ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Με μεγάλη επιτυχία η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε σ’ ένα κατάμεστο Ηρώδειο,
από τις 26-29 Ιουλίου, μία από τις δημοφιλέστερες Όπερες, την Τόσκα, του Τζάκομο Πουτσίνι [1859-1924],
υπό την διεύθυνση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Μύρωνα Μιχαηλίδη, σε
σκηνοθεσία του διάσημου Αργεντινού καλλιτέχνη Ούγκο ντε Άνα.
Η εντυπωσιακή προσέλευση του
κοινού και στις τέσσερεις παραστάσεις
της όπερας ήταν μια ακόμα επιτυχία, που κέρδισε η Εθνική Λυρική Σκηνή, παρά τις
αντιξοότητες που αντιμετωπίζει. Παρακολουθήσαμε την παράσταση της 27ης
Ιουλίου και η πληρότητα του αρχαίου θεάτρου μάς γέμισε χαρά, επαληθεύοντας αιώνες
τώρα τον προορισμό του και αναδεικνύοντας
την ομορφιά του. Φαίνεται ότι η
ανθρώπινη φιγούρα κάνει τη διαφορά στα έργα των Θεών και των Ανθρώπων.
Μέσα σε ατμόσφαιρα θρησκευτικο-πολιτική τοποθετούν την ιστορία τους οι δύο
λιμπρετίστες Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένοι από το ομότιτλο
θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού. Με το ποιητικό κείμενό τους αφηγούνται τη
ρομαντική ιστορία της Τόσκα με το ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι και θέτουν θέματα
διαχρονικά όπως ο έρωτας, η θυσία, η πίστη στην πατρίδα, ο πόλεμος, η κατάχρηση
της εξουσίας, η τυραννία, καθώς και το λεπτό νήμα που συνδέει το ανθρώπινο με
το θεϊκό πνεύμα.
Η κλασική, αλλά και σύγχρονη προσέγγιση του σκηνοθέτη, που υπογράφει
τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, δουλεμένη στη λεπτομέρεια, κράτησε
το ενδιαφέρον των θεατών και κορύφωσε την αγωνία τους ώς το τέλος, που ξέσπασαν
σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.
Η Ρώμη του 1800 φιλοξενεί τους ήρωες του έργου για ένα εικοσιτετράωρο
και τους παραχωρεί για την εξέλιξη της δράσης τη Βασιλική του Σαντ’ Αντρέα
ντελλα Βάλλε με τη Μπαρόκ πρόσοψη, το Μέγαρο Φαρνέζε, την περίφημη
αναγεννησιακή έπαυλη στη δεξιά όχθη του Τίβερη με τα θαυμαστά έργα τέχνης του
Ραφαήλ και των μαθητών του και το Καστέλ Σαντ Άντζελο, το μεγαλόπρεπο κτήριο,
πέρα από τον Τίβερη που ο Αυτοκράτωρ Αδριανός προόριζε για μαυσωλείου του ιδίου
και της οικογενείας του και έχει μετατραπεί σε στρατώνα, χώρο έγκλειστων
ζωντανών. Αυτά τα στοιχεία εκμεταλλεύτηκε
άριστα ο Σκηνοθέτης και μεσ’ από το
Ιταλικό Μπαρόκ ζωντάνεψε με προβολές πάνω στους τοίχους του Ρωμαϊκού Θεάτρου πίνακες ζωγραφικής,
αγάλματα, γλυπτικό διάκοσμο εκκλησιών, παλατιών, αριστουργήματα της τέχνης του
Μπαρόκ, διαγράφοντας την καλλιτεχνική και ιστορική πορεία της αιώνιας πόλης και την πολιορκία της από τα στρατεύματα του
Ναπολέοντα.
Συνοψίζοντας την υπόθεση της
όπερας, βρίσκουμε τον φυγάδα πολιτικό επαναστάτη Τσεζάρε Αντζελόττι ν’ αναζητά
καταφύγιο για να αποφύγει τους διώκτες
του, στο παρεκκλήσι του Ναού Σαντ’
Αντρέα ντελλα Βάλλε. Ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι σχολιάζει με τον νεωκόρο το
πορτραίτο της ξανθιάς Μαγδαληνής που
φιλοτεχνεί και του εκμυστηρεύεται ότι θυμίζει την αγαπημένη του Φλώρα Τόσκα, τη
μελαχρινή ντίβα της όπερας. Μόλις ο νεωκόρος αποχωρήσει από το Ναό, εμφανίζεται
ο Αντζελόττι και ο ζωγράφος τού υπόσχεται να τον φυγαδεύσει από τη Ρώμη. Στο
μεταξύ η Τόσκα έρχεται να τον συναντήσει και ακούει ψιθύρους, που διακόπτονται
με την είσοδό της. Αυτό της δημιουργεί υποψίες με συνέπεια μια σκηνή
ζηλοτυπίας. Ο Καβαραντόσσι την καθησυχάζει και τη βάζει στο σχέδιο φυγάδευσης
του επαναστάτη. Βγαίνουν από το παρεκκλήσι, ενώ οι πιστοί προσέρχονται για το
Te Deum και μαζί τους ο αρχηγός της Αστυνομίας Βαρόνος Σκάρπια με την ακολουθία
του, αναζητώντας τον φυγάδα. Η Τόσκα
επιστρέφει στο ναό και ο Σκάρπια που την ποθεί και συγχρόνως υποπτεύεται ότι ο
Καβαραντόσσι κρύβει τον Αντζελόττι, εκμεταλλεύεται τη ζήλια της για να της
αποσπάσει πολύτιμες πληροφορίες, χωρίς να τα καταφέρει. Και ενώ οι πιστοί
ψάλλουν, εκείνος ορκίζεται πατώντας το σταυρό, να στείλει στην κρεμάλα τον
Καβαραντόσσι και να πάρει την Τόσκα στις άνομες αγκαλιές του.
Στο στρατηγείο του, το Μέγαρο Φαρνέζε, ο Σκάρπια δειπνά και
ονειρεύεται τη ζεστή αγκαλιά της Τόσκα.
Ο βοηθός του, ο Σπολέττα, του φέρνει την
είδηση της σύλληψης του Αντζελόττι και
του Καβαραντόσσι ως υπόπτου για συνέργεια. Η Τόσκα, καλεσμένη του
Βαρόνου, προσέρχεται στο δείπνο τη στιγμή που αποκαλύπτεται το κρησφύγετο του
φυγάδα και σπρώχνεται ο ζωγράφος αιμόφυρτος μπροστά τους, ενώ αναγγέλλεται η
νίκη του Ναπολέοντα στο Μαρένγκο. Ο
Καβαραντόσι, στο άκουσμα της νίκης, πανηγυρίζει, κάνοντας έξαλλο το Σκάρπια που
διατάζει την άμεση φυλάκισή του και διαπραγματεύεται με την Τόσκα τους όρους
απελευθέρωσής του, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από το να υποταχθεί η νέα γυναίκα
στις παράφορες ορέξεις του. Απεγνωσμένη η Τόσκα δείχνει να συγκατανεύει, ενώ ο
Σκάρπια δίδει, υποκριτικά, εντολή
στο βοηθό του, για ψευδή εκτέλεση του κατηγορουμένου κι
ετοιμάζει το σχετικό έγγραφο για την ασφαλή φυγή του ζευγαριού από τη Ρώμη. Η
Τόσκα αρπάζει ένα μαχαίρι από το τραπέζι του δείπνου και, μόλις ο τύραννος την
πλησιάζει, τον σκοτώνει.
Με το ξημέρωμα οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου ηχούν απόμακρες στο Καστέλ
Σαντ’ Άντζελο, ενώ ο έγκλειστος
Καβαραντόσσι περιμένει την εκτέλεσή του, αναπολώντας την αγαπημένη του η
οποία έρχεται για να του αναγγείλει τη σκηνοθετημένη εκτέλεσή του και να τον
συμβουλεύσει πώς να υποκριθεί το
σκοτωμένο. Το εκτελεστικό απόσπασμα φτάνει, τον στήνει απέναντί του και τον πυροβολεί. Η Τόσκα περιμένει να
αποχωρήσουν και τρέχει για να του πει ότι είναι ελεύθεροι να φύγουν. Αλίμονο,
διαπιστώνει ότι ο αγαπημένος της είναι στ’ αλήθεια νεκρός. Την ίδια στιγμή
έρχονται να τη συλλάβουν, αφού το έγκλημά της έχει αποκαλυφθεί, αλλά εκείνη
προτιμά να πηδήξει στο κενό από τις επάλξεις του οχυρού, αντί να παραδοθεί.
Σκηνές ρεαλιστικές, που τρέχουν με θεατρικούς ρυθμούς, καθώς η δράση
παίζει σημαντικό ρόλο στην όπερα. Με το χάρισμα τού δεξιοτέχνη ο Τζάκομο
Πουτσίνι δημιουργεί μικρές ευεργετικές ανάσες ανάμεσα στα δραματικά γεγονότα
και, πιστός στην ιταλική παράδοση, δίδει προτεραιότητα στο τελειότερο ίσως
μουσικό όργανο, την ανθρώπινη φωνή, στηρίζοντάς την με τα πλούσια ηχοχρώματα
του συνόλου της ορχήστρας.
Στο εντυπωσιακό σκηνικό της πρώτης πράξης, μέσα στο Ναό, ένας τεράστιος, ολόχρυσος Χριστός πάνω σε χρυσοποίκιλτο επικλινή σταυρό γεμίζει το Λογείο του Ηρωδείου. Τι αντίθεση με τη μορφή εκείνη του πάσχοντος επί του Ξύλου Ιησού, που με τα τέσσερα σκέλη του σταυρού του διαμηνύει στα πέρατα της οικουμένης τις αξίες του Χριστιανισμού!
Ο Ναός, τεράστια αγκαλιά, δέχεται εκείνον που έρχεται για να
επικοινωνήσει με το Θείο, αλλά και τον
κατατρεγμένο που αναζητά άσυλο. Μόνο που
το άσυλο καταστρατηγείται και το ιερό
βεβηλώνεται από την κοσμική εξουσία, που αναζητά με τα όπλα -τι
ειρωνεία!- τον επαναστάτη μέσα στο ιερό και υφαρπάζει το σταυρό για να τον
κατακερματίσει, να τον λεηλατήσει, όπως αιώνες πριν, πάλι άνθρωποι της εξουσίας
είχαν διαμοιράσει τα ιμάτια του Ιησού.
Είναι, άραγε, πικρή διαπίστωση του Αργεντινού σκηνοθέτη ότι οι χριστιανικές
αξίες προδίδονται και γι’ αυτό στις επόμενες πράξεις της όπερας
μεταβάλλει το σταυρό σε χρηστικό αντικείμενο πολυτελείας και επιτρέπει στο Βαρόνο Σκάρπια,
την εξουσία, που καθορίζει τις τύχες του
λαού ακόμα και να τον ποδοπατήσει;
Με τη θαυμάσια ερμηνεία του, την επιβλητική του παρουσία ο Γεωργιανός
βαρύτονος Γκεόργκε Γκαγκνίτζε ανέδειξε όλα τα στοιχεία του ρόλου, που τον
κάνουν ξεχωριστό, όπως την αλαζονεία της εξουσίας, τη σκληρότητα προς τον κρατούμενο, την ωμή ψυχολογική βία προς το αντικείμενο του πόθου του,
την Ντίβα της σκηνής, Τόσκα.
Ο Χιλιανός τενόρος Τζανκάρλο
Μονσάλβε στον ήδη γοητευτικό ρόλο του Μάριο Καβαραντόσσι πρόσθεσε την προσωπική του γοητεία και με την
ωραία ερμηνεία του και τη ζεστή φωνή του προκάλεσε το χειροκρότημα των θεατών.
Θεατρικότατη στο ρόλο της Τόσκα, η Τσέλια Κοστέα, γοητευτική, με
καθάρια, λαμπερή φωνή και με θαυμάσια σκηνική
παρουσία προσέδωσε στην ηρωίδα το
λυρισμό και δραματικότητα που ο ρόλος απαιτεί και στην περίφημη άριά της «Έζησα για την τέχνη», ξεσήκωσε τους
θεατές του Ηρωδείου.
Ισάξιες και οι ερμηνείες των μικρότερων ρόλων, από τους Δημήτρη
Κασιούμη, Ζαχαρία Τσούμο, Παύλου Σαμψάκη,
Χριστίνα Ασημακοπούλου, Χρήστο Αμβράζη και Τάσο Αποστόλου.
Εκτός από τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά, ήταν εντυπωσιακά και τα
κοστούμια. Σχεδιασμένα από τον Ούγκο ντε Άνα σε φόρμα κλασική και με τους
φωτισμούς του Βινίτσιο Κέλι αναβίωσαν την αισθητική πολυτέλεια της
εποχής.
Η παιδική χορωδία, Rosarte, άριστα προετοιμασμένη από την Ρόζη
Μαστροσάββα έκλεψε τις εντυπώσεις, το ίδιο και η χορωδία της Εθνικής Λυρικής
Σκηνής υπό την διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου.
Ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης διηύθυνε την ορχήστρα εκμαιεύοντας από
τους μουσικούς και τις δύο χορωδίες του τα καλύτερα στοιχεία της βαρυσήμαντης
αυτής όπερας και οδήγησε τους καλλιτέχνες σε εξαιρετικές ερμηνείες.
Η ανθρώπινη αδυναμία θριαμβεύει
φαινομενικά, αφού οι τρεις βασικοί ήρωες του έργου θα μηνύσουν, με το θάνατό
τους, στην ανθρωπότητα ότι η ζωή καταξιώνεται μέσα από αξίες, όπως εκείνες της
πίστης, της θυσίας, της αγάπης.