(Χριστουγεννιάτικες
σκέψεις)
Τὴν
ἀφορμὴ μοῦ τὴν ἔδωσε ὁ γείτονάς μου,
ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί, μάλιστα,
τὸ γεμᾶτο τρυφερότητα καὶ ἑόρτιο ἦθος
διήγημά του, «Ἡ θειὰ Μυγδαλίτσα» ἤ, τὸ
«Θαῦμα τῶν Χριστουγέννων».
Ἡ
σκηνὴ λοιπόν, ποὺ περιγραφει,
διαδραματίζεται στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθου,
ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Χριστοῦ. Τὰ
πρόσωπα τώρα. Ὅλοι τους εἶναι ἁπλοϊκοί,
ἀψεγάδιαστοι καὶ ἀπέριττοι ἄνθρωποι.
Πρόκειται δηλαδή, γιὰ κάποιους ἀγράμματους
ποιμένες καὶ μιὰ ταπεινή, φτωχὴ κι
ἁπλοϊκὴ γερόστισσα, τὴ θειὰ Μυγδαλίτσα:
μιὰν ἀθεράπευτη δηλαδή νοσταλγὸ τῆς
πατρογονικῆς της, τῆς παλιᾶς ἐνορίας
τοῦ Χριστοῦ στὸ Καστρο, ἡ ὁποία ἐκείνη
τὴν Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων
παρέμεινε ἀλειτούργητη. Κι ἔτσι
ἀποφασίζει νὰ μὴν ἀφήσει τὸν Χριστὸ
τέτοια μέρα ποὺ ξημερώνει ἔρημο, γι᾿
αὐτὸ κι ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴ Χώρα νὰ
πάει στὴν ἀλειτούργητη ἐκκλησία, νὰ
ἀνάψει τὰ καντήλια, νὰ προσευχηθεῖ
νὰ κάμει Χριστούγεννα συντροφιὰ μὲ
τὶς μνῆμες της.
Συναντιέται,
λοιπόν, μὲ τοὺς βοσκούς ποὺ ἀπαγκιάζουν
ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά καὶ μετὰ πηγαίνει
μέσα στὸν ναὸ τοῦ Χριστοῦ ν᾿ ἀνάψει
τὰ καντήλια, μέρα ποὺ ξημερώνει. Ἔχει
πιὰ νυχτώσει γιὰ τὰ καλά. Οἱ
βοσκοὶ συνομιλοῦν μεταξύ τους.
«-Μεσάνυχτα!
Νά, μεσάνυχτα, διέκοψε τότε ὁ Κουτσογεώργης,
μετὰ ὥραν σιωπῆς καταβιβάσας τὴν
κουκούλαν τῆς κάππας καὶ θεωρῶν σοβαρῶς
τοὺς ἀστεϊσμούς.
-Νά
ὁ ἀστέρας ! Νά ὁ μεσονύχτης! εἶπε καὶ
ὁ ἄλλος ποιμήν, παρακολουθῶν τὸν
σύντροφόν του εἰς τὴν πρακτικὴν ταύτην
ἀλλ᾿ ἀκριβῆ ἀστρολογίαν.
Καὶ
τοὺς εἶδες τότε ἐκεῖ τοὺς σκαιοὺς
αὐτοὺς ποιμένας ν᾿ ἀποκαλυθφῶσι
εὐλαβῶς καὶ νὰ προσκυνῶσι ἐπί τινας
στιγμὰς ἐν κατανύξει, γονατισμένοι,
ὡς νὰ παρίσταντο μυστηριωδῶς ἐν τῇ
ἑβραϊκῇ Βηθλεὲμ εἰς τὴν θείαν τοῦ
Σωτῆρος γέννησιν.
-Χριστούγεννα,
Χριστούγεννα !»
Δὲν
εἶναι αὐτὴ ἡ σκηνὴ αὐτὴ ποὺ περιγράφει
ὁ Μωραϊτίδης ἕνα ἐπικοινωνιακὸ
τέχνασμα ἐντυπωσιασμοῦ, ἤ μιὰ μηχανικὴ
κίνηση-ἄντε πᾶμε στὸ ναὸ κάνουμε τὸ
σταυρό μας κι ὕστερα ξαναγυρίζουμε στὴ
βολή μας, ὅπως π. χ. γίνεται στὴν Ἀνάσταση.
Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς
διαφορετικά. Κανένας δὲν τοὺς παρακολουθεῖ
τοὺς ἁπλοϊκοὺς αὐτοὺς πιστοὺς
ποιμένες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅ,τι κάνουν,
τὸ πράττουν μὲ βαθειὰ συναίσθηση,
ἀναμφισβήτητη εἰλικρίνεια καὶ πολὺ
περισσότερο μὲ στέρεη πίστη. Μπορεῖ
νὰ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν ὁποιοδήποτε
ναὸ ποὺ ἀπόψε, αὐτὴ τὴ θεϊκὴ βραδυὰ
πανηγυρίζει καὶ τιμᾶ τὴν τοῦ Θεοῦ
Μητρόπολιν, ὅμως ἐκεῖνοι, ποὺ οἱ
ἐργασιακές τους ὑποχρεώσεις τοὺς
ἔχουν θέσει στὸ περιθώριο, ἀπόψε
γιορτάζουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο,
χαίρονται καὶ εὐφραίνονται ἀπροσποίητα
τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ
Λόγου καὶ βιώνουν τὰ Χριστούγεννα μὲ
τὴν ἀναμονὴ καὶ τὴν ἄδολη προσκύνηση.
Κι ἄν ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ ἱστορικὴ τοῦ
Κάστρου ἐνορία τοῦ Χριστοῦ δὲ
λειτουργήθηκε, ὡστόσο εἶχε τοὺς δικούς
της πανηγυριστὲς καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα
προσκυνητὲς καὶ φίλους: Τοὺς ποιμένες
καὶ τὴ νοσταλγὸ τῶν ἀρχαίων τῆς
ἐνορίας της πανηγυρεων, τὴ θειὰ τὴ
Μυγδαλίτσα. Ἕνα μικρὸ μὲν ποίμνιο,
ὅμως μὲ μιὰ ἐκρηκτικὴ πίστη μέσα του,
ποὺ πραγματικὰ συγκλονίζει.
Καθὼς
ξημερώνουν, λοιπόν, Χριστούγεννα καὶ
οἱ ναοὶ ἑτοιμάζονται νὰ δεχθοῦν τοὺς
πιστοὺς καὶ νὰ συνεορτάσουν ὅλοι μαζὶ
«Χριστοῦ τὰ Γενέθλια», ὁ νοῦς καὶ ἡ
ψυχὴ τοῦ κάθε συνειδητοῦ πιστοῦ
ταξιδεύει καὶ προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει,
τούτη τὴν τρυφερὴ τὴ νύχτα, ὅλους
ἐκείνους, ποὺ ἀνήμποροι ὄντες, στέκουν
σιωπηλοὶ καὶ ἀγναντεύουν παλιὰ
Χριστούγεννα ν᾿ ἀνατέλλουν στὸ βάθος
τοῦ καιροῦ ποὺ πέρασε. Ἤ ἀκόμα κι
ἄλλους, ποὺ σὲ θαλαμους νοσοκομείων
ἀνασαίνουν τὸ παγωμένο φτερούγισμα
τοῦ θανατου ποὺ σιμώνει. Ὅπως ἐπίσης
ἐκείνους, ποὺ εἶναι συγκλονισμένοι,
καθὼς ἀντικρύζουν Χριστούγεννα ποὺ
πέρασαν καὶ στεκουν πίσω ἀπὸ ὑγρὰ
τζάμια φορτωμένοι θλίψη καὶ φαρμάκι.
Κι αὐτό, γιατὶ δεν μποροῦν κι ἴδιοι
ν’ ἀποδράσουν τούτη τὴ νύχτα καὶ νὰ
γιορτάσουν, πραγματοποιώντας ἐκεῖνο
ποὺ κελεύει τὸ τροπάριο. «Δεῦτε ἴδωμεν
πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός...».
Γιατὶ εἶναι ἡ φύση τῆς δουλειάς τους
τέτοια ποὺ ἐξατμίζει κάθε προσδοκια
γιὰ φέτος. Ὅμως στὸ βάθος τῆς ψυχῆς
τους ἀνοίγουν ἕνα παράθυρο ἐλπίδας
πρὸς τὸ αὔριο, ὅτι δηλαδή, τοῦ χρόνου
τὰ πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά.
Ὡστόσο,
κάτι ποὺ ἀκόμα πληγώνει τὴν ψυχὴ τούτη
«τὴν Ἅγια Νύχτα τὴ Χριστουγεννιάτικη»
εἶναι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ναοὶ ἤ καὶ τὰ
μοναστήρια, ποὺ ἀπόψε σιωποῦν. Γιατὶ
κανένας δὲν θὰ πάει νὰ τοὺς λειτουργήσει
ἤ ν΄ ἀναψει κάποιο καντήλι, νὰ θυμιάσει,
νὰ ψάλει τὸ τροπάριο καὶ νὰ συντροφέψει
τοὺς ἴσκιους τῶν ἀπὸ αἰώνων
χρηματισάντων, κτιτόρων, ἱερατευσάντων
καὶ διακονησάντων ἐν αὐτοῖς. Τοὺς
προσμοναρίους δηλαδή, ἴσκιους, ποὺ
σιωπηλοὶ στοιχειώνουν τοὺς ἔρημους
χώρους καὶ περιμένουν τὴν ἀνθρώπινη
παρουσία νὰ τοὺς μνημονεύσει, νὰ τοὺς
τιμήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάθε ἀνθρώπινη
παρουσία σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς τοὺς
χώρους εἶναι καὶ ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα,
ἰδιάιτερα τούτη τὴν Ἅγια Νύχτα,
παραμυθία ἀπερίγραπτη καὶ παρουσία
πολύτιμη. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ θρυμματίζεται
μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ
σιωπή, ἀλλὰ καὶ ἀπομακρύνονται.
Ὡστόσο,
μπορεῖ κανένας νὰ ὑπολογίσει καὶ κάτι
ἀκόμα. Τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες
ποὺ ἀποτρέπουν κάθε εὐλαβικὴ ὕπαρξη
νὰ βρεθεῖ σὲ τοῦτα τὰ ἀπόμερα καὶ
σιωπηλά ἱερὰ καθιδρύματα. Καὶ μὲ
ὀδύνη, λοιπόν, σκέφτονται πὼς ἐτούτη
τὴν εὐλογημένη ἡμέρα ἀπομένουν
σιωπηλά, σκοτεινά καὶ ἀλιβάνιστα. Ὅμως
ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους μιὰ
παραμυθία ἀλλόκοτη ἁπλώνεται μέσα
τους, ὡς ἄλλος καθησυχασμός, φτερούγισμα
ἑόρτιο καὶ συνάμα εὐλογία. Γιατὶ
ξαφνικὰ συνειδητοποιεῖ ὁ κάθε πιστὸς
διάκονος ὅλων αὐτῶν τῶν ξεχασμένων
ἱερῶν θυσιαστηρίων πὼς ἐτούτη τὴν
εὐλογημένη ἡμέρα τίποτε δὲν ἀπομένει
χωρὶς νὰ τὸ συντροφεύει ἡ θεία Παρουσία.
Ἔτσι κι ἀπόψε, ἀλλὰ κι αὔριο, τὰ
ἐρημικὰ αὐτὰ ἱερά, τὰ συντροφεύουν
Ἄγγελοι, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ
ἀνθρώπινη παρουσία. Τὰ συντροφεύουν,
τὰ φωτίζουν μυστηριωδῶς καὶ τὰ
θυμιάζουν μὲ οὐράνιες εὐωδίες, ὥστε,
ὅπως τὰ «σύμπαντα ὅλα χαρᾶς πληροῦνται»
τὴν θεοφίλητο αὐτὴν ἡμέρα, νὰ εἶναι
κι αὐτὰ τὰ σιωπηλά, ἔρημα καὶ κάποτε
λησμονημένα ἀπὸ πολλοὺς ἱερὰ σεμνώματα,
πληρωμένα ἀπὸ τὴν ἑόρτιο χαρὰ κι
εὐλογία.
Χριστούγεννα
2015