ή γενικότερα μιας κοινότητας ανθρώπων. Και τούτο γιατί η παρέκκλιση, όσο κι αν διαιρεί το σύνολο, εν τέλει υπάρχει σε άμεση συνάφεια και σχέση με το κοινωνικά αποδεκτό(1). Η έννοια άλλοι παράγεται σχεδόν αυτόματα από τη στιγμή του προσδιορισμού του εμείς. Και το εμείς και οι άλλοι αποτελεί σημαντικό κριτήριο ορθής σκέψης ή παρέκκλισης για το υποκείμενο, που από τα πρώτα βήματα της ζωής του έως τα έσχατα αντικαθρεφτίζεται στον όποιο συγκεκριμένο πολιτισμό(2). Στον καθρέπτη της παρατήρησης ο καθένας από εμάς προσαρμόζει το είναι του(3) με βάση τις αξίες, τους τρόπους συμπεριφοράς, την κοινωνική του θέση και ρόλο και γενικότερα τα στοιχεία του πολιτισμού που μεταβιβάζει η μια γενιά στην άλλη. Η εκμάθηση των πολιτιστικών περιεχομένων είναι απόρροια τόσο του εκπολιτισμού όσο και της κοινωνικοποίησης(4).
Με την κοινωνικοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο(5) εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική αναπαραγωγή, απαραίτητη προϋπόθεση της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τα πολιτικά κόμματα έως μια θρησκευτική κοινότητα ή και στην ίδια την κρατική οντότητα, υπάρχουν σκοποί, κανόνες, αξίες, με τις οποίες συνέχονται τα μέλη τους. Η έννοια της διαγραφής από το πολιτικό κόμμα, του αφορισμού από τη θρησκευτική ομάδα, της δικαστικής καταδίκης και του εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, αποδεικνύουν τη διαδικασία άμυνας της κοινωνικής ομάδας απέναντι στο επικίνδυνα, για τη συνοχή της, διαφορετικό(6). Έτσι όσο κι αν οι άνθρωποι προβαίνουν σε επιλογές ανάμεσα σε διαφορετικούς σκοπούς και μέσα για την επίτευξή τους, τόσο οι επιλογές όσο και οι σκοποί ή τα μέσα για την επίτευξή τους είναι ως ένα βαθμό κοινωνικά προσδιορισμένοι(7). Tο κοινωνικό υποκείμενο φαντασιώνεται με μια εικόνα για τον εαυτό του που πάντοτε είναι σε συνάφεια με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει και υπάρχει.
Οι τοπικές κοινωνίες κατά το ελληνικό παράδειγμα αποτελούν, άσχετα με το μέγεθός τους (μικρό ή μεγάλο), μια κοινή συνιστώσα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η κατάδειξη της σημασίας του πελατειακού συστήματος ως κυρίαρχου μέσου ενσωμάτωσης των πολιτικών υποκειμένων στην εθνική πολιτική σκηνή και βασικού κρίκου σύνδεσης της κοινωνίας με τον κρατικό μηχανισμό. Ο πολίτης επομένως συμμαχεί με δύο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή του: την υποταγή σε αποφάσεις και απόψεις της ομάδας και την υπεράσπιση και ευόδωση του προσωπικού του συμφέροντος(8).
Το κοινωνικό υποκείμενο επομένως ως πολιτιστική αλλά και ως πολιτική οντότητα, καθορίζεται από την ομάδα κύρους που επιβάλλει κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς και από το προσωπικό συμφέρον που όμως τελικά ενσωματώνεται στο γενικότερο συμφέρον της ομάδας, στην οποία εντάσσεται το άτομο και άρα άρχει στο μικρόκοσμο του. Επομένως η κοινωνική πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του επιπέδου του υποκειμένου όσο και της κοινωνίας ως συνόλου γενικότερα. Όταν το άτομο συγκρούεται με την πραγματικότητα που το περιβάλλει, τότε γεννιέται η διαφορετικότητα. Η σύγκρουση αυτή πολλές φορές εκφράζει μια ανάγκη για θωράκιση αυτοπροστασίας του εγώ.
Στο θρησκευτικό επίπεδο, όταν συμβαίνει το παραπάνω, η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογία και η εκκλησιαστική εμπειρία σε θεωρητικές προτάσεις με συνεπαγωγές άμεσης χρησιμότητας για την πρακτική του ανθρώπινου βίου(9). Η εκκλησιαστική εμπειρία αντιμετωπίζεται ως ιδιόκτητο υλικό και η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογική γλώσσα ψυχολογικής αυτοϊκανοποίησης συγκροτημένη με αξιωματικές βεβαιότητες(10). Και ενώ μια τέτοια θεόθεν εγκυρότητα(11) θωρακίζει το άτομο, εξουδετερώνοντας ανασφάλειες και αμφιβολίες, το μόνο που ουσιαστικά καταφέρνει είναι να ακυρώνει την κοινωνική συνοχή στην αίσθηση του εμείς και οι άλλοι, και τη δυνατότητα των σύγχρονων κοινωνιών στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα.
Η αντικειμενικότητα επομένως ενυπάρχει όσο την χρειαζόμαστε για να μας εξυπηρετεί σε κοινωνικές σκοποθεσίες και περιπτώσεις, όπου παραπάνω από ένας συμφωνούν σε συνάφεια και κρίση με το ιστορικό πλαίσιο που καλείται το κοινωνικό πρόσωπο να επικοινωνήσει, να συνδιαλλαγεί και να συλλειτουργήσει, σε σχέση με τα συμφέροντα, τη διάθεση και την απόρροια της καθημερινότητάς του. Με την προϋπόθεση ότι ιδεολογικά επικρατούμε σε ένα κοινωνικό σύνολο και πολιτικά επιβάλλουμε τις απόψεις μας ως ρυθμιστικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής. Έτσι η πίστη μας από προσωπική υπόθεση που έπρεπε να είναι, μεταβάλλεται σε κανόνα και για τους υπόλοιπους και μάλιστα απαράβατο που επισείει στις πιο ακραίες εκδοχές του ακόμη και την απαλοιφή, φυσική και ηθική, των όποιων αντιδράσεων(12).Ξεχνάμε έτσι ότι η παγκόσμια κοινωνία του μέλλοντος θα πραγματοποιηθεί όχι με την επιβολή μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή την επιστροφή στο παρελθόν ενός παγκόσμιου κατακερματιστικού πλουραλισμού, αλλά με την κοινή δέσμευση στην ανοχή και το σεβασμό του διαφορετικού: είτε θρησκευτικού είτε αθέου(13). Με άλλα λόγια είναι επιτακτική η ανάγκη να αποδομήσουμε ιδεολογικά και να απομονώσουμε πρακτικά τον όποιο θρησκευτικό φανατισμό ακόμη και όταν προσκρούει στο προσωπικό μας όφελος, ακόμη και όταν σηματοδοτεί το τέλος των υπαρξιακών μας βεβαιοτήτων ή την ασφάλεια της καθημερινότητάς μας.


Ας δούμε όμως συγκεκριμένα πώς διακρίνεται ο θρησκευτικός φανατισμός(14), όπως αυτός εκφράστηκε ενδεικτικά στο παράδειγμα της τοπικής κοινωνίας της Καλαμάτας (Μεσσηνίας) πρόσφατα και καταγράφηκε στα δημοσιεύματα κυρίως του τοπικού τύπου(15):

1. Εκτοξεύονται επιθέσεις κατά μεμονωμένων προσώπων με ύβρεις, ειρωνικά σχόλια και καχυποψία για κρυφά κίνητρα πίσω από τις όποιες ενέργειες των «αντιπάλων». Οι αρθρογράφοι καλύπτονται ως εκπρόσωποι και εκφραστές του κοινού αισθήματος ομιλώντας εν ονόματι και εξ ονόματος του χριστεπωνύμου πληρώματος και όλου του χριστιανικού λαού. Για να επιβάλουν τις θέσεις τους χρησιμοποιούν συχνά την προσωπική αντωνυμία με το «εμείς» και το «εμάς» υπερυψώνοντας τους εαυτούς τους, προτείνουν το γλωσσικό μανδύα της καθαρεύουσας προσδίδοντας κύρος στα γραφόμενα και επιχειρηματολογούν επικαλούμενοι αποκλειστικά τις ρήσεις μεγάλων εκκλησιαστικών Πατέρων και γνωστών Αγίων. Μα πάνω απ' όλα οι συγκεκριμένοι αρθρογραφούντες εμφανίζονται ως θεματοφύλακες και υπέρμαχοι μιας «Ορθόδοξης» Ορθοδοξίας. Αυτή η εκδοχή της θρησκείας δε διστάζει να κατηγορήσει τον εκλεγμένο, από την Ιερά Σύνοδο Δεσπότη της, ως εκκοσμικευμένο, ιδιοτελή όσον αφορά την εκκλησιαστική περιουσία, Λατινόφρονα και θεολογικά ελλιπή, προσάπτοντάς του μια σειρά από προσωπικούς χαρακτηρισμούς που τον καθιστούν υπόλογο απέναντι του ορθόδοξου δόγματος και του χριστεπωνύμου πληρώματος της εκκλησίας το οποίο κρίνουν ότι δικαιωματικά εκπροσωπούν(16).
2. Εξαπολύεται επίθεση με χαρακτηρισμούς του τύπου: «δείγμα αχαριστίας και ανανδρίας των σημερινών ΄δεσποτοκολάκων΄», με παρομοιώσεις: «όπως το σκοτωμένο λιοντάρι του οποίου δειλές ύαινες κατασπαράζουν τα υπολείμματα του είναι του» και με υπονοούμενα: «οφείλεται στην ειλικρινή πρόθεσή του ή αποτελεί μέρος της οφειλόμενης ανταπόδοσής του στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;»(17).
Αμφισβητούνται δηλαδή μονίμως οι προθέσεις(18), εκδηλώνεται καχυποψία(19) που φθάνει μέχρι και τη συνωμοσία(20).

3. Κυριαρχεί η εξύβριση των άλλων και η εξύψωση των δικών μας ανθρώπων(21). Ο λόγος είναι δηκτικός και μειωτικός, εναντίον των αντιπάλων(22). Παρατίθενται ύβρεις καλυμμένες πίσω από τη γενικότητα: «Άλλος είναι δεδηλωμένος άπιστος, υλιστής, μασόνος, πνευματιστής, ορθολογιστής, βλάσφημος, ασεβής, αρνητής των βασικωτέρων δογμάτων του Χριστιανισμού· δύναται όμως συγχρόνως να είναι και μέλος της εκκλησίας, να τελεί επιδεικτικώς γάμους και βαπτίσεις, να μετέχει των εκκλησιαστικών επιτροπών και συμβουλίων, να είναι επίτροπος του ναού, να είναι φίλος εγκάρδιος εκκλησιαστικών ηγετών». Εξ αιτίας αυτών γίνεται επίκληση στην ορθόδοξη ΄καθαρότητα΄: «Πότε άραγε η εκκλησία μας θα επαναποκτήσει ουσιαστικά μητρώα, εις τα οποία θα καταγράφονται τα συνειδητά μόνο μέλη της;»(23).
Ο υπερθεματισμός και ο αναθεματισμός είναι σε καθημερινή βάση, με την εύκολη καταφυγή στην ειρωνεία, την κατάδειξη των σφαλμάτων των άλλων και της αμαρτωλότητάς τους έναντι της καθαρότητας και του δικαιώματος της κριτικής, αλλά ακόμη και της αντίστασης από τους ημέτερους(24).
Στο πλευρό των «υπερασπιστών της ορθοδοξίας» επιστρατεύονται και οι Άγιοι(25) ενώ οικοδομείται όλος εκείνος ο δημαγωγικός λόγος που φιλοδοξεί να παρασύρει σε γενικότερες αντιδράσεις(26). Η καθαρότητα του δόγματος απειλείται από την φιλοπαπική(27) επίσημη εκκλησία, η οποία δεν διστάζει, κατά τους «ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς», να προσφύγει ακόμη και σε απάτες(28) προκειμένου να πείσουν(29) τον «ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου»(30).
Κάποτε τα γραφόμενα οδηγούν σε ακραίες υπερβολές και απειλές: «…οι παραθεολογίες του εν λόγω θεολόγου ΄σταματούν τραίνο΄» και «Αν δεν αντέχουν οι ώμοι του να σηκώσουν το βάρος της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και να σεβαστεί το μεγάλο ΘΕΣΜΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ, να του κλείσουμε ΄κατάμουτρα΄ επιτέλους την πόρτα εισόδου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ορθόδοξης χώρας μας»(31).

4. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων σε αυτούς που «είναι καιρός γονυπετείς να ζητήσουν συγγνώμη» και στον «φίλτατο» που του αξίζει «δημόσιος έπαινος». Επίσης υποδεικνύεται ότι «…ο χριστιανός και κατ΄ εξοχήν ο ορθόδοξος πρέπει να βδελύσσεται τις ανάξιες κολακείες αναξίων ανθρώπων»(32).
Ο διαχωρισμός σε δικούς μας και άλλους είναι και θέμα καταγωγής: «…κατηγόρησε άνθρωπο όχι μόνον πραγματικά αθώο αλλά και συμπατριώτη μας Μεσσήνιο, ενώ ο ίδιος είναι ξένος, φερτός» και «…άδικη κατηγορία εναντίον αθώων Μεσσηνίων πολιτών»(33). Διατρανώνεται ότι ο γράφων εκφράζει το σύνολο: «…για εμάς τους Ορθοδόξους»(34).
Επαναλαμβάνεται η εμπλοκή στο εμείς και οι άλλοι «…προς τι η επιμονή τους να πάρουν το δικό μας εκκλησάκι;» καθώς και η έκφραση γνώμης στο όνομα των πολλών «…να παύσουν να σκανδαλίζονται συνάνθρωποί μας»(35).
Το ‘εμείς’ προβάλλεται συνεχώς: «Τι θα μας παρουσιάσουν προσβάλλοντας τη νοημοσύνη ημών των προσκυνητών των ιερών κειμηλίων αντί του ανύπαρκτου τιμίου ξύλου(36).
Τα καταγγελλόμενα ενεργούνται «…προς αγανάκτησιν και μεγάλην λύπην των χριστιανών» και «…η ειρημένη δικαιολογία προκαλεί την αγανάκτησιν του εχέφρονος ορθοδόξου χριστιανού», γι΄ αυτό κινδυνολογείται ότι «έπονται και τα χειρότερα αν ο μεσσηνιακός λαός δεν αντιδράση στην πράξιν του αυτήν»(37). Εκπροσωπώντας τους πολλούς προφητεύεται ότι «ο ορθόδοξος λαός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα άλλο πειρασμό»(38).
Μέσα από στιχάκια που σχολιάζουν την επικαιρότητα ζητείται από το Θεό η τιμωρία: «Άσε πια την ανοχή Σου. Ήρθε η ώρα της οργής Σου»(39).
Τα πυρά δυναμώνουν(40), η σύγκρουση δε γνωρίζει προσχήματα(41). Για μια ακόμη φορά βάλλεται ο «φερτός Ιεράρχης», μόνο που τώρα «…καλείται κάθε Έλληνας Ορθόδοξος μαχητής να μη ολιγωρήσει, αλλά να πράξει το καθήκον του»(42).
Νέα διαμαρτυρία εμφανίζεται με την υπογραφή όχι «ευσεβείς» αλλά «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας». Η απόφαση του Μητροπολίτη «…συναντά την οργανωμένην αντίδρασιν του πιστού λαού», ο οποίος είναι «ανάστατος» και γι΄ αυτό «…απαιτούμεν εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί»(43).
Κάνουν την εμφάνισή τους συνθήματα έξω από την εκκλησία: «Ανάθεμα Παπικοί» και «Έξω οι Παπικοί ούστ». Επίσης «έγγραφο σημείωμα στην πόρτα εισόδου καλούσε τους Ρωμαιοκαθολικούς να μην τολμήσουν να εισέλθουν στο ναό» με την υπογραφή «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Καλαμάτας»(44). Άλλοτε ο στόχος δηλώνεται φανερά: «οι αθεόφοβοι κόλλησαν αφίσες..» και «άραγε πρόκειται για εμπόρους της πίστεως...;»(45).Κάποτε οι διατυπώσεις είναι αφοριστικές: «Είναι καιρός να απαλλαγούμε από τους ΄Χριστεμπόρους΄»(46).


Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα:
Α. Ως ομάδα κύρους (οι εκπρόσωποι του θρησκευτικού φανατισμού) εκφράζουν ή καλύτερα παραφράζουν την έννοια παράδοση με τον τρόπο που υπηρετεί τις δικές τους αντιλήψεις και κοσμοεικόνες. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αμφισβητούν τον εκλεγμένο Μητροπολίτη τους και κάθε ιερέα που συντάσσεται στο πλευρό του. Η πίστη μετατρέπεται σε μηχανισμό μεταφυσικής νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους αλλά και των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε εξουσίας που ασκούν ή επηρεάζουν άμεσα. Ο άνθρωπος από συνειδητό υποκείμενο της ιστορίας του επαναμετατρέπεται (σε σχέση με την εποχή μας), σε άβουλο όργανο μιας εξωκοσμικής βουλήσεως όπως αυτή ερμηνεύεται και κατοχυρώνεται από το κύρος και την εξουσία της ομάδας.
Β. Οι φραστικές διατυπώσεις εμπεριέχουν χαρακτηρισμούς και αμφισβητήσεις τόσο των προθέσεων όσο και του περιεχομένου του λόγου των αντιπάλων, στο βαθμό που η καχυποψία φθάνει μέχρι το σημείο κατάδειξης συνωμοσίας. Το μεταφυσικό περιεχόμενο των δοξασιών και των αιτουμένων τους συνεπάγεται κατά βάση υπερ – εμπειρικούς ελέγχους και περιορισμούς(47). Δηλαδή οι στόχοι, οι αξίες, οι κυρώσεις και οι ποινές δεν έχουν εγκόσμιο, εμπειρικό περιεχόμενο και πραγματώνονται μέσα από μη ορθολογικές διαδικασίες. Όλοι πρέπει να προσαρμοστούν στις συνήθειες και τα ήθη τους.
Γ. Ο λόγος τους κυριαρχείται από την εξύβριση των άλλων και την εξύψωση των ημετέρων. Εκτονώνει την καθαρότητά του ως οργάνου της θείας δίκης, εξαποστέλλει στο πυρ το εξώτερο οτιδήποτε διαφωνεί με τις απόψεις του ή βλασφημεί κατά των θεωρούμενων αρνητών του θείου λόγου. Είναι δηκτικός και μειωτικός, για τους αντιπάλους, με χυδαίους για το εκκλησιαστικό ήθος χαρακτηρισμούς, συγκροτείται έντονα μαχητικός και συγκρουσιακός και εφαρμόζει θεωρητικά την κατά μέτωπο επίθεση αλλά και την εξόντωση του διαφορετικού. Οριοθετεί ένα κόσμο μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Που σημαίνει ότι εμπνέει στους οπαδούς του διαφορετικού τύπου συναισθήματα και νομιμοφροσύνη, προτρέπει σε διαφορετικού τύπου στάσεις και ενέργειες και εξαρτάται από διαφορετικού τύπου μηχανισμούς εδραίωσης και επέκτασης.
Δ. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων – βάσει ιδεολογίας και βάσει καταγωγής, προχωρεί σε κινδυνολογίες και προτρέπει σε πράξη. Δε συμβάλλει στην απόσπαση του ατόμου από στενούς παραδοσιακούς δεσμούς και στην ενσωμάτωσή του σε νέα σύνολα, σε διευρυμένα σύγχρονα πλέγματα κοινωνικών σχέσεων. Δεν εμπεριέχει δηλαδή κοσμικές και ανθρωποκεντρικές αφαιρέσεις ούτε επιτρέπει στα κοινωνικά υποκείμενα να αυτοπροσδιορίζονται ούτε βεβαίως επιτρέπει στο άτομο να αποσπάται από τις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο φανατικός θεωρεί μόνο τον εαυτό του και τους ομοϊδεάτες του καθαρούς και αρνείται να εμπλακεί σε κάθε περίπτωση ακόμη και με αυτούς που καταλαβαίνουν, θεωρητικά έστω, το Θεό με τον ίδιο τρόπο ή που αυτοαποκαλούνται επίσης με τον ίδιο δογματολογικό χαρακτηρισμό. Πρόκειται για την πιο σαφή κατάλυση τις όποιας οικουμενικότητας εμπεριέχει η θρησκεία, αλλά και της αδιαμφισβήτητης άρνησης της διαφορετικότητας όπως κι αν αυτή ορίζεται, σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο.


Πρόκειται επομένως για ένα ιδεολογικό λόγο που, ενώ εκφράζεται σήμερα, μάς μεταφέρει σε παρελθόντες χρόνους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος μιας πολυπολιτισμικής Ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Αυτό και μόνο αποτελεί την ασφαλή οδό της κρίσης και της απόρριψης της ανορθολογικότητας των όποιων φραστικών ευφραδειών των εκφραστών του παρελθόντος. Η πραγματικότητα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία σε αναφορά με τη θρησκεία είναι η θρησκευτική πολυφωνία(48) και ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων που ορίζουν και ορίζονται από την υπαρξιακή αναφορά του κάθε ανθρώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει την προβολή της θρησκείας ως όργανο για την επιδίωξη αθέμιτων σκοπών ή ασπίδα συμφερόντων που αντιβαίνουν την οποιαδήποτε επιτακτική κοινωνική ανάγκη(49). Το τελευταίο άλλωστε δεν αναιρεί την έννοια της επικρατούσας θρησκείας(50) σε κάθε πολιτισμό αλλά επαναφέρει την αίσθηση της παράδοσης στη χωροχρονική ένταξή της, δηλαδή σε μια διαφορετική πραγματικότητα για κάθε σημείο του πλανήτη, σε κάθε γειτονιά των απέραντων σύγχρονων μεγαλουπόλεων, σε όποια αίσθηση κατανόησης του υποκειμένου, σε σχέση με ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που η έννοια της μειονότητας ή της πλειοψηφίας αυτοαναιρούνται στο πλαίσιο μιας τυχαίας ή συνειδητής επιλογής κατοικίας(51).
Σίγουρα δεν είναι μόνο η Καλαμάτα. Ολόκληρη ίσως η Ελληνική επαρχία παρουσιάζει παρόμοια φαινόμενα. Ακόμη και οι αστικές ζώνες δεν υστερούν. Ο θρησκευτικός φανατισμός καίει βιβλία, αφορίζει κινηματογραφικές ταινίες, καταδικάζει τους αντιπάλους. Για τον φανατικό καταλύεται κάθε έννοια της κοσμικής τάξης. Κυβερνήσεις, κόμματα, επιστήμη, λογοτεχνία, κάθε έκφραση και δημιουργική διάθεση του ανθρώπου πρέπει να εναρμονιστεί με την ιδεολογία τους. Διαφορετικά δεν αξίζει να υπάρχει.
Στην εποχή μας αρκετά παραδείγματα καταδεικνύουν ότι ο φονταμενταλισμός είναι παράγωγο του θρησκευτικού φανατισμού(52). Εκεί όμως ο θρησκευτικός ηγέτης ταυτίζεται με την ιδεολογία του θρησκευτικού φανατισμού. Το δυστύχημα είναι όταν παρατηρεί κανείς το γεγονός εκκλησιαστικοί ηγέτες να είναι αρκετά χρόνια μπροστά από το ποίμνιό τους. Τότε γεννώνται αρκετά ερωτήματα.
Μήπως η προηγούμενη εκκλησιαστική διοίκηση καλλιεργούσε ή βασίστηκε σε τέτοιες νοοτροπίες;(53) Μήπως η εν γένει συντηρητικότητα της όποιας τοπικής κοινωνίας οδηγεί αβίαστα στην ξενοφοβία και φυσικά το θρησκευτικό ρατσισμό; Μήπως τελικά το να είναι κανείς ορθόδοξος είναι δυσκολότερο από το να το δηλώνει απλά;
Σε κάθε περίπτωση «…θά πρέπει νά ξεπεράσουμε τά στενά ὅρια τῆς ἰδεολογίας καί νά εἰσέλθουμε στή διαλογική εὐρύτητα τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας, ὅπου ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τήν εἰδοποιό διαφορά μεταξύ τῆς ἀσκητικῆς βίωσης τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἰδεολογικῆς ὑπεροχῆς. Ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἀλήθειας σημαίνει ταπείνωση, ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἰδεολογίας σημαίνει αἴσθημα ὑπεροχῆς καί ταπείνωσης τοῦ ἄλλου, πού δέν συμφωνεῖ μέ τή συγκεκριμένη ἰδεολογία. Νομίζω ὅτι ἡ σημασία τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ἰδεολογίας τῆς ἀπάτης, στούς σύγχρονους καιρούς τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς παραμόρφωσης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἔχει τή δική της ἐπικαιρότητα. Ἡ ἐλευθερία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ἔκφρασης τῆς ἀλήθειας καί ἡ κοινωνία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ὕπαρξης τοῦ προσώπου, ἐπιβεβαιώνουν τόν ἐμπειρικό τρόπο βίωσης τῆς ἀλήθειας ὡς κοινωνίας καί ἐλευθερίας καί αὐτό μόνο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό κατεξοχήν μοντέλο τῆς σύγχρονης κοινωνίας, γιά μία κοινωνία ἀνθρώπινη καί οὐσιαστική»(54).



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 
1. Για περισσότερα βλ. ενδεικτικά: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Το στίγμα και ο κοινωνικός στιγματισμός από την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα», Κοινωνική Εργασία – Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών 59 (2000), σσ. 197 – 215.
2. Όπως παρατηρεί ο Ε. Ιλιένκοφ (Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, Οδυσσέας, Αθήνα 1976), ο ανθρώπινος εγκέφαλος σκέφτεται μόνο όταν μετατρέπεται σε όργανο του συλλογικού σώματος του ανθρώπινου πολιτισμού, δηλαδή του «ανόργανου σώματος του ανθρώπου».
3. Επομένως η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, κατά τον Γάλλο εκπρόσωπο του δομισμού στην ψυχανάλυση Ζακ Λακάν, ταυτίζεται ουσιαστικά με την απόκτηση της συνείδησης της υποκειμενικότητας. Κάτι παρόμοιο υποστήριζε και ο Τζορτζ Μιντ, όταν μιλούσε για την κατασκευή του «εαυτού». Μόνον που ο Λακάν θεωρεί πως αυτό που οικοδομείται δεν είναι ο κατά Μιντ «εαυτός», αλλά το «εγώ», δηλαδή το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο έχει συνείδηση του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει επί των παρορμήσεών του: δες ενδ. Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία – Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σσ. 344 – 345, 164 – 165.
4. Τη διαφορά όπως και τη συνάφεια του εκπολιτισμού και της κοινωνικοποίησης δες ενδ. στο: Σ. Κρίβας, Παιδαγωγική επιστήμη; Βασική θεματική, Gutenberg, Αθήνα 1995, σσ.118 – 119.
5. Ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως αυτοτελής μηχανισμός κοινωνικοποίησης: Δ. Γ. Τσαούσης, Η κοινωνία μας, Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 212.
6. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Αποτελεί η θρησκεία στις μέρες μας κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή;», Σύναξη, τ. 87 (2003), σσ.14 – 24.
7. Βλ. ενδ.: T. Parsons, The Structure of Social Action, The Free Press, New York 1949.
8. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Κοινωνίες των πολιτών ή κατ’ επίφαση τοπικές Δημοκρατίες;», Επιστημονική Επετηρίδα Εφαρμοσμένης Έρευνας, VOL. X, Νο 2, (2005), σσ.135 -147.
9. Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη Θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα 2006, (βλ. όλο το κεφάλαιο: Η πίστη ως ιδεολογία σσ. 86 – 96), σ. 86
10. Πρβλ. ό.π., σ. 96.
11. Ό.π., σ. 88.
12. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και ιδεολογία – Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος», στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις στον Ορθόδοξο Πολιτισμό. Όψεις του Ελληνικού παραδείγματος, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, 2007, σσ.17 – 83.
13. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και φιλελευθερισμός στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική – πολυθρησκευτική κοινωνία», Σύναξη, τ. 108 (2008) σσ.41 - 47.
14. Γενικότερα για τα χαρακτηριστικά του θρησκευτικού φανατισμού βλ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Ο κόσμος ως προϊόν και ο θρησκευτικός φανατισμός. Σημεία σύγκρουσης των δύο ιδεολογιών», Σύναξη, τ. 104 (2007), σσ. 40 – 42.
15. Κορύφωση της διαμάχης σημειώθηκε με την απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Υπαπαντής Καλαμάτας για παραχώρηση χρήσης (πέντε ετών) του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών (οδός Αλαγονίας) για τις λατρευτικές και λειτουργικές ανάγκες των Ρωμαιοκαθολικών της περιοχής, εφόσον δε διαθέτουν άλλο ναό. Η ίδια εκκλησία είχε παραχωρηθεί στους εν Καλαμάτα εγκατασταθέντες χριστιανούς της Αρμενικής Εκκλησίας από το 1920 έως το 1946.
16. Στην εφημ. Φωνή, 6.10.2008, από το άρθρο: «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν» σταχυολογούμε: «…με τα ανοίγματά του ο δεσπότης μας και οι άλλοι κληρικοί προς την κοινωνίαν – κόσμο κοσμικοποιούνται και οσονούπω καθίστανται ΄ζευγάδες΄», «ετσιθελικώς – λες και ο ιερός ναός είναι αμπελοχώραφο του πατέρα του – κάνει το δωράκι τούτο στους Λατίνους», «…ως κοσμικός πλέον άρχων και ουχί εκκλησιαστικός παραδίδει το άγιον τοις κυσί», «…έχουμε το ντουέτο – φαινόμενον ερμαφροδίτου ορθοδόξου και λατινίζοντος δεσπότου». Στην εφημ. Φωνή, 13.10.2008, στο άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» αποκαλείται εκ νέου «…ο ξένος και φιλοξενούμενος Ιεράρχης», ενώ επεκτείνεται η επίθεση εναντίον καθενός υποστηρικτή των θέσεων του δεσπότη: «…πώς είναι δυνατόν ένας θεολόγος να είναι τόσο άσχετος;», «επιλεκτική ΄υπολογιστική αγάπη΄ μόνον υπέρ των καθολικών», «…αυτή είναι η απάντηση στον αθεολόγητο». Και στο άρθρο της εφημ. Σημαία, 16.9.2008, «Παπατρέχας (=παπασούζας), παπαροκάς, παπαχορευταράς κλπ» περισσεύουν οι χαρακτηρισμοί κατά των ΄παραστρατημένων΄ ιερέων και μοναχών: «…είδον ένα παπα-πάπαρδον, ευτραφή», «…αυτός ο αναίσθητος, αδιάντροπος και μασκαράς», «…φρενοβλαβή ιερομόναχον», «…η ομάδα των μοναχών, σαν αρκουδιάρηδες», «κυναίδου ρασοφόρου», «μητροπολίται τερψιπρωκτούν». Όλα αυτά δεν είναι η κρίση του γράφοντος αλλά συμβαίνουν «…ενώπιον του ευσεβούς πληρώματος των χριστιανών που τους προκαλούν τη σιχαμάρα και αποστροφή», γεγονός που «…προσβάλλει την αγίαν μας ορθοδοξίαν» και «…εχλευάσθη η ορθοδοξία μας διεθνώς». Πολύ περισσότερο
«…αν έζη (ο Μέγας Βασίλειος) θα έλεγε: τον εκτραχηλισμένον κληρικόν περικράτησον».17. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)»
18. Εφημ. Φωνή, 10.10.2008, από το άρθρο: «Απάντησις στο άρθρον ΄περί παραχωρήσεως του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών εν Καλαμάτα εις τους Καθολικούς» σταχυολογούμε: «δείχνει ότι είναι έτοιμος, εμπρός στο εμπορικό κέρδος, να απεμπολήσει και να θυσιάσει τα όσια και τα ιερά» και δεν λείπει η προτροπή
«ας μελετήσει... έτσι δεν θα αμαρτάνει πλέον περί τους ιερούς κανόνας».19. Εφημ. Φωνή, 13.10.2008, από το άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «…το γεγονός αυτό ήταν άκρως απαράδεκτο για Ορθόδοξο κληρικό... εκτός και αν τον ενδιέφερε μόνο η καριέρα του, έναντι, ίσως, μελλοντικών παραχωρήσεων» και παρατηρείται στο όνομα του λαού ότι «κακή κοινωνική εντύπωση έχει προκαλέσει στο μεσσηνιακό λαό η ανεπίτρεπτη για ορθόδοξο πρεσβύτερο τότε ενέργειά του».
20. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, από το άρθρο: «Δύο ευανάγνωστα συμπτώματα εκκοσμίκευσης» σταχυολογούμε: «Είναι αποτέλεσμα μυστικών συμφωνιών εκκοσμικευμένων Επισκόπων σε ανώτατο επίπεδο εκκλησιαστικής ιεραρχίας», αλλά εκ μέρους των πιστών δηλώνεται ότι «πάντως οι ορθόδοξοι πιστοί, δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τις εκκοσμικευμένες και προκλητικές πρακτικές κάποιων ιερωμένων».
21. Εφημ. Φωνή, 19.9.2008, από το άρθρο: «Και οι εφεδρείες στον αγώνα της Ιεράς Μητροπόλεως και του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «λιβανιστές» με τη «φιλική (φιδική) προτροπή» τους από τη μια και υπέρ «του εξαιρέτου Μεσσηνίου και αγίου ανθρώπου» από την άλλη. Αποκαλύπτεται «…αυτό που λένε οι ΄κακές γλώσσες΄, ότι το κίνητρό σου... είναι μη ηθικό και ανεπίτρεπτο» και είναι έκδηλη η ειρωνεία:
«…σου αξίζουν δημόσια συλλυπητήρια για τη δημόσια ηθική σου πτώση» και «πολλά φιλιά σου να δώσεις στον ΄κολλητό΄ σου».22. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 25.9.2008, από το άρθρο: «Στο ΄είναι και στο φαίνεσθαι΄ του κ. Γ. Γιακουμή» σταχυολογούμε: «νέοι ΄λιβανίζοντες΄ επιστήμονες» και «κάποιος θρησκευτικός λαϊκός ΄κομματάρχης΄ της Καλαμάτας». Υποκρύπτεται «κολακεία ΄προς τον Σοφόν Πανεπιστημιακόν Διδάσκαλον΄» και «αθώα άτομα της Μεσσηνίας» απειλούνται από τον «εν λόγω φθινοπωρινό κύριο φιλόλογο» και από ένα κληρικό «που εμφανίζεται ενίοτε δημόσια ασκεπής, ΄ξεκούτρουλος΄, όπως λέει ο λαός μας», οι οποίοι θέλουν να «φωτίσουν τους φοιτητές με την αμφιλεγόμενη σοφία τους». Ένας από τους σκοπούς του άρθρου είναι να μην εκλαμβάνονται οι αναγνώστες «των μεσσηνιακών εντύπων ως πνευματικώς ανώριμα και εύπιστα μεσσηνιακά νήπια».23. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, «Έως πότε συμβιβασμοί;»
24. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, από το άρθρο: «Όταν οι φύλακες προδίδουν» σταχυολογούμε:
«συκοφάντησε τον εκλεκτό Μητροπολίτη», «…κάποιος... θεολόγος αθεολόγητος... έγραψε», «Αργότερα ίσως μας φέρει καρδινάλιους για να συλλειτουργήσουν μαζί του και να μας διδάξουν τις αιρετικές του δοξασίες», «…ας πάει στην παπική εκκλησία να γίνει καρδινάλιος και να μας απαλλάξει από την παρουσία του», «Η απόφαση αυτή του Μητροπολίτη είναι η δεύτερη απαράδεκτη πράξη του η οποία σκανδάλισε τους χριστιανούς του νομού και όχι μόνο», «Πρέπει να καταλάβει ότι οι ιεροί ναοί μας ανήκουν σε μας τους Ορθοδόξους που τους κτίσαμε και τους καθαγιάσαμε», «…ο πιστός λαός του Θεού ως ένας άνθρωπος θα πρέπει να αντισταθή δυναμικά...».25. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, από το άρθρο: «Έως πότε συμβιβασμοί;» σταχυολογούμε: «Τι δεν θα ήκουε ο άγιος Αλέξανδρος, εάν έζη σήμερον, από τους οικουμενιστάς, από τους ανθρώπους της ΄αγάπης΄;»26. Εφημ. Φωνή, 26.11.2008, από το άρθρο: «Τα ΄Λουκούλια γεύματα΄» σταχυολογούμε: «Ιδού Επίσκοπος, ιδού ΄μάλαμα΄», «…έτσι μπασταρδεύει την χριστιανικήν διδασκαλίαν – Ορθοδοξίαν», «…προκάλεσε την δυσαρέσκειαν, μάλλον την μήνιν των ενδεών, και κατ΄ ακολουθίαν, του χριστιανικού λαού της μητροπόλεώς του» και όχι μόνο του γράφοντος. Επιστρατεύεται και ο άγιος: «…προσβάλλει με τα λόγια του, ξεφαντώματά του, λουκούλλεια γεύματά του, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον» ή «…μη ζων την ζωή του ιερού Χρυσοστόμου παραχρυσοστομεί και αντιχριστοτομεί, μη οικοδομών αλλά αποδομών. Ουαί δια τους Μεσσηνίους».27. Εφημ. Φωνή, 14.10.2008, από το άρθρο: «Ιδού ο Μητροπολίτης» σταχυολογούμε: «…κινούμενος από.. χριστιανική αγάπη την οποία εκδηλώνει προς τους φίλους του ρωμαιοκαθολικούς και μόνον», «Ιδού ο χριστιανός, ιδού ο Μητροπολίτης. Τι μικρότητα...; Καμαρώστε τον». Εφημ. Φωνή, 04.11.2008, από το άρθρο: «Ένας Ορθόδοξος Αρχιμανδρίτης γράφει στον Μητροπολίτη για την παραχώρηση ναού στους καθολικούς» σταχυολογούμε: «Ορθόδοξος επίσκοπος είστε ή Λατίνος;». Εφημ. Φωνή, 18.10.2008, από το άρθρο: «Είναι άραγε τίμιο ξύλο;» σταχυολογούμε: «…ή μήπως αρκεί να πιάσει στα.. ιερά χέρια του ο παπάς σε συνεννόηση με τον.. εκσυγχρονιστή Σεβασμιώτατο, για να γίνει αυτομάτως κάθε κομμάτι ξύλου άγνωστης προέλευσης ΄τίμιο΄;».28. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 23.10.2008, από το άρθρο: «Το ανύπαρκτο.. ΄μεγαλύτερο τεμάχιον του τιμίου ξύλου΄» σταχυολογούμε: «…γιατί δεν ανακοινώσατε, κύριοι μεγαλόσχημοι κληρικοί, στους πιστούς χριστιανούς της Μεσσηνίας την όλη αλήθεια;», «…εκτός, πλέον, και αν εσείς έχετε ανακαλύψει σήμερα δικό σας Τίμιο Ξύλο».29. Εφημ. Φωνή, 03.11.2008, από το άρθρο: «Μετά τον Τίμιο Σταυρό» σταχυολογούμε: «Τι άλλο θα βρείτε να μας φέρετε.. στην προσπάθειά σας να αγιάσουμε, ΄ευσεβέστατε΄ αρχιμανδρίτα; Ανυπομονούμε και αναμένουμε γονυκλινείς...»30. Εφημ. Φωνή, 28.10.2008, στο άρθρο: «Μια οφειλόμενη απάντηση στο θεολόγο Ιωάννη Π. Μπουγά» παρεμβαίνουν όσοι αυτοαποκαλούνται «Ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί», για να αντιπαρατεθούν σε ένα «…σκοταδιστικό και αηδιαστικό σχόλιο» που προηγήθηκε και «αναστάτωσε τον Ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου».31. Εφημ. Ελευθερία, 10.11.2008, «Προς Παραθεολογούντας. Δευτέρα επιστολή».
32. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 1.10.2008, «Ο εγωισμός και οι ολέθριες συνέπειές του».
33. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)».
34. Εφημ. Φωνή, 14.10.12008, «Απάντηση στον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου για τα συγχαρητήρια στον Μητροπολίτη μας που παραχώρησε Εκκλησίαν στους Καθολικούς».
35. Εφημ. Ελευθερία, 20.10.2008, «Σκέψεις υπό το πρίσμα της αγάπης».
36. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, «Κάποιοι αμετανόητοι μεγαλοκληρικοί, χωρίς συστολή παραπληροφορούν».
37. Εφημ. Φωνή, 6.10.2008, «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν».
38. Εφημ. Φωνή, 11.10.2008, «Απάντηση στον κ. Μπουγά περί της αιρέσεως των Παπικών».
39. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, «Προσευχή ενός πολίτη στο Θεό δικαιοκρίτη».
40. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 27.10.2008, από το άρθρο: «Από έναν ΄ανόητο΄ και ΄βέβηλο΄ κατά τον κ. Σαββάτο» σταχυολογούμε: «Ανόητοι και βέβηλοι είναι όλοι οι ανά την Ελλάδα ΄χριστέμποροι΄ κληρικοί», «…θα κόψουμε την όρεξη κάποιων - δύο ή τριών ΄έξυπνων΄ κληρικών μας που.. κοπιάζουν τόσο συχνά να μας.. ΄αγιάσουν΄».
41. Εφημ. Φωνή, 24.11.2008, από το άρθρο: «Αγάπη προς τους αιρετικούς παπικούς, μίσος και κακότητα προς τους αδελφούς ορθοδόξους» σταχυολογούμε:
«Γιατί γράφει ανοησίες και εκθέτει τόσο πολύ τον εαυτό του;», «Νιώθω ότι υποτιμώ την νοημοσύνη μου με το να ασχολούμαι με τα γραφόμενά σου», «…παύσε γιατί άθελά σου γίνεσαι και συ αιρετικός», «…τα σχέδια του φιλοπαπικού Μητροπολίτη».42. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά».
43. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Διαμαρτυρίαι δια την παραχώρησιν Ορθοδόξου Ιερού Ναού εις τους παπικούς της Μεσσηνίας».
44. Εφημ. Ελευθερία, 9.10.2008, «Δεν υποχωρεί η Μητρόπολη για τους καθολικούς».
45. Εφημ. Φωνή, 21.10.1008, «Έμποροι της πίστεως ή αναλφάβητοι;».
46. Εφημ. Θάρρος, 21.10.2008, «Υπερβολές και πιθανές παρενέργειες» .
47. M. E. Spiro, «Religion: Problems of Definition and Explanation», στο M. Banton, Anthropological Approaches to the Study of Religion, London 1978, pp. 91 – 98.
48. Βλ. ειδ. : Κ. Κυριαζόπουλος, «Ο ευρύς συνασπισμός ετερόκλητων θρησκευτικών ομάδων – ομάδων ατομικών ελευθεριών και η ελεύθερη άσκηση της θρησκείας στις ΗΠΑ, Θρησκευτική πολυφωνία σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», Καθ’ Οδόν, τ. 16 (2000), σσ. 63–69. http:/www.religious-freedom.org./const.html, p.1
49. Κ. Κυριαζόπουλος, ό.π., σσ. 65-67
50. βλ. ενδ. : Δ. Μαγριπλή, «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας, μια ιστορική επισκόπηση από το Βυζάντιο έως σήμερα», Βυζαντινός Δόμος 12 (2001), σ. 100-1.
51. Δ. Γ. Μαγριπλής, «Η θρησκεία υπό το φως των νέων συνθηκών», Νέα Εστία, τ. 150 (2001), σ. 184-5.
52. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Μπορεί η θρησκεία να γίνει αιτία πολέμου;», Θρησκειολογία 3 (2002), σσ. 223–228.
53. σχετικά βλ. ενδ.: Ι. Μπουγάς, «Εκκλησιαστική κοινότητα και τοπικοί φορείς πολιτισμού: σχέση ελευθερίας ή υποταγής; (το παράδειγμα της Μεσσηνίας)», flash της Μεσσηνίας, τ. 227-228 (2008), σσ. 56-60.
54. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, «Δοκίμιο γιά τήν Ἰδεολογία. «Αλήθεια» και «Ιδεολογία» για μια κοινωνία ανθρώπινη και ουσιαστική» στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Η Ιδεολογία στο χρόνο μέσα από εκφάνσεις του Πολιτιστικού φαινομένου, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 279.

Στέλιου Τζερμπίνου: ΕΛΑΣΣΟΝΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 951-963]

Η χρησιμοποίηση του όρου “υστερορομαντικός”, φοβάμαι ότι προσκόπτει στις δυσκολίες που ενέχει κάθε προσπάθεια προσδιορισμού μιας εποχής που τα όρια και η διάρκειά της, δεν καθορίζονται με μαθηματική ακρίβεια, όπως για παράδειγμα η έναρξη και η λήξη ενός πολέμου. Μπορεί όμως να την επικαλεσθεί κανείς με γενικώτερες αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα που συνδέονται χρονικά και που αναπόφευκτα δημιουργούν τις “κλιματολογικές” συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύσσεται μια ζωή, μια τέχνη, ένας πολιτισμός. Μ’ αυτή συνεπώς τη χρονική συγκατάβαση η προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τα πρόσωπα και την εποχή της ιστορικής τους παρουσίας, όπως ήδη την σημειολογήσαμε, είναι πιστεύω επιτρεπτή.

Ο θάνατος του Μάλερ (1911) εξαντλεί πιθανόν τους ασπασμούς προς τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό, όχι όμως και για τους επτανήσιους εκτελεστές της διαθήκης του. Οι τελευταίοι διάγουν την περίοδο της μεθενωτικής εποχής στα Επτάνησα, που οριοθετεί (με την επιτρεπτή πάντα χρονική συγκατάβαση) την πολιτισμική τους υπόσταση ανάμεσα στην εκπνοή της ρομαντικής κοσμογονίας και την έναρξη της Βelle Époque. Η Ευρώπη παράλληλα, αποτινάσσοντας τα άγχη του αιώνα που μόλις έχει λήξει, αισιοδοξεί στα ευεργετήματα των νέων εφευρέσεων και στη φροϋδική ερμηνεία των ονείρων, συνεπαίρνεται από την ταχύτητα του αυτοκινήτου και την αμαρτωλή γοητεία των café-chantant και ενδίδει μεν στη γεωμετρία του κυβισμού όχι όμως και στη λήθη των καμπυλών του μπελκάντο. Ο ευρωπαϊκός μιμητισμός εξ άλλου, επενδύει στις κοινωνικές δραστηριότητες του αναπτυσσόμενου ελληνικού αστικού χώρου και τα Επτάνησα, έχουν την τιμή να επιδεικνύουν την ευρωπαϊκή τους ταυτότητα, εξασφαλίζοντας αυτοδίκαιη προτεραιότητα στους κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς χώρους κι αυτής ακόμη της πρωτεύουσας.

Στα Επτάνησα ακόμη, με τη χειραφέτηση μιας νεόκοπης αστικής τάξης, διαπλάσσεται και η αντίστοιχη κουλτούρα, μέσα από την οποία αναδύονται οι περιβαλλοντικές προϋποθέσεις της (θέατρα, αίθουσες χορών, ερασιτεχνικά κοντσέρτα, ιδιωτικές παραστάσεις), τα εκφραστικά της πρότυπα (ποιητές, ζωγράφοι, καλλιτέχνες, μουσικοί) και η ανθρωπογενής ακολουθία της (ο λαός). Σ’ αυτού ακριβώς του κοινωνικού τοπίου το ηχόχρωμα, επτανήσιοι συνθέτες, ελάσσονες ίσως, συνεπείς όμως στις παρακαταθήκες και τα μουσικά ρήματα της ρομαντικής παράδοσης, καταθέτουν ανάλαφρα τη συνεισφορά τους και την απογραφή δειγμάτων ενός ενδιαφέροντος πολιτισμικού DNA, τόσο αναγκαίου στη διακρίβωση των καλών και καλολογικών στοιχείων της απειλούμενης ήδη προσωπικότητας κάθε λαού.

Κάτι που από την πρώτη στιγμή θα πρέπει να τονισθεί είναι εφάμιλλο του κοινότοπου: Όπως ήδη υπαινίχθηκα για τις εποχές, έτσι και για τη συγκεκριμένη περίπτωση, οφείλω να πώ ότι τα όρια μεταξύ ελάσσονος και μείζονος δεν διεκδικούν μαθηματικές ακρίβειες.
Το κριτήριο του χαρακτηρισμού και της ιεράρχησης ανάμεσά τους είναι όπωσδήποτε ρευστό και κατά μέγα μέρος υποκειμενικό, αφού απόλυτα, ούτε το "ποιοτικό" μπορεί να εκφράσει, ούτε το "ακριβές" να προσδιορίσει. Κι ακόμη είναι... επώδυνο, όσο και επισφαλές. Επώδυνο γιατί υποχρεώνει τον γράφοντα σε συγκρίσεις που κατά βάθος δεν επιθυμεί και επισφαλές γιατί κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να διεκδικεί το… αλάθητο. Δικαιούται όμως να επικαλεσθεί τις αγαθές του προθέσεις, ώστε να μη στερηθούν μιας τιμητικής απογραφής παρουσίες ζακυνθινών συνθετών, που δεν είχαν την τύχη ούτε ως μείζονες ν’ αναγνωρισθούν ούτε ως ελάσσονες ν’ αξιολογηθούν.
Θέλω να προσθέσω ακόμη ότι η χρησιμοποίηση του όρου "ελάσσονες", δεν ανάγεται στο εύρος και τη δύναμη της μουσικής παραγωγής των αναφερομένων, αλλά στο μέγεθος της κοινωνικής τους παρουσίας και στο μέτρο που επηρέασε την κοινή αντίληψη η προσωπικότητά τους. H συνθετική τους αξιοσύνη εγκλωβίζεται στην γοητευτική αχλύ του ρομαντικού ιδεώδους που αργεί να εγκαταλείψει τον ιόνιο χώρο και ενώπιον του, με ειλικρίνεια ψυχής, καταθέτουν τα άνθη της έμπνευσης και της αισθαντικότητας που διαθέτουν. Οι συνθέτες αυτοί αποτιμούν την σημαντικότητά τους σε ποικίλες παραμέτρους, των οποίων οι διαστάσεις θα μπορούσαν ν’ αναχθούν: α) Στον όγκο της λαϊκής μέθεξης β) Στη συγκριτική τους αντιπαράθεση με τους μείζονες γ) Στην αναφορά τους στις σελίδες του τοπικού τύπου δ) Στην ύπαρξη ενός αξιόγραφου συνθετικού έργου και ε) Στη διαχρονική αξιολόγηση του έργου τους στο εργαστήρι της έρευνας

Μ’ αυτά συνεπώς τα δεδομένα μπορούμε ν’ αξιολογήσουμε την παρουσία και το έργο πλειάδος ζακυνθίων συνθετών, για τους οποίους η αναφορά τους εδώ θ’ αποτελέσει και μια ληξιπρόθεσμη απότιση οφειλόμενης τιμής.
Οφείλω τέλος να διευκρινίσω ότι η παρούσα εργασία είναι ένα απλό μνημόνιο παρουσιών στην αναφερόμενη χρονική περίοδο και δεν διεκδικεί την πληρότητα μιας ακαδημαϊκής μελέτης. Τα παρεχόμενα στοιχεία δεν ακολουθούν μεθοδολογική κατάταξη και δεν εξαντλούν τις υπάρχουσες-διάσπαρτες άλλωστε- πληροφοριακές πηγές. Πιστεύω ωστόσο ότι δεν στερούνται χρησιμότητας για όποιον συστηματικότερο μελετητή θα επιχειρούσε ν’ ασχοληθεί με το τρυφερό αυτό και νοσταλγικό κεφάλαιο της μουσικής ιστορίας της Ζακύνθου, μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου. Ας σημειωθεί ακόμη ότι τυχόν παραλείψεις έστω και απλής αναφοράς κάποιων περισσότερο ή λιγώτερο γνωστών ονομάτων, θα πρέπει να καταλογισθούν όχι σώνει και καλά σε δική μου αμέλεια αλλά στον τρόπο της ερμηνείας του τίτλου του παρόντος, όπου το μείζον ή το έλασσον μιας μουσικής παρουσίας, υποκλίνεται αναγκαστικά στην υποκειμενικότητα είτε του γράφοντος είτε του αναγνώστη. Και για να γίνω πιο σαφής, ονόματα μεγέθους όπως του Παύλου Καρρέρ, του Ιωσήφ Λιμπεράλη, του Αντωνίου Καπνίση και άλλων, σίγουρα δεν θα ’χαν θέση στο παρόν, ποια θέση όμως θα μπορούσε να πάρει κανείς απέναντι σε ονόματα όπως του Φραγκίσκου Δομενεγίνη, του Γεωργίου Δομενεγίνη ή του Τζώρτζη Κωστή;

΄Ερχομαι όμως στο θέμα ή αν θέλετε, σε μιαν ενδεικτική αναφορά, αρχίζοντας από τον γενάρχη της συγκεκριμένης περιόδου.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ (1853-1908) υπήρξε ο ανεπανάληπτος εκφραστής της ζακυνθινής belle epoque. Με την ποίηση του, τα τραγούδια του, τις σερενάδες του, τους έρωτές του άφησε πίσω του μια δική του εποχή. Μιλάω για μια υπαρκτή εποχή, που ούτε λιγώτερα ήταν τα προβλήματα (πλούσιων και φτωχών) ούτε λιγώτεροι οι φτωχοί, αλλά που το ρομαντικό ιδεώδες και η λατρεία της μουσικής (ιδιαίτερα της όπερας) ξάνοιγαν τα μονοπάτια της ψυχής, που “γλυκειά κι ελεύθερη”, όπως την ήθελε ο Σολωμός, αποδεχόταν τα σχετικά μηνύματα.
Ο γλυκύτατος αυτός τραγουδιστής, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κουρέας και τελώνης, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 10 Αυγούστου 1853 και πέθανε στο Ναύπλιο στις 16 Γενάρη 1908. Η μετακομιδή των οστών του στη Ζάκυνθο που τόσο της ανήκε έγινε μόλις το 1971, με ιδιωτικής πρωτοβουλίας ενέργειες.
Ξεκίνησε σαν “μπαρμπερόπουλο” στο κουρείο του μπάρμπα του αλλά η τέχνη του κομμωτή ήταν η μόνη στην οποία δεν πρόκοψε. Αντίθετα η ποίηση, το θέατρο, η μουσική σύνθεση, το τραγούδι και ο έρωτας υπήρξαν γι αυτόν τομείς τέχνης και ζωής στους οποίους διέπρεψε.
Για τις μουσικές του σπουδές, έχουμε την πληροφορία ότι διετέλεσε μαθητής του ζακυνθινού αρχιμουσικού, κιθαρίστα και συνθέτη Αντωνίου Καπνίση, βασικά όμως μπορούμε να πούμε πως ήταν αυτοδίδακτος όπως τόσοι άλλοι ζακυνθινοί μελουργοί. ΄Ηταν δεν ήταν 22 χρονών το 1875, όταν μελοποίησε το επίγραμμα του Σολωμού "Η καταστροφή των Ψαρρών", που κατά συνήθεια της εποχής, θεώρησε σκόπιμο ν’ αφιερώσει σε μιαν εξέχουσα προσωπικότητα και η προτίμησή του στάθηκε στον τότε στον Κωνσταντίνο. Παράλληλα εκδίδει και διευθύνει το πολύ αξιόλογο περιοδικό γραμμάτων και τέχνης Ζακύνθιος Ανθών, παρά τη νεαρή του ηλικία και τις στοιχειώδεις γραμματικές του γνώσεις.
Tην ίδια χρονιά (1875-76), γίνεται συμμέτοχος της παρουσίασης στη Ζάκυνθο των πρώτων κωμειδυλλίων (Vaudeville), είδος μιούζικαλ θα λέγαμε σήμερα ή εν πάση περιπτώσει, για την εποχή που μιλάμε, κωμωδία διανθισμένη με τραγούδια του συρμού συμπεριλαμβανομένης και της όπερας). Οι παραστάσεις δίνονται στο περίφημο δημοτικό θέατρο της Ζακύνθου, το “Φώσκολος” όπου ο Σωκράτης Ζερβός παρουσιάζει τον “Μαστρομανώλη”, ο Πίος Μαρτζώκης “Το τύμπανον και η σάλπιγξ” και ο Τσακασιάνος “Τα γελοία αποτελέσματα της ζηλοτυπίας”. Την μουσική και για τα τρία αυτά κωμειδύλλια, επιμελήθηκε ο μουσικοσυνθέτης Αντώνιος Καπνίσης. Ο Τσακασιάνος έγραψε ακόμη την “Ερωμένη του συρμού”, που όμως δεν παίχτηκε στο θέατρο. Με τη νεανική ορμή της τρίτης δεκαετίας της ηλικίας του επιδίδεται στην σύνθεση και την εκτέλεση τραγουδιών για κιθάρα που μιλούν για τον έρωτα, τη γυναίκα και τις χαρές της ζωής, που παρά την ανέχεια και τους περιορισμούς, φροντίζει ν’ απολαμβάνει με κάθε τρόπο. Τα έργα του εν πολλοίς είναι γνωστά και εντοπίσιμα. Θα τολμούσα να τον ονομάσω, αν όχι γενάρχη, τουλάχιστον έναν από τους πρωτεργάτες της επτανησιακής καντάδας. Η καντάδα “Της γής τα πλάσματα...” που ανάγει τη μελωδία της κατ’ ευθείαν στην άρια “Dite a la giovine” από την “Τραβιάτα” του Βέρντι, παραμένει μέχρι σήμερα μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως άλλωστε και η πασίγνωστη ανά την Ελλάδα “Mία μόνον ποθώ και λατρεύω”, αλλά και η επίσης γνωστή “Για ποιάν πονώ και κλαίω”. Οι διωδίες του “Η εικών σου” (“Δεν είσ’ εσύ γλυκειά μου αγάπη πρώτη”), “Εις το ρεύμα της ζωής μου”, “Σ’ εσένα και τη Ζάκυνθο” κ.α., γίνονται πραγματικά, εντρύφημα ερωτικής αγωγής στις σερενάτες που οργανώνει και πρωτοστατεί, αυτός ο τόσο αντιπροσωπευτικός Ζακύνθιος που ο ιστορικός Παναγιώτης Χιώτης τον ονομάζε “Ερωδιό”. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Τσακασιάνος παραμένει, πιστεύω, κοινωνικό ορόσημο μιας αναίμακτης κοινωνικής μεταλλαγής, όπως αυτή διαμορφώνεται στη Ζάκυνθο μετά την ΄Ενωση, αναδεικνύοντας, μέσα από το λαό, μια νέα αστική τάξη με αξιώσεις και οράματα.

Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗΣ (9 Αυγ. 1866 – 2 Νοε. 1927) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Ζάκυνθο, στην οποία και ανάλωσε όλη την ζωϊκή και καλλιτεχνική του προσφορά, εκτός από κάποιο απαραίτητο χρόνο απουσίας για σπουδές στη Νάπολη, που πήγε για κτηνίατρος και γύρισε… μουσικοδιδάσκαλος. Βαφτίστηκε όμως στην κολυμβήθρα της έντεχνης δυτικο-ευρωπαϊκής μουσικής και γυρίζοντας στη Ζάκυνθο απέθεσε τα μουσικά του διαπιστευτήρια στο καλλιεργημένο έδαφος του ζακυνθινού αστικού χώρου.
Δεξιοτέχνης του πιάνου, οργανίστας στην καθολική εκκλησία του Αγίου Μάρκου, συνθέτης και μαέστρος, υπήρξε αναγκαίος συμμέτοχος και σημαντικός συντελεστής κάθε μουσικής δραστηριότητας στη Ζάκυνθο μέσα στις κοινωνικά και πολιτικά κρίσιμες δεκατίες της περιόδου 1890-1920.
Το 1893 παίρνει την πρώτη γεύση της επιτυχίας όταν βραβεύεται μια romanza του, που είχε στείλει σε μουσικό διαγωνισμό του Ωδείου της Ρώμης. Η πληροφορία έρχεται από την τοπική εφημερίδα “Ελπίς” (20 Ιουν. 1893), σύμφωνα με την οποία
Oι συμπολίται μας Στέφανος Καραμαλίκης και ΄Αγγελος Σαλούτσης απέστειλαν εις το μουσικόν διαγώνισμα του Ωδείου της Ρώμης, ο μεν κ. Καραμαλίκης Romanza ο δε κ Σαλούτσης Valser και εβραβεύθησαν αμφότεροι.
Το 1900 "αναλαμβάνει ευγενώς" και προσωρινά, τη διεύθυνση του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου, περιμένοντας τον αρχιμουσικό Francesco Nicolini. Aπασχολείται όμως και ως μουσικοδιδάσκαλος στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο του Γεωργίου Σφήκα, που λειτούργησε στη Ζάκυνθο από το 1889 ως το 1918.
Οι επιδόσεις των μαθητριών του στα μαθήματα πιάνου που παραδίνει δικαιώνουν τις ικανότητές του, που επιβεβαιώνονται από την επαγγελματική σχεδόν σταδιοδρομία της αξέχαστης Λίζας Γκιουστότση.
Στις σημαντικές στιγμές της ζωής του ανάγεται ασφαλώς και η πληροφορία του ιστορικού της νεοελληνικής μουσικής Σπύρου Μοτσενίγου, ότι:
"Εις την Ζάκυνθον συνεκροτήθη, κατά το 1901, η πρώτη συστηματική μανδολινάτα υπό τον ζακύνθιον μουσικο-διδάσκαλον και συνθέτην Σ τ έ φ α ν ο ν Κ α ρ α μ α λ ί κ η ν… Η μανδολινάτα αύτη ενεφανίσθη δια πρώτην φοράν το εσπέρας της πανηγύρεως των Αγίων Πάντων εις μίαν σλεπίαν (μαούνα του Κωνστάντζα), εις την οποίαν είχον κατασκευάσει κατάλληλον εξέδραν, διακεκοσμημένην δια σημαιών, σμυρτιών και βενετικών φανών. Την εορτήν παρηκολούθησαν χιλιάδες λαού, με μεγάλον ενθουσιασμόν, εκ της προκυμαίας και της πλατείας αυτής".
Σημειώνω ακόμη ότι το Γενάρη του 1902, αναλαμβάνει μουσικοδιδάσκαλος στη "Σχολή Φωνητικής και Εκκλησιαστικής Μουσικής", που λειτουργεί στη Ζάκυνθο και στις 24 Μαρτίου 1902, κάνει μια θαυμάσια εμφάνιση με 14μελή τετράφωνη χορωδία στην εκκλησία της Ευαγγελιστρίας.
Οι ερασιτεχνικές, φιλανθρωπικές και κοσμικές εσπερίδες, στις οποίες οι Ζακυνθινοί της εποχής επενδύουν τα φιλάλληλα αισθήματα τους και τις ματαιοδοξίες τους ή εκτονώνουν τους καημούς πολέμων, κινημάτων και σεισμών, βρίσκουν πάντα τον συμπαθή Στέφανο, πρόθυμο cavalliere για να συνοδεύσει στο πιάνο ωραίες κυρίες της Ζακύνθου σε κλασσικές αλλά και προσωπικές του συνθέσεις. Αριστοκρατικός και κοινωνικά συναινετικός, παραμένει τυπικό δείγμα της αστικής κοινωνίας του καιρού του και ντύνοντας την τέχνη του με τα προσόντα του χαρακτήρα του, διασφαλίζει παράλληλα μιαν ακόμα εύφημη μνεία στα μουσικά πεντάγραμμα της Ζακύνθου.
Οι καλλιτεχνοκοσμικές του εμφανίσεις, όχι όμως και η συνθετική του δραστηριότητα, φαίνεται να σταματάνε στα 1916. Κι από τότε θα περάσουν 11 ολόκληρα χρόνια για να ξανασυναντήσουμε το όνομά του στον τοπικό τύπο. Αυτή τη φορά όμως συνοδευόμενο με το στερεότυπο θλιβερό μοτίβο της ανθρώπινης μοίρας:
"Απέθανε και σεμνοπρεπώς εκηδεύθη ο μουσικοδιδάσκαλος Στέφανος Καραμαλίκης, γνωστότατος δια την εντιμότητά του, την αγαθότητά του και την μουσικήν δεινότητά του.Την κηδείαν του ηκολούθησε πλήθος κόσμου".

Σωζόμενα έργα του (όλα γραμμένα για pianoforte):
Μια επεξεργασία του γνωστού μελουργήματος της Μ. Εβδομάδας ΄Ινα τι εφρύαξαν... , (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), ένα Χριστός Ανέστη, σε δική του επίσης επεξεργασία (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), μια πόλκα με τίτλο “Teresa” composta per pianoforte dal dilettante Stefano Caramaliki, με την αφιέρωση All Eccel/ssimo Console di Russia Giorgio Domeneghini, (Aρχείο Γιάννη Βίτσου), μια διωδία με τίτλο “Το δώρον”, σε ποίηση Δ. Καπανδρίτη (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος-Μοτσενίγειο αρχείο φ.777), μια μαζούρκα για πιάνο με τον τίτλο "Αδαμαντίνη" με αφιέρωση "Τη θυγατρί μου Νίνα", (χρονολογία 20 Οκτ.1899, αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), μια διωδία "Στρόβιλος τη συνοδεία κλειδοκυμβάλου" με τίτλο "Σε αγαπώ”, ποίηση Δημ. Κανελλοπούλου με την αφιέρωση: "Τη πολυαγαπητή μου αδελφή Μάνια Καραμαλίκη, αφιερώ. Στεφ. Καραμαλίκης - 1922" (αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), καθώς και η τριωδία “Νάνη-Νάνη” (1921), αφιερωμένη “Τη μικρά Κομήσση Αιμιλία Μερκάτη” (αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου).
Σε αντίγραφο καταλόγου επίσης, που μου είχε παραχωρήσει η αείμνηστη εξ αγχιστείας συγγενής του Μαρία Καραμαλίκη μετράω 34 συνολικά συνθέσεις του, από τις οποίες 4 πόλκες, 6 μαζούρκες, 3 βαλς, 4 ρομάντσες, 2 εμβατήρια, 5 διωδίες, 1 βαρκαρόλα, διάφορα άλλα τραγούδια (μονωδίες και χορωδιακά) και τρεις άλλες συνθέσεις χωρίς προσδιοριστικό τίτλο.

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΤΖΩΡΤΖΗΣ) ΚΩΣΤΗΣ του Γεωργίου (1871 - Αργος 1959), είναι ο πατέρας της ζακυνθινής σερενάτας. Οι 18 περίπου διωδίες του (τα ντουέτα του) που σήμερα διασώζονται σε δύο αξιόλογες δισκογραφικές εκδόσεις αλλά και στη μνήμη κάποιων παλιών Ζακυνθινών, αποτέλεσαν αποθέωση του ιταλικού μπελκάντο σε τοπικά πλαίσια και οδηγούς έκφρασης ερωτικών καημών, από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και το μοιραίο 1953. Στάθηκαν ακόμη και μοντέλα συνθετικής έμπνευσης για τους συνθέτες της αθηναϊκής καντάδας. Ελάχιστες οι λεπτομέρειες για τη ζωή του και τις μουσικές του σπουδές. Δεν ξέρουμε ούτε πως ούτε που έμαθε μουσική. Πιθανολογούμε απλά ότι υπήρξε μαθητής του ιταλού αρχιμουσικού του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου Φραντσέσκο Νικολίνι. Ο Τζώρτζης Κωστής γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και πέθανε 88 χρονών στο ΄Αργος. Μέχρι τη σεισμοπυρκαϊά του 1953 ζούσε στη Ζάκυνθο μετερχόμενος το επάγγελμα του ράφτη. Παράλληλα πρόσφερε τη μουσική και συνθετική του εμπειρία στην εκκλησιαστική χορωδία της Μητρόπολης, ως συντονιστής της χορωδίας και ως βαθύφωνος. Το μεγάλο του ρόλο όμως στη μουσική ιστορία της Ζακύνθου ο Κωστής, τον είχε διαδραματίσει μέχρι το 1912. Μέχρι τότε είχε προσφέρει στη Ζάκυνθο και το τραγούδι υπέρτατα δωρήματα μουσικής έμπνευσης και κοσμικού πάθους, εκφρασμένα μέσα από τις ερωτικές διωδίες (ντουέτα - σερενάτες) που είχε συνθέσει κυρίως πάνω σε στίχους του ωραιολάτρη γιατρού και ποιητή Γιάγκου Τσιλιμίγκρα και του ζωγράφου ποιητή Μίμη Πελεκάση. Ο σχεδόν ισοπεδωτικός σεισμός του 1912 στη Ζάκυνθο, υπήρξε για τον Κωστή καθοριστικός. Θεώρησε το γεγονός ως προειδοποίηση εξ ουρανού για τις …αμαρτίες του και η μετάνοιά του υπήρξε ακαριαία. Οι ερωτικές νυκτωδίες αντικαταστάθηκαν με εκκλησιαστικά χερουβικά.
Δυό δίσκοι βινυλίου, δυό φιλότιμες δισκογραφικές προσπάθειες απογράφουν σήμερα το κοσμικό μουσικό έργο του Κωστή, με την ερμηνεία καλλιτεχνών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο πρώτος έχει τον τίτλο Ζακυνθινές Σερενάδες και ερμηνεύεται από τον τενόρο Κωνσταντίνο Παλιατσάρα και τον ζακυνθινό βαρύτονο Διονύση Τρούσσα, με οργανική συνοδεία μελών της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Πνευματικού Καλλιτεχνικού Κέντρου του Δήμου Πάτρας, υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Λάγιου, στον οποίο ανήκει και η επιμέλεια έκδοσης του δίσκου. Ο δεύτερος δίσκος έχει τον τίτλο Οι σερενάτες και ερμηνεύεται από τον ζακυνθινό βαρύτονο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Βασίλη Κουντούρη και τον
τενόρο συνάδελφό του Γιάννη Μανωλάκη ενώ συνοδεύει η Μαντολινάτα του Διονύση Αποστολάτου. Η έκδοση είναι παραγωγής του σωματείου “Oι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων” και συνοδεύεται από εμπεριστατωμένο ενημερωτικό φυλλάδιο με επιμέλεια και κείμενα του Νίκια Λούντζη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και δίσκος ακτίνας (CD) με τραγούδια του Κωστή και ερμηνευτή τον ζακυνθινό λαϊκό τενόρο με τη θαυμάσια φωνή Διονύση Κρητικό.

Ο ΠΙΕΡΡΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ (1894-1970) είναι ένας άξιος συνεχιστής του έργου του Κωστή. Αυτοδίδακτος, πολυεπίπεδος, αισθαντικός και συνεπής εκφραστής του υστερορομαντικού κλίματος στη Ζάκυνθο. Ελλάσων ή όχι, παίρνει κι αυτός τη θέση του στη σύνθεση της ζακυνθινής διωδίας. Νεώτερος κατά 23 χρόνια του Κωστή, που, όπως είπαμε, εγκαταλείποντας τα ερωτικά εγκόσμια, πρόλαβε ν’ αφήσει γραφτές οδηγίες στον Πιέρρο για το πώς ν’ αποθέσει “Όλα τ’ Απρίλη τα λουλούδια”, δίπλα στα “Φύλλα της ανεμώνης” του. Πληροφορίες από το οικογενειακό του περιβάλλον του αποδίδουν μουσικές σπουδές στη Βιέννη, το πιθανώτερο όμως είναι, σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών Ζακυνθινών, ότι μουσική έμαθε στο Γκοέρλιτς της πρωσσικής τότε Σιλεσίας, όταν κατά τον Α΄παγκόσμιο πόλεμο είχε μεταφερθεί εκεί σαν αιχμάλωτος. Άριστος μαντολινίστας, βιολιστής, κιθαρωδός, μουσικοδιδάσκαλος εγχόρδων και πνευστών, αρχιμουσικός μπάντας και συνθέτης. Οι σερεναδίστικες συνθέσεις του αποπνέουν την ερατεινή εκείνη διάθεση που υποθάλπει στη Ζάκυνθο η καλοκαιρινή βραδιά μ’ εκείνη την κατέκδηλη ή και υπολάνθανουσα αίσθηση που συνδυάζει την ερωτική προδιάθεση με την μελαγχολία. Τραγούδια για τη γυναίκα, για το κρασί, για τις χαρές της ζωής. Σημειώνω μερικά από τα τραγούδια του, από τον πληρέστερο κατάλογο του βιβλίου του Γιάννη Βίτσου “Ζακυνθινά Πεντάγραμμα”: “΄Όλα τ’ Απρίλη τα λουλούδια”, σε στίχους Γ. Αθάνα, “Και μόνο το κρασάκι…”, σε στίχους Σπύρου Μαρίνου-Μισοπούλη, “Να χαρείς το δυό σου μάτια”, επίσης σε στίχους Σπύρου Μαρίνου-Μισοπούλη, το πολύ τρυφερό “Ύπνε μου φύγε”, σε στίχους Διον. Μάργαρη, το “Θάλασσα πες μου”, σε στίχους Γεωργίου Μπονίκου-Μπιρίτση αλλά και την περίφημη “Ζακυνθινοπούλα”, σε στίχους Τόλη Γαρουφαλή. Τα τραγούδια του αυτά τραγουδιούνται ακόμα, αλλά δυστυχώς ακόμη δεν αξιώθηκαν μιας αξιόλογης ηχογράφησης. Αξιόλογες όμως είναι και οι οργανικές του συνθέσεις για μαντολίνο.

Κοντά στο Πιέρρο Πανταζή, αν και με ευρύτερες αξιώσεις μουσικής δημιουργίας, νομίζω ότι μπορεί να σταθεί ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ (1909-1967) που σταδιοδρόμησε στη μεταπολεμική Αθήνα σαν συνθέτης, σαν διευθυντής χορωδίας και μαντολινάτας επτανησιακού ρεπερτορίου αλλά και σαν χοράρχης στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης.
Δύο πολύ σημαντικές δισκογραφικές εκδόσεις, από σπαράγματα παλιών ηχογραφήσεων του άλλοτε ΕΙΡ, με πρωτοβουλία του σωματείου “Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων” και με την όπως πάντα εξαιρετική επιμέλεια του γνωστού θεωρητικού της μουσικής και συγγραφέα Νίκια Λούντζη, αποτελούν το ακροαστικό προϊόν μιας σπουδαίας απογραφής 40 περίπου συνθεμάτων επτανησίων συνθετών του υστερορομαντικού κλίματος. Ανάμεσα τους ο Γιάννης Τσακασιάνος, ο ληξουριώτης Τζώρτζης Δελλαπόρτας και ο ίδιος ο Καψάσκης, που διευθύνει τη χορωδία και μαντολινάτα που διατηρούσε μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του, το 1967.

Για τον ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΖΕΡΑ (1832- 6 Σεπ. 1880), δεν έχουμε ιδιαίτερες μουσικές πληροφορίες. Στο “Λεξικό” του Ζώη (σ. 430, τόμ. Α΄, μέρος B΄, έκδ. 1963) τα μόνα που αναφέρονται είναι η χρονολογία της γέννησής του, ότι “Εξελέγη βουλευτής ψηφίσας την ΄Ενωσιν και Πληρεξούσιος ψηφίσας το Σύνταγμα του 1864”, και ότι “Διετέλεσε συντηρητής Ενεχυροδανειστηρίου μέχρι του θανάτου του, 6 σεπτ. 1880”. Από ευγενική ωστόσο προσφορά του αγαπητού φίλου κ. Γιάννη Στεφ. Παπαδάτου, περιήλθαν στην διάθεσή μου, φωτοτυπικά αντίγραφα, 5 χορών πιάνο , που θα πρέπει, χωρίς άλλο, να πιστωθούν στον εδώ αναφερόμενο, αφού συνηγορούν σ’ αυτό τόσο η χρονολογία (1853) του χειρογράφου, που συμπίπτει με το χρόνο δράσης του ανδρός, όσο και η ιδιόγραφη αφιέρωση του συνθέτη προς το δάσκαλό του Ιωσήφ Λιμπεράλλη, πρόσφατα τότε εγκατεστημένο στη Ζάκυνθο και στον οποίον ο 21 ετών τότε Μόζερας, με σεμνότητα και μετριοπάθεια, αφιερώνει τις συνθέσεις του, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του dilettante, δηλαδή ερασιτέχνη. Οι τίτλοι των συνθέσεων είναι οι ακόλουθοι: Redova Maria, Polca Kadina, Schotisch Grajina, Les Clochettes, Polca-Mazurca per Madame Laura.

Για τον συνθέτη και διευθυντή μαντολινάτας ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΚΑΨΟΚΕΦΑΛΟ (22 Μαρτ. 1888-1951), μέχρι προ τινος, οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ελάχιστες. Ο Λεων. Ζώης (Λεξικό, σ. 288-289) αναφέρει τα εξής “Aυτοδίδακτος διεκρίθη ως καλλιτέχνης πρωτεύσας εν διαγωνισμώ Βελιγραδίου δια σύνθεσιν ύμνου και εν άλλοις καλλιτεχνικοίς διαγωνισμοίς, υπηρετήσας ως τμηματάρχης του Υπουργείου Συγκοινωνίας”. Πρωτοεμφανίζεται ως διευθυντής μαντολινάτας ερασιτεχνών στις 12 Ιουλίου 1909, εν τη Πλατεία Σολωμού (εφημ. Ελπίς 12.7.1909). Σε άλλη πληροφορία αναφέρεται σε μουσική συμφωνία με μαντολίνο στη Ζάκυνθο και με συμμετοχή του Στεφ. Καραμαλίκη στο πιάνο (Ελπίς 17.2.1913). Η ίδια πληροφορία τον φέρει και σαν βοηθό του Δημ. Πελεκάση σε σχετική σκηνογραφία. Σωζόμενα μουσικά έργα του μια “Φαντασία δια κλειδοκύμβαλον”, δημοσιευμένη τo 1912 στο περιοδικό Ελλάς, με ένθετη φωτογραφία του (Αρχείο Στέλιου Τζερμπίνου) και μία δισκογραφική εγγραφή για κάλαντα, με συνοδεία της μαντολινάτας Σπ. Καψάσκη, που περιλαμβάνονται στο δίσκο βυνιλίου "Τραγουδούσε η Ζάκυνθος" (1992, “Oι φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων”, επιμ. Νίκιας Λούντζης). Με τον τίτλο όμως “Διονύσιος Καψοκέφαλος-Στέφανος Ξενόπουλος, δυό παραγνωρισμένοι ζακυνθινοί εικαστικοί” του αρχαιολόγου και ιστορικού της τέχνης Δημήτρη Παυλόπουλου, που δημοσιεύουν τα Επτανησιακά Φύλλα του Διονύση Σέρρα (τομ. ΚΓ΄, τευχ. 5-6 Φθινόπωρο 2003), γνωρίζουμε πια τον Καψοκέφαλο ως μια πολύ σημαντική προσωπικότητα του εικαστικού χώρου με πλήρη βιογραφικά και φωτογραφία στα οποία και παραπέμπω.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΗΛΙΚΑΣ (7 Mαρτ. 1870-29 Μαρτ. 1942) υπήρξε ένας πραγματικά ιεροδιάκονος της μουσικής ιστορίας της Ζακύνθου, μέσα στην πρώτη 50ετία του 20ού αιώνα αλλά και πριν. Αυτοδίδακτος κι αυτός της μουσικής, θα διαδεχθεί στον Φιλαρμονικό Σύλλογο, το Μάη του 1906, τον ιταλό Φραντσέσκο Νικολίνι, σαν προσωρινός αρχιμουσικός και θα παραμείνει ισόβιος (με 11μηνη εξαίρεση) μέχρι το Μάρτη του 1942 που πέθανε. Θα επενδύσει με τα εμβατήριά του τις νίκες των βαλκανικών πολέμων, τις επιτυχίες των συμμάχων στον πανευρωπαϊκό πόλεμο και με τα βαλς και τις μαζούρκες του την ψυχαγωγία των Ζακυνθίων, συνεπής στο κλίμα και την παράδοση μιας τοπικής «μπελ επόκ» χωρίς ημερομηνία λήξης. Από το πλήθος των συνθέσεων του ελάχιστες έχουν διασωθεί. Ο Λεων. Ζώης, στο Λεξικό του, ομιλεί για 200 τόμους χειρογράφων, ενώ παράλληλα η τοπική εφημερίδα Καθημερινή (12.4.1953) αναφέρει ότι το ογκώδες περιεχόμενο της μουσικής βιβλιοθήκης του Πήλικα είχε αποστείλει από την Πάτρα στη Ζάκυνθο, ως δωρεά, ο κληρονόμος του μαέστρου ΄Αγγελος Μυλωνάς μέσα σε κασόνια. Το υλικό όμως αυτό, αν δεν ιδιοποιήθηκε από κάποιον ή κάποιους, πρέπει να χάθηκε στη σεισμοπυρκαϊά του 1953.
Ο Πήλικας συνέθεσε ηρωικά εμβατήρια, πένθιμα εμβατήρια (funebre) και χορευτικές συνθέσεις, ιδίως για πιάνο. Οι τίτλοι των εμβατηρίων του ελληνικοί όταν αφορούν σε βαλκανικές νίκες, ταυτίζονται συνήθως με αντίστοιχες ημερομηνίες: Η 8η Μαρτίου 1913, Η 1η Νοεμβρίου 1913, διαπνέονται όμως και από εθνική έξαρση: Ελληνικόν αίμα, Ελληνικός θρίαμβος, Επί των πτερύγων του βυζαντινού αετού, Αβέρωφ κ.ά. Η συνθηκολόγηση της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 1918 αντίστοιχα, εμπνέουν στον Πήλικα το εμβατήριο Επί των πτερύγων της νίκης, που παίζεται σε πρώτη εκτέλεση στις υπαίθριες συναυλίες των 7 και 26 Οκτωβρίου 1918 με τη γαλλική αμφίεση Sur les ailes de la victoire. Η συμμαχική αλληλεγγύη και η γλώσσα του συρμού της εποχής, γαλλικούς τίτλους επιβάλλουν και σε άλλες συνθέσεις του Πήλικα, όπως στις παιζόμενες μαζούρκες Je ne t’aime plus (Δεν σ’αγαπώ πια) και Temps! Suspende ton vol (Δίπλωσε χρόνε δίπλωσε τ’ακούραστα φτερά σου), αφού δεν διαθέτω την ποιητική άδεια του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, για να μεταφράσω αυτό το τελευταίο με δικά μου λόγια. 100 χρόνια πάντως μετά το γράψιμό της η Λίμνη του Λαμαρτίνου εξακολουθούσε να εμπνέει το συντηρημένο ρομαντισμό των Ζακυνθινών και φυσικά το μουστακοφόρο εκφραστή του, τον Πήλικα. Γαλλικά επίσης επιμένει ο Πήλικας με την πόλκα Temps accables και το περίφημο βαλς Les ondes ecumantes, σωζόμενο και σήμερα με τον τίτλο Κύματα αφρόεντα στο βιβλίο του Γιάννη Ν. Βίτσου “Ζακυνθινά Πεντάγραμμα”. Η ιταλική γλώσσα διατηρείται τιμητικά στα εμβατήρια Vita sognata, Avanti και Zante, στις πολυπαιγμένες μαζούρκες του Gelosie amorose, Vita Zantiota και Amore e cuore καθώς και στο βαλς
Pensami ed amami.
Πρόσφατα η έρευνά μου ευτύχισε στην ανεύρεση δύο ακόμη συνθεμάτων του συνθέτη-μαέστρου. Πρόκειται για δύο μαζούρκες η πρώτη από τις οποίες έχει τον τίτλο H πατρίς μου σε φιλοτεχνημένο χειρόγραφο υπό ημερομηνία 16 Δεκ.1894 και φέρει την ένδειξη “ελάχιστον δείγμα υπολήψεως, αφιερούμενον τω αξιοτίμω προξένω της Ελλάδος εν Σιέρρα Λεόνηι Αναστασίω Γ. Κεφαλά” (Partitura per pianoforte) (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου) και η δεύτερη με τίτλο Ultimo baccio (Mazurka per pianoforte) σε φιλοτεχνημένο χειρόγραφο (Zante Novembre 1895), αφιερωμένη “all onorabile Maestro P. Carreri” (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου). Σώζονται επίσης και κάποιες marcie funebre στο ρεπερτόριο της Φιλαρμονικής Ζακύνθου.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΛΟΣ (24 Φεβ. 1880-6 Φεβ. 1944). Κορνετίστας (πιστονίνο), βιολιστής, μαντoλινίστας και κιθαρωδός, τραγουδοποιός, διευθυντής "ασματικών ομίλων" και υποκατάστατος του Πήλικα στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ζακύνθου. Ο ιστορικός της μουσικής Σπύρος Μοτσενίγος (Νεοελληνική Μουσική, Αθήνα 1958), αναφέρει ότι "εσπούδασε την μουσικήν υπό τον αρχιμουσικόν της Φιλαρμονικής Ζακύνθου Francesco Nicolini και τον Κερκυραίον Βίκτωρα Μαυρόχην". Πιο πολύ στους πιο πολλούς, είναι γνωστός ο Κατσίγιαλος ως ο συνθέτης της τετράφωνης καντάδας "Γλυκειά παρθένα ολόχαρη", σε στίχους του ζωγράφου-ποιητή Δημητρίου (Μίμη) Πελεκάση. Η περίφημη αυτή καντάδα, που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, κυκλοφορεί επίσης δισκογραφημένη σε αρκετές εκδόσεις. Μια απ’ αυτές περιλαμβάνεται και στο δίσκο "Τραγουδούσε η Ζάκυνθος", με τη συνοδεία της Μαντολινάτας Σπ. Καψάσκη (Εκδ. “Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων”, επιμέλεια-κείμενα Νίκια Λούντζη). Στον ίδιο δίσκο περιλαμβάνονται και τα περίφημα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
Τύπος ιδιόρρυθμος και σοβαρός, αναφέρει πάλι ο Σπ. Μοτσενίγος,
εμελοποίησεν αρκετά ωραία τραγούδια, καθώς και τα περίφημα "κάλαντα" του Δημητρίου Πελεκάση, τα οποία δια πρώτην φοράν ετραγούδησαν εν Ζακύνθω τη συνοδεία μανδολινάτας την πρώτην του έτους 1905:

Τώρα που έφθασε του χρόνου,
η στερνή του η στιγμή
και προβάλλει με τραγούδια
της πρωτοχρονιάς η αυγή...

Ο όμιλος ούτος απετελείτο από τους Σπυρίδωνα Μπάστα ή Μορού-λιαν, Ανδρέαν Χρυσάφην, Διονύσιον Ντάριον, Σπυρίδωνα Γκιουστόζην, Μίμηκαν και τον "γλυκόν τραγουδιστήν" Ανδρέαν Χιώνην. Τα "κάλαντα Κατσίγιαλου" εσημείωσαν εις την ιστορίαν της Ζακυνθινής νυκτωδίας σταθμόν. Εδωσαν την χαριστικήν βολήν εις την έως τότε επικρατούσαν τετράφωνον χορωδίαν, η οποία υπερηφάνως εκράτει το προνόμιον της αποκλειστικής εκτελέσεως των "καλάντων" της πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Την πρώτην εμφάνισιν της υπό τον Κατσίγιαλον μανδολινάτας παρηκολούθησαν χιλιάδες λαού και μάλιστα υπό βροχήν με μεγάλον ενθουσιασμόν". Στο σημείο αυτό όμως είναι αναγκαίο να προστεθεί ότι ο Κατσίγιαλος συνέθεσε και έτερα κάλαντα σε στίχους Σπύρου Μαρίνου (Μισοπούλη), τα πολύ γνωστά:

Πρωτοχρονιά καλή χρονιά
χρονιά γεμάτη κάλλη
γεμάτη υγεία και χαρά
σας εύχεται και πάλι...κλπ.

Για τα κάλαντα μάλιστα αυτά ο Γιάννης Ν. Βίτσος στα "Ζακυνθινά Πεντάγραμμά" του (σελ.168) έχει διαφορετική γνώμη. Τ’ αποδίδει στον Δημ. Πελεκάση, ενώ για τα προαναφερθέντα του Πελεκάση δεν κάνει λόγο. Δεν υπάρχει συνεπώς αμφιβολία ότι και αυτά είναι του Κατσίγιαλου, μόνο που (από τον Βίτσο) δεν αναφέρεται ο δημιουργός των στίχων, που όπως προαναφέρθηκε είναι ο Σπύρος Μαρίνος-Μισοπούλης.
Ο τοπικός τύπος της εποχής του, που δεν παραλείπει την χρονογράφηση των εμφανίσεών του στην κοινωνική ζωή, μας δίνει την δυνατότητα να σημειώσουμε μιαν εμφάνισή του επικεφαλής ασματικού ομίλου τον Αύγουστο του 1909 στις γιορτές του Αγίου και μιαν άλλη, επίσης ως επικεφαλής "χορωδίας εθνικής υπό μαθητριών", στις 3 Φλεβάρη 1913 σε "εσπερίδα υπέρ των απόρων οικογενειών των επιστράτων" στο δημοτικό θέατρο, όπου
"επιστέγασμα της ωραίας εκείνης εσπερίδος ήτο ο χορός των μαθητριών και μαθητών επιτυχέστατα εκτελέσας υπό την συνοδείαν εγχόρδων οργάνων και υπό την διεύθυνσιν του μουσικού κ. Κατσίγιαλου τους δια την Α.Υ. τον Διάδοχον γραφέντας ύμνους μελοποιηθέντας υπό του κ. Κατσίγιαλου".
Αναφέρονται ακόμη, στον τοπικό τύπο (Εφημ. Ελπίς 30.8.1909, 3.2.1913, 10.2.1913, 2.6.1913), συγχαρητήρια, "καθ' υψηλήν επιταγήν", από τον αυλάρχη του βασιλιά Κωνσταντίνου, Αλέξανδρο Μερκάτη
"δια το πένθιμον εμβατήριον όπερ είχε την καλοσύνην να αποστείλη", καθώς επίσης και άλλα ευχαριστήρια από τον βασιλιά του Μαυροβουνίου "επί τω ωραίω εμβατηρίω όπερ επί τη ευκαιρία της αλώσεως της Σκόδρας είχε την ευγενή προθυμίαν ν' αποστείλη...."

O Nτίνος Κονόμος επίσης, στην τακτική ραδιοφωνική "Επτανησιακός Αντίλαλος" μιλώντας στις 26 Αυγούστου 1955, με θέμα "Αγνωστοι και λησμονημένοι Επτανήσιοι μουσικοσυνθέτες", που δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Αλήθεια της Ζακύνθου (φ. 353 και 354/ 14.9.1955) αναφέρει γι' αυτόν τα εξής: "Ο Κατσίγιαλος ήταν ο τελευταίος εκπρόσωπος του μπενεστάντε στο νησί. Τύπος ανάμεσα στους τόσους τύπους της Ζακύνθου ξεχώριζε πάντα με το γλυκό του χαμόγελο, με το υπερβολικά μακρύ σακάκι του και με τη λεπτότατη μπαγολίνα του. Οταν την ανέμιζε στον αέρα έπρεπε να περνάς αρόδου από κοντά του, γιατί έτσι πούταν αφηρημένος υπήρχε φόβος να σου βγάλη το μάτι".

Στα ευρισκόμενά του, εντοπίζεται ακόμη, ένα χειρόγραφο του μετην εύγλωττη αφιέρωση “Ασμα Η εκ της καρδίας ευχή, Δυωδία” (δια κλειδοκύμβαλον) Αφιερωθείσα επί τη ονομαστική εορτή του Εξοχωτάτου Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελευθερίου Βενιζέλου Ζάκυνθος τη 15η Δεκεμβρίου 1914 (Aρχείο Στέλιου Τζερμπίνου), καθώς επίσης ένα άλλο χειρόγραφο που ανήκει στον κατά τα έτη 1914 και 1916 ευγενικό έφορο του Φιλαρμονικού Συλλόγου Ζακύνθου Θεόδωρο Γεροντή (Βλ. Στέλιος Τζερμπίνος, Φιλαρμονικά Ζακύνθου σσ. 126, 132, 252) που φέρει τον τίτλο “PRIMO AMORE”-Valser per Pianoforte solo -Musica dal Teodoro G. Gerondi -Zante Marzo 1895 και την ιδιόχειρη υπογραφή του συνθέτη.


Mιλήσαμε ήδη για τ’ ανθρωπογενή συστατικά μιας περιόδου του μουσικού μας πολιτισμού μέσα στην οποία οι ζακυνθινοί συνθέτες αποτύπωσαν τα διαπιστευτήρια της υστεροφημίας τους. Με το δικό του ο καθένας τρόπο, με τις προσωπικές του δυνατότητες, τα ατομικά του βιώματα, την ανιδιοτέλεια της προσφοράς του και τα περιβαλλοντικά του ερεθίσματα . Γι αυτά τα τελευταία, θα ’θελα, πριν ολοκληρώσω, να μου επιτραπεί μια πολύ σύντομη πινελιά στο ταμπλό του κοινωνικού τοπίου της Ζακύνθου, που διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 και που μέσα του ο ζακυνθινός λαός έθρεψε τις πολιτισμικές του ευαισθησίες. Δεν είναι από το δικό μου χέρι. Είναι μια πολύ απλή, αλλά δροσερή αφήγηση από ένα χρονογράφημα σε τοπική εφημερίδα, ενός παλιού ευαίσθητου Ζακυνθινού και αλησμόνητου φίλου, του Γιάννη Πομόνη- Τζαγκλαρά (έφυγε πρόσφατα). Περιγράφει ένα στιγμιότυπο της ζακυνθινής καθημερινότητας λίγο καιρό πριν από την σεισμοπυρκαϊά του 1953. Να τι γράφει:
Ήτανε αρχές Μαΐου, πριν σεισμού.΄Ισως στα 1952... Εύδιο και ευφρόσυνο προσεισμικό ζακυνθινό πρωινό. Το Γιοφύρι μοιάζει με ολόδροσο κήπο.Το ανθοπωλείο του Δημησιάνου, στολίζεται από λίγα ματζέτα, με γαρούφαλα και λοΐζες ανθισμένες και τα μανάβικα του Φόρου, με ολόφρεσκα φρούτα και κηπουρικά, συνθέτουν εικόνα ευφορίας καρπών, που ευφραίνει τις ψυχές.
Δυό τρείς καρέττες με γόπες και οι πάντοτε αργόρυθμοι πρωινοί αβεντόροι, ολοκληρώνουν το ράθυμο ευδιάθετο σκηνικό του “αφαλού” τση “Μέσα Μερίας”. Από το μπαρμπερείο του Πόπου Ζαμπάζα, ακούγεται το μελωδικό ντουέττο του καταστηματάρχη με το συνεργάτη του τον Αντρέα το Σόλο, που θωπεύει τρυφερά τσοι κόρδες τση κιτάρας του. Αυτή η σότο-βότσε αρμονική παρενθήκη, επιστέφει γηθοσύνως, το αλλοτινό ζακυνθινό “κλίμα” της καθημερινής λειτουργίας του αστικού χώρου... Κοντοστέκουμαι, συνεπαρμένος από το αρμονικό γλυκόηχο κι εκφραστικό υποτονθόρισμα, έκφραση υμνητική μετά τρυφερής αβροσύνης, της πηγαίας ψυχικής ευφορίας που εμπνέει η ομορφιά του ανοιξιάτικου πρωινού. Και που τη συνθέτουν ήχοι, χρώματα, αρώματα και φώς…
Related Posts with Thumbnails