© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Μάριου Μπέγζου: ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 691-697]

«Ο Σολωμός είναι η φωνή μας»
Ζ. ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ (1)

Ο Διονύσιος Σολωμός δεν υπήρξε θεολόγος . Ήταν όμως ποιητής. Κι αυτό είναι υπερβολικά σημαντικό, αφού οι ποιητές είναι που σώζουν την αλήθεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξαιτίας δηλαδή της άμεσης αναφοράς της ποίησης στην αλήθεια, μας ενδιαφέρει να πληροφορηθούμε την θεολογική παράμετρο του εθνικού ποιητή μας. Επιχειρούμε ιχνηλασία θεολογίας στον Σολωμό και όχι τίποτε άλλο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από αυτό ακριβώς. Την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου οφείλει να σέβεται κάθε μελετητής, στον οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε συστηματοποίηση στην παρουσίαση της σκέψης του μέγιστου μας ποιητή. Το ελατήριο της μελέτης μας βρίσκεται διατυπωμένο από έναν άλλο μεγάλο της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, τον Οδυσσέα Ελύτη, που συνιστά: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό» (2).
Ο ποιητής θεολογεί μεταφυσικά: ούτε αισθητικά, ούτε θρησκευτικά! Κάνοντας λόγο για τον Θεό ο Σολωμός δεν δογματίζει, ούτε αφορίζει. Δηλαδή δεν ορίζει το θείο , ούτε περιορίζει το ιερό. Αλλά αντιθέτως ανοίγεται στον ορίζοντα της θεότητας και ανοίγει σε όλους μας την διάσταση της ιερότητας, που είναι ξεχασμένη, μα όχι χαμένη μέσα στην μονοδιάστατη καθημερινότητά μας, όπου η πραγματικότητα της ζωής συμπνίγεται κάτω από την πεζότητα της βιωτής. Το ιερό (3) ως ανθρώπινη εμπειρία ανήκει στα περασμένα, μα όχι ξεχασμένα βιώματα.
Ο ποιητικός λόγος για το θείο δεν σημαίνει την συστολή του ανθρώπου μέσα στο Εγώ του είτε το ατομικό Εγώ καθενός μας είτε το συλλογικό Εγώ της κοινωνίας, του έθνους, του πολιτισμού μας κ.ο.κ. Αντιθέτως πίστη για τον Σολωμό είναι η διαστολή του ανθρώπου από το Εγώ προς το Άλλο. Ο Θεός είναι το κατ’ εξοχήν Άλλο μας, το ιερό είναι το άλλως Άλλο, το εντελώς Άλλο, το «αλλέως» (αλλιώτικα) Άλλο, που είναι διαφορετικό από εμάς και λειτουργεί με απόλυτα διαφορετικό τρόπο.
Κάθε λόγος περί του θείου είναι εντελώς αλλιώτικος λόγος κι αυτό μόνο ένας ποιητής μπορεί να το συλλάβει και να το εκφράσει. Με αυτήν την έννοια διατυπώνεται η εκτίμηση ότι ο Σολωμός θεολογεί μεταφυσικά και όχι θρησκευτικά, ούτε αισθητικά. Όταν κάνει λόγο περί Θεού, δηλαδή όταν θεο-λογεί ο ποιητής μας δεν χρησιμοποιεί θρησκευτικές έννοιες ούτε αισθητικές κατηγορίες, υπερβαίνει τα καλολογικά και τα θεολογικά στοιχεία, για να αφήσει να μιλήσει μέσα του και μέσω αυτού το βίωμα του ιερού, το οποίο είναι από την φύση του άρρητο και κατ’ ουσίαν αμφίσημο.
Οι «Στοχασμοί του Ποιητή» στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είναι αποκαλυπτικοί. Στην ρητή διατύπωσή του ότι «εις αυτό [το ποίημα] θα ενσαρκωθή το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις» (4), το ιερό ανάγεται και υπάγεται στο αληθινό, δηλαδή στο ανθρώπινο του ανθρώπου (condition humana). Κι αυτό με την σειρά του προσδιορίζεται ως έργο της ποίησης, έτσι που η ποιητική τέχνη να προβιβάζεται σε μεταφυσική άθληση. Καμιά πατριδολατρία ούτε θρησκοληψία δεν υπολανθάνουν στην παραπάνω διαπίστωση του ποιητή μας, αφού η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Προτάσσεται το αυθεντικό «περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης», επακολουθεί το ιερό («πίστις») και επιτάσσεται το ποίημα.
Η μεταφυσική στεγάζει την τέχνη και την θρησκεία. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι το στέγαστρο του ιερού και του ωραίου. Η οντολογία αποτελεί την σκέπη της θεολογίας και της καλολογίας. Η αλήθεια είναι η πηγή του ποταμού που ονοματίζει τις δυο του όχθες με διαφορετικό τρόπο. Η μια όχθη του είναι το ωραίο και η άλλη είναι το ιερό. Στα νάματα καθεμιάς πλευράς αναψύχεται ο άνθρωπος και με πάμπολλους τρόπους στήνει γέφυρες που ενώνουν την ωραιότητα με την ιερότητα.
Σύμφωνα με την προοπτική ενός συγκαιρινού μας κριτικού στοχαστή ισχύει ότι «το ιερό είναι η άγρια μορφή του αισθητικού – το αισθητικό (είναι) η εξημερωμένη μορφή του ιερού» (5). Κι είναι πάλι ο ίδιος που διευκρινίζει ότι «η ουσία των θρησκευτικών φαινομένων είναι με μια έννοια –την ευρύτερη δυνατή, βεβαίως– αισθητική … τέχνη και θρησκεία έχουν ουσιωδώς κοινή αφετηρία, υπό τον όρο βεβαίως ότι αυτό δεν θα λειτουργήσει ως επιχείρημα για την καθυπόταξη της τέχνης σε οποιαδήποτε θεολογικό δόγμα» (6). Ένας άλλος επίσης συγκαιρινός κριτικός της λογοτεχνίας μας συγγράφει την πολυσήμαντη διαπίστωση: «Το Ιερό δεν είναι ό,τι απαγορεύει τον Έρωτα, αλλά, αντίθετα, αυτό χωρίς το οποίο είναι αδύνατος ο Έρωτας» (7). Και ο τελευταίος Έλληνας νομπελίστας ποιητής του 20ού αιώνα επισημαίνει υπαινικτικά: «Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ» (8).
Η ενότητα της πραγματικότητας είναι μεταφυσική και υπαρξιακή, αλλά η ποικιλία της εξακτινώνεται στην αισθητική και την ηθική. Είναι σαφής η δήλωση του ποιητή μας : «Όλα αυτά, όσο μεγαλύτερα είναι και πλέον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στυλοπόδι σταίνουν την Ελευθερία, μεστήν από το Χρέος, δηλαδή, απ’ όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η Πατρίδα, η Πολιτική κ.ά.» (9).
Με αυτήν την έννοια επιβάλλεται να κατανοήσουμε την αμεσότερη θεολογική αναφορά του Σολωμού στην ίδια εκείνη συνάφεια: « Το ποίημα ας έχη ασώματη ψυχή, η οποία απορρέει από τον Θεό..., τέλος επιστρέφει εις τον Θεό» (10). Εδώ δεν κάνει κήρυγμα ο εθνικός μας ποιητής ούτε ιεραποστολή, όπως πιθανώς θα ήταν ο ευσεβής πόθος κάθε καλοπροαίρετου πιστού. Με κανένα τρόπο δεν συνηγορεί υπέρ μιας θρησκευτικής τέχνης, ούτε καν υπονοεί κανενός είδους «χριστιανική λογοτεχνία», η οποία φαντάζει σαν τον αλήστου μνήμης «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» ντυμένο με άμφια! Ούτε ο χριστιανισμός χρειάζεται την λογοτεχνία για να υπάρξει, ούτε η λογοτεχνία έχει ανάγκη τον χριστιανισμό για να λειτουργήσει.
Μια δήθεν «χριστιανική λογοτεχνία» είναι αντίφαση των όρων, κατιτί σαν το «ξύλινο σίδερο», που είναι ξύλο ή σίδερο, ποτέ όμως «ξύλινο σίδερο»! Όσο απαράδεκτος είναι ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» της πολιτικοποίησης και της τάχα στρατευμένης λογοτεχνίας του διαβόητου «υπαρκτού σοσιαλισμού», άλλο τόσο ανυπόφορη είναι η «χριστιανική λογοτεχνία» της θρησκεύουσας καλαισθησίας. Άλλωστε ο χριστιανισμός είναι ουσιαστικό που δεν μπορεί να γίνει επίθετο, διότι αυτομάτως υποβαθμίζεται από ουσιώδες μέγεθος σε επουσιώδες επιθετικό προσδιορισμό κάποιας άλλης οντότητας. Και η τέχνη πάλι με την σειρά της δεν έχει ανάγκη προθεμάτων και επιθέτων, «χριστιανική», «σοσιαλιστική», «προλεταριακή», «φασιστική» ή οτιδήποτε άλλο. Συμμεριζόμαστε άλλωστε την εκτίμηση ότι «δεν υπάρχει τέχνη του φασισμού, υπάρχει φασισμός της τέχνης» (11).
Σε καμιά λοιπόν περίπτωση δεν εξυφαίνεται από τον Σολωμό κάποια χριστιανική ποίηση, αλλά αυτή η αιώρηση του ποιήματος από τον Θεό προς τον Θεό πρέπει να κατανοηθεί μεταφυσικά και υπαρξιακά, ούτε αισθητικά («η τέχνη για την τέχνη», l’ art pour l’ art) μήτε θρησκευτικά (pia desideria). Το ποίημα έχει «ασώματη ψυχή», κι αυτή είναι που «απορρέει από τον Θεό» και «επιστρέφει εις τον Θεό». Το ίδιο το ποίημα είναι «ένας μικρός σωματικός κόσμος ικανός να τη φανερώση» αυτήν την «ασώματη ψυχή». Δεν είναι λοιπόν το ποίημα διόλου θρησκευτικό, αλλά θεολογικό με την μεταφυσική και υπαρξιακή, ανθρωπολογική και οντολογική σημασία του όρου.
Μιλώντας για «μεταφυσική» εννοούμε την νοηματοδότηση των πραγμάτων και την σημασιολόγηση των όντων. Πολύ εύστοχα προσδιορίζει την μεταφυσική ένας σύγχρονος πρωτοκορυφαίος της ποίησης, ο Νίκος Καρούζος: «Θέλω να πω, δεν είναι κάποιο πνευματικό εποικοδόμημα η μεταφυσική, που μπορούμε να το εξηγήσουμε και να το περιορίσουμε, σύμφωνα με οποιοδήποτε ρεαλισμό, με οποιαδήποτε κοινωνιολογία, με όποια ψυχολογία κι ό,τι άλλο, και τελικά να δείξουμε πως τελειώνουν τα ψωμιά του, αλλά είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση ... Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο» (12).
Με μια τέτοια έννοια γίνεται λόγος για μεταφυσική στον Σολωμό, δηλαδή ως αποκορύφωση της φυσικότητας. Αυτό δηλώνει ο ίδιος : «Όλο το Ποίημα ας εκφράζη το Νόημα» (13). Χάρη στην ποίηση «η Μεταφυσική έγινε Φυσική» (14), οι λόγοι μετασχηματίζονται σε λόγια, το αληθινό μεταμορφώνεται σε ωραίο και σε ιερό, το καλό μορφοποιείται σε κάλλος. Το ποίημα είναι καλλιτεχνικό σώμα με θεολογική ψυχή : συγκροτείται από λέξεις και παραπέμπει σε σημασίες, ενσαρκώνει λόγια και εμψυχώνει λόγους. Το νόημα της ζωής ακτινοβολεί καλολογικά και θεολογικά, αλλά εδράζεται οντολογικά και ανθρωπολογικά.
Η ψυχή του ποιήματος έρχεται από το ιερό και καταλήγει σε αυτό με μια διαδικασία την οποία ο Σολωμός περιγράφει στην αμέσως επόμενη φράση του ίδιου αυτού αποσπάσματος : «Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος, / Εκείθ΄ εβγήκε ανίκητος» (15). Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτήν την διαδικασία ως «αρνητική διαλεκτική» με την εξής έννοια. Ο βυθός είναι ο πυθμένας, ο οποίος γίνεται ουράνιος θόλος, εάν αναστραφεί.
Ως «βυθός» του σολωμικού στίχου μπορεί να κατανοηθεί το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, το έρεβος του ασυνειδήτου, το φροϋδικό Αυτό. Εάν αυτός ο πυθμένας της ύπαρξης με την κοιλόκυρτη επιφάνειά του αναστραφεί πάνω από τα κεφάλιά μας, τότε μετασχηματίζεται σε ουράνιο θόλο, σε υπερουράνιο τόπο, στο παραδοσιακό κατοικητήριο του θείου, σε αρχέγονο σπήλαιο, όπου γεννώνται θεοί και άνθρωποι, σπαργανώνεται η θρησκεία και λικνίζεται η τέχνη από την εποχή των βραχογραφιών στον καιρό των σπηλαίων. Αν θυμηθούμε ότι μέσα σε σπήλαια βλέπουν το φως του κόσμου ποικίλες ιερές φυσιογνωμίες της ιστορίας, σε άντρα λατρεύονται πάμπολλες θεότητες και ταυτόχρονα καλλιεργούνται οι πρώτες μορφές τέχνης από τους λεγομένους «ανθρώπους των σπηλαίων», σε όρη, σε σπήλαια και σε οπές της γης βρίσκουν καταφύγιο οι προφήτες και οι ασκητές, οι μοναχοί και οι αναχωρητές, τότε πλέον ο θόλος αποβαίνει κοινός παρονομαστής του σπηλαίου και του ουρανού, το οποίο θα απομιμηθεί στην τέχνη ο τρούλος του ναού που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενδιάμεση βαθμίδα στην κλίμακα από το σπήλαιο στον ουρανό.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο θόλος είναι η άλλη όψη του βυθού. Ο άνθρωπος φθάνει στο θείο αποφατικά, δηλαδή αρνητικά, και όχι θετικά ούτε καταφατικά, με βάση τις αποτυχίες του κι όχι με τις επιτυχίες του, με εφόδιο τα πάθη του κι όχι με τις αρετές του, με εξοπλισμό τις αδυναμίες του κι όχι με τις δυνάμεις του. Η «αρνητική διαλεκτική» παραπέμπει αυθεντικότερα στην θεογνωσία: ο άνθρωπος «σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος» κατά τον ποιητή μας κι έτσι μόνο από εκεί πέρα, δηλαδή από εκεί κάτω, άρα από εκεί πάνω, από το βυθό που γίνεται θόλος, σπηλαιώδης, ουράνιος ή ναόδμητος θόλος, «εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».
Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας «αρνητικής διαλεκτικής» κατανοείται άριστα κι όχι αόριστα η αποσπασματικότητα του σολωμικού λόγου σύμφωνα με μιαν εύστοχη επισήμανση: «Όπως διασπασμένη, διασχισμένη είναι η ψυχή και η φύση, το σύμπαν το πνευματικό, έτσι διασπασμένη και διασχισμένη, δηλαδή αποσπασματική, οφείλει να είναι και η μορφή ... Η τελειότητα εξορίζεται από το ψυχικό και υλικό σύμπαν» (16). Και συνοψίζει ο ίδιος: «Η αποσπασματικότητα της μορφής είναι η τραγικότητα της μη πραγματικότητας που θέλει και επείγεται να γίνει πραγματικότητα» (17). Για να διαζωγραφίσει αυτήν την αλήθεια με εμφαντικό τρόπο: «Η ομορφιά του αποσπασματικού είναι πάνω από την τελειότητα. Είναι τραυματισμένη ομορφιά μιας νοσταλγίας που η τελειότητα την έλκει και την απωθεί συγχρόνως. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ομορφιά υπερήφανη για το τραύμα που φέρει. Μια ομορφιά που έχει επίγνωση του εαυτού της, της ανικανότητάς της να φτάσει το απόλυτο και να δημιουργήσει το τελειωμένο της σώμα» (18).
Αξίζει τον κόπο να προσέξουμε ότι οι θεολογικές αναφορές στο σολωμικό έργο επικεντρώνονται σε ένα κλασικό δίπτυχο: τον έρωτα και τον θάνατο. Αρκεί τουλάχιστον να απαριθμήσει κάποιος τις λέξεις που αναφέρονται σε αυτό το δίδυμο θέμα στους τίτλους των ποιημάτων του. Μια ανάγνωση του «Λάμπρου» ή της «Γυναίκας της Ζάκυθος» πείθει τελεσίδικα για το ότι έρως και θάνατος σχεδόν μονοπωλούν το θεολογικό ενδιαφέρον του Σολωμού. Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι ότι η Ανάσταση, η Λαμπρή, η πρωτοκορυφαία εορτή της Ορθοδοξίας, που θεματογραφεί την νίκη επί του θανάτου, τοποθετείται στο επίκεντρο του ποιητικού τοπίου της σολωμικής δημιουργίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι θρησκευτικές αναφορές του ποιητή μας διασυνδέονται αποκλειστικά με την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη λατρεία. Συνίστανται σε άμεση ή έμμεση μνεία βιβλικών χωρίων, κατά προτίμηση από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και την Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, καθώς επίσης περιλαμβάνουν λατρευτικά έθιμα της Ανατολικής Εκκλησίας με έμφαση στα τελούμενα της νεκρώσιμης ακολουθίας κα στα λαμπριάτικα δρώμενα της αναστάσιμης πανήγυρης.
Η θεολογία του Σολωμού ως μεταφυσική πέρα από την τέχνη και την θρησκεία προσεπιμαρτυρείται από δεινούς μελετητές σαν τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Λίνο Πολίτη στους οποίους μπορούμε να στραφούμε τελεσίδικα για τον προσπορισμό της εγκυρότερης σολωμικής ερμηνευτικής παράδοσης και να αφουγκραστούμε τον λόγο τους.
Με αφορμή τον Σεφέρη σημειώνει ο Λορεντζάτος για τον Σολωμό: «Ο Σολωμός βαστάει από το Δάντη - πού είναι εντελώς αντίθετο πράγμα από την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, το Erklaerungszeit κα το κλασσικιστικό ιδανικό της Γαλλικής Επανάστασης - και από κει μέσα (το Δάντη), δηλ. μέσα από τη μεταφυσική παράδοση της μεσαιωνικής χριστιανικής πολιτείας στη Δύση, ο Σολωμός ανταμώνει τη δική μας μεταφυσική παράδοση της χριστιανικής Ανατολής» (19). Και αλλού προσφέρει το ειδικό βάρος που διαθέτει η μεταφυσική της τέχνης πέρα από την αισθητική ωραιολογία και την θρησκευτική ηθικολογία: «πρέπει να αλλάξουμε πρώτα τη λειτουργία της τέχνης και από αισθητική (όπως είναι σήμερα) να την κάνουμε μεταφυσική (όπως ήταν πάντα) ... για να ‘σώσουμε’ (‘σώσει’) την τέχνη πρέπει να ‘[απολέσουμε’ (‘απολέσει’) την τέχνη, όπως γίνεται ή λειτουργεί σήμερα» (20).
Σε άλλη πάλι ευκαιρία σε άμεση αναφορά στον Σολωμό σημειώνει ο Λορεντζάτος τα εξής : «Οποιος προχωρήσει πέρα από ένα σημείο στο δρόμο της πίστης, που είναι και δρόμος της μεγάλης τέχνης ή δρόμος της αλήθειας - πέρα από ένα σημείο το κέντρο αποβαίνει για όλους τους δρόμους κοινό - ξέρει καλά πως ου γάρ υμείς εστέ οι λαλούντες...» (21) και διευκρινίζει : «Ο Σολωμός μαθήτεψε στο λαό. Μαθήτεψε στο λαό για να μάθει και όχι για να διδάξει το λαό ... Το απόκρυφο της τέχνης του Σολωμού είναι το ταύτισμά του με το λαό και ο υψωμός του εκείθε» (22).
Ακόμα πιο σαφής γίνεται στην συνέχεια: «Αν είναι να προκόψομε σα λαός, δε θα μπορέσομε να το κατορθώσομε μακριά από την πίστη μας και τη γλώσσα μας ... Ο Σολωμός ταυτίζεται αξεδιάλυτα με το λαό - ο μόνος - και εκείθε υψώνεται κατακόρυφα. Το βάθος που τον σφιχτοδένει με την ολότητα είναι πνευματικό βάθος: πίστη και γλώσσα κοινή» (23). Και καταλήγει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στην τελεσίδικη ετυμηγορία του: «Χρειάζεται χωρίς όρους παράδοση και υποταγή, δηλαδή ταπείνωση μπροστά στην πίστη και στη φωνή ενός λαού, από τις οποίες καθιερώνονται και στις οποίες ανήκουν και ο Άγιος και ο Ποιητής, οι δυο ακραίες διαδοχικά περιπτώσεις. Στην πίστη χρειάζεται ταπείνωση στον Ένα ή στο έν, στη γλώσσα ταπείνωση στους πολλούς. Και όπου ταπείνωση εκεί και υψωμός, μιλάει το Ευαγγέλιο (και αντιμιλάει ο Σολωμός), όπου απώλεια ψυχής εκεί ψυχής εύρεση» (24).
Ο Λίνος Πολίτης σε ειδικό μελέτημά του με τίτλο «Η θρησκευτικότητα του Σολωμού» (25) πραγματεύεται το θέμα με τρόπο διονυχιστικό και απαράμιλλο διερευνώντας τόσο τις βιωματικές προϋποθέσεις του ποιητή μας όσο και τις θεολογικές θέσεις του μέσα σε όλο το φάσμα του έργου του. Περιττεύει λοιπόν να επαναλάβουμε στοιχεία τα οποία διαλαμβάνονται στο πόνημα του πρωτοκορυφαίου αυτού σολωμιστή μας. Αρκεί μόνο να υπογραμμίσουμε μιαν ακροτελεύτια παρατήρησή του: «Όπως στην καθημερινή ζωή, έτσι, και πολύ περισσότερο, στην ποίησή του [Σολωμού] διακρίνουμε τη θρησκευτική του πίστη όχι μόνο στα σημεία όπου ρητά εκφράζεται, αλλά σαν κάτι που τη συνέχει ολόκληρη ... Ίσως ποτέ άλλοτε να μην έχει μετουσιωθεί το θρησκευτικό αίσθημα με τέτοια καθαρότητα στην ποιητική γλώσσα. Ίσως ποτέ στίχοι ποιητικοί δε βάρυναν τόσο πολύ από συναίσθηση θρησκευτική» (26).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Δόμος» 1994, τ. Α΄ , 185.
2. Ο. Eλύτης, Άξιον Εστί.
3. Μ. Μπέγζος, Εισαγωγή στη Θρησκειολογία, Αθήνα, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» 2006.
4. Δ. Σολωμός, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα, Εκδόσεις « Εξάντας» 1990, 183.
5. Φ. Τερζάκης, Τροχιές του Αισθητικού, Αθήνα, Εκδόσεις futura 2007, 37.
6. Τερζάκης, ό.π., 108 (υπογραμμίσεις του πρωτοτύπου).
7. Σ. Μιχαήλ, Μορφές του Μεσσιανικού, Αθήνα, Εκδόσεις «Άγρα»1999, 173.
8. Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Αθήνα, Εκδόσεις «Ίκαρος» 1992, 395.
9. Σολωμός, ό.π.,186.
10. Σολωμός, ό.π., 186.
11. Γ. Λυκιαρδόπουλος, «Τόνιο Κρέγκερ: Ο δυϊσμός του φασισμού και ο "φασισμός" της τέχνης», περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 12, Νοέμβριος 1977, 20.
12. Ν. Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄ τη ζωή ώς το θέατρο, Αθήνα, Εκδόσεις «Ίκαρος» 1993 (1966) , 17-18.
13. Σολωμός, ό.π., 184.
14. Σολωμός, ό.π., 185.
15. Σολωμός, ό.π., 186.
16. Σ. Ροζάνης, Η αισθητική του αποσπάσματος, Β΄ έκδοση, Αθήνα, Ιδρυμα Γουλανδρή - Χορν 1997 (1985) , 27.
17. Ροζάνης, ό.π., 29.
18. Ροζάνης, ό.π., 30.
19. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Γαλαξίας» 1967, 95.
20. Λορεντζάτος, ό.π., 112.
21. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Δόμος» 1994, τ. Α΄ , 183-184.
22. Λορεντζάτος, ό.π., 187.
23. Λορεντζάτος, ό.π., 192-193.
24. Λορεντζάτος, ό.π., 194.
25. Λ. Πολίτης, «Η θρησκευτικότητα του Σολωμού», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1942, 50-55 και ανθολογημένο στο βιβλίο του: Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και Άρθρα (1938-1982), Αθήνα, ΜΙΕΤ 1995 (1958, 1985), 99-115 (βιβλιογραφία).
26. Λ. Πολίτης, ό.π., 114.
Related Posts with Thumbnails