[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 583-594]
Η πίστη, όταν δεν είναι προϊόν ελευθερίας, γίνεται ιδεολόγημα, φανατισμός, μισσαλοδοξία και επιθετικότητα. Ο θρησκευτικός φανατισμός αποτελούσε και δυστυχώς αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Οι όποιοι αυτόκλητοι ‘υπερασπιστές της Ορθοδοξίας’, δημιουργούν προβλήματα στο εκκλησιαστικό σώμα επηρεάζοντας την κοινωνική συνοχή της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Ίσως τα κίνητρα των ‘φωτισμένων χριστιανών’ να είναι οικονομικά συμφέροντα, εξουσιαστικές διαθέσεις ακόμη και ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που πολλές φορές τα εκμεταλλεύονται στελέχη της Εκκλησίας για να πληρώσουν την κενότητά τους. Όπως και να είναι όμως, εν τέλει η Εκκλησία του Χριστού είναι η Εκκλησία της αγάπης, η συνάντηση των προσώπων πάντοτε και παντού, η κοινωνία που κινδυνεύει για τον Άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός.
Η ανάγνωση του φανατισμού, ως ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ερευνητική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου, αποτελεί κομβικό σημείο κατανόησης της εν γένει πολιτιστικής συμπεριφοράς μιας ομάδας ή γενικότερα μιας κοινότητας ανθρώπων. Και τούτο γιατί η παρέκκλιση, όσο κι αν διαιρεί το σύνολο, εν τέλει υπάρχει σε άμεση συνάφεια και σχέση με το κοινωνικά αποδεκτό(1). Η έννοια άλλοι παράγεται σχεδόν αυτόματα από τη στιγμή του προσδιορισμού του εμείς. Και το εμείς και οι άλλοι αποτελεί σημαντικό κριτήριο ορθής σκέψης ή παρέκκλισης για το υποκείμενο, που από τα πρώτα βήματα της ζωής του έως τα έσχατα αντικαθρεφτίζεται στον όποιο συγκεκριμένο πολιτισμό(2). Στον καθρέπτη της παρατήρησης ο καθένας από εμάς προσαρμόζει το είναι του(3) με βάση τις αξίες, τους τρόπους συμπεριφοράς, την κοινωνική του θέση και ρόλο και γενικότερα τα στοιχεία του πολιτισμού που μεταβιβάζει η μια γενιά στην άλλη. Η εκμάθηση των πολιτιστικών περιεχομένων είναι απόρροια τόσο του εκπολιτισμού όσο και της κοινωνικοποίησης(4).
Με την κοινωνικοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο(5) εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική αναπαραγωγή, απαραίτητη προϋπόθεση της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τα πολιτικά κόμματα έως μια θρησκευτική κοινότητα ή και στην ίδια την κρατική οντότητα, υπάρχουν σκοποί, κανόνες, αξίες, με τις οποίες συνέχονται τα μέλη τους. Η έννοια της διαγραφής από το πολιτικό κόμμα, του αφορισμού από τη θρησκευτική ομάδα, της δικαστικής καταδίκης και του εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, αποδεικνύουν τη διαδικασία άμυνας της κοινωνικής ομάδας απέναντι στο επικίνδυνα, για τη συνοχή της, διαφορετικό(6). Έτσι όσο κι αν οι άνθρωποι προβαίνουν σε επιλογές ανάμεσα σε διαφορετικούς σκοπούς και μέσα για την επίτευξή τους, τόσο οι επιλογές όσο και οι σκοποί ή τα μέσα για την επίτευξή τους είναι ως ένα βαθμό κοινωνικά προσδιορισμένοι(7). Tο κοινωνικό υποκείμενο φαντασιώνεται με μια εικόνα για τον εαυτό του που πάντοτε είναι σε συνάφεια με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει και υπάρχει.
Οι τοπικές κοινωνίες κατά το ελληνικό παράδειγμα αποτελούν, άσχετα με το μέγεθός τους (μικρό ή μεγάλο), μια κοινή συνιστώσα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η κατάδειξη της σημασίας του πελατειακού συστήματος ως κυρίαρχου μέσου ενσωμάτωσης των πολιτικών υποκειμένων στην εθνική πολιτική σκηνή και βασικού κρίκου σύνδεσης της κοινωνίας με τον κρατικό μηχανισμό. Ο πολίτης επομένως συμμαχεί με δύο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή του: την υποταγή σε αποφάσεις και απόψεις της ομάδας και την υπεράσπιση και ευόδωση του προσωπικού του συμφέροντος(8).
Το κοινωνικό υποκείμενο επομένως ως πολιτιστική αλλά και ως πολιτική οντότητα, καθορίζεται από την ομάδα κύρους που επιβάλλει κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς και από το προσωπικό συμφέρον που όμως τελικά ενσωματώνεται στο γενικότερο συμφέρον της ομάδας, στην οποία εντάσσεται το άτομο και άρα άρχει στο μικρόκοσμο του. Επομένως η κοινωνική πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του επιπέδου του υποκειμένου όσο και της κοινωνίας ως συνόλου γενικότερα. Όταν το άτομο συγκρούεται με την πραγματικότητα που το περιβάλλει, τότε γεννιέται η διαφορετικότητα. Η σύγκρουση αυτή πολλές φορές εκφράζει μια ανάγκη για θωράκιση αυτοπροστασίας του εγώ.
Στο θρησκευτικό επίπεδο, όταν συμβαίνει το παραπάνω, η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογία και η εκκλησιαστική εμπειρία σε θεωρητικές προτάσεις με συνεπαγωγές άμεσης χρησιμότητας για την πρακτική του ανθρώπινου βίου(9). Η εκκλησιαστική εμπειρία αντιμετωπίζεται ως ιδιόκτητο υλικό και η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογική γλώσσα ψυχολογικής αυτοϊκανοποίησης συγκροτημένη με αξιωματικές βεβαιότητες(10). Και ενώ μια τέτοια θεόθεν εγκυρότητα(11) θωρακίζει το άτομο, εξουδετερώνοντας ανασφάλειες και αμφιβολίες, το μόνο που ουσιαστικά καταφέρνει είναι να ακυρώνει την κοινωνική συνοχή στην αίσθηση του εμείς και οι άλλοι, και τη δυνατότητα των σύγχρονων κοινωνιών στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα.
Η αντικειμενικότητα επομένως ενυπάρχει όσο την χρειαζόμαστε για να μας εξυπηρετεί σε κοινωνικές σκοποθεσίες και περιπτώσεις, όπου παραπάνω από ένας συμφωνούν σε συνάφεια και κρίση με το ιστορικό πλαίσιο που καλείται το κοινωνικό πρόσωπο να επικοινωνήσει, να συνδιαλλαγεί και να συλλειτουργήσει, σε σχέση με τα συμφέροντα, τη διάθεση και την απόρροια της καθημερινότητάς του. Με την προϋπόθεση ότι ιδεολογικά επικρατούμε σε ένα κοινωνικό σύνολο και πολιτικά επιβάλλουμε τις απόψεις μας ως ρυθμιστικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής. Έτσι η πίστη μας από προσωπική υπόθεση που έπρεπε να είναι, μεταβάλλεται σε κανόνα και για τους υπόλοιπους και μάλιστα απαράβατο που επισείει στις πιο ακραίες εκδοχές του ακόμη και την απαλοιφή, φυσική και ηθική, των όποιων αντιδράσεων(12).Ξεχνάμε έτσι ότι η παγκόσμια κοινωνία του μέλλοντος θα πραγματοποιηθεί όχι με την επιβολή μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή την επιστροφή στο παρελθόν ενός παγκόσμιου κατακερματιστικού πλουραλισμού, αλλά με την κοινή δέσμευση στην ανοχή και το σεβασμό του διαφορετικού: είτε θρησκευτικού είτε αθέου(13). Με άλλα λόγια είναι επιτακτική η ανάγκη να αποδομήσουμε ιδεολογικά και να απομονώσουμε πρακτικά τον όποιο θρησκευτικό φανατισμό ακόμη και όταν προσκρούει στο προσωπικό μας όφελος, ακόμη και όταν σηματοδοτεί το τέλος των υπαρξιακών μας βεβαιοτήτων ή την ασφάλεια της καθημερινότητάς μας.
Ας δούμε όμως συγκεκριμένα πώς διακρίνεται ο θρησκευτικός φανατισμός(14), όπως αυτός εκφράστηκε ενδεικτικά στο παράδειγμα της τοπικής κοινωνίας της Καλαμάτας (Μεσσηνίας) πρόσφατα και καταγράφηκε στα δημοσιεύματα κυρίως του τοπικού τύπου(15):
1. Εκτοξεύονται επιθέσεις κατά μεμονωμένων προσώπων με ύβρεις, ειρωνικά σχόλια και καχυποψία για κρυφά κίνητρα πίσω από τις όποιες ενέργειες των «αντιπάλων». Οι αρθρογράφοι καλύπτονται ως εκπρόσωποι και εκφραστές του κοινού αισθήματος ομιλώντας εν ονόματι και εξ ονόματος του χριστεπωνύμου πληρώματος και όλου του χριστιανικού λαού. Για να επιβάλουν τις θέσεις τους χρησιμοποιούν συχνά την προσωπική αντωνυμία με το «εμείς» και το «εμάς» υπερυψώνοντας τους εαυτούς τους, προτείνουν το γλωσσικό μανδύα της καθαρεύουσας προσδίδοντας κύρος στα γραφόμενα και επιχειρηματολογούν επικαλούμενοι αποκλειστικά τις ρήσεις μεγάλων εκκλησιαστικών Πατέρων και γνωστών Αγίων. Μα πάνω απ' όλα οι συγκεκριμένοι αρθρογραφούντες εμφανίζονται ως θεματοφύλακες και υπέρμαχοι μιας «Ορθόδοξης» Ορθοδοξίας. Αυτή η εκδοχή της θρησκείας δε διστάζει να κατηγορήσει τον εκλεγμένο, από την Ιερά Σύνοδο Δεσπότη της, ως εκκοσμικευμένο, ιδιοτελή όσον αφορά την εκκλησιαστική περιουσία, Λατινόφρονα και θεολογικά ελλιπή, προσάπτοντάς του μια σειρά από προσωπικούς χαρακτηρισμούς που τον καθιστούν υπόλογο απέναντι του ορθόδοξου δόγματος και του χριστεπωνύμου πληρώματος της εκκλησίας το οποίο κρίνουν ότι δικαιωματικά εκπροσωπούν(16).
2. Εξαπολύεται επίθεση με χαρακτηρισμούς του τύπου: «δείγμα αχαριστίας και ανανδρίας των σημερινών ΄δεσποτοκολάκων΄», με παρομοιώσεις: «όπως το σκοτωμένο λιοντάρι του οποίου δειλές ύαινες κατασπαράζουν τα υπολείμματα του είναι του» και με υπονοούμενα: «οφείλεται στην ειλικρινή πρόθεσή του ή αποτελεί μέρος της οφειλόμενης ανταπόδοσής του στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;»(17).
Αμφισβητούνται δηλαδή μονίμως οι προθέσεις(18), εκδηλώνεται καχυποψία(19) που φθάνει μέχρι και τη συνωμοσία(20).
3. Κυριαρχεί η εξύβριση των άλλων και η εξύψωση των δικών μας ανθρώπων(21). Ο λόγος είναι δηκτικός και μειωτικός, εναντίον των αντιπάλων(22). Παρατίθενται ύβρεις καλυμμένες πίσω από τη γενικότητα: «Άλλος είναι δεδηλωμένος άπιστος, υλιστής, μασόνος, πνευματιστής, ορθολογιστής, βλάσφημος, ασεβής, αρνητής των βασικωτέρων δογμάτων του Χριστιανισμού· δύναται όμως συγχρόνως να είναι και μέλος της εκκλησίας, να τελεί επιδεικτικώς γάμους και βαπτίσεις, να μετέχει των εκκλησιαστικών επιτροπών και συμβουλίων, να είναι επίτροπος του ναού, να είναι φίλος εγκάρδιος εκκλησιαστικών ηγετών». Εξ αιτίας αυτών γίνεται επίκληση στην ορθόδοξη ΄καθαρότητα΄: «Πότε άραγε η εκκλησία μας θα επαναποκτήσει ουσιαστικά μητρώα, εις τα οποία θα καταγράφονται τα συνειδητά μόνο μέλη της;»(23).
Ο υπερθεματισμός και ο αναθεματισμός είναι σε καθημερινή βάση, με την εύκολη καταφυγή στην ειρωνεία, την κατάδειξη των σφαλμάτων των άλλων και της αμαρτωλότητάς τους έναντι της καθαρότητας και του δικαιώματος της κριτικής, αλλά ακόμη και της αντίστασης από τους ημέτερους(24).
Στο πλευρό των «υπερασπιστών της ορθοδοξίας» επιστρατεύονται και οι Άγιοι(25) ενώ οικοδομείται όλος εκείνος ο δημαγωγικός λόγος που φιλοδοξεί να παρασύρει σε γενικότερες αντιδράσεις(26). Η καθαρότητα του δόγματος απειλείται από την φιλοπαπική(27) επίσημη εκκλησία, η οποία δεν διστάζει, κατά τους «ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς», να προσφύγει ακόμη και σε απάτες(28) προκειμένου να πείσουν(29) τον «ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου»(30).
Κάποτε τα γραφόμενα οδηγούν σε ακραίες υπερβολές και απειλές: «…οι παραθεολογίες του εν λόγω θεολόγου ΄σταματούν τραίνο΄» και «Αν δεν αντέχουν οι ώμοι του να σηκώσουν το βάρος της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και να σεβαστεί το μεγάλο ΘΕΣΜΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ, να του κλείσουμε ΄κατάμουτρα΄ επιτέλους την πόρτα εισόδου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ορθόδοξης χώρας μας»(31).
4. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων σε αυτούς που «είναι καιρός γονυπετείς να ζητήσουν συγγνώμη» και στον «φίλτατο» που του αξίζει «δημόσιος έπαινος». Επίσης υποδεικνύεται ότι «…ο χριστιανός και κατ΄ εξοχήν ο ορθόδοξος πρέπει να βδελύσσεται τις ανάξιες κολακείες αναξίων ανθρώπων»(32).
Ο διαχωρισμός σε δικούς μας και άλλους είναι και θέμα καταγωγής: «…κατηγόρησε άνθρωπο όχι μόνον πραγματικά αθώο αλλά και συμπατριώτη μας Μεσσήνιο, ενώ ο ίδιος είναι ξένος, φερτός» και «…άδικη κατηγορία εναντίον αθώων Μεσσηνίων πολιτών»(33). Διατρανώνεται ότι ο γράφων εκφράζει το σύνολο: «…για εμάς τους Ορθοδόξους»(34).
Επαναλαμβάνεται η εμπλοκή στο εμείς και οι άλλοι «…προς τι η επιμονή τους να πάρουν το δικό μας εκκλησάκι;» καθώς και η έκφραση γνώμης στο όνομα των πολλών «…να παύσουν να σκανδαλίζονται συνάνθρωποί μας»(35).
Το ‘εμείς’ προβάλλεται συνεχώς: «Τι θα μας παρουσιάσουν προσβάλλοντας τη νοημοσύνη ημών των προσκυνητών των ιερών κειμηλίων αντί του ανύπαρκτου τιμίου ξύλου;»(36).
Τα καταγγελλόμενα ενεργούνται «…προς αγανάκτησιν και μεγάλην λύπην των χριστιανών» και «…η ειρημένη δικαιολογία προκαλεί την αγανάκτησιν του εχέφρονος ορθοδόξου χριστιανού», γι΄ αυτό κινδυνολογείται ότι «έπονται και τα χειρότερα αν ο μεσσηνιακός λαός δεν αντιδράση στην πράξιν του αυτήν»(37). Εκπροσωπώντας τους πολλούς προφητεύεται ότι «ο ορθόδοξος λαός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα άλλο πειρασμό»(38).
Μέσα από στιχάκια που σχολιάζουν την επικαιρότητα ζητείται από το Θεό η τιμωρία: «Άσε πια την ανοχή Σου. Ήρθε η ώρα της οργής Σου»(39).
Τα πυρά δυναμώνουν(40), η σύγκρουση δε γνωρίζει προσχήματα(41). Για μια ακόμη φορά βάλλεται ο «φερτός Ιεράρχης», μόνο που τώρα «…καλείται κάθε Έλληνας Ορθόδοξος μαχητής να μη ολιγωρήσει, αλλά να πράξει το καθήκον του»(42).
Νέα διαμαρτυρία εμφανίζεται με την υπογραφή όχι «ευσεβείς» αλλά «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας». Η απόφαση του Μητροπολίτη «…συναντά την οργανωμένην αντίδρασιν του πιστού λαού», ο οποίος είναι «ανάστατος» και γι΄ αυτό «…απαιτούμεν εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί»(43).
Κάνουν την εμφάνισή τους συνθήματα έξω από την εκκλησία: «Ανάθεμα Παπικοί» και «Έξω οι Παπικοί ούστ». Επίσης «έγγραφο σημείωμα στην πόρτα εισόδου καλούσε τους Ρωμαιοκαθολικούς να μην τολμήσουν να εισέλθουν στο ναό» με την υπογραφή «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Καλαμάτας»(44). Άλλοτε ο στόχος δηλώνεται φανερά: «οι αθεόφοβοι κόλλησαν αφίσες..» και «άραγε πρόκειται για εμπόρους της πίστεως...;»(45).Κάποτε οι διατυπώσεις είναι αφοριστικές: «Είναι καιρός να απαλλαγούμε από τους ΄Χριστεμπόρους΄»(46).
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα:
Α. Ως ομάδα κύρους (οι εκπρόσωποι του θρησκευτικού φανατισμού) εκφράζουν ή καλύτερα παραφράζουν την έννοια παράδοση με τον τρόπο που υπηρετεί τις δικές τους αντιλήψεις και κοσμοεικόνες. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αμφισβητούν τον εκλεγμένο Μητροπολίτη τους και κάθε ιερέα που συντάσσεται στο πλευρό του. Η πίστη μετατρέπεται σε μηχανισμό μεταφυσικής νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους αλλά και των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε εξουσίας που ασκούν ή επηρεάζουν άμεσα. Ο άνθρωπος από συνειδητό υποκείμενο της ιστορίας του επαναμετατρέπεται (σε σχέση με την εποχή μας), σε άβουλο όργανο μιας εξωκοσμικής βουλήσεως όπως αυτή ερμηνεύεται και κατοχυρώνεται από το κύρος και την εξουσία της ομάδας.
Β. Οι φραστικές διατυπώσεις εμπεριέχουν χαρακτηρισμούς και αμφισβητήσεις τόσο των προθέσεων όσο και του περιεχομένου του λόγου των αντιπάλων, στο βαθμό που η καχυποψία φθάνει μέχρι το σημείο κατάδειξης συνωμοσίας. Το μεταφυσικό περιεχόμενο των δοξασιών και των αιτουμένων τους συνεπάγεται κατά βάση υπερ – εμπειρικούς ελέγχους και περιορισμούς(47). Δηλαδή οι στόχοι, οι αξίες, οι κυρώσεις και οι ποινές δεν έχουν εγκόσμιο, εμπειρικό περιεχόμενο και πραγματώνονται μέσα από μη ορθολογικές διαδικασίες. Όλοι πρέπει να προσαρμοστούν στις συνήθειες και τα ήθη τους.
Γ. Ο λόγος τους κυριαρχείται από την εξύβριση των άλλων και την εξύψωση των ημετέρων. Εκτονώνει την καθαρότητά του ως οργάνου της θείας δίκης, εξαποστέλλει στο πυρ το εξώτερο οτιδήποτε διαφωνεί με τις απόψεις του ή βλασφημεί κατά των θεωρούμενων αρνητών του θείου λόγου. Είναι δηκτικός και μειωτικός, για τους αντιπάλους, με χυδαίους για το εκκλησιαστικό ήθος χαρακτηρισμούς, συγκροτείται έντονα μαχητικός και συγκρουσιακός και εφαρμόζει θεωρητικά την κατά μέτωπο επίθεση αλλά και την εξόντωση του διαφορετικού. Οριοθετεί ένα κόσμο μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Που σημαίνει ότι εμπνέει στους οπαδούς του διαφορετικού τύπου συναισθήματα και νομιμοφροσύνη, προτρέπει σε διαφορετικού τύπου στάσεις και ενέργειες και εξαρτάται από διαφορετικού τύπου μηχανισμούς εδραίωσης και επέκτασης.
Δ. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων – βάσει ιδεολογίας και βάσει καταγωγής, προχωρεί σε κινδυνολογίες και προτρέπει σε πράξη. Δε συμβάλλει στην απόσπαση του ατόμου από στενούς παραδοσιακούς δεσμούς και στην ενσωμάτωσή του σε νέα σύνολα, σε διευρυμένα σύγχρονα πλέγματα κοινωνικών σχέσεων. Δεν εμπεριέχει δηλαδή κοσμικές και ανθρωποκεντρικές αφαιρέσεις ούτε επιτρέπει στα κοινωνικά υποκείμενα να αυτοπροσδιορίζονται ούτε βεβαίως επιτρέπει στο άτομο να αποσπάται από τις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο φανατικός θεωρεί μόνο τον εαυτό του και τους ομοϊδεάτες του καθαρούς και αρνείται να εμπλακεί σε κάθε περίπτωση ακόμη και με αυτούς που καταλαβαίνουν, θεωρητικά έστω, το Θεό με τον ίδιο τρόπο ή που αυτοαποκαλούνται επίσης με τον ίδιο δογματολογικό χαρακτηρισμό. Πρόκειται για την πιο σαφή κατάλυση τις όποιας οικουμενικότητας εμπεριέχει η θρησκεία, αλλά και της αδιαμφισβήτητης άρνησης της διαφορετικότητας όπως κι αν αυτή ορίζεται, σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο.
Πρόκειται επομένως για ένα ιδεολογικό λόγο που, ενώ εκφράζεται σήμερα, μάς μεταφέρει σε παρελθόντες χρόνους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος μιας πολυπολιτισμικής Ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Αυτό και μόνο αποτελεί την ασφαλή οδό της κρίσης και της απόρριψης της ανορθολογικότητας των όποιων φραστικών ευφραδειών των εκφραστών του παρελθόντος. Η πραγματικότητα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία σε αναφορά με τη θρησκεία είναι η θρησκευτική πολυφωνία(48) και ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων που ορίζουν και ορίζονται από την υπαρξιακή αναφορά του κάθε ανθρώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει την προβολή της θρησκείας ως όργανο για την επιδίωξη αθέμιτων σκοπών ή ασπίδα συμφερόντων που αντιβαίνουν την οποιαδήποτε επιτακτική κοινωνική ανάγκη(49). Το τελευταίο άλλωστε δεν αναιρεί την έννοια της επικρατούσας θρησκείας(50) σε κάθε πολιτισμό αλλά επαναφέρει την αίσθηση της παράδοσης στη χωροχρονική ένταξή της, δηλαδή σε μια διαφορετική πραγματικότητα για κάθε σημείο του πλανήτη, σε κάθε γειτονιά των απέραντων σύγχρονων μεγαλουπόλεων, σε όποια αίσθηση κατανόησης του υποκειμένου, σε σχέση με ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που η έννοια της μειονότητας ή της πλειοψηφίας αυτοαναιρούνται στο πλαίσιο μιας τυχαίας ή συνειδητής επιλογής κατοικίας(51).
Σίγουρα δεν είναι μόνο η Καλαμάτα. Ολόκληρη ίσως η Ελληνική επαρχία παρουσιάζει παρόμοια φαινόμενα. Ακόμη και οι αστικές ζώνες δεν υστερούν. Ο θρησκευτικός φανατισμός καίει βιβλία, αφορίζει κινηματογραφικές ταινίες, καταδικάζει τους αντιπάλους. Για τον φανατικό καταλύεται κάθε έννοια της κοσμικής τάξης. Κυβερνήσεις, κόμματα, επιστήμη, λογοτεχνία, κάθε έκφραση και δημιουργική διάθεση του ανθρώπου πρέπει να εναρμονιστεί με την ιδεολογία τους. Διαφορετικά δεν αξίζει να υπάρχει.
Στην εποχή μας αρκετά παραδείγματα καταδεικνύουν ότι ο φονταμενταλισμός είναι παράγωγο του θρησκευτικού φανατισμού(52). Εκεί όμως ο θρησκευτικός ηγέτης ταυτίζεται με την ιδεολογία του θρησκευτικού φανατισμού. Το δυστύχημα είναι όταν παρατηρεί κανείς το γεγονός εκκλησιαστικοί ηγέτες να είναι αρκετά χρόνια μπροστά από το ποίμνιό τους. Τότε γεννώνται αρκετά ερωτήματα.
Μήπως η προηγούμενη εκκλησιαστική διοίκηση καλλιεργούσε ή βασίστηκε σε τέτοιες νοοτροπίες;(53) Μήπως η εν γένει συντηρητικότητα της όποιας τοπικής κοινωνίας οδηγεί αβίαστα στην ξενοφοβία και φυσικά το θρησκευτικό ρατσισμό; Μήπως τελικά το να είναι κανείς ορθόδοξος είναι δυσκολότερο από το να το δηλώνει απλά;
Σε κάθε περίπτωση «…θά πρέπει νά ξεπεράσουμε τά στενά ὅρια τῆς ἰδεολογίας καί νά εἰσέλθουμε στή διαλογική εὐρύτητα τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας, ὅπου ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τήν εἰδοποιό διαφορά μεταξύ τῆς ἀσκητικῆς βίωσης τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἰδεολογικῆς ὑπεροχῆς. Ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἀλήθειας σημαίνει ταπείνωση, ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἰδεολογίας σημαίνει αἴσθημα ὑπεροχῆς καί ταπείνωσης τοῦ ἄλλου, πού δέν συμφωνεῖ μέ τή συγκεκριμένη ἰδεολογία. Νομίζω ὅτι ἡ σημασία τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ἰδεολογίας τῆς ἀπάτης, στούς σύγχρονους καιρούς τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς παραμόρφωσης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἔχει τή δική της ἐπικαιρότητα. Ἡ ἐλευθερία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ἔκφρασης τῆς ἀλήθειας καί ἡ κοινωνία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ὕπαρξης τοῦ προσώπου, ἐπιβεβαιώνουν τόν ἐμπειρικό τρόπο βίωσης τῆς ἀλήθειας ὡς κοινωνίας καί ἐλευθερίας καί αὐτό μόνο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό κατεξοχήν μοντέλο τῆς σύγχρονης κοινωνίας, γιά μία κοινωνία ἀνθρώπινη καί οὐσιαστική»(54).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Για περισσότερα βλ. ενδεικτικά: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Το στίγμα και ο κοινωνικός στιγματισμός από την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα», Κοινωνική Εργασία – Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών 59 (2000), σσ. 197 – 215.
2. Όπως παρατηρεί ο Ε. Ιλιένκοφ (Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, Οδυσσέας, Αθήνα 1976), ο ανθρώπινος εγκέφαλος σκέφτεται μόνο όταν μετατρέπεται σε όργανο του συλλογικού σώματος του ανθρώπινου πολιτισμού, δηλαδή του «ανόργανου σώματος του ανθρώπου».
3. Επομένως η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, κατά τον Γάλλο εκπρόσωπο του δομισμού στην ψυχανάλυση Ζακ Λακάν, ταυτίζεται ουσιαστικά με την απόκτηση της συνείδησης της υποκειμενικότητας. Κάτι παρόμοιο υποστήριζε και ο Τζορτζ Μιντ, όταν μιλούσε για την κατασκευή του «εαυτού». Μόνον που ο Λακάν θεωρεί πως αυτό που οικοδομείται δεν είναι ο κατά Μιντ «εαυτός», αλλά το «εγώ», δηλαδή το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο έχει συνείδηση του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει επί των παρορμήσεών του: δες ενδ. Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία – Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σσ. 344 – 345, 164 – 165.
4. Τη διαφορά όπως και τη συνάφεια του εκπολιτισμού και της κοινωνικοποίησης δες ενδ. στο: Σ. Κρίβας, Παιδαγωγική επιστήμη; Βασική θεματική, Gutenberg, Αθήνα 1995, σσ.118 – 119.
5. Ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως αυτοτελής μηχανισμός κοινωνικοποίησης: Δ. Γ. Τσαούσης, Η κοινωνία μας, Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 212.
6. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Αποτελεί η θρησκεία στις μέρες μας κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή;», Σύναξη, τ. 87 (2003), σσ.14 – 24.
7. Βλ. ενδ.: T. Parsons, The Structure of Social Action, The Free Press, New York 1949.
8. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Κοινωνίες των πολιτών ή κατ’ επίφαση τοπικές Δημοκρατίες;», Επιστημονική Επετηρίδα Εφαρμοσμένης Έρευνας, VOL. X, Νο 2, (2005), σσ.135 -147.
9. Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη Θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα 2006, (βλ. όλο το κεφάλαιο: Η πίστη ως ιδεολογία σσ. 86 – 96), σ. 86
10. Πρβλ. ό.π., σ. 96.
11. Ό.π., σ. 88.
12. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και ιδεολογία – Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος», στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις στον Ορθόδοξο Πολιτισμό. Όψεις του Ελληνικού παραδείγματος, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, 2007, σσ.17 – 83.
13. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και φιλελευθερισμός στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική – πολυθρησκευτική κοινωνία», Σύναξη, τ. 108 (2008) σσ.41 - 47.
14. Γενικότερα για τα χαρακτηριστικά του θρησκευτικού φανατισμού βλ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Ο κόσμος ως προϊόν και ο θρησκευτικός φανατισμός. Σημεία σύγκρουσης των δύο ιδεολογιών», Σύναξη, τ. 104 (2007), σσ. 40 – 42.
15. Κορύφωση της διαμάχης σημειώθηκε με την απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Υπαπαντής Καλαμάτας για παραχώρηση χρήσης (πέντε ετών) του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών (οδός Αλαγονίας) για τις λατρευτικές και λειτουργικές ανάγκες των Ρωμαιοκαθολικών της περιοχής, εφόσον δε διαθέτουν άλλο ναό. Η ίδια εκκλησία είχε παραχωρηθεί στους εν Καλαμάτα εγκατασταθέντες χριστιανούς της Αρμενικής Εκκλησίας από το 1920 έως το 1946.
16. Στην εφημ. Φωνή, 6.10.2008, από το άρθρο: «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν» σταχυολογούμε: «…με τα ανοίγματά του ο δεσπότης μας και οι άλλοι κληρικοί προς την κοινωνίαν – κόσμο κοσμικοποιούνται και οσονούπω καθίστανται ΄ζευγάδες΄», «ετσιθελικώς – λες και ο ιερός ναός είναι αμπελοχώραφο του πατέρα του – κάνει το δωράκι τούτο στους Λατίνους», «…ως κοσμικός πλέον άρχων και ουχί εκκλησιαστικός παραδίδει το άγιον τοις κυσί», «…έχουμε το ντουέτο – φαινόμενον ερμαφροδίτου ορθοδόξου και λατινίζοντος δεσπότου». Στην εφημ. Φωνή, 13.10.2008, στο άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» αποκαλείται εκ νέου «…ο ξένος και φιλοξενούμενος Ιεράρχης», ενώ επεκτείνεται η επίθεση εναντίον καθενός υποστηρικτή των θέσεων του δεσπότη: «…πώς είναι δυνατόν ένας θεολόγος να είναι τόσο άσχετος;», «επιλεκτική ΄υπολογιστική αγάπη΄ μόνον υπέρ των καθολικών», «…αυτή είναι η απάντηση στον αθεολόγητο». Και στο άρθρο της εφημ. Σημαία, 16.9.2008, «Παπατρέχας (=παπασούζας), παπαροκάς, παπαχορευταράς κλπ» περισσεύουν οι χαρακτηρισμοί κατά των ΄παραστρατημένων΄ ιερέων και μοναχών: «…είδον ένα παπα-πάπαρδον, ευτραφή», «…αυτός ο αναίσθητος, αδιάντροπος και μασκαράς», «…φρενοβλαβή ιερομόναχον», «…η ομάδα των μοναχών, σαν αρκουδιάρηδες», «κυναίδου ρασοφόρου», «μητροπολίται τερψιπρωκτούν». Όλα αυτά δεν είναι η κρίση του γράφοντος αλλά συμβαίνουν «…ενώπιον του ευσεβούς πληρώματος των χριστιανών που τους προκαλούν τη σιχαμάρα και αποστροφή», γεγονός που «…προσβάλλει την αγίαν μας ορθοδοξίαν» και «…εχλευάσθη η ορθοδοξία μας διεθνώς». Πολύ περισσότερο «…αν έζη (ο Μέγας Βασίλειος) θα έλεγε: τον εκτραχηλισμένον κληρικόν περικράτησον».17. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)»
18. Εφημ. Φωνή, 10.10.2008, από το άρθρο: «Απάντησις στο άρθρον ΄περί παραχωρήσεως του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών εν Καλαμάτα εις τους Καθολικούς» σταχυολογούμε: «δείχνει ότι είναι έτοιμος, εμπρός στο εμπορικό κέρδος, να απεμπολήσει και να θυσιάσει τα όσια και τα ιερά» και δεν λείπει η προτροπή «ας μελετήσει... έτσι δεν θα αμαρτάνει πλέον περί τους ιερούς κανόνας».19. Εφημ. Φωνή, 13.10.2008, από το άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «…το γεγονός αυτό ήταν άκρως απαράδεκτο για Ορθόδοξο κληρικό... εκτός και αν τον ενδιέφερε μόνο η καριέρα του, έναντι, ίσως, μελλοντικών παραχωρήσεων» και παρατηρείται στο όνομα του λαού ότι «κακή κοινωνική εντύπωση έχει προκαλέσει στο μεσσηνιακό λαό η ανεπίτρεπτη για ορθόδοξο πρεσβύτερο τότε ενέργειά του».
20. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, από το άρθρο: «Δύο ευανάγνωστα συμπτώματα εκκοσμίκευσης» σταχυολογούμε: «Είναι αποτέλεσμα μυστικών συμφωνιών εκκοσμικευμένων Επισκόπων σε ανώτατο επίπεδο εκκλησιαστικής ιεραρχίας», αλλά εκ μέρους των πιστών δηλώνεται ότι «πάντως οι ορθόδοξοι πιστοί, δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τις εκκοσμικευμένες και προκλητικές πρακτικές κάποιων ιερωμένων».
21. Εφημ. Φωνή, 19.9.2008, από το άρθρο: «Και οι εφεδρείες στον αγώνα της Ιεράς Μητροπόλεως και του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «λιβανιστές» με τη «φιλική (φιδική) προτροπή» τους από τη μια και υπέρ «του εξαιρέτου Μεσσηνίου και αγίου ανθρώπου» από την άλλη. Αποκαλύπτεται «…αυτό που λένε οι ΄κακές γλώσσες΄, ότι το κίνητρό σου... είναι μη ηθικό και ανεπίτρεπτο» και είναι έκδηλη η ειρωνεία: «…σου αξίζουν δημόσια συλλυπητήρια για τη δημόσια ηθική σου πτώση» και «πολλά φιλιά σου να δώσεις στον ΄κολλητό΄ σου».22. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 25.9.2008, από το άρθρο: «Στο ΄είναι και στο φαίνεσθαι΄ του κ. Γ. Γιακουμή» σταχυολογούμε: «νέοι ΄λιβανίζοντες΄ επιστήμονες» και «κάποιος θρησκευτικός λαϊκός ΄κομματάρχης΄ της Καλαμάτας». Υποκρύπτεται «κολακεία ΄προς τον Σοφόν Πανεπιστημιακόν Διδάσκαλον΄» και «αθώα άτομα της Μεσσηνίας» απειλούνται από τον «εν λόγω φθινοπωρινό κύριο φιλόλογο» και από ένα κληρικό «που εμφανίζεται ενίοτε δημόσια ασκεπής, ΄ξεκούτρουλος΄, όπως λέει ο λαός μας», οι οποίοι θέλουν να «φωτίσουν τους φοιτητές με την αμφιλεγόμενη σοφία τους». Ένας από τους σκοπούς του άρθρου είναι να μην εκλαμβάνονται οι αναγνώστες «των μεσσηνιακών εντύπων ως πνευματικώς ανώριμα και εύπιστα μεσσηνιακά νήπια».23. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, «Έως πότε συμβιβασμοί;»
24. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, από το άρθρο: «Όταν οι φύλακες προδίδουν» σταχυολογούμε: «συκοφάντησε τον εκλεκτό Μητροπολίτη», «…κάποιος... θεολόγος αθεολόγητος... έγραψε», «Αργότερα ίσως μας φέρει καρδινάλιους για να συλλειτουργήσουν μαζί του και να μας διδάξουν τις αιρετικές του δοξασίες», «…ας πάει στην παπική εκκλησία να γίνει καρδινάλιος και να μας απαλλάξει από την παρουσία του», «Η απόφαση αυτή του Μητροπολίτη είναι η δεύτερη απαράδεκτη πράξη του η οποία σκανδάλισε τους χριστιανούς του νομού και όχι μόνο», «Πρέπει να καταλάβει ότι οι ιεροί ναοί μας ανήκουν σε μας τους Ορθοδόξους που τους κτίσαμε και τους καθαγιάσαμε», «…ο πιστός λαός του Θεού ως ένας άνθρωπος θα πρέπει να αντισταθή δυναμικά...».25. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, από το άρθρο: «Έως πότε συμβιβασμοί;» σταχυολογούμε: «Τι δεν θα ήκουε ο άγιος Αλέξανδρος, εάν έζη σήμερον, από τους οικουμενιστάς, από τους ανθρώπους της ΄αγάπης΄;»26. Εφημ. Φωνή, 26.11.2008, από το άρθρο: «Τα ΄Λουκούλια γεύματα΄» σταχυολογούμε: «Ιδού Επίσκοπος, ιδού ΄μάλαμα΄», «…έτσι μπασταρδεύει την χριστιανικήν διδασκαλίαν – Ορθοδοξίαν», «…προκάλεσε την δυσαρέσκειαν, μάλλον την μήνιν των ενδεών, και κατ΄ ακολουθίαν, του χριστιανικού λαού της μητροπόλεώς του» και όχι μόνο του γράφοντος. Επιστρατεύεται και ο άγιος: «…προσβάλλει με τα λόγια του, ξεφαντώματά του, λουκούλλεια γεύματά του, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον» ή «…μη ζων την ζωή του ιερού Χρυσοστόμου παραχρυσοστομεί και αντιχριστοτομεί, μη οικοδομών αλλά αποδομών. Ουαί δια τους Μεσσηνίους».27. Εφημ. Φωνή, 14.10.2008, από το άρθρο: «Ιδού ο Μητροπολίτης» σταχυολογούμε: «…κινούμενος από.. χριστιανική αγάπη την οποία εκδηλώνει προς τους φίλους του ρωμαιοκαθολικούς και μόνον», «Ιδού ο χριστιανός, ιδού ο Μητροπολίτης. Τι μικρότητα...; Καμαρώστε τον». Εφημ. Φωνή, 04.11.2008, από το άρθρο: «Ένας Ορθόδοξος Αρχιμανδρίτης γράφει στον Μητροπολίτη για την παραχώρηση ναού στους καθολικούς» σταχυολογούμε: «Ορθόδοξος επίσκοπος είστε ή Λατίνος;». Εφημ. Φωνή, 18.10.2008, από το άρθρο: «Είναι άραγε τίμιο ξύλο;» σταχυολογούμε: «…ή μήπως αρκεί να πιάσει στα.. ιερά χέρια του ο παπάς σε συνεννόηση με τον.. εκσυγχρονιστή Σεβασμιώτατο, για να γίνει αυτομάτως κάθε κομμάτι ξύλου άγνωστης προέλευσης ΄τίμιο΄;».28. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 23.10.2008, από το άρθρο: «Το ανύπαρκτο.. ΄μεγαλύτερο τεμάχιον του τιμίου ξύλου΄» σταχυολογούμε: «…γιατί δεν ανακοινώσατε, κύριοι μεγαλόσχημοι κληρικοί, στους πιστούς χριστιανούς της Μεσσηνίας την όλη αλήθεια;», «…εκτός, πλέον, και αν εσείς έχετε ανακαλύψει σήμερα δικό σας Τίμιο Ξύλο».29. Εφημ. Φωνή, 03.11.2008, από το άρθρο: «Μετά τον Τίμιο Σταυρό» σταχυολογούμε: «Τι άλλο θα βρείτε να μας φέρετε.. στην προσπάθειά σας να αγιάσουμε, ΄ευσεβέστατε΄ αρχιμανδρίτα; Ανυπομονούμε και αναμένουμε γονυκλινείς...»30. Εφημ. Φωνή, 28.10.2008, στο άρθρο: «Μια οφειλόμενη απάντηση στο θεολόγο Ιωάννη Π. Μπουγά» παρεμβαίνουν όσοι αυτοαποκαλούνται «Ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί», για να αντιπαρατεθούν σε ένα «…σκοταδιστικό και αηδιαστικό σχόλιο» που προηγήθηκε και «αναστάτωσε τον Ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου».31. Εφημ. Ελευθερία, 10.11.2008, «Προς Παραθεολογούντας. Δευτέρα επιστολή».
32. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 1.10.2008, «Ο εγωισμός και οι ολέθριες συνέπειές του».
33. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)».
34. Εφημ. Φωνή, 14.10.12008, «Απάντηση στον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου για τα συγχαρητήρια στον Μητροπολίτη μας που παραχώρησε Εκκλησίαν στους Καθολικούς».
35. Εφημ. Ελευθερία, 20.10.2008, «Σκέψεις υπό το πρίσμα της αγάπης».
36. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, «Κάποιοι αμετανόητοι μεγαλοκληρικοί, χωρίς συστολή παραπληροφορούν».
37. Εφημ. Φωνή, 6.10.2008, «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν».
38. Εφημ. Φωνή, 11.10.2008, «Απάντηση στον κ. Μπουγά περί της αιρέσεως των Παπικών».
39. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, «Προσευχή ενός πολίτη στο Θεό δικαιοκρίτη».
40. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 27.10.2008, από το άρθρο: «Από έναν ΄ανόητο΄ και ΄βέβηλο΄ κατά τον κ. Σαββάτο» σταχυολογούμε: «Ανόητοι και βέβηλοι είναι όλοι οι ανά την Ελλάδα ΄χριστέμποροι΄ κληρικοί», «…θα κόψουμε την όρεξη κάποιων - δύο ή τριών ΄έξυπνων΄ κληρικών μας που.. κοπιάζουν τόσο συχνά να μας.. ΄αγιάσουν΄».
41. Εφημ. Φωνή, 24.11.2008, από το άρθρο: «Αγάπη προς τους αιρετικούς παπικούς, μίσος και κακότητα προς τους αδελφούς ορθοδόξους» σταχυολογούμε: «Γιατί γράφει ανοησίες και εκθέτει τόσο πολύ τον εαυτό του;», «Νιώθω ότι υποτιμώ την νοημοσύνη μου με το να ασχολούμαι με τα γραφόμενά σου», «…παύσε γιατί άθελά σου γίνεσαι και συ αιρετικός», «…τα σχέδια του φιλοπαπικού Μητροπολίτη».42. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά».
43. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Διαμαρτυρίαι δια την παραχώρησιν Ορθοδόξου Ιερού Ναού εις τους παπικούς της Μεσσηνίας».
44. Εφημ. Ελευθερία, 9.10.2008, «Δεν υποχωρεί η Μητρόπολη για τους καθολικούς».
45. Εφημ. Φωνή, 21.10.1008, «Έμποροι της πίστεως ή αναλφάβητοι;».
46. Εφημ. Θάρρος, 21.10.2008, «Υπερβολές και πιθανές παρενέργειες» .
47. M. E. Spiro, «Religion: Problems of Definition and Explanation», στο M. Banton, Anthropological Approaches to the Study of Religion, London 1978, pp. 91 – 98.
48. Βλ. ειδ. : Κ. Κυριαζόπουλος, «Ο ευρύς συνασπισμός ετερόκλητων θρησκευτικών ομάδων – ομάδων ατομικών ελευθεριών και η ελεύθερη άσκηση της θρησκείας στις ΗΠΑ, Θρησκευτική πολυφωνία σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», Καθ’ Οδόν, τ. 16 (2000), σσ. 63–69. http:/www.religious-freedom.org./const.html, p.1
49. Κ. Κυριαζόπουλος, ό.π., σσ. 65-67
50. βλ. ενδ. : Δ. Μαγριπλή, «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας, μια ιστορική επισκόπηση από το Βυζάντιο έως σήμερα», Βυζαντινός Δόμος 12 (2001), σ. 100-1.
51. Δ. Γ. Μαγριπλής, «Η θρησκεία υπό το φως των νέων συνθηκών», Νέα Εστία, τ. 150 (2001), σ. 184-5.
52. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Μπορεί η θρησκεία να γίνει αιτία πολέμου;», Θρησκειολογία 3 (2002), σσ. 223–228.
53. σχετικά βλ. ενδ.: Ι. Μπουγάς, «Εκκλησιαστική κοινότητα και τοπικοί φορείς πολιτισμού: σχέση ελευθερίας ή υποταγής; (το παράδειγμα της Μεσσηνίας)», flash της Μεσσηνίας, τ. 227-228 (2008), σσ. 56-60.
54. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, «Δοκίμιο γιά τήν Ἰδεολογία. «Αλήθεια» και «Ιδεολογία» για μια κοινωνία ανθρώπινη και ουσιαστική» στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Η Ιδεολογία στο χρόνο μέσα από εκφάνσεις του Πολιτιστικού φαινομένου, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 279.
Η πίστη, όταν δεν είναι προϊόν ελευθερίας, γίνεται ιδεολόγημα, φανατισμός, μισσαλοδοξία και επιθετικότητα. Ο θρησκευτικός φανατισμός αποτελούσε και δυστυχώς αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Οι όποιοι αυτόκλητοι ‘υπερασπιστές της Ορθοδοξίας’, δημιουργούν προβλήματα στο εκκλησιαστικό σώμα επηρεάζοντας την κοινωνική συνοχή της κάθε τοπικής Εκκλησίας. Ίσως τα κίνητρα των ‘φωτισμένων χριστιανών’ να είναι οικονομικά συμφέροντα, εξουσιαστικές διαθέσεις ακόμη και ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που πολλές φορές τα εκμεταλλεύονται στελέχη της Εκκλησίας για να πληρώσουν την κενότητά τους. Όπως και να είναι όμως, εν τέλει η Εκκλησία του Χριστού είναι η Εκκλησία της αγάπης, η συνάντηση των προσώπων πάντοτε και παντού, η κοινωνία που κινδυνεύει για τον Άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός.
Η ανάγνωση του φανατισμού, ως ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ερευνητική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου, αποτελεί κομβικό σημείο κατανόησης της εν γένει πολιτιστικής συμπεριφοράς μιας ομάδας ή γενικότερα μιας κοινότητας ανθρώπων. Και τούτο γιατί η παρέκκλιση, όσο κι αν διαιρεί το σύνολο, εν τέλει υπάρχει σε άμεση συνάφεια και σχέση με το κοινωνικά αποδεκτό(1). Η έννοια άλλοι παράγεται σχεδόν αυτόματα από τη στιγμή του προσδιορισμού του εμείς. Και το εμείς και οι άλλοι αποτελεί σημαντικό κριτήριο ορθής σκέψης ή παρέκκλισης για το υποκείμενο, που από τα πρώτα βήματα της ζωής του έως τα έσχατα αντικαθρεφτίζεται στον όποιο συγκεκριμένο πολιτισμό(2). Στον καθρέπτη της παρατήρησης ο καθένας από εμάς προσαρμόζει το είναι του(3) με βάση τις αξίες, τους τρόπους συμπεριφοράς, την κοινωνική του θέση και ρόλο και γενικότερα τα στοιχεία του πολιτισμού που μεταβιβάζει η μια γενιά στην άλλη. Η εκμάθηση των πολιτιστικών περιεχομένων είναι απόρροια τόσο του εκπολιτισμού όσο και της κοινωνικοποίησης(4).
Με την κοινωνικοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο(5) εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική αναπαραγωγή, απαραίτητη προϋπόθεση της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τα πολιτικά κόμματα έως μια θρησκευτική κοινότητα ή και στην ίδια την κρατική οντότητα, υπάρχουν σκοποί, κανόνες, αξίες, με τις οποίες συνέχονται τα μέλη τους. Η έννοια της διαγραφής από το πολιτικό κόμμα, του αφορισμού από τη θρησκευτική ομάδα, της δικαστικής καταδίκης και του εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, αποδεικνύουν τη διαδικασία άμυνας της κοινωνικής ομάδας απέναντι στο επικίνδυνα, για τη συνοχή της, διαφορετικό(6). Έτσι όσο κι αν οι άνθρωποι προβαίνουν σε επιλογές ανάμεσα σε διαφορετικούς σκοπούς και μέσα για την επίτευξή τους, τόσο οι επιλογές όσο και οι σκοποί ή τα μέσα για την επίτευξή τους είναι ως ένα βαθμό κοινωνικά προσδιορισμένοι(7). Tο κοινωνικό υποκείμενο φαντασιώνεται με μια εικόνα για τον εαυτό του που πάντοτε είναι σε συνάφεια με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει και υπάρχει.
Οι τοπικές κοινωνίες κατά το ελληνικό παράδειγμα αποτελούν, άσχετα με το μέγεθός τους (μικρό ή μεγάλο), μια κοινή συνιστώσα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι η κατάδειξη της σημασίας του πελατειακού συστήματος ως κυρίαρχου μέσου ενσωμάτωσης των πολιτικών υποκειμένων στην εθνική πολιτική σκηνή και βασικού κρίκου σύνδεσης της κοινωνίας με τον κρατικό μηχανισμό. Ο πολίτης επομένως συμμαχεί με δύο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή του: την υποταγή σε αποφάσεις και απόψεις της ομάδας και την υπεράσπιση και ευόδωση του προσωπικού του συμφέροντος(8).
Το κοινωνικό υποκείμενο επομένως ως πολιτιστική αλλά και ως πολιτική οντότητα, καθορίζεται από την ομάδα κύρους που επιβάλλει κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς και από το προσωπικό συμφέρον που όμως τελικά ενσωματώνεται στο γενικότερο συμφέρον της ομάδας, στην οποία εντάσσεται το άτομο και άρα άρχει στο μικρόκοσμο του. Επομένως η κοινωνική πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του επιπέδου του υποκειμένου όσο και της κοινωνίας ως συνόλου γενικότερα. Όταν το άτομο συγκρούεται με την πραγματικότητα που το περιβάλλει, τότε γεννιέται η διαφορετικότητα. Η σύγκρουση αυτή πολλές φορές εκφράζει μια ανάγκη για θωράκιση αυτοπροστασίας του εγώ.
Στο θρησκευτικό επίπεδο, όταν συμβαίνει το παραπάνω, η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογία και η εκκλησιαστική εμπειρία σε θεωρητικές προτάσεις με συνεπαγωγές άμεσης χρησιμότητας για την πρακτική του ανθρώπινου βίου(9). Η εκκλησιαστική εμπειρία αντιμετωπίζεται ως ιδιόκτητο υλικό και η πίστη μετατρέπεται σε ιδεολογική γλώσσα ψυχολογικής αυτοϊκανοποίησης συγκροτημένη με αξιωματικές βεβαιότητες(10). Και ενώ μια τέτοια θεόθεν εγκυρότητα(11) θωρακίζει το άτομο, εξουδετερώνοντας ανασφάλειες και αμφιβολίες, το μόνο που ουσιαστικά καταφέρνει είναι να ακυρώνει την κοινωνική συνοχή στην αίσθηση του εμείς και οι άλλοι, και τη δυνατότητα των σύγχρονων κοινωνιών στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική πραγματικότητα.
Η αντικειμενικότητα επομένως ενυπάρχει όσο την χρειαζόμαστε για να μας εξυπηρετεί σε κοινωνικές σκοποθεσίες και περιπτώσεις, όπου παραπάνω από ένας συμφωνούν σε συνάφεια και κρίση με το ιστορικό πλαίσιο που καλείται το κοινωνικό πρόσωπο να επικοινωνήσει, να συνδιαλλαγεί και να συλλειτουργήσει, σε σχέση με τα συμφέροντα, τη διάθεση και την απόρροια της καθημερινότητάς του. Με την προϋπόθεση ότι ιδεολογικά επικρατούμε σε ένα κοινωνικό σύνολο και πολιτικά επιβάλλουμε τις απόψεις μας ως ρυθμιστικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής. Έτσι η πίστη μας από προσωπική υπόθεση που έπρεπε να είναι, μεταβάλλεται σε κανόνα και για τους υπόλοιπους και μάλιστα απαράβατο που επισείει στις πιο ακραίες εκδοχές του ακόμη και την απαλοιφή, φυσική και ηθική, των όποιων αντιδράσεων(12).Ξεχνάμε έτσι ότι η παγκόσμια κοινωνία του μέλλοντος θα πραγματοποιηθεί όχι με την επιβολή μιας συγκεκριμένης θρησκείας ή την επιστροφή στο παρελθόν ενός παγκόσμιου κατακερματιστικού πλουραλισμού, αλλά με την κοινή δέσμευση στην ανοχή και το σεβασμό του διαφορετικού: είτε θρησκευτικού είτε αθέου(13). Με άλλα λόγια είναι επιτακτική η ανάγκη να αποδομήσουμε ιδεολογικά και να απομονώσουμε πρακτικά τον όποιο θρησκευτικό φανατισμό ακόμη και όταν προσκρούει στο προσωπικό μας όφελος, ακόμη και όταν σηματοδοτεί το τέλος των υπαρξιακών μας βεβαιοτήτων ή την ασφάλεια της καθημερινότητάς μας.
Ας δούμε όμως συγκεκριμένα πώς διακρίνεται ο θρησκευτικός φανατισμός(14), όπως αυτός εκφράστηκε ενδεικτικά στο παράδειγμα της τοπικής κοινωνίας της Καλαμάτας (Μεσσηνίας) πρόσφατα και καταγράφηκε στα δημοσιεύματα κυρίως του τοπικού τύπου(15):
1. Εκτοξεύονται επιθέσεις κατά μεμονωμένων προσώπων με ύβρεις, ειρωνικά σχόλια και καχυποψία για κρυφά κίνητρα πίσω από τις όποιες ενέργειες των «αντιπάλων». Οι αρθρογράφοι καλύπτονται ως εκπρόσωποι και εκφραστές του κοινού αισθήματος ομιλώντας εν ονόματι και εξ ονόματος του χριστεπωνύμου πληρώματος και όλου του χριστιανικού λαού. Για να επιβάλουν τις θέσεις τους χρησιμοποιούν συχνά την προσωπική αντωνυμία με το «εμείς» και το «εμάς» υπερυψώνοντας τους εαυτούς τους, προτείνουν το γλωσσικό μανδύα της καθαρεύουσας προσδίδοντας κύρος στα γραφόμενα και επιχειρηματολογούν επικαλούμενοι αποκλειστικά τις ρήσεις μεγάλων εκκλησιαστικών Πατέρων και γνωστών Αγίων. Μα πάνω απ' όλα οι συγκεκριμένοι αρθρογραφούντες εμφανίζονται ως θεματοφύλακες και υπέρμαχοι μιας «Ορθόδοξης» Ορθοδοξίας. Αυτή η εκδοχή της θρησκείας δε διστάζει να κατηγορήσει τον εκλεγμένο, από την Ιερά Σύνοδο Δεσπότη της, ως εκκοσμικευμένο, ιδιοτελή όσον αφορά την εκκλησιαστική περιουσία, Λατινόφρονα και θεολογικά ελλιπή, προσάπτοντάς του μια σειρά από προσωπικούς χαρακτηρισμούς που τον καθιστούν υπόλογο απέναντι του ορθόδοξου δόγματος και του χριστεπωνύμου πληρώματος της εκκλησίας το οποίο κρίνουν ότι δικαιωματικά εκπροσωπούν(16).
2. Εξαπολύεται επίθεση με χαρακτηρισμούς του τύπου: «δείγμα αχαριστίας και ανανδρίας των σημερινών ΄δεσποτοκολάκων΄», με παρομοιώσεις: «όπως το σκοτωμένο λιοντάρι του οποίου δειλές ύαινες κατασπαράζουν τα υπολείμματα του είναι του» και με υπονοούμενα: «οφείλεται στην ειλικρινή πρόθεσή του ή αποτελεί μέρος της οφειλόμενης ανταπόδοσής του στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;»(17).
Αμφισβητούνται δηλαδή μονίμως οι προθέσεις(18), εκδηλώνεται καχυποψία(19) που φθάνει μέχρι και τη συνωμοσία(20).
3. Κυριαρχεί η εξύβριση των άλλων και η εξύψωση των δικών μας ανθρώπων(21). Ο λόγος είναι δηκτικός και μειωτικός, εναντίον των αντιπάλων(22). Παρατίθενται ύβρεις καλυμμένες πίσω από τη γενικότητα: «Άλλος είναι δεδηλωμένος άπιστος, υλιστής, μασόνος, πνευματιστής, ορθολογιστής, βλάσφημος, ασεβής, αρνητής των βασικωτέρων δογμάτων του Χριστιανισμού· δύναται όμως συγχρόνως να είναι και μέλος της εκκλησίας, να τελεί επιδεικτικώς γάμους και βαπτίσεις, να μετέχει των εκκλησιαστικών επιτροπών και συμβουλίων, να είναι επίτροπος του ναού, να είναι φίλος εγκάρδιος εκκλησιαστικών ηγετών». Εξ αιτίας αυτών γίνεται επίκληση στην ορθόδοξη ΄καθαρότητα΄: «Πότε άραγε η εκκλησία μας θα επαναποκτήσει ουσιαστικά μητρώα, εις τα οποία θα καταγράφονται τα συνειδητά μόνο μέλη της;»(23).
Ο υπερθεματισμός και ο αναθεματισμός είναι σε καθημερινή βάση, με την εύκολη καταφυγή στην ειρωνεία, την κατάδειξη των σφαλμάτων των άλλων και της αμαρτωλότητάς τους έναντι της καθαρότητας και του δικαιώματος της κριτικής, αλλά ακόμη και της αντίστασης από τους ημέτερους(24).
Στο πλευρό των «υπερασπιστών της ορθοδοξίας» επιστρατεύονται και οι Άγιοι(25) ενώ οικοδομείται όλος εκείνος ο δημαγωγικός λόγος που φιλοδοξεί να παρασύρει σε γενικότερες αντιδράσεις(26). Η καθαρότητα του δόγματος απειλείται από την φιλοπαπική(27) επίσημη εκκλησία, η οποία δεν διστάζει, κατά τους «ευσεβείς ορθόδοξους χριστιανούς», να προσφύγει ακόμη και σε απάτες(28) προκειμένου να πείσουν(29) τον «ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου»(30).
Κάποτε τα γραφόμενα οδηγούν σε ακραίες υπερβολές και απειλές: «…οι παραθεολογίες του εν λόγω θεολόγου ΄σταματούν τραίνο΄» και «Αν δεν αντέχουν οι ώμοι του να σηκώσουν το βάρος της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ και να σεβαστεί το μεγάλο ΘΕΣΜΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ, να του κλείσουμε ΄κατάμουτρα΄ επιτέλους την πόρτα εισόδου προς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ορθόδοξης χώρας μας»(31).
4. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων σε αυτούς που «είναι καιρός γονυπετείς να ζητήσουν συγγνώμη» και στον «φίλτατο» που του αξίζει «δημόσιος έπαινος». Επίσης υποδεικνύεται ότι «…ο χριστιανός και κατ΄ εξοχήν ο ορθόδοξος πρέπει να βδελύσσεται τις ανάξιες κολακείες αναξίων ανθρώπων»(32).
Ο διαχωρισμός σε δικούς μας και άλλους είναι και θέμα καταγωγής: «…κατηγόρησε άνθρωπο όχι μόνον πραγματικά αθώο αλλά και συμπατριώτη μας Μεσσήνιο, ενώ ο ίδιος είναι ξένος, φερτός» και «…άδικη κατηγορία εναντίον αθώων Μεσσηνίων πολιτών»(33). Διατρανώνεται ότι ο γράφων εκφράζει το σύνολο: «…για εμάς τους Ορθοδόξους»(34).
Επαναλαμβάνεται η εμπλοκή στο εμείς και οι άλλοι «…προς τι η επιμονή τους να πάρουν το δικό μας εκκλησάκι;» καθώς και η έκφραση γνώμης στο όνομα των πολλών «…να παύσουν να σκανδαλίζονται συνάνθρωποί μας»(35).
Το ‘εμείς’ προβάλλεται συνεχώς: «Τι θα μας παρουσιάσουν προσβάλλοντας τη νοημοσύνη ημών των προσκυνητών των ιερών κειμηλίων αντί του ανύπαρκτου τιμίου ξύλου;»(36).
Τα καταγγελλόμενα ενεργούνται «…προς αγανάκτησιν και μεγάλην λύπην των χριστιανών» και «…η ειρημένη δικαιολογία προκαλεί την αγανάκτησιν του εχέφρονος ορθοδόξου χριστιανού», γι΄ αυτό κινδυνολογείται ότι «έπονται και τα χειρότερα αν ο μεσσηνιακός λαός δεν αντιδράση στην πράξιν του αυτήν»(37). Εκπροσωπώντας τους πολλούς προφητεύεται ότι «ο ορθόδοξος λαός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα άλλο πειρασμό»(38).
Μέσα από στιχάκια που σχολιάζουν την επικαιρότητα ζητείται από το Θεό η τιμωρία: «Άσε πια την ανοχή Σου. Ήρθε η ώρα της οργής Σου»(39).
Τα πυρά δυναμώνουν(40), η σύγκρουση δε γνωρίζει προσχήματα(41). Για μια ακόμη φορά βάλλεται ο «φερτός Ιεράρχης», μόνο που τώρα «…καλείται κάθε Έλληνας Ορθόδοξος μαχητής να μη ολιγωρήσει, αλλά να πράξει το καθήκον του»(42).
Νέα διαμαρτυρία εμφανίζεται με την υπογραφή όχι «ευσεβείς» αλλά «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας». Η απόφαση του Μητροπολίτη «…συναντά την οργανωμένην αντίδρασιν του πιστού λαού», ο οποίος είναι «ανάστατος» και γι΄ αυτό «…απαιτούμεν εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί»(43).
Κάνουν την εμφάνισή τους συνθήματα έξω από την εκκλησία: «Ανάθεμα Παπικοί» και «Έξω οι Παπικοί ούστ». Επίσης «έγγραφο σημείωμα στην πόρτα εισόδου καλούσε τους Ρωμαιοκαθολικούς να μην τολμήσουν να εισέλθουν στο ναό» με την υπογραφή «Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Καλαμάτας»(44). Άλλοτε ο στόχος δηλώνεται φανερά: «οι αθεόφοβοι κόλλησαν αφίσες..» και «άραγε πρόκειται για εμπόρους της πίστεως...;»(45).Κάποτε οι διατυπώσεις είναι αφοριστικές: «Είναι καιρός να απαλλαγούμε από τους ΄Χριστεμπόρους΄»(46).
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα:
Α. Ως ομάδα κύρους (οι εκπρόσωποι του θρησκευτικού φανατισμού) εκφράζουν ή καλύτερα παραφράζουν την έννοια παράδοση με τον τρόπο που υπηρετεί τις δικές τους αντιλήψεις και κοσμοεικόνες. Φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αμφισβητούν τον εκλεγμένο Μητροπολίτη τους και κάθε ιερέα που συντάσσεται στο πλευρό του. Η πίστη μετατρέπεται σε μηχανισμό μεταφυσικής νομιμοποίησης της ιδεολογίας τους αλλά και των πολιτικών επιλογών της εκάστοτε εξουσίας που ασκούν ή επηρεάζουν άμεσα. Ο άνθρωπος από συνειδητό υποκείμενο της ιστορίας του επαναμετατρέπεται (σε σχέση με την εποχή μας), σε άβουλο όργανο μιας εξωκοσμικής βουλήσεως όπως αυτή ερμηνεύεται και κατοχυρώνεται από το κύρος και την εξουσία της ομάδας.
Β. Οι φραστικές διατυπώσεις εμπεριέχουν χαρακτηρισμούς και αμφισβητήσεις τόσο των προθέσεων όσο και του περιεχομένου του λόγου των αντιπάλων, στο βαθμό που η καχυποψία φθάνει μέχρι το σημείο κατάδειξης συνωμοσίας. Το μεταφυσικό περιεχόμενο των δοξασιών και των αιτουμένων τους συνεπάγεται κατά βάση υπερ – εμπειρικούς ελέγχους και περιορισμούς(47). Δηλαδή οι στόχοι, οι αξίες, οι κυρώσεις και οι ποινές δεν έχουν εγκόσμιο, εμπειρικό περιεχόμενο και πραγματώνονται μέσα από μη ορθολογικές διαδικασίες. Όλοι πρέπει να προσαρμοστούν στις συνήθειες και τα ήθη τους.
Γ. Ο λόγος τους κυριαρχείται από την εξύβριση των άλλων και την εξύψωση των ημετέρων. Εκτονώνει την καθαρότητά του ως οργάνου της θείας δίκης, εξαποστέλλει στο πυρ το εξώτερο οτιδήποτε διαφωνεί με τις απόψεις του ή βλασφημεί κατά των θεωρούμενων αρνητών του θείου λόγου. Είναι δηκτικός και μειωτικός, για τους αντιπάλους, με χυδαίους για το εκκλησιαστικό ήθος χαρακτηρισμούς, συγκροτείται έντονα μαχητικός και συγκρουσιακός και εφαρμόζει θεωρητικά την κατά μέτωπο επίθεση αλλά και την εξόντωση του διαφορετικού. Οριοθετεί ένα κόσμο μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Που σημαίνει ότι εμπνέει στους οπαδούς του διαφορετικού τύπου συναισθήματα και νομιμοφροσύνη, προτρέπει σε διαφορετικού τύπου στάσεις και ενέργειες και εξαρτάται από διαφορετικού τύπου μηχανισμούς εδραίωσης και επέκτασης.
Δ. Ομολογείται διαχωρισμός των ανθρώπων – βάσει ιδεολογίας και βάσει καταγωγής, προχωρεί σε κινδυνολογίες και προτρέπει σε πράξη. Δε συμβάλλει στην απόσπαση του ατόμου από στενούς παραδοσιακούς δεσμούς και στην ενσωμάτωσή του σε νέα σύνολα, σε διευρυμένα σύγχρονα πλέγματα κοινωνικών σχέσεων. Δεν εμπεριέχει δηλαδή κοσμικές και ανθρωποκεντρικές αφαιρέσεις ούτε επιτρέπει στα κοινωνικά υποκείμενα να αυτοπροσδιορίζονται ούτε βεβαίως επιτρέπει στο άτομο να αποσπάται από τις στενές διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο φανατικός θεωρεί μόνο τον εαυτό του και τους ομοϊδεάτες του καθαρούς και αρνείται να εμπλακεί σε κάθε περίπτωση ακόμη και με αυτούς που καταλαβαίνουν, θεωρητικά έστω, το Θεό με τον ίδιο τρόπο ή που αυτοαποκαλούνται επίσης με τον ίδιο δογματολογικό χαρακτηρισμό. Πρόκειται για την πιο σαφή κατάλυση τις όποιας οικουμενικότητας εμπεριέχει η θρησκεία, αλλά και της αδιαμφισβήτητης άρνησης της διαφορετικότητας όπως κι αν αυτή ορίζεται, σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο.
Πρόκειται επομένως για ένα ιδεολογικό λόγο που, ενώ εκφράζεται σήμερα, μάς μεταφέρει σε παρελθόντες χρόνους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας αποτελεί μέλος μιας πολυπολιτισμικής Ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Αυτό και μόνο αποτελεί την ασφαλή οδό της κρίσης και της απόρριψης της ανορθολογικότητας των όποιων φραστικών ευφραδειών των εκφραστών του παρελθόντος. Η πραγματικότητα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία σε αναφορά με τη θρησκεία είναι η θρησκευτική πολυφωνία(48) και ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων που ορίζουν και ορίζονται από την υπαρξιακή αναφορά του κάθε ανθρώπου, χωρίς αυτό να σημαίνει την προβολή της θρησκείας ως όργανο για την επιδίωξη αθέμιτων σκοπών ή ασπίδα συμφερόντων που αντιβαίνουν την οποιαδήποτε επιτακτική κοινωνική ανάγκη(49). Το τελευταίο άλλωστε δεν αναιρεί την έννοια της επικρατούσας θρησκείας(50) σε κάθε πολιτισμό αλλά επαναφέρει την αίσθηση της παράδοσης στη χωροχρονική ένταξή της, δηλαδή σε μια διαφορετική πραγματικότητα για κάθε σημείο του πλανήτη, σε κάθε γειτονιά των απέραντων σύγχρονων μεγαλουπόλεων, σε όποια αίσθηση κατανόησης του υποκειμένου, σε σχέση με ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που η έννοια της μειονότητας ή της πλειοψηφίας αυτοαναιρούνται στο πλαίσιο μιας τυχαίας ή συνειδητής επιλογής κατοικίας(51).
Σίγουρα δεν είναι μόνο η Καλαμάτα. Ολόκληρη ίσως η Ελληνική επαρχία παρουσιάζει παρόμοια φαινόμενα. Ακόμη και οι αστικές ζώνες δεν υστερούν. Ο θρησκευτικός φανατισμός καίει βιβλία, αφορίζει κινηματογραφικές ταινίες, καταδικάζει τους αντιπάλους. Για τον φανατικό καταλύεται κάθε έννοια της κοσμικής τάξης. Κυβερνήσεις, κόμματα, επιστήμη, λογοτεχνία, κάθε έκφραση και δημιουργική διάθεση του ανθρώπου πρέπει να εναρμονιστεί με την ιδεολογία τους. Διαφορετικά δεν αξίζει να υπάρχει.
Στην εποχή μας αρκετά παραδείγματα καταδεικνύουν ότι ο φονταμενταλισμός είναι παράγωγο του θρησκευτικού φανατισμού(52). Εκεί όμως ο θρησκευτικός ηγέτης ταυτίζεται με την ιδεολογία του θρησκευτικού φανατισμού. Το δυστύχημα είναι όταν παρατηρεί κανείς το γεγονός εκκλησιαστικοί ηγέτες να είναι αρκετά χρόνια μπροστά από το ποίμνιό τους. Τότε γεννώνται αρκετά ερωτήματα.
Μήπως η προηγούμενη εκκλησιαστική διοίκηση καλλιεργούσε ή βασίστηκε σε τέτοιες νοοτροπίες;(53) Μήπως η εν γένει συντηρητικότητα της όποιας τοπικής κοινωνίας οδηγεί αβίαστα στην ξενοφοβία και φυσικά το θρησκευτικό ρατσισμό; Μήπως τελικά το να είναι κανείς ορθόδοξος είναι δυσκολότερο από το να το δηλώνει απλά;
Σε κάθε περίπτωση «…θά πρέπει νά ξεπεράσουμε τά στενά ὅρια τῆς ἰδεολογίας καί νά εἰσέλθουμε στή διαλογική εὐρύτητα τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας, ὅπου ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τήν εἰδοποιό διαφορά μεταξύ τῆς ἀσκητικῆς βίωσης τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἰδεολογικῆς ὑπεροχῆς. Ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἀλήθειας σημαίνει ταπείνωση, ἡ ἐλευθερία στό χῶρο τῆς ἰδεολογίας σημαίνει αἴσθημα ὑπεροχῆς καί ταπείνωσης τοῦ ἄλλου, πού δέν συμφωνεῖ μέ τή συγκεκριμένη ἰδεολογία. Νομίζω ὅτι ἡ σημασία τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀλήθειας ἔναντι τῆς ἰδεολογίας τῆς ἀπάτης, στούς σύγχρονους καιρούς τῆς ἀμφισβήτησης καί τῆς παραμόρφωσης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἔχει τή δική της ἐπικαιρότητα. Ἡ ἐλευθερία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ἔκφρασης τῆς ἀλήθειας καί ἡ κοινωνία ὡς ὁ κατεξοχήν τρόπος ὕπαρξης τοῦ προσώπου, ἐπιβεβαιώνουν τόν ἐμπειρικό τρόπο βίωσης τῆς ἀλήθειας ὡς κοινωνίας καί ἐλευθερίας καί αὐτό μόνο μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό κατεξοχήν μοντέλο τῆς σύγχρονης κοινωνίας, γιά μία κοινωνία ἀνθρώπινη καί οὐσιαστική»(54).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Για περισσότερα βλ. ενδεικτικά: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Το στίγμα και ο κοινωνικός στιγματισμός από την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα», Κοινωνική Εργασία – Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών 59 (2000), σσ. 197 – 215.
2. Όπως παρατηρεί ο Ε. Ιλιένκοφ (Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό, Οδυσσέας, Αθήνα 1976), ο ανθρώπινος εγκέφαλος σκέφτεται μόνο όταν μετατρέπεται σε όργανο του συλλογικού σώματος του ανθρώπινου πολιτισμού, δηλαδή του «ανόργανου σώματος του ανθρώπου».
3. Επομένως η διαδικασία της κοινωνικοποίησης, κατά τον Γάλλο εκπρόσωπο του δομισμού στην ψυχανάλυση Ζακ Λακάν, ταυτίζεται ουσιαστικά με την απόκτηση της συνείδησης της υποκειμενικότητας. Κάτι παρόμοιο υποστήριζε και ο Τζορτζ Μιντ, όταν μιλούσε για την κατασκευή του «εαυτού». Μόνον που ο Λακάν θεωρεί πως αυτό που οικοδομείται δεν είναι ο κατά Μιντ «εαυτός», αλλά το «εγώ», δηλαδή το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο έχει συνείδηση του ελέγχου που μπορεί να ασκήσει επί των παρορμήσεών του: δες ενδ. Ian Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία – Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σσ. 344 – 345, 164 – 165.
4. Τη διαφορά όπως και τη συνάφεια του εκπολιτισμού και της κοινωνικοποίησης δες ενδ. στο: Σ. Κρίβας, Παιδαγωγική επιστήμη; Βασική θεματική, Gutenberg, Αθήνα 1995, σσ.118 – 119.
5. Ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργεί ως αυτοτελής μηχανισμός κοινωνικοποίησης: Δ. Γ. Τσαούσης, Η κοινωνία μας, Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 212.
6. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Αποτελεί η θρησκεία στις μέρες μας κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή;», Σύναξη, τ. 87 (2003), σσ.14 – 24.
7. Βλ. ενδ.: T. Parsons, The Structure of Social Action, The Free Press, New York 1949.
8. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης. Κοινωνίες των πολιτών ή κατ’ επίφαση τοπικές Δημοκρατίες;», Επιστημονική Επετηρίδα Εφαρμοσμένης Έρευνας, VOL. X, Νο 2, (2005), σσ.135 -147.
9. Χ. Γιανναράς, Ενάντια στη Θρησκεία, Ίκαρος, Αθήνα 2006, (βλ. όλο το κεφάλαιο: Η πίστη ως ιδεολογία σσ. 86 – 96), σ. 86
10. Πρβλ. ό.π., σ. 96.
11. Ό.π., σ. 88.
12. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και ιδεολογία – Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος», στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις στον Ορθόδοξο Πολιτισμό. Όψεις του Ελληνικού παραδείγματος, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη, 2007, σσ.17 – 83.
13. Για περισσ. βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Θρησκεία και φιλελευθερισμός στο δρόμο για μια πολυπολιτισμική – πολυθρησκευτική κοινωνία», Σύναξη, τ. 108 (2008) σσ.41 - 47.
14. Γενικότερα για τα χαρακτηριστικά του θρησκευτικού φανατισμού βλ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Ο κόσμος ως προϊόν και ο θρησκευτικός φανατισμός. Σημεία σύγκρουσης των δύο ιδεολογιών», Σύναξη, τ. 104 (2007), σσ. 40 – 42.
15. Κορύφωση της διαμάχης σημειώθηκε με την απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Υπαπαντής Καλαμάτας για παραχώρηση χρήσης (πέντε ετών) του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών (οδός Αλαγονίας) για τις λατρευτικές και λειτουργικές ανάγκες των Ρωμαιοκαθολικών της περιοχής, εφόσον δε διαθέτουν άλλο ναό. Η ίδια εκκλησία είχε παραχωρηθεί στους εν Καλαμάτα εγκατασταθέντες χριστιανούς της Αρμενικής Εκκλησίας από το 1920 έως το 1946.
16. Στην εφημ. Φωνή, 6.10.2008, από το άρθρο: «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν» σταχυολογούμε: «…με τα ανοίγματά του ο δεσπότης μας και οι άλλοι κληρικοί προς την κοινωνίαν – κόσμο κοσμικοποιούνται και οσονούπω καθίστανται ΄ζευγάδες΄», «ετσιθελικώς – λες και ο ιερός ναός είναι αμπελοχώραφο του πατέρα του – κάνει το δωράκι τούτο στους Λατίνους», «…ως κοσμικός πλέον άρχων και ουχί εκκλησιαστικός παραδίδει το άγιον τοις κυσί», «…έχουμε το ντουέτο – φαινόμενον ερμαφροδίτου ορθοδόξου και λατινίζοντος δεσπότου». Στην εφημ. Φωνή, 13.10.2008, στο άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» αποκαλείται εκ νέου «…ο ξένος και φιλοξενούμενος Ιεράρχης», ενώ επεκτείνεται η επίθεση εναντίον καθενός υποστηρικτή των θέσεων του δεσπότη: «…πώς είναι δυνατόν ένας θεολόγος να είναι τόσο άσχετος;», «επιλεκτική ΄υπολογιστική αγάπη΄ μόνον υπέρ των καθολικών», «…αυτή είναι η απάντηση στον αθεολόγητο». Και στο άρθρο της εφημ. Σημαία, 16.9.2008, «Παπατρέχας (=παπασούζας), παπαροκάς, παπαχορευταράς κλπ» περισσεύουν οι χαρακτηρισμοί κατά των ΄παραστρατημένων΄ ιερέων και μοναχών: «…είδον ένα παπα-πάπαρδον, ευτραφή», «…αυτός ο αναίσθητος, αδιάντροπος και μασκαράς», «…φρενοβλαβή ιερομόναχον», «…η ομάδα των μοναχών, σαν αρκουδιάρηδες», «κυναίδου ρασοφόρου», «μητροπολίται τερψιπρωκτούν». Όλα αυτά δεν είναι η κρίση του γράφοντος αλλά συμβαίνουν «…ενώπιον του ευσεβούς πληρώματος των χριστιανών που τους προκαλούν τη σιχαμάρα και αποστροφή», γεγονός που «…προσβάλλει την αγίαν μας ορθοδοξίαν» και «…εχλευάσθη η ορθοδοξία μας διεθνώς». Πολύ περισσότερο «…αν έζη (ο Μέγας Βασίλειος) θα έλεγε: τον εκτραχηλισμένον κληρικόν περικράτησον».17. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)»
18. Εφημ. Φωνή, 10.10.2008, από το άρθρο: «Απάντησις στο άρθρον ΄περί παραχωρήσεως του Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών εν Καλαμάτα εις τους Καθολικούς» σταχυολογούμε: «δείχνει ότι είναι έτοιμος, εμπρός στο εμπορικό κέρδος, να απεμπολήσει και να θυσιάσει τα όσια και τα ιερά» και δεν λείπει η προτροπή «ας μελετήσει... έτσι δεν θα αμαρτάνει πλέον περί τους ιερούς κανόνας».19. Εφημ. Φωνή, 13.10.2008, από το άρθρο: «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «…το γεγονός αυτό ήταν άκρως απαράδεκτο για Ορθόδοξο κληρικό... εκτός και αν τον ενδιέφερε μόνο η καριέρα του, έναντι, ίσως, μελλοντικών παραχωρήσεων» και παρατηρείται στο όνομα του λαού ότι «κακή κοινωνική εντύπωση έχει προκαλέσει στο μεσσηνιακό λαό η ανεπίτρεπτη για ορθόδοξο πρεσβύτερο τότε ενέργειά του».
20. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, από το άρθρο: «Δύο ευανάγνωστα συμπτώματα εκκοσμίκευσης» σταχυολογούμε: «Είναι αποτέλεσμα μυστικών συμφωνιών εκκοσμικευμένων Επισκόπων σε ανώτατο επίπεδο εκκλησιαστικής ιεραρχίας», αλλά εκ μέρους των πιστών δηλώνεται ότι «πάντως οι ορθόδοξοι πιστοί, δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τις εκκοσμικευμένες και προκλητικές πρακτικές κάποιων ιερωμένων».
21. Εφημ. Φωνή, 19.9.2008, από το άρθρο: «Και οι εφεδρείες στον αγώνα της Ιεράς Μητροπόλεως και του κ. Γιάννη Μπουγά» σταχυολογούμε: «λιβανιστές» με τη «φιλική (φιδική) προτροπή» τους από τη μια και υπέρ «του εξαιρέτου Μεσσηνίου και αγίου ανθρώπου» από την άλλη. Αποκαλύπτεται «…αυτό που λένε οι ΄κακές γλώσσες΄, ότι το κίνητρό σου... είναι μη ηθικό και ανεπίτρεπτο» και είναι έκδηλη η ειρωνεία: «…σου αξίζουν δημόσια συλλυπητήρια για τη δημόσια ηθική σου πτώση» και «πολλά φιλιά σου να δώσεις στον ΄κολλητό΄ σου».22. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 25.9.2008, από το άρθρο: «Στο ΄είναι και στο φαίνεσθαι΄ του κ. Γ. Γιακουμή» σταχυολογούμε: «νέοι ΄λιβανίζοντες΄ επιστήμονες» και «κάποιος θρησκευτικός λαϊκός ΄κομματάρχης΄ της Καλαμάτας». Υποκρύπτεται «κολακεία ΄προς τον Σοφόν Πανεπιστημιακόν Διδάσκαλον΄» και «αθώα άτομα της Μεσσηνίας» απειλούνται από τον «εν λόγω φθινοπωρινό κύριο φιλόλογο» και από ένα κληρικό «που εμφανίζεται ενίοτε δημόσια ασκεπής, ΄ξεκούτρουλος΄, όπως λέει ο λαός μας», οι οποίοι θέλουν να «φωτίσουν τους φοιτητές με την αμφιλεγόμενη σοφία τους». Ένας από τους σκοπούς του άρθρου είναι να μην εκλαμβάνονται οι αναγνώστες «των μεσσηνιακών εντύπων ως πνευματικώς ανώριμα και εύπιστα μεσσηνιακά νήπια».23. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, «Έως πότε συμβιβασμοί;»
24. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, από το άρθρο: «Όταν οι φύλακες προδίδουν» σταχυολογούμε: «συκοφάντησε τον εκλεκτό Μητροπολίτη», «…κάποιος... θεολόγος αθεολόγητος... έγραψε», «Αργότερα ίσως μας φέρει καρδινάλιους για να συλλειτουργήσουν μαζί του και να μας διδάξουν τις αιρετικές του δοξασίες», «…ας πάει στην παπική εκκλησία να γίνει καρδινάλιος και να μας απαλλάξει από την παρουσία του», «Η απόφαση αυτή του Μητροπολίτη είναι η δεύτερη απαράδεκτη πράξη του η οποία σκανδάλισε τους χριστιανούς του νομού και όχι μόνο», «Πρέπει να καταλάβει ότι οι ιεροί ναοί μας ανήκουν σε μας τους Ορθοδόξους που τους κτίσαμε και τους καθαγιάσαμε», «…ο πιστός λαός του Θεού ως ένας άνθρωπος θα πρέπει να αντισταθή δυναμικά...».25. Εφημ. Φωνή, 21.10.2008, από το άρθρο: «Έως πότε συμβιβασμοί;» σταχυολογούμε: «Τι δεν θα ήκουε ο άγιος Αλέξανδρος, εάν έζη σήμερον, από τους οικουμενιστάς, από τους ανθρώπους της ΄αγάπης΄;»26. Εφημ. Φωνή, 26.11.2008, από το άρθρο: «Τα ΄Λουκούλια γεύματα΄» σταχυολογούμε: «Ιδού Επίσκοπος, ιδού ΄μάλαμα΄», «…έτσι μπασταρδεύει την χριστιανικήν διδασκαλίαν – Ορθοδοξίαν», «…προκάλεσε την δυσαρέσκειαν, μάλλον την μήνιν των ενδεών, και κατ΄ ακολουθίαν, του χριστιανικού λαού της μητροπόλεώς του» και όχι μόνο του γράφοντος. Επιστρατεύεται και ο άγιος: «…προσβάλλει με τα λόγια του, ξεφαντώματά του, λουκούλλεια γεύματά του, τον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον» ή «…μη ζων την ζωή του ιερού Χρυσοστόμου παραχρυσοστομεί και αντιχριστοτομεί, μη οικοδομών αλλά αποδομών. Ουαί δια τους Μεσσηνίους».27. Εφημ. Φωνή, 14.10.2008, από το άρθρο: «Ιδού ο Μητροπολίτης» σταχυολογούμε: «…κινούμενος από.. χριστιανική αγάπη την οποία εκδηλώνει προς τους φίλους του ρωμαιοκαθολικούς και μόνον», «Ιδού ο χριστιανός, ιδού ο Μητροπολίτης. Τι μικρότητα...; Καμαρώστε τον». Εφημ. Φωνή, 04.11.2008, από το άρθρο: «Ένας Ορθόδοξος Αρχιμανδρίτης γράφει στον Μητροπολίτη για την παραχώρηση ναού στους καθολικούς» σταχυολογούμε: «Ορθόδοξος επίσκοπος είστε ή Λατίνος;». Εφημ. Φωνή, 18.10.2008, από το άρθρο: «Είναι άραγε τίμιο ξύλο;» σταχυολογούμε: «…ή μήπως αρκεί να πιάσει στα.. ιερά χέρια του ο παπάς σε συνεννόηση με τον.. εκσυγχρονιστή Σεβασμιώτατο, για να γίνει αυτομάτως κάθε κομμάτι ξύλου άγνωστης προέλευσης ΄τίμιο΄;».28. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 23.10.2008, από το άρθρο: «Το ανύπαρκτο.. ΄μεγαλύτερο τεμάχιον του τιμίου ξύλου΄» σταχυολογούμε: «…γιατί δεν ανακοινώσατε, κύριοι μεγαλόσχημοι κληρικοί, στους πιστούς χριστιανούς της Μεσσηνίας την όλη αλήθεια;», «…εκτός, πλέον, και αν εσείς έχετε ανακαλύψει σήμερα δικό σας Τίμιο Ξύλο».29. Εφημ. Φωνή, 03.11.2008, από το άρθρο: «Μετά τον Τίμιο Σταυρό» σταχυολογούμε: «Τι άλλο θα βρείτε να μας φέρετε.. στην προσπάθειά σας να αγιάσουμε, ΄ευσεβέστατε΄ αρχιμανδρίτα; Ανυπομονούμε και αναμένουμε γονυκλινείς...»30. Εφημ. Φωνή, 28.10.2008, στο άρθρο: «Μια οφειλόμενη απάντηση στο θεολόγο Ιωάννη Π. Μπουγά» παρεμβαίνουν όσοι αυτοαποκαλούνται «Ευσεβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί», για να αντιπαρατεθούν σε ένα «…σκοταδιστικό και αηδιαστικό σχόλιο» που προηγήθηκε και «αναστάτωσε τον Ορθόδοξο πιστό λαό του Κυρίου».31. Εφημ. Ελευθερία, 10.11.2008, «Προς Παραθεολογούντας. Δευτέρα επιστολή».
32. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 1.10.2008, «Ο εγωισμός και οι ολέθριες συνέπειές του».
33. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 9.10.2008, «ECCE HOMO (= Ιδού ο άνθρωπος)».
34. Εφημ. Φωνή, 14.10.12008, «Απάντηση στον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου για τα συγχαρητήρια στον Μητροπολίτη μας που παραχώρησε Εκκλησίαν στους Καθολικούς».
35. Εφημ. Ελευθερία, 20.10.2008, «Σκέψεις υπό το πρίσμα της αγάπης».
36. Εφημ. Φωνή, 24.10.2008, «Κάποιοι αμετανόητοι μεγαλοκληρικοί, χωρίς συστολή παραπληροφορούν».
37. Εφημ. Φωνή, 6.10.2008, «Σύγχρονος – κοσμικός ποιμήν».
38. Εφημ. Φωνή, 11.10.2008, «Απάντηση στον κ. Μπουγά περί της αιρέσεως των Παπικών».
39. Εφημ. Φωνή, 25.10.2008, «Προσευχή ενός πολίτη στο Θεό δικαιοκρίτη».
40. Εφημ. Μεσσηνιακός Λόγος, 27.10.2008, από το άρθρο: «Από έναν ΄ανόητο΄ και ΄βέβηλο΄ κατά τον κ. Σαββάτο» σταχυολογούμε: «Ανόητοι και βέβηλοι είναι όλοι οι ανά την Ελλάδα ΄χριστέμποροι΄ κληρικοί», «…θα κόψουμε την όρεξη κάποιων - δύο ή τριών ΄έξυπνων΄ κληρικών μας που.. κοπιάζουν τόσο συχνά να μας.. ΄αγιάσουν΄».
41. Εφημ. Φωνή, 24.11.2008, από το άρθρο: «Αγάπη προς τους αιρετικούς παπικούς, μίσος και κακότητα προς τους αδελφούς ορθοδόξους» σταχυολογούμε: «Γιατί γράφει ανοησίες και εκθέτει τόσο πολύ τον εαυτό του;», «Νιώθω ότι υποτιμώ την νοημοσύνη μου με το να ασχολούμαι με τα γραφόμενά σου», «…παύσε γιατί άθελά σου γίνεσαι και συ αιρετικός», «…τα σχέδια του φιλοπαπικού Μητροπολίτη».42. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Οι ΄μη αιρετικοί παπικοί΄ του κ. Γιάννη Μπουγά».
43. Εφημ. Ορθόδοξος Τύπος, 31.10.2008, «Διαμαρτυρίαι δια την παραχώρησιν Ορθοδόξου Ιερού Ναού εις τους παπικούς της Μεσσηνίας».
44. Εφημ. Ελευθερία, 9.10.2008, «Δεν υποχωρεί η Μητρόπολη για τους καθολικούς».
45. Εφημ. Φωνή, 21.10.1008, «Έμποροι της πίστεως ή αναλφάβητοι;».
46. Εφημ. Θάρρος, 21.10.2008, «Υπερβολές και πιθανές παρενέργειες» .
47. M. E. Spiro, «Religion: Problems of Definition and Explanation», στο M. Banton, Anthropological Approaches to the Study of Religion, London 1978, pp. 91 – 98.
48. Βλ. ειδ. : Κ. Κυριαζόπουλος, «Ο ευρύς συνασπισμός ετερόκλητων θρησκευτικών ομάδων – ομάδων ατομικών ελευθεριών και η ελεύθερη άσκηση της θρησκείας στις ΗΠΑ, Θρησκευτική πολυφωνία σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», Καθ’ Οδόν, τ. 16 (2000), σσ. 63–69. http:/www.religious-freedom.org./const.html, p.1
49. Κ. Κυριαζόπουλος, ό.π., σσ. 65-67
50. βλ. ενδ. : Δ. Μαγριπλή, «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας, μια ιστορική επισκόπηση από το Βυζάντιο έως σήμερα», Βυζαντινός Δόμος 12 (2001), σ. 100-1.
51. Δ. Γ. Μαγριπλής, «Η θρησκεία υπό το φως των νέων συνθηκών», Νέα Εστία, τ. 150 (2001), σ. 184-5.
52. Βλ. ενδ.: Δ. Γ. Μαγριπλής, «Μπορεί η θρησκεία να γίνει αιτία πολέμου;», Θρησκειολογία 3 (2002), σσ. 223–228.
53. σχετικά βλ. ενδ.: Ι. Μπουγάς, «Εκκλησιαστική κοινότητα και τοπικοί φορείς πολιτισμού: σχέση ελευθερίας ή υποταγής; (το παράδειγμα της Μεσσηνίας)», flash της Μεσσηνίας, τ. 227-228 (2008), σσ. 56-60.
54. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Σαββάτος, «Δοκίμιο γιά τήν Ἰδεολογία. «Αλήθεια» και «Ιδεολογία» για μια κοινωνία ανθρώπινη και ουσιαστική» στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Η Ιδεολογία στο χρόνο μέσα από εκφάνσεις του Πολιτιστικού φαινομένου, Αν. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 279.