Συναχτήκαμε
χθές, Τσικνοπέμπτη, γύρω ἀπὸ τὴ γιορταστικὴ τὴν τράπεζα, ὅπως τὸ θέλει ἡ
πάραδοση, συμφάγαμε, χαρήκαμε, εὐχηθήκαμε καὶ
τοῦ χρόνου κι ὕστερα ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ἄλλη μας ὑποχρέωση: νὰ ἑτοιμάσουμε
τὸ ἄλλο ἑόρτιο ἔδεσμα -γιατὶ περὶ εὐγεύστου καὶ θρεπτικοῦ ἐδέσματος πρόκειται-
τὸ κόλλυβο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας.
Ἄς εὐωδιάζει ἀκόμα τὸ σπίτι ἀπὸ τὰ καλομαγειρεμένα
φαγητά, ἄς ἁπλώνεται ἀκόμα ἡ κνίσα γύρω μας, σήμερα ἄλλες εὐωδιὲς ἔρχονται ν᾿ ἀντικαταστήσουν
τὶς προηγούμενες. Μάλιστα, ἄν οἱ εὐωδιὲς τῆς Τσικνοπέμπτης ἔχουν χαρακτήρα ἑόρτιο,
χαρμόσυνο καὶ τερπνό, οἱ εὐωδιές σήμερα, παραμονὴ τοῦ Ψυχοσάββατου, ἔχουν ἕνα ἄλλο
χαρακτήρα καὶ μιὰ περίεργη σοβαρότητα, ἀνεμιγμένη μὲ ίεροπρέπεια καὶ σιωπή.
Γιατὶ τὸ βρασμένο σιτάρι, τὸ κύμινο, ἡ κανέλλα, τὰ τριμμένα ἀμύγδαλα, ἀναδίνουν
μιὰν ἄλλη ὀσμή, ποὺ τὴ συνοδεύει τὸ καμένο μοσχοθυμίαμα, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἐκείνη
ἡ περίεργη σιωπή. Σιωπὴ ποὺ φέρει μέσα της φορτία τράστια προσευχῶν, ἱκεσιῶν, συγκρατημένων δακρύων καὶ φυσικὰ ἀκέραια
κομμάτια Μνήμης.
Γιατὶ ἡ ἡμέρα ἡ σημερινὴ δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ
ἕνα προσκλητήριο καὶ μιὰν ἀνάκληση Ὀνομάτων... Ὀνομάτων ποὺ ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ
ὑπάρξεις, ποὺ κι αὐτὲς τοῦτες τὶς χρονιάρες μέρες ἑτοίμαζαν τὸ κόλλυβο γιὰ τοὺς
δικούς τους ἀνθρώπους, μέχρι ν᾿ ἀναχωρήσουν.
Βαραίνουν οἱ ἴσκιοι τους γύρω μας ἀκόμα, ὅμως πιὸ πολὺ
βαραίνουν τούτη τὴ μέρα, γιατὶ μὲ διπλὸ τρόπο σχεδιάζεται ἡ ἀπουσία τους: τόσο ἀπὸ
τὴ χθεσινὴ ἑόρτιο τράπεζα τῆς Τσικνοπέμπτης, ὅσο καὶ σήμερα, καθὼς γράφονται τὰ
ὀνόματά τους γιὰ νὰ μνημονευτοῦν στὸ μισοφωτισμένο ἀπόβραδο, ὅταν θὰ ψαλεῖ τὸ Τρισάγιο.
«Ἀνάπαυσον Σωτὴρ ἡμῶν, μετὰ Δικαίων τοὺς
δούλους σου, καὶ τούτους κατασκήνωσον ἐν ταῖς αὐλαῖς σου...» Ἀμήν.
[Παρασκευή, 21 Φεβρ. 2014, μετὰ τὸν Ἑσπερινό καὶ τὴν
Παννυχίδα γιὰ τοὺς Κεκοιμημένους.]