Θεέ
μου τί μπλὲ ξοδεύεις γιὰ νὰ μὴ σὲ
βλέπουμε!
(Ὀδ. Ἐλύτης)
Μὲ
σταθεροὺς βηματισμοὺς σίμωσε κι ὁ
πρῶτος μήνας τοῦ θεϊκοῦ Ἑλληνικοῦ
Καλοκαιριοῦ. Ὁ Ἰούνιος, ποὺ οἱ ἀνίδεοι
τὸν πετσόκοψαν σὲ Ἰούνη!!! Ὁ τρυφερὸς
αὐτὸς μήνας μὲ τὶς εὐωδιές του, ἀλλὰ
πάνω ἀπ᾿ ὅλα μὲ τὴ συγκίνηση ποὺ
ἀποπνέει, καθὼς ἀνοίγει καὶ τὶς πύλες
τῆς Μνήμης. Τῆς Μνήμης καὶ τῆς
νοσταλγίας, ποὺ στεφανώνουν μὲ περίσσια
χάρη κάποιες ἀθάνατες στιγμές, κυρίως
τῆς σχολικῆς ζωῆς. Ζωῆς καὶ δραστηριότητας
ποὺ ἔχει χρωματιστεῖ τόσο ἔντονα μὲ
βιώματα ζωντανά, φωτεινά, εὐλογημένα
πλούσια.
Ἰούνιος,
λοιπόν, εἰσοδικὸς τοῦ θέρους καὶ τὴ
θύμηση νὰ στέκει σιμὰ σὲ κεῖνες τὶς
θεοφώτιστες ἡμέρες τοῦ Ἰουνίου τῶν
παιδικῶν μας χρόνων ποὺ εὐωδίαζαν
βερύκοκο, βύσινο, κομμένο ξερὸ χορτάρι
κι ἁρμύρα.
Κι
ὔστερα ἦταν ἐκεῖνες οἱ γυμναστικὲς
ἐπιδείξεις τῶν μικρῶν μαθητῶν, γιὰ
νὰ συνεχιστοῦν μὲ τὴν καταληκτήρια
Σχολικὴ Γιορτή γιὰ νἄρθει ἡ στερνὴ
ἡ ἡμέρα μὲ τὴν ἀπόδοση τῶν Ἐνδεικτικῶν
καὶ Ἀπολυτηρίων.
Ἀλήθεια,
ποιὸς θὰ λησμονήσει ποτέ του ἐκεῖνο
τὸ θερινὸ τὸ ἀπόβραδο, τὸ στολισμένο
μὲ τὰ στερνὰ τὰ καλοκαιρινὰ τὰ
χρώματα τοῦ σούρουπου, μὲ τὶς ἀναπνοὲς
τοῦ πεύκου καὶ τοῦ σκίνου νὰ δροσίζουν
τοὺς Κληματιανοὺς, ποὺ συνάχτηκαν νὰ
καμαρώσουν τὰ παιδιά τους στὴ σχολικὴ
γιορτὴ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ;
Ὅσα
χρόνια κι ἄν περάσουν αὐτὲς οἱ σελίδες
ζωῆς καὶ προσφορᾶς θὰ παραμένουν
νωπές, ἀλησμόνητες, ἱερές.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος
χῶρος τοῦ παλιοῦ μας τοῦ Σχολειοῦ
πρέπει νὰ μείνει ὄρθιος
καὶ ἀπείραχτος ἀπὸ κάθε εἴδους
περιφρόνηση καὶ ἐρήμωση, γιατὶ εἶναι
Μνημεῖο. Καὶ τὰ Μνημεῖα τὰ συντηρεῖς
δὲν τὰ βάζεις στὸ περιθώριο ἤ τὰ
ἀφήνεις νὰ τὰ ροκανίσει ἡ ἐρημιὰ κι
ἡ ἐγκατάλειψη. Γιατὶ ἐκεῖ εἶναι ἀκόμα
ἡ ψυχὴ ὅλων μας ἀφημένη, ἡ παιδική
μας ἡ ψυχὴ μὲ τὰ ὄνειρα καὶ τοὺς
ὁραματισμοὺς τοῦ καθένα μας νὰ
κυματίζουν ἀκόμα...
Γι᾿
αὐτὸ κι ὁ μήνας αὐτός, ὁ τόσο τρυφερὸς
μὲ τὶς Μνῆμες ποὺ μᾶς προσφέρει,
ἔρχεται κάθε χρόνο νὰ μᾶς θυμίσει, νὰ
μᾶς ξαναπροβάλει στὴν ὀθόνη τῆς ψυχῆς
σχολικές, ἱερὲς εἰκόνες, ποὺ εἶχαν
τὴ σημασία τους, ποὺ κατεῖχαν τὸ εἰδικό
τους βάρος. Γιατὶ ὅλοι περάσαμε ἐκεἰνη
τὴ μεγαλειώδη ὥρα, τῆς ἀπολύσεως
δηλαδή, ὅταν μέσα στὸ δροσερὸ τὸ πρωϊνὸ
τοῦ Ἰουνίου περνούσαμε γιὰ στερνὴ
φορὰ τὴ θύρα τοῦ Σχολείου μὲ τὸ
Ἀπολυτήριο στὸ χέρι καὶ τὴν ἀπορία
στὴν καρδιά: «Καὶ τώρα, τί κάνουμε»;
Γιατὶ ἄλλοι δρόμοι ἀνοίγονταν, ἄλλες
προοπτικές, ποὺ κάποτε θὰ γίνονταν
συγκλονιστικές, κορυφαῖες.
Ἔτσι,
τὸ κλάμα κάποιων ποὺ παιδιῶν στὴν
ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία τοῦ Δασκάλου
δὲν ἦταν τυχαῖο. Εἶχε κι αὐτὸ τὴ
σημασία του...
Αὐτὰ
τὰ δάκρυα ραντίζουν κάθε χρόνο, λοιπόν,
τὶς ὄμορφες
μέρες τοῦ Ἰουνίου, ποὺ συνεχίζουν νὰ
εὐωδιάζουν βερύκοκο, βύσινο, κομένο
ξερὸ χορτάρι κι ἁρμύρα... Μόνο ποὺ δὲν
ἔμαθα ποτές μου ἄν αὐτὴ ἡ ἁρμύρα
ἦταν ἀπὸ τὴ θάλασσα ἤ ἀπὸ τὰ δάκρυα
τῶν μαθητῶν...
Ἰούνιος
2017
π.
κ. ν. κ