(ἤ,
Ὅταν ἡ ἀναπόληση καὶ ἡ συγκίνηση
συναντοῦν τὴν Ἱστορία)
Κλείνοντας
τὴ θύρα της ἡ δεκαετία τοῦ 1960 ἄφησε
πληγωμένο ἀπὸ τὸ σεισμὸ καὶ τὶς
κατολισθήσεις τὸ Ἐπάνω Κλήμα, ἀφοῦ
τὸ Κάτω Χωριό, τὸ Κάτω Κλήμα, δηλαδή,
εἶχε ἤδη ἀρχίσει τὴν μετοικεσία γιὰ
τὸ Λουτράκι, μετὰ τὰ τραγικὰ ρήγματα
ποὺ δέχτηκε τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ τοῦ
1939.
Ἀπὸ
τὰ μέσα ἀκόμα τῆς δεκαετίας αὐτῆς,
τοῦ 1960, ἄρχισαν οἱ διαδικασίες γιὰ
μεταφορὰ τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ ἐπάνω
χωριοῦ στὸ Ἔλιος μὲ τὶς ὅποιες
διαφωνίες. Μέχρι ποὺ φτάσαμε στὶς ἀρχὲς
τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ὁπότε ἄρχισε ἡ
κατασκευὴ οἰκιῶν καὶ καταστημάτων
στὴν περιοχὴ τοῦ Ἔλιους. Φυσικὰ δὲν
πρέπει νὰ λησμονοῦμε, πὼς ἕνα τέτοιο
ἐγχείρημα εἶχε καὶ τὶς ἀναλογες
συνέπειες, δηλαδή, τὴν καταστροφὴ ἑνὸς
σημαντικοῦ οἰκολογικοῦ πνεύμονα τῆς
Σκοπέλου: τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους μας
βάλτου ἤ «τσ’βουρλιές», ὅπως ἦταν
γνωστὸς στοὺς ντόπιους.
Ὁ
οἰκισμὸς περατώθηκε, καὶ μὲ τὴν εἴσοδο
τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 δόθηκε στοὺς
Κληματιανούς κατόπιν κληρώσεως.
Ἀλησμόνητη, μάλιστα, θὰ μείνει στὸ νοῦ
τοῦ κάθε συνειδητοῦ Κληματιανοῦ ἡ
ἡμέρα ἐκείνη τῆς 29ης Ἀπριλίου
1980 ποὺ ἔγινε ἡ κλήρωση καὶ δόθηκαν τὰ
σπίτια, γιατὶ πίσω ἀπὸ τὴν ὅλη
γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, διακρίνονταν
ἀμυδρὰ κι ὅλη ἐκείνη ἡ τραγικὴ
κατάσταση ποὺ φανερώνεται σ᾿ αὐτὲς
τὶς περιπτώσεις τοῦ ἀποχωρισμοῦ.
Γιατὶ ἕνας ἀδυσώπητος ἀποχωρισμὸς
πλανιόταν τότε πάνω στὴν περιοχὴ τοῦ
παλιοῦ καὶ τοῦ νέου χωριοῦ. Ποὺ δὲ
φαινόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιατὶ
τὸ πασπάλισμα ἀπὸ τὴν αἰσιοδοξία ποὺ
γενοῦσαν τὰ γεγονότα ἐκεῖνα, κάλυπτε
κάθε ἴχνος συννεφιᾶς...
Τώρα
πιὰ οἱ Κληματιανοὶ εἶχαν τὸ νέο τους
σπίτι, ποὺ λίγο ἔμοιαζε μὲ τὸ παλιὸ
ποὺ θὰ ἄφηναν στὸ χωριό. Ἀκόμα καὶ
τὸ τοπίο τώρα πιὰ ἦταν διαφορετικό...
Βλέπεις, ἄλλο ὁ «Πεῦκος», οἱ «Κουκοῦλες»,
τὰ «Κάγκελα», ἡ «Βελανιά» κι ἐντελῶς
διαφορετικὰ τὰ «Ἔλια», ὅπως λέγανε
οἱ παλιότεροι τὴν περιοχή. Κι ἄν στὸ
παλιὸ τὸ χωριὸ ἡ ὑγρασία ἦταν σχεδὸν
μηδαμικὴ ἐκεῖ, «τς᾿ Βουρλιές», στὸν
βάλτο τὰ πράγματα ἦταν τώρα πιὰ ἐντελῶς
διαφορετικά. Ὅμως αὐτὰ ἦταν τιποτένια
μπροστὰ στὴ νέα προοπτικὴ ποὺ ἄνοιγε
τώρα πιὰ ἡ θάλάσσα, ποὺ ἁπλώνονταν
λίγα μετρα ἀπὸ τὰ νέα σπίτια καὶ δὲν
ἦταν μισὴ ὥρα μακρυά, ὅπως στὸ παλιὸ
τὸ χωριό. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ νέα δραστηριότητα
τῶν Κληματιανῶν μὲ τὸν τουρισμό, ποὺ
εἶναι προσοδοφόρος καὶ ἀνακουφίζει
τὸ βαλαντιο τῶν χωρικῶν. Γιατὶ τὰ
χτήματα τώρα πιὰ δὲν ἔδιναν τὰ παλιὰ
τὰ μαξούλια, ἀφοῦ οἱ ἀμυγδαλιὲς
ξεραίνονταν ἡ μιά μετὰ τὴν ἄλλη, οἱ
μαῦρες οἰ ἐλιὲς ἔπαψαν, τὰ «κορόμηλα»
λιγόστεψαν καὶ τὸ λάδι ἔβγαινε μοναχα
γιὰ τὸ σπίτι, ἄντε καὶ γιὰ κανένα
φίλο...Ἡ μετανάστευση καὶ τὸ «μπαρκάρισμα»
δὲν ἦταν ὅπως παλιά, γιατὶ τὰ πράγματα
στένεψαν κι οἱ δουλιὲς περιορίστηκαν.
Ἔτσι ἡ τουριστικὴ ἀναπτυξη τοῦ νέου
χωριοῦ ἔγινε πιὰ μονόδρομος, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ οίκοδομοῦνται μικρὲς
ἤ μεγάλες μοναδες καταλυμμάτων γιὰ
τοὺς τουρίστες. Φυσικὰ ἕνα τέτοιο
ἐγχείρημα ἔχει καὶ τὶς ἀρνητικές του
διαστάσεις, οἱ ὁποῖες προσδιορίζονται
στὸ φαινόμενο κυρίως τοῦ ἀνταγωνισμοῦ,
ποὺ γεννᾶ τὸ συμφέρον-ὄχι πάντα τὸ
κοινωνικό, ἀλλὰ τὸ ἀτομικό. Ὅσον ἀφορᾶ
δὲ τὰ ἀποτελέσματα, θὰ φανοῦν
ἀργότερα, πιστεύω...
Ἐν
πάσει περιπτώσει, ἐπειδὴ ὁ λόγος μου
εἶναι γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν νέων οἰκιῶν
στοὺς μετοικήσαντες κατοίκους τοῦ
Κλήματος (καὶ ὄχι μόνο), ἐπιθυμῶ νὰ
σταθῶ σὲ δύο σημεῖα:Βασικὰ σημεῖα
ποὺ χρειάζεται νὰ τὰ προσέξουμε, ἄν
ἐπιθυμοῦμε νὰ διακρατήσουμε τὸν
πολιτισμὸ τῶν πατέρων μας καί, κυρίως,
νὰ τὸν μεταλαμπαδεύσουμε στὶς ἑπόμενες
γενιές.
Μὲ
τὸ παραχωρτήριο, λοιπόν, ποὺ πήραμε
στὰ χέρια μας, τὴν 1η Ἰουνίου
1983, θεωρήσαμε ὅτι κρατοῦμε στὰ χέρια
μας ἔνα διαβατήριο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς
ἔφερνε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Μὲ λίγα
λόγια νομίσαμε ὅτι τὸ Νέο Κλήμα εἶναι
μιὰ διαφορετικὴ πραγματικότητα κι ὄχι
μιὰ προέκταση τοῦ παλιοῦ μας τοῦ
χωριοῦ. Δηλαδή, δὲν καταλάβαμε πὼς μᾶς
παραχωρήθηκε μιὰ νέα (προσωρινὴ κι
αὐτή) κατοικία, ποὺ δὲν καταργεῖ τὴν
προηγούμενη, τὴν ὁποία διαπιστώσαμε
ὅτι ὑπῆρξε προσωρινή. Ἁπλά τὴν
βελτιώνει. Ἑπομένως ὁ σύνδεσμος μὲ τὸ
παλιό μας τὸ χωριό, τὴ μήτρα δηλαδή ποὺ
μᾶς κυοφόρησε καὶ γέννησε, θὰ πρέπει
νὰ συνεχιστεῖ καί, μάλιστα, νὰ
γνωστοποιηθεῖ καὶ στὶς νέες γενιές,
ὥστε νὰ ἀγαπήσουν καὶ νὰ τιμοῦν πάντα
τὸν τόπο τῶν πατέρων τους.
Ξέρω
ὅτι τὰ ὅσα γράφω θὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ
κάποιους φαιδρά, ἀνυπόστατα, οὐτοπικά.
Κι ὅμως εἶναι ὁ καημὸς ὄλων ὅσων
ἀγαπᾶμε, λατρεύουμε καὶ τιμᾶμε τὸ
παλιό μας τὸ χωριό. Μὲ τὸ ἀγέρωχο τὸ
Σχολεῖο νὰ στέκει σημεῖο ἀντιλεγόμενο
σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν νὰ διαγραψουν
ἀπὸ τὴ Μνήμη τὴν Ἱστορία. Τὴν παλιά
μας τὴν ἐκκλησιά, τὸ χωνευτήρι ἐκεῖνο
τῶν κορυφαίων μας βιωματων, ἀλλὰ καὶ
τὰ ἐρείπια...Ἐρείπια σπιτιῶν καὶ
καταστημάτων, ποὺ ἀπομένουν ἀδιάψευστοι
μάρτυρες τῆς διάβασης κάποιων ἀνθρώπων,
ἴσως λησμονημένων σήμερα. Κι ἄν τὰ
ἐναπομείναντα κτίσματα συγκινοῦν μὲ
τὴν παρουσία τους, τὰ ἐρείπια ἀνεβαζουν
στὴν ψυχὴ ἐκεῖνο τὸ ρίγος ποὺ νοιώθεις
στὰ Κοιμητήρια, ὅπου ἀναπαύονται οἱ
δικοι μας ἄνθρωποι, οἱ πρόγονοί μας.
Γιατὶ ἐκεῖνα τὰ ἐγκατελειμμένα
κτίσματα, μὲ τὰ ἄχρηστα πλέον ἀντικείμενα
παραπεταμένα -ποτήρια, πιάτα, καζάνια,
σκαμνάκια, τραπέζια- ὅλ᾿ αὐτὰ μαρτυροῦν
τὸ πέρασμα ἀνθρώπων ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ
νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι τὰ ἄχρηστα
αὐτὰ ἀντικέιμενα λειτούργησαν κάποτε
ὡς τὰ συνοδευτικὰ ἐκεῖνα πράγματα
τῆς καθημερινότητας, καὶ ὄχι μόνο,
τῶν ὅσων κατοίκησαν τὰ σπίτια ἐκεῖνα.
Γιατί, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ ὁ λόγος μας,
τὰ πράγματα αὐτὰ συνόδεψαν χαρὲς καὶ
λύπες τοῦ κάθε σπιτιοῦ, ὅπως ἀρραβῶνες,
γάμους, γιορτάδες, ἀλλὰ καὶ πικρὲς
ὧρες ὅπως ξενιτεμοί, ἀρρώστιες,
θάνατοι...
Ὅλ᾿
αὐτά, λοιπόν, πῶς νὰ λησμονηθοῦν, νὰ
περιφρονηθοῦν, νὰ ριχτοῦν στὸν Καιάδα
τῆς ἀχρηστίας; Ἐπίσης, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ μὴ ριγήσει ὁ κάθε συνειδητὸς
θνητός, ὅταν σὲ καιρὸ ἄγριου χειμώνα,
μέσα στὴ χαλαλοὴ τοῦ καιροῦ, ἀκούγονται
φωνὲς περίεργες, συνομιλίες απόκοσμες,
θρήνοι καὶ στεναγμοί, ποὺ μονάχα, ἄν
διαθέτει κάποιος τὴν εὐαισθησία τοῦ
συνειδητοῦ κι ἁπλοῦ Ἀνθρώπου, μπορεῖ
νὰ διακρίνει ; Γιατὶ δὲν πρέπει νὰ
λησμονοῦμε πὼς ἐκείνα τὰ σπίτια δὲ
χτίστηκαν μὲ τὴν εὐκολία τῶν σημερινῶν,
ἀλλὰ μὲ πολλοὺς ἱδρῶτες, ἀγωνία,
φαρμάκι καὶ σκληρὴ οἰκονομία. «Τὴν
πεντάρα λίρα», ὅπως λέγανε τότε... Καὶ
τὸ κάνανε πράξη οἱ παλιότεροι, ζώντας
μὲ στερήσεις μεγάλες καὶ κοιτώντας νὰ
ἐξοικονομήσουν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς
προίκες, τὸ μέτρημα, τὴν παντρειά. Μὲ
μέρες καὶ νύχτες φορτωμένες ἀγωνία κι
ἀγρύπνια, κόπο καὶ δάκρυα πολλά... Ποὺ
τὰ σπίτια αὐτὰ ἔζησαν καὶ κράτησαν
μυστικὰ ὡς ἄλλη ἐξομολόγηση. Γιατὶ
ἕνα πράγμα πρέπει νὰ ξέρουμε: πῶς στὴν
παραστιὰ λέγανε οἱ παλιοὶ τὸν καημό
τους, μπροστὰ στὴ φωτιά, λὲς καὶ ἤθελαν
αὐτὰ τὰ μυστικὰ νὰ καοῦν, νὰ γίνουν
στάχτη μαζὶ μὲ τὰ ξύλα.
Τὰ
παραχωρητήρια, λοιπόν, τὰ πήρανε οἱ
Κληματιανοὶ στὰ χέρια τους καὶ μ᾿
αὐτὰ πήγανε καὶ κατοίκησαν τὰ νέα
τους σπίτια. Ὅμως πίσω τους, στὸ παλιὸ
τὸ χωριὸ ἀπόμεινε ἀνέπαφη ἡ Μνήμη νὰ
σεργιανᾶ μέσα στὰ ἐρείπια καὶ νὰ
θυμίζει... Ὅπως οἱ ἀρχαῖες κολῶνες,
ὅπως τὰ βυζαντινὰ τὰ κάστρα, τὰ
ἐρειπωμένα κελλιὰ τοῦ Ὄρους...
Ἀδιάψευστοι μάρτυρες ἀνθρώπινης
παρουσίας, φυλακτήρια ἱερῆς καὶ
ἀθάνατης θύμησης. Ἕως τῆς συντελείας.
(Εὐχαριστῶ
πολὺ τὸν Γιάννη Ἀν. Ὑδραῖο, Πρόεδρο
τῆς παλιᾶς Κοινότητας τοῦ χωριοῦ μας,
γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά του.)