[Λόφος του Στράνη, Κυριακή 21 Ιουλίου 2013]
Της
Κατερίνας Δεμέτη
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητοί Φίλοι,
Σε
μια εποχή που το μαύρο επιδιώκει να σκεπάσει τη μνήμη και να καλύψει με λήθη
τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων, οι εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, στη Σειρά Λογοτεχνία / Πεζογραφία
/ Διήγημα, κάνουν ένα τολμηρό βήμα απαντώντας με ένα πολύχρωμο βιβλίο.
Πρόκειται
για το βιβλίο «Του Φιόρου και του
Μισεμού» της κ. Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά, που περιλαμβάνει 29 διηγήματα,
επιλεγμένα από δύο παλαιότερες διηγηματικές συλλογές, η πρώτη του 2000, με
τίτλο: «Ο Κραταιός Νόστος», έκδοση
Πανεπιστημίου RMIT (Royal
Melbourne Institute of Technology, Greek-Australian Archives Publications) και η
δεύτερη του 2005, με τίτλο: «Εκ Φιόρε και
εξ Αντιπόδων», εκδ. Τσώνη, Μελβούρνη.
Και
το εγχείρημα των εκδόσεων ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, πιστεύω ότι είναι τολμηρό, όχι τόσο γιατί
η συγγραφέας του εκδίδει για πρώτη φορά βιβλίο στην Ελλάδα.
Άλλωστε
μας είναι εδώ και χρόνια γνωστή από την παρουσία της στο ηλεκτρονικό περιοδικό Στον ίσκιο του Ήσκιου, του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ενώ οι φιλολογικές
περγαμηνές της είναι αναμφισβήτητες, αφού έχει βραβευτεί το 2008 από το
Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας κι έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: τη μία το 1996 με
τίτλο: «Σκυφτές Ανεμώνες», Τετραλογία, εκδ. Ναυτίλος και τη δεύτερη, δίγλωσση,
το 2007: «Εν τη Πόλει της Μελβούρνης», εκδ. Τσώνη, Μελβούρνη, ενώ διηγήματα και
ποιήματά της έχουν διακριθεί μάλιστα σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στην
Αυστραλία, την Ελλάδα και την Αμερική.
Το
εγχείρημα είναι τολμηρό, γιατί η κ. Μούσουρα μέσα από τα διηγήματά της μάς
περιγράφει τη ζωή των μεταναστών, χωρίς να την ωραιοποιεί, ακολουθώντας τη ζωή
τους από τότε που εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη, τους παρακολουθεί στην
Αυστραλία, να μοχθούν για να προοδεύσουν, να ονειρεύονται την επιστροφή, και συχνά
να μην προφταίνουν να ολοκληρώσουν το όνειρό τους.
Γεννημένη
η ίδια το 1940 στη Ζάκυνθο, έφυγε το 1967 με το σύζυγό της και τα δυο τους
παιδιά, μετανάστρια στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου διαμένουν σήμερα 505.000
Έλληνες, σύμφωνα με σχετική έκθεση του 2010.
Γνωρίζει
λοιπόν καλά, με κάθε λεπτομέρεια, την πικρή γεύση που αφήνει η νοσταλγία για την
πατρίδα και πόσο εύκολα η εξιδανίκευση και μυθοποίηση στοιχείων, μπορούν να
δυσκολέψουν σε συναισθηματικό επίπεδο τη ζωή του μετανάστη.
Γνωρίζει
επίσης και ότι άνθρωπος χωρίς ιστορίες, σημαίνει άνθρωπος χωρίς μνήμη και αυτή
τη μνήμη θέλει να την περάσει στις νεώτερες γενιές, που ζουν κι ανθούν εκεί,
παρακολουθώντας ανθρώπινες ιστορίες που γεφυρώνουν τις δύο πατρίδες.
Η
ασπρόμαυρη φωτογραφία στο εξώφυλλο της δεύτερης διηγηματικής της συλλογής που
εξέδωσε το 2005 στη Μελβούρνη, παρουσιάζει την τάξη του Γυμνασίου Θηλέων της
σχολικής χρονιάς 1954-55, μπροστά από τη σκηνή που χρησίμευε για τα μαθήματα,
καθώς δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί η κατασκευή του μετασεισμικού Γυμνασίου. Η
φωτογραφία είναι δηλωτική καθώς είναι τα πρόσωπα και οι διαδρομές που
ακολούθησαν στη ζωή τους, που πρωταγωνιστούν.
Δεν
είναι καθόλου τυχαία κατά τη γνώμη μας και η επιλογή που ακολούθησε για τις
μετέπειτα εκεί σπουδές της: Σπούδασε Διερμηνεία - Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο RMIT (Royal Melbourne Institute of Technology),
ειδικεύτηκε στον τομέα της Ψυχιατρικής Διερμηνείας και εργάστηκε ως η Επίσημη
Μεταφράστρια των περισσότερων Ομοσπονδιακών Υπουργείων της Αυστραλίας και
Κρατικών Υπηρεσιών, ενώ δίδαξε για πολλά χρόνια ελληνικά στα απογευματινά
Σχολεία της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά
Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας της Αυστραλίας. Στην Αυστραλία άλλωστε η
ελληνόγλωσση εκπαίδευση είναι πολύ καλά οργανωμένη, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό
οφείλεται στην «πολυπολιτισμική πολιτική» των δεκαετιών του 1970, 1980 και εν
μέρει 1990. Στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής προώθησης των διαφορετικών από την
Αγγλική γλωσσών η Ελληνική καθιερώθηκε τη δεκαετία του 1980 ως μια από τις οχτώ
Γλώσσες Κλειδιά (Key Languages) που διδάσκονταν στο αυστραλιανό κρατικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν σχεδόν σ’ όλες τις
πολιτείες, σε δεκάδες σχολεία, ενταγμένα Τμήματα διδασκαλίας της Ελληνικής για
κάθε ενδιαφερόμενο μαθητή και όχι μόνο για τους ελληνικής καταγωγής.
Σαν
μια πράξη αντίστασης λοιπόν, για την εκεί μόνιμη παραμονή της, ασχολείται με
την ελληνική γλώσσα, εργάζεται κι εκφράζεται μέσα από αυτήν, παρακινημένη ίσως
από το μεγάλο Αλεξανδρινό Ποιητή:
Την
γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν
τόσους αιώνες ανακατευμένοι
με
Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι’ άλλους ξένους.
Το
μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν
μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με
λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’
είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα
παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και
τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που
μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και
πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί
θυμούνταν που κι’ αυτοί ήσαν Έλληνες-
Ιταλιώτες
έναν καιρό κι’ αυτοί·
και
τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να
ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι
-ω συμφορά!- απ’ τον ελληνισμό.
(Κ.
Καβάφης)
Αυτή
την ελληνική γλώσσα λοιπόν υπηρέτησε με ευλάβεια η κ. Διονυσία
Μούσουρα-Τσουκαλά στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο που
παρουσιάζουμε απόψε:
Εναποθέτοντας
στο Bάζο, αναμνήσεις κι εικόνες, από
καθημερινές ιστορίες απλών ανθρώπων, που αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν,
οδηγημένοι από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής τους, το βιβλίο φωτίζει το
σήμερα με τα όσα έζησαν εκείνοι, για κείνα που προφητικά ίσως θα ζήσουμε.
Οργώνοντας
επιθυμίες κι ανάγκες με το Τρακτέρ, ποθητό
μέσο που θα αποκτηθεί μέσα από τις οικονομίες στην ξενιτιά για να καλυτερέψει
τη ζωή στην πατρίδα, η κ. Μούσουρα, παρουσιάζει μέσα στις ιστορίες της, τις λεπτές
αυλακιές της ανθρώπινης ψυχής.
Υπογραμμίζει
τη σημαντικότητα της ύπαρξης, που εκφράζεται μέσα από απλούς, ταπεινούς, ανθρώπους, όπως ο Νικολής ο χαμολόης και η Ξαδέλφη η Αντριάνα, που προσηλωμένοι σε αρχές και υψηλούς
στόχους, δίνουν το παράδειγμα για τα όσα η μοίρα και οι αριθμοί, αναγκάζουν να αντιμετωπίσει
ο άνθρωπος για να επιβιώσει.
Συναντά
μαζί με τους ήρωες των διηγημάτων, τις κινητήριες αρχές που ενεργοποιούν, την
ανθρώπινη φύση: τον αγνό έρωτα, στην Τρόμπα
του Μπανάτου, τον αιώνιο έρωτα στο
Σπίτι με τις ανεμώνες, τον προδομένο έρωτα στην Επίορκη, την αγάπη για τη ζωή που φεύγει, στην Απαγωγή, το θάνατο, το μόνο σίγουρο που θα συναντήσουμε όλοι στο
τέλος στο Καπέλο γεμάτο βροχή και στο Τέλος της μικρής μας συντροφιάς, και
μάς γειώνει επικίνδυνα, για τις επίπλαστες ανάγκες που η σούπερ εξελιγμένη εποχή
μας επιτάσσει.
Οι
Ήσυχες μέρες που απλά και ειρηνικά
περνάει ο μπάρμπα- Χρήστος με τη συντροφιά των ζώων του και η ηρωίδα στα Φιλαράκια, έρχονται σε αντίθεση με τις Ψευδαισθήσεις κι ενοχές, του ήρωα της
ομότιτλης ιστορίας.
Αγάπη
και μίσος, οι δύο όψεις στις σχέσεις του ζευγαριού, που επιβεβαιώνονται στο Μονόλογο (σχεδόν) της ιστορίας του Αστέριου.
Εξαπάτηση
στη Νύχτα Γάμου και στην Απόφαση. Πραγματική Απερίγραπτη Συντριβή, όταν η αλήθεια
ξεσκεπάζεται, όπως και στο Μυστικό της
κυρά Μαρίας. Τα κλειστά παράθυρα, αποτελούν πρόκληση για εικασίες, σενάρια,
τρομαχτικές ιστορίες, που μέσα από αστείρευτο χιούμορ, φωτίζονται στο τέλος από
τη δύναμη της αγάπης. Χιούμορ πικρό και στην Τυχερή, που προσπαθεί να ρεφάρει μιας ζωής καταπίεση.
Στον
καμβά της φιλίας και των ειλικρινών εξομολογήσεων μπλεγμένες οι Συμμαθήτριες, μοναδική ελπίδα που ενώνει γενιές, όπως τη Mατίνα και την Aμάντα, κι αντίσταση στις σημερινές ισοπεδωτικές
συνθήκες ζωής.
Η
γνωστική Τρελή της γειτονιάς, η Φόνισσα,
που σκοτώνει απ’ αγάπη, ο αγαθός εξαπατημένος μπάρμπα Ηλίας που η δική του Εκδίκηση
είναι να κλέβει γιατί τον κλέψανε, η
Απάντρευτη, που επιτέλους παντρεύεται, η ακυρωμένη Πρωτιά του μέτριου σε όλα Λαζαρή, φωτογραφίζουν σε ρεαλιστικά
ενσταντανέ την ίδια την αντίφαση της ζωής μας, και μάς γίνονται τόσο ανέλπιστα
οικείοι, που ασυναίσθητα αναγνωρίζουμε και δικές μας ιστορίες για
συγγενείς-μετανάστες. Κάπου εκεί μέσα είδα και το θείο από την Αμερική, που η
νόνα μου μού διηγιόταν την ιστορία του, που έλειπε δεκαετίες και που γύρισε πίσω μόνο μ’ ένα πανωφόρι και
για τον άλλο που πήγε στην Καλιφόρνια, ανακατεύτηκε με γκάνγκστερ, άλλαξε το
όνομά του και μετά χάθηκε…
Κι
στο βάθος οι δύο αντίποδες: Η Ζάκυνθος και η Μελβούρνη, Η παραμυθένια Πολιτεία και Το στοιχειωμένο Γεφύρι, η παλιά και η καινούργια πατρίδα, η ζωή που αφήσαμε, η ζωή
που χτίσαμε, και όλα αυτά μέσα σ’ ένα πολύχρωμο βιβλίο, που γράφτηκε εκεί και
παρουσιάζεται εδώ.
Άφησα για το τέλος μία μικρή
εξομολόγηση:
Δεν έχω συναντήσει ποτέ την κ. Διονυσία
Μούσουρα-Τσουκαλά. Την διαβάζω στο ηλεκτρονικό περιοδικό του π. Παναγιώτη εδώ
και χρόνια, κι εδώ κι ένα χρόνο έχουμε γίνει φίλες στο κοινωνικό δίκτυο Facebook. Από εκεί μιλάμε σχεδόν κάθε μέρα. Με διαβάζει και τη
διαβάζω. Το facebook ήταν και η
αφορμή για να μου στείλει τα βιβλία της
από την Αυστραλία. Σήμερα το πρωί ο κ. Βίτσος ευγενικά με προσκάλεσε να
συναντηθώ μαζί της και να γνωριστούμε. Αρνήθηκα, όχι γιατί ήθελα να αφεθώ στην
έκπληξη της βραδιάς. Αρνήθηκα, γιατί οι φίλοι μας δεν έχουν ηλικία και
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και η ονειρεμένη πατρίδα μας δεν έχει χωρικά
σύνορα. Ενυπάρχει μέσα μας, είτε κατοικούμε στη Ζάκυνθο είτε κατοικούμε στη
Μελβούρνη, και η οικογένειά μας είναι πάντα κοντά μας, είτε ζει στο ίδιο σπίτι
μαζί μας, είτε στη γειτονική πόλη και η εστία μας είναι εκεί που καίει η φωτιά
της καρδιάς μας.
Σας ευχαριστώ.
|
Η Κατερίνα Δεμέτη και η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά μετά το τέλος της ανωτέρω εκδήλωσης. |