[Εισήγηση στη 17η Συνέλευση της ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ - Ερεβάν της Αρμενίας, 29 Ιουνίου 2010]
Προτού προχωρήσω στην ανάπτυξη του θέματος, το οποίο πρέπει να σας παρουσιάσω σήμερα, θα ήθελα πρωτίστως να ευχαριστήσω πολύ ενθέρμως τους διοργανωτές της 17ης Γενικής Συνέλευσης της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας για την τιμή που μου επιφύλαξαν, να με καλέσουν να μιλήσω σε ένα τόσο εκλεκτό ακροατήριο επάνω σε θέμα, το οποίο, χωρίς καμία αμφισβήτηση, περιέχει ένα βαθύ νόημα για την ιστορία των χωρών της ανατολικής χριστιανικής παράδοσης. Αυτή η παράδοση, που περιλαμβάνει πολύ ισχυρά κοινά στοιχεία για όλες τις χώρες που εκπροσωπούνται εδώ, αποτελεί επίσης, όχι απλώς μία ιστορική πραγματικότητα των λαών μας, αλλά και ένα πολύ στερεό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο θα ήταν δυνατό, υπό προοπτική, να οικοδομηθεί ένα κοινό πλαίσιο μιας συνεργασίας, όχι μόνο πολιτιστικής αξίας αλλά και πολιτικής σημασίας.
Όπως ήδη δήλωσα, το θέμα της Συνέλευσης, οι εργασίες της οποίας αρχίζουν σήμερα, με τον τρόπο που αυτό έχει διατυπωθεί, ενέχει μία σημαντική ιδαιτερότητα όπως επίσης και ένα βάθος, για τον λόγο ότι προσδιορίζει θρησκευτική ταυτότητα λαών με πολύ κοινές ιστορικές και πολιτιστικές εμπειρίες. Τα προέχοντα σημεία του θέματος είναι η Ορθοδοξία, η κρατική υπόσταση και η ανατολική χριστιανική παράδοση. Και τα τρία αυτά στοιχεία προκύπτουν από μία αναγνώριση ιστορικής εμπειρίας πολλών αιώνων, πηγάζουν δηλαδή από μέσα από την Ιστορία των λαών τους οποίους χαρακτηρίζουμε ως λαούς που ανήκουν στην ανατολική χριστιανική παράδοση. Ως βάση και αρχή για την εξέταση του θέματος, νομίζω ότι θα έπρεπε να ληφθεί η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτή που επικράτησε να αποκαλούμε Βυζάντιο, για τον λόγο ότι, από άποψη θρησκευτική, όλες οι ονομαζόμενες σήμερα χώρες ανατολικής χριστιανικής παράδοσης, ως προς τη διαμόρφωσή τους, είναι λίγο ή πολύ έκγονα (потомки) αυτού του κρατικού προτύπου. Η ανάπτυξη του θέματος, λοιπόν, μας καλεί αναγκαστικά σε μία ιστορική αναδρομή, η οποία και θα καταδείξει κατά πόσο η Ορθοδοξία συνέβαλε στην ανάπτυξη της κρατικής υποστάσεως των χωρών που εκφράζουν την ανατολική χριστιανική παράδοση.
Η οικοδόμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βασίστηκε επάνω στα πρότυπα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα οποία όμως στη συνέχεια προσάρμοσε σε ένα νέο πνευματικό και πολιτιστικό σχήμα με βάση την ανατολική χριστιανική παράδοση. Έτσι λοιπόν, από άποψη πνευματικής δομής και πολιτισμού, το Βυζάντιο πραγματοποίησε τη σύγκραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη και δημιούργησε τελικά έναν χριστιανικό πολιτισμό και μία παράδοση που είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Αυτή η παράδοση, η οποία δοκιμάστηκε σε έναν αγώνα διατήρησης της καθαρότητάς της, ονομάστηκε Ορθοδοξία, σε αντιδιαστολή από την εκτροπή που γνώρισε στον Δυτικό κόσμο. Έτσι, η Ορθοδοξία υπήρξε η αμετάβλητη και απαράγραπτη θρησκευτική ταυτότητα της αυτοκρατορίας. Ένα δεύτερο στοιχείο στην κρατική υπόσταση της αυτοκρατορίας ήταν ο αυτοκράτορας, το πρόσωπο που ασκούσε την υπέρτατη διοίκηση και το οποίο στη συνείδηση του λαού είχε λάβει έναν ιερό χαρακτήρα. Ο αυτοκράτορας ενσάρκωνε όλα τα ιδεώδη του κράτους, ήταν αυτός που κατεύθυνε την πολιτική της χώρας και προστάτευε την Εκκλησία. Η αντίληψη της πληρότητας του κρατικού ιδεώδους προϋπέθετε τρία πράγματα: πρώτο το πρόσωπο του αυτοκράτορα, δεύτερο την παρουσία δίπλα του της ύπατης εκκλησιαστικής αρχής της χώρας, δηλαδη του πατριάρχη ή αρχιεπισκόπου, και τρίτο την ύπαρξη ενός καθεδρικού ναού μέσα στον οποίο υπήρχε θρόνος για τον αυτοκράτορα και την εκκλησιαστική κεφαλή. Αυτή η διαδικασία καθόριζε οριστικά τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας, η οποία καθίστατο μία σχέση αλληλεξάρτησης. Ο αυτοκράτορας, ή ο βασιλέας ή ηγεμόνας, στις υπόλοιπες χριστιανικές ορθόδοξες χώρες που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, παρά την υπεροχή του ως κρατικού ηγέτη, είχε απόλυτη ανάγκη της παρουσίας και της εκκλησιαστικής κεφαλής, διότι αυτή αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα για την επίφαση της εθνικής υπόστασης του κράτους και της κυριαρχίας του ηγεμόνα. Με την πάροδο των αιώνων και τη διαμόρφωση νέων πολιτικών σχημάτων στις χώρες της ανατολικής χριστιανικής παράδοσης μπορεί να καταργήθηκε ο αυτοκράτορας ή ο βασιλέας και να αντικαταστάθηκε από πρόεδρο της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργό, αλλά παρά ταύτα δεν καταργήθηκε η εκκλησιαστική αρχή, η οποία παρέμενε σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία. Ακόμη και στις χώρες όπου επικράτησε η ιδεολογία της αθεΐας, η Εκκλησία δεν καταργήθηκε. Με αυτό το σχήμα η κοσμική εξουσία του κράτους αναδεικνυόταν λοιπόν ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα. Εφόσον λοιπόν η κοσμική εξουσία αποτελούσε τον προστάτη της Ορθοδοξίας, εκείνος που την εξέφραζε θρησκευτικά, δηλαδή η εκκλησιαστική κεφαλή, δεν ήταν δυνατό παρά να υποστηρίζει τη διατήρηση αυτής της κρατικής υπόστασης, γνωρίζοντας απόλυτα ότι ο κοσμικός άρχων παρείχε προστασία στην Εκκλησία του κράτους. Άρα ο εκκλησιαστικός ηγέτης είχε ουσιώδη λόγο να προασπίζεται την κρατική και εθνική ακεραιότητα του έθνους του.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία στους πρώτους αιώνες της ζωής της υπήρξε το μεγαλύτερο οικουμενικό κράτος του πολιτισμένου κόσμου, λειτούργησε ως το πρότυπο κρατικής οντότητας και αποτέλεσε το ιδεώδες υπόδειγμα για μίμηση. Έτσι ήταν φυσικό στη συνέχεια να σπεύσουν να μιμηθούν αυτό το πρότυπο στις βασικές του αρχές, που ήδη μνημονεύθηκαν, τα κράτη της ανατολικής χριστιανικής παράδοσης, τα οποία διαμορφώθηκαν μεταγενέστερα. Ένα σημαντικό στοιχείο στη σχέση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας υπήρξε η διαδικασία της εξασφάλισης του αυτοκεφάλου των Ορθοδόξων Εκκλησιών, δηλαδή η αποδεύσμευσή τους από την υποταγή στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, από την οποία και έλαβαν αρχικώς τη χριστιανική πίστη. Η αποδέσμευση αυτή συνεπαγόταν συγχρόνως και την κρατική αυτοτέλεια, γεγονός που δικαιολογεί τη συμβολή στη συνεργασία των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με την κοσμική εξουσία για τη δημιουργία ανεξάρτητης κρατικής οντότητας. Πρέπει λοιπόν μέσα σε αυτή τη συνάφεια να δούμε το θέμα της διαμόρφωσης του αυτοκεφάλου.
Βεβαίως σ’ αυτή την παράδοση, χωρίς καμία αμφιβολία, ανήκει απόλυτα, από τις πρώτες μάλιστα χώρες, η Αρμενία, η οποία μας φιλοξενεί τη στιγμή αυτή, διότι αυτή αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά κράτη του καυκασιακού χώρου. Έχοντας εκχριστιανιστεί ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα, και αποκτώντας από τον επόμενο αιώνα δικό της αλφάβητο και γραπτό λόγο, η Αρμενία εισήλθε αμέσως στη χορεία των πολιτισμένων λαών και απέκτησε την πολιτική και πολιτιστική της αυτοτέλεια. Είναι αλήθεια ότι κατά διαστήματα διετέλεσε υπό βυζαντινή κυριαρχία, συγχρόνως όμως προσέφερε και η ίδια εκλεκτές και διαπρεπείς προσωπικότητες στη βυζαντινή κρατική διοίκηση, γεγονός που δηλώνει την ύπαρξη ενός πολιτιστικού και πνευματικού δεσμού με την ισχυρή ελληνικής υφής Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή η συνάφεια με το Βυζάντιο παρείχε τη δυνατότητα γνωριμίας και με τον τρόπο ανάπτυξης κρατικής οντότητας. Παρά την πολύ μεγάλη αυτή προσέγγιση μεταξύ βυζαντινού και αρμενικού κόσμου, η Αρμενία όχι μόνο δεν αφομοιώθηκε μέσα στο Βυζάντιο, αλλά ούτε και δέχθηκε την ελληνική γλώσσα, επιπλέον μάλιστα διατήρησε μία ιδιαιτερότητα στη δογματική έκφραση του ανατολικού Χριστιανισμού. Η αιτία αυτής της επιλογής πρέπει ίσως να αναζητηθεί όχι μόνο στον κρατικό αλλά και στον εκκλησιαστικό προσανατολισμό, διότι ο τελευταίος αυτός, κινούμενος μέσα στη δογματική ιδιαιτερότητά του, επικύρωνε και επιβεβαίωνε την κρατική αυτοτέλεια του αρμενικού λαού.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση της γειτονικής αρχαίας Γεωργίας, η οποία εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς και ανέπτυξε έναν δικό της πολιτισμό. Όπως η Αρμενία, έτσι και η Γεωργία, γνώρισε πολλές εναλλαγές στο θέμα της ελευθερίας της χώρας, με πολέμους και τουρκική και περσική κατοχή, αλλά παρά ταύτα ανέπτυξε μία σθεναρή εθνική αντίδραση, την οποία σε μεγάλο, αν όχι απόλυτο, βαθμό, χρωστούσε στο πνεύμα της αυτοτελούς εθνικής οντότητας που είχε δημιουργηθεί στη συνείδηση του γεωργιανικού λαού. Η παράδοση της ορθόδοξης πίστης και η με βάση αυτήν πνευματική καλλιέργεια, ήταν εκείνη που επί αιώνες διατήρησε στη συνείδηση της γεωργιανικής κοινωνίας το ιδεώδες μιας ελεύθερης χώρας, γεγονός που είδαμε να πραγματοποιείται στις ημέρες μας. Οι επί αιώνες διάφορες ξενικές επιδράσεις δεν κατόρθωσαν να απαλείψουν τα εθνικά στοιχεία από το φρόνημα του λαού, γιατί αυτά τα συντηρούσε η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι, σε τελική ανάλυση, η εθνική ανεξαρτησία εκκολαύθηκε και στη Γεωργία χάρη στην άσβεστη εθνική συνείδηση που διέσωζε η γεωργιανική ορθόδοξη παράδοση.
Θα πρέπει να επιστρέψουμε στο θέμα της αυτοκεφαλίας των Εκκλησιών της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης, ώστε να δούμε τί ρόλο διεδραμάτισε στη διαμόρφωση της κρατικής υπόστασης. Ως βάση και αρχή παραμένει το Βυζάντιο, διότι από αυτό εκπήγαζε η ανατολική ορθόδοξη αντίληψη περί κράτους, αυτή που ενέπνευσε τα μεταγενενέστερα διαμορφωθέντα κράτη. Η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, η οποία έλαβε τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο ήταν η Βουλγαρία, η οποία όμως ήταν και η πρώτη που διεκδίκησε τη χειραφέτησή της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο ηγεμόνας της Βόρης τον 9ο αιώνα, επειδή έβλεπε την εκκλησιαστική εξάρτηση της χώρας του από την Κωνσταντινούπολη ως τρόπο επιρροής επ’ αυτής του Βυζαντίου, απαίτησε τη χειραφέτηση της Εκκλησίας του. Ο κύριος παράγοντας που διεδραμάτιζε ενεργό πρόσωπο στη διεκδίκηση του αυτοκεφάλου υπήρξε η κοσμική εξουσία, την οποία ενσάρκωνε ο ηγεμόνας μιας χώρας. Σε πρώτο στάδιο η αρχή που αποφάσιζε την εκχώρηση του αυτοκεφάλου ήταν η σύνοδος των επισκόπων, αργότερα δε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από τη στιγμή όμως που ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού Κράτους η Εκκλησία συνδέθηκε αναπόσπαστα μ’ αυτό και ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα άρχισε να γίνεται αποφασιστικός. Βεβαίως η αυτοκρατορική παρέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα δεν άφηνε ασυγκίνητη την Εκκλησία, η οποία προσπαθούσε πάντοτε να κατοχυρώσει τη δική της εξουσία, είτε εγκρίνοντας εκ των υστέρων την αυτοκρατορικη παρέμβαση, εμφανιζόμενη ότι συμφωνεί μ’ αυτήν, είτε με την υποχώρηση του αυτοκράτορα μπροστά στις αντίθετες προς τις δικές του αποφάσεις της Εκκλησίας. Με μία ανάλυση των σχετικών πηγών, κυρίως του 9ου αίώνα, καταφαίνεται σαφώς αυτή η εξέλιξη, η οποία μάλιστα επικεντρώνεται στη διατύπωση του μεγάλου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, ότι τα εκκλησιατικά πράγματα μεταβάλλονται σύμφωνα με τις μεταβολές που επέρχονται στην κοσμική επικράτεια και διοίκηση. Επιστέγασμα μιας παρόμοιας αντίληψης ήταν και η αναγνώριση της απόλυτης εξουσίας του αυτοκράτορα, στο να κελεύει, σύμφωνα με την κρίση του, και τη μεταβολή των εκκλησιαστικών πραγμάτων, η δε Εκκλησία να αποδέχεται αυτά τα οποία αυτός αποφάσιζε.
Ενώ για την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως η προαγωγή της σε αυτοκέφαλη οφειλόταν στην πνευματική της αυτάρκεια και στη σπουδαιότητα της πόλης, αρχή που είχε ήδη ισχύσει στη χριστιανική αρχαιότητα, στην περίπτωση των σλαβικών Εκκλησιών, για τη χειραφέτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ίσχυσε η εθνικοπολιτική διεκδίκηση. Οι Εκκλησίες Βουλγαρίας, Σερβίας και Ρωσίας προήλθαν από την ιεραποστολική δραστηριότητα του Βυζαντίου και ενώ αρχικώς υπάγονταν σ’ αυτό, στη συνέχεια ζήτησαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η Κωνσταντινούπολη είχε διδάξει στους Σλάβους τη θεωρία των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, προπαντός δε των σχέσεων αυτοκράτορα και εκκλησιαστικής κεφαλής• ερχόταν λοιπόν η στιγμή να εφαρμόσουν και αυτοί την ίδια πολιτικοεκκλησιαστική θεωρία. Εδώ πρέπει να γίνει μία παρένθεση, η οποία ενέχει ιδιαίτερη σημασία: Όταν οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν το ιεραποστολικό και εκπολιτιστικό έργο τους μεταξύ των Σλάβων της Μεγάλης Μοραβίας, έδωσαν σ’ αυτούς όχι μόνο σλαβικό αλφάβητο και γραπτό λόγο, αλλά και νομοθεσία και οδηγίες προς τον ηγεμόνα για τον τρόπο που πρέπει να κυβερνά τη χώρα του. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από μία καθαρώς εκκλησιαστική διαδικασία και δραστηριότητα, οι δύο ιεραπόστολοι συνέβαλαν στην οργάνωση εθνικού κράτους και στην οριστική αποδέσμευση αυτού από τη λατινική γλώσσα, όπως και στην εθνική αυτοτέλειά του και την απελευθέρωση από την ηγεμονία των Φράγκων. Έτσι, όταν στη συνέχεια εκχριστιανίστηκαν η Βουλγαρία και η Ρωσία, η βυζαντινή νομοθεσία που είχαν μεταφέρει στους Σλάβους της Μοραβίας ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος πέρασε και σ’ αυτές τις δύο χώρες. Ήταν λοιπόν το εκκλησιαστικό καθεστώς εκείνο που οικοδομούσε την εσωτερική οργάνωση του σλαβικού κράτους της Μεγάλης Μοραβίας, επάνω σε πρότυπα που έρχονταν από μια από αιώνες συγκροτημένη αυτοκρατορία.
Ανατρέχοντας στα γεγονότα της Ιστορίας οφείλουμε να έρθουμε και στις επιβιώσασες σλαβικές χώρες και να δούμε πώς λειτούργησε αυτή η ορθόδοξη συμβολή στην ανάπτυξη κρατικής υπόστασης. Είπαμε ότι η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που εκχριστιανίστηκε ήταν η Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι ήταν λαός με σωστή αντίληψη της κρατικής οργάνωσης, γεγονός το οποίο τους οδήγησε αμέσως στην υιοθέτηση βυζαντινών προτύπων πριν ακόμη εκχριστιανιστεί η χώρα. Όπως ήδη σημειώθηκε, μετά τον εκχριστιανισμό της τον 9ο αιώνα, η Βουλγαρία απαίτησε την εκκλησιαστική ανεξαρτησία της καθώς και την αποδέσμευση από τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, ανοίγοντας έτσι μία νέα προοπτική ανανέωσης της κρατικής της οντότητας. Ύστερα από αυτή την ενέργεια λοιπόν βλέπουμε την Εκκλησία να ενισχύει την αυτοτέλεια του κράτους με την εξασφάλιση και της δικής της ανεξαρτησίας. Τα βυζαντινά πρότυπα οργάνωσης και διοίκησης μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία αυτούσια. Η εκκλησιαστική κεφαλή βρισκόταν στο πλευρό του ηγεμόνα, ο οποίος ονομάστηκε «τσάρος». Το κράτος έλαβε καθαρά εθνικό χαρακτήρα και η Εκκλησία συνέβαλε ουσιαστικά στην εμπέδωσή του. Η Εκκλησία ενήργησε ως ο θεματοφύλακας των εθνικών ιδεωδών του κράτους. Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που υπέστη την τουρκική κατάκτηση το 1393, γεγονός που είχε ως συνέπεια να χαθούν πολλά στοιχεία της εθνικής της ταυτότητας καθώς και η γνώση για το ένδοξο κρατικό παρελθόν της. Αυτός όμως που το έτος 1762 αφύπνισε τη βουλγαρική συνείδηση και υπήρξε ο εθνεγέρτης του βουλγαρικού λαού ήταν ένας ομοεθνής μοναχός του Αγίου Όρους, ο Παΐσιος Χιλανδαρινός, το εθνικό σάλπισμα του οποίου εγκολπώθηκε αμέσως ο βουλγαρικός κλήρος, ο οποίος στη συνέχεια διεδραμάτισε πολύ ενεργό ρόλο στην αφύπνιση της ιδέας του εθνικού κράτους.
Αν τώρα περάσουμε στη Σερβία θα βρούμε και εκεί πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που μαρτυρούν τη συμβολή της χριστιανικής Εκκλησίας στη διαμόρφωση του εθνικού κράτους. Ο πρώτος οργανωτής της Σερβικής Εκκλησίας, ο άγιος Σάββας, που έζησε τον 12 αιώνα, ήταν γιος του βασιλέα της Σερβίας Συμεών. Και οι δύο εγκαταβίωσαν ως μοναχοί στο Άγιον Όρος. Στη συνέχεια ο Σάββας ανακηρύχθηκε αρχιεπίσκοπος Σερβίας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και μετέφερε στο σερβικό κράτος πρότυπα βυζαντινά. Αξιοσημείωτο γεγονός στη σερβική μεσαιωνική λογοτεχνία είναι η συγγραφή από τον Σέρβο αρχιεπίσκοπο Δανιήλ τον 13ο αιώνα των βιογραφιών Σέρβων βασιλέων και αρχιεπισκόπων, ένα έργο που γνώρισε μεγάλη διάδοση, και το οποίο ενσαρκώνει την ιδέα του εθνικού κράτους και του ηγεμόνα ως προστάτη της θρησκείας του. Έχουμε εδώ την ταύτιση της χριστιανικής θρησκευτικής και της κρατικής οντότητας, μέσα σε καθαρά εθνικό κλίμα. Η ηρωική μάχη του Σέρβου βασιλέα Λαζάρου στο Κόσσοβο το 1389, και η θυσία του για την υπεράσπιση του σερβικού έθνους, δημιουργεί ένα νέο αξιόλογο κύκλο συγγραφών από εκκλησιαστικά πρόσωπα, στις οποίες κυριαρχεί και πάλι η έννοια του εθνικού κράτους. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη Σερβία η Εκκλησία ήταν εκείνη που συνέβαλε στην επιβίωση της ιδέας του εθνικού κράτους.
Στον ρωσικό χώρο οι πραγματικότητες που αναφέραμε έχουν μία δική τους ιδιοτυπία. Η Ρωσία από τον εκχριστιανισμό της το 988 και μέχρι το 1589 έμεινε εκκλησιαστικώς υποταγμένη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως μία απλή μητρόπολη. Αποτελούμενη αρχικώς από επί μέρους ηγεμονίες (Княжества), βαθμηδόν η Ρωσία διαμορφώθηκε σε ένα συγκροτημένο κράτος με κέντρο την ηγεμονία της Μόσχας, στην οποία υποτάχθηκαν όλες οι υπόλοιπες. Παρά την αρχική κατάτμησή της σε ηγεμονίες, η Ρωσία εκκλησιαστικώς διοικείτο από έναν και μόνο μητροπολίτη. Από το 988 έως το 1439 διοίκησαν τη Ρωσία συνολικώς 31 μητροπολίτες, από τους οποίους οι 25 ήταν Έλληνες και ένας Βούλγαρος, αλλά και αυτός απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το έτος 1237 ο μητροπολίτης Ρωσίας είχε έδρα το Κίεβο, αλλά μετά την κατάληψη της πόλης από τους Μογγόλους εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Οι Ρώσοι ηγεμόνες εξαρχής υιοθέτησαν όλα τα πρότυπα οργάνωσης κράτους και Εκκλησίας που παρείχε το Βυζάντιο, και με βάση αυτά συγκροτούσαν τις δικές τους κρατικές και εκκλησιαστικές δομές, οι οποίες βέβαια λάμβαναν τις αποχρώσεις του ρωσικού εθνικού χαρακτήρα. Οι μητροπολίτες βρίσκονταν παρά το πλευρό των ηγεμόνων στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας. Στο Κιέβο κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Σοφίας, σε απομίμηση αυτού της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι δεν έσπευσαν να ζητήσουν την εκκλησιαστική αποδεύσμευση από τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως. Ζώντας υπό τη σκέπη της βυζαντινής πρωτεύουσας ένιωθαν έναν δεσμό με την αυτοκρατορία. Αργότερα οικοδόμησαν και δική τους αυτοκρατορία οι δε μητροπολίτες συνέβαλαν σε αυτή τη διαδικασία. Ζώντας δίπλα στους ηγεμόνες ήταν πολλές φορές πολύτιμοι σύμβουλοι και ενίσχυαν την εξουσία τους. Οι Έλληνες μητροπολίτες δεν έκαναν ποτέ προσπάθεια να επιβάλλουν την ελληνική γλώσσα στη Ρωσία, αντιθέτως μάλιστα οι συγγραφές τους που έχουν διασωθεί είναι όλες γραμμένες στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν αντιστρατεύονταν τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους αλλά αντιθέτως τον ενίσχυαν και τον υπέλθαπαν. Μέσα στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μόσχα (Успенский собор) υπήρχε συγχρόνως ο θρόνος του μητροπολίτη και ο θρόνος του ηγεμόνα, αργότερα δε του τσάρου, κάτι που δήλωνε μία σαφή απομίμηση της βυζαντινής πρακτικής. Ο θρησκευτικός παράγοντας λειτούργησε και στη Ρωσία ως δύναμη οικοδομής του εθνικού κράτους.
Το Ρουμανικό Κράτος, το οποίο προέκυψε από τη συνένωση ηγεμονιών, παρά τις διάφορες εξωτερικές επιδράσεις, δυτικές, ελληνικές και σλαβικές, που δέχθηκε στη διάρκεια αιώνων, τελικώς κατέληξε σε ένα ενιαίο εθνικό μόρφωμα, για τη δημιουργία του οποίου σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε η ορθόδοξη παράδοση του ρουμανικού λαού, δοθέντος ότι η Εκκλησία διατήρησε τη γλώσσα αυτού του λαού και καλλιέργησε την ιδέα του ενιαίου ισχυρού κράτους. Από τις νεότερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι και αυτή της Ελλάδος, που δημιουργήθηκε μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους το 1830. Και εδώ έχουμε την ενεργό ανάμιξη του εκκλησιαστικού παράγοντα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Χρειάστηκε να γίνει αυτή η ιστορική ανασκόπηση, διότι κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να φανεί πόσο μέσα στον κόσμο του ορθόδοξου ανατολικού χριστιανισμού η εκκλησιαστική πραγματικότητα συμβαδίζει με την κρατική. Τίθεται το ερώτημα: αποτελεί αυτή η πραγματικότητα μία λανθασμένη αντίληψη του Χριστιανισμού, μία εκτροπή από τη ρήση του Χριστού, ότι η βασιλεία του δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτό; Νομίζω πως όχι. Η κοσμική εξουσία υπάρχει ως πραγματικότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο ανατολικός ορθόδοξος χριστιανισμός, εκπροσωπούμενος από την οργανωμένη Εκκλησία, προσπάθησε να συμβιώσει με την κοσμική εξουσία, την οποία εκπροσωπούσε το οργανωμένο εθνικό κράτος, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, εφόσον μπορούσε, προσπαθούσε η Εκκλησία να το καθοδηγήσει στο να ακολουθήσει αυτό τις αρχές της χριστιανικής πίστης. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε ως επίσημη κρατική γλώσσα την ελληνική και υπήρξε κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, είχε χαρακτήρα πολυεθνικό, περιλαμβάνοντας μέσα της διάφορες φυλές και λαούς, ενώ τα κράτη που έλαβαν από αυτήν τον Χριστιανισμό είχαν συγκεκριμένο εθνικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία διέσωσε στα κράτη αυτά την εθνική συνείδηση, διατήρησε τη γλώσσα τους, η οποία ήταν μία επιβεβαίωση της αυτοτελούς εθνικής υπόστασης, δημιούργησε σχολεία, βοήθησε στην ανάπτυξη κρατικής υπόστασης και έξασφάλισε την ιστορική τους συνέχεια. Έτσι επήλθε μία ταύτιση Εκκλησίας και έθνους, γεγονός το οποίο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δεν ίσχυσε στον δυτικό κόσμο και γι’ αυτό του έμεινε άγνωστη και ακατανόητη αυτή η ιδιαιτερότητα της ανατολικής Ορθοδοξίας. Συμπερασματικώς μπορούμε να πούμε ότι οι χώρες της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης, παρά τις κάποιες κατά καιρούς πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο, με βάση την κοινή πίστη που τους κληροδότησε η Ορθοδοξία, τις κοινές πνευματικές και πολιτιστικές αρχές και αξίες, τους αγώνες για τη διατήρηση αλώβητης της πίστης, κατέχουν πολύ ισχυρούς κοινούς δεσμούς. Αυτοί οι δεσμοί θα μπορούσαν ίσως υπό προοπτική να αποτελέσουν βασική προϋπόθεση και για μία κοινή πολιτική προσέγγιση.
Όπως ήδη δήλωσα, το θέμα της Συνέλευσης, οι εργασίες της οποίας αρχίζουν σήμερα, με τον τρόπο που αυτό έχει διατυπωθεί, ενέχει μία σημαντική ιδαιτερότητα όπως επίσης και ένα βάθος, για τον λόγο ότι προσδιορίζει θρησκευτική ταυτότητα λαών με πολύ κοινές ιστορικές και πολιτιστικές εμπειρίες. Τα προέχοντα σημεία του θέματος είναι η Ορθοδοξία, η κρατική υπόσταση και η ανατολική χριστιανική παράδοση. Και τα τρία αυτά στοιχεία προκύπτουν από μία αναγνώριση ιστορικής εμπειρίας πολλών αιώνων, πηγάζουν δηλαδή από μέσα από την Ιστορία των λαών τους οποίους χαρακτηρίζουμε ως λαούς που ανήκουν στην ανατολική χριστιανική παράδοση. Ως βάση και αρχή για την εξέταση του θέματος, νομίζω ότι θα έπρεπε να ληφθεί η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτή που επικράτησε να αποκαλούμε Βυζάντιο, για τον λόγο ότι, από άποψη θρησκευτική, όλες οι ονομαζόμενες σήμερα χώρες ανατολικής χριστιανικής παράδοσης, ως προς τη διαμόρφωσή τους, είναι λίγο ή πολύ έκγονα (потомки) αυτού του κρατικού προτύπου. Η ανάπτυξη του θέματος, λοιπόν, μας καλεί αναγκαστικά σε μία ιστορική αναδρομή, η οποία και θα καταδείξει κατά πόσο η Ορθοδοξία συνέβαλε στην ανάπτυξη της κρατικής υποστάσεως των χωρών που εκφράζουν την ανατολική χριστιανική παράδοση.
Η οικοδόμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βασίστηκε επάνω στα πρότυπα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα οποία όμως στη συνέχεια προσάρμοσε σε ένα νέο πνευματικό και πολιτιστικό σχήμα με βάση την ανατολική χριστιανική παράδοση. Έτσι λοιπόν, από άποψη πνευματικής δομής και πολιτισμού, το Βυζάντιο πραγματοποίησε τη σύγκραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με τη χριστιανική πίστη και δημιούργησε τελικά έναν χριστιανικό πολιτισμό και μία παράδοση που είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Αυτή η παράδοση, η οποία δοκιμάστηκε σε έναν αγώνα διατήρησης της καθαρότητάς της, ονομάστηκε Ορθοδοξία, σε αντιδιαστολή από την εκτροπή που γνώρισε στον Δυτικό κόσμο. Έτσι, η Ορθοδοξία υπήρξε η αμετάβλητη και απαράγραπτη θρησκευτική ταυτότητα της αυτοκρατορίας. Ένα δεύτερο στοιχείο στην κρατική υπόσταση της αυτοκρατορίας ήταν ο αυτοκράτορας, το πρόσωπο που ασκούσε την υπέρτατη διοίκηση και το οποίο στη συνείδηση του λαού είχε λάβει έναν ιερό χαρακτήρα. Ο αυτοκράτορας ενσάρκωνε όλα τα ιδεώδη του κράτους, ήταν αυτός που κατεύθυνε την πολιτική της χώρας και προστάτευε την Εκκλησία. Η αντίληψη της πληρότητας του κρατικού ιδεώδους προϋπέθετε τρία πράγματα: πρώτο το πρόσωπο του αυτοκράτορα, δεύτερο την παρουσία δίπλα του της ύπατης εκκλησιαστικής αρχής της χώρας, δηλαδη του πατριάρχη ή αρχιεπισκόπου, και τρίτο την ύπαρξη ενός καθεδρικού ναού μέσα στον οποίο υπήρχε θρόνος για τον αυτοκράτορα και την εκκλησιαστική κεφαλή. Αυτή η διαδικασία καθόριζε οριστικά τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας, η οποία καθίστατο μία σχέση αλληλεξάρτησης. Ο αυτοκράτορας, ή ο βασιλέας ή ηγεμόνας, στις υπόλοιπες χριστιανικές ορθόδοξες χώρες που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, παρά την υπεροχή του ως κρατικού ηγέτη, είχε απόλυτη ανάγκη της παρουσίας και της εκκλησιαστικής κεφαλής, διότι αυτή αποτελούσε το απαραίτητο συμπλήρωμα για την επίφαση της εθνικής υπόστασης του κράτους και της κυριαρχίας του ηγεμόνα. Με την πάροδο των αιώνων και τη διαμόρφωση νέων πολιτικών σχημάτων στις χώρες της ανατολικής χριστιανικής παράδοσης μπορεί να καταργήθηκε ο αυτοκράτορας ή ο βασιλέας και να αντικαταστάθηκε από πρόεδρο της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργό, αλλά παρά ταύτα δεν καταργήθηκε η εκκλησιαστική αρχή, η οποία παρέμενε σε συνεργασία με την πολιτική ηγεσία. Ακόμη και στις χώρες όπου επικράτησε η ιδεολογία της αθεΐας, η Εκκλησία δεν καταργήθηκε. Με αυτό το σχήμα η κοσμική εξουσία του κράτους αναδεικνυόταν λοιπόν ο προστάτης της Ορθοδοξίας στη χώρα. Εφόσον λοιπόν η κοσμική εξουσία αποτελούσε τον προστάτη της Ορθοδοξίας, εκείνος που την εξέφραζε θρησκευτικά, δηλαδή η εκκλησιαστική κεφαλή, δεν ήταν δυνατό παρά να υποστηρίζει τη διατήρηση αυτής της κρατικής υπόστασης, γνωρίζοντας απόλυτα ότι ο κοσμικός άρχων παρείχε προστασία στην Εκκλησία του κράτους. Άρα ο εκκλησιαστικός ηγέτης είχε ουσιώδη λόγο να προασπίζεται την κρατική και εθνική ακεραιότητα του έθνους του.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία στους πρώτους αιώνες της ζωής της υπήρξε το μεγαλύτερο οικουμενικό κράτος του πολιτισμένου κόσμου, λειτούργησε ως το πρότυπο κρατικής οντότητας και αποτέλεσε το ιδεώδες υπόδειγμα για μίμηση. Έτσι ήταν φυσικό στη συνέχεια να σπεύσουν να μιμηθούν αυτό το πρότυπο στις βασικές του αρχές, που ήδη μνημονεύθηκαν, τα κράτη της ανατολικής χριστιανικής παράδοσης, τα οποία διαμορφώθηκαν μεταγενέστερα. Ένα σημαντικό στοιχείο στη σχέση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας υπήρξε η διαδικασία της εξασφάλισης του αυτοκεφάλου των Ορθοδόξων Εκκλησιών, δηλαδή η αποδεύσμευσή τους από την υποταγή στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, από την οποία και έλαβαν αρχικώς τη χριστιανική πίστη. Η αποδέσμευση αυτή συνεπαγόταν συγχρόνως και την κρατική αυτοτέλεια, γεγονός που δικαιολογεί τη συμβολή στη συνεργασία των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με την κοσμική εξουσία για τη δημιουργία ανεξάρτητης κρατικής οντότητας. Πρέπει λοιπόν μέσα σε αυτή τη συνάφεια να δούμε το θέμα της διαμόρφωσης του αυτοκεφάλου.
Βεβαίως σ’ αυτή την παράδοση, χωρίς καμία αμφιβολία, ανήκει απόλυτα, από τις πρώτες μάλιστα χώρες, η Αρμενία, η οποία μας φιλοξενεί τη στιγμή αυτή, διότι αυτή αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά κράτη του καυκασιακού χώρου. Έχοντας εκχριστιανιστεί ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα, και αποκτώντας από τον επόμενο αιώνα δικό της αλφάβητο και γραπτό λόγο, η Αρμενία εισήλθε αμέσως στη χορεία των πολιτισμένων λαών και απέκτησε την πολιτική και πολιτιστική της αυτοτέλεια. Είναι αλήθεια ότι κατά διαστήματα διετέλεσε υπό βυζαντινή κυριαρχία, συγχρόνως όμως προσέφερε και η ίδια εκλεκτές και διαπρεπείς προσωπικότητες στη βυζαντινή κρατική διοίκηση, γεγονός που δηλώνει την ύπαρξη ενός πολιτιστικού και πνευματικού δεσμού με την ισχυρή ελληνικής υφής Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή η συνάφεια με το Βυζάντιο παρείχε τη δυνατότητα γνωριμίας και με τον τρόπο ανάπτυξης κρατικής οντότητας. Παρά την πολύ μεγάλη αυτή προσέγγιση μεταξύ βυζαντινού και αρμενικού κόσμου, η Αρμενία όχι μόνο δεν αφομοιώθηκε μέσα στο Βυζάντιο, αλλά ούτε και δέχθηκε την ελληνική γλώσσα, επιπλέον μάλιστα διατήρησε μία ιδιαιτερότητα στη δογματική έκφραση του ανατολικού Χριστιανισμού. Η αιτία αυτής της επιλογής πρέπει ίσως να αναζητηθεί όχι μόνο στον κρατικό αλλά και στον εκκλησιαστικό προσανατολισμό, διότι ο τελευταίος αυτός, κινούμενος μέσα στη δογματική ιδιαιτερότητά του, επικύρωνε και επιβεβαίωνε την κρατική αυτοτέλεια του αρμενικού λαού.
Ανάλογη είναι και η περίπτωση της γειτονικής αρχαίας Γεωργίας, η οποία εκχριστιανίστηκε πολύ νωρίς και ανέπτυξε έναν δικό της πολιτισμό. Όπως η Αρμενία, έτσι και η Γεωργία, γνώρισε πολλές εναλλαγές στο θέμα της ελευθερίας της χώρας, με πολέμους και τουρκική και περσική κατοχή, αλλά παρά ταύτα ανέπτυξε μία σθεναρή εθνική αντίδραση, την οποία σε μεγάλο, αν όχι απόλυτο, βαθμό, χρωστούσε στο πνεύμα της αυτοτελούς εθνικής οντότητας που είχε δημιουργηθεί στη συνείδηση του γεωργιανικού λαού. Η παράδοση της ορθόδοξης πίστης και η με βάση αυτήν πνευματική καλλιέργεια, ήταν εκείνη που επί αιώνες διατήρησε στη συνείδηση της γεωργιανικής κοινωνίας το ιδεώδες μιας ελεύθερης χώρας, γεγονός που είδαμε να πραγματοποιείται στις ημέρες μας. Οι επί αιώνες διάφορες ξενικές επιδράσεις δεν κατόρθωσαν να απαλείψουν τα εθνικά στοιχεία από το φρόνημα του λαού, γιατί αυτά τα συντηρούσε η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση. Έτσι, σε τελική ανάλυση, η εθνική ανεξαρτησία εκκολαύθηκε και στη Γεωργία χάρη στην άσβεστη εθνική συνείδηση που διέσωζε η γεωργιανική ορθόδοξη παράδοση.
Θα πρέπει να επιστρέψουμε στο θέμα της αυτοκεφαλίας των Εκκλησιών της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης, ώστε να δούμε τί ρόλο διεδραμάτισε στη διαμόρφωση της κρατικής υπόστασης. Ως βάση και αρχή παραμένει το Βυζάντιο, διότι από αυτό εκπήγαζε η ανατολική ορθόδοξη αντίληψη περί κράτους, αυτή που ενέπνευσε τα μεταγενενέστερα διαμορφωθέντα κράτη. Η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, η οποία έλαβε τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο ήταν η Βουλγαρία, η οποία όμως ήταν και η πρώτη που διεκδίκησε τη χειραφέτησή της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο ηγεμόνας της Βόρης τον 9ο αιώνα, επειδή έβλεπε την εκκλησιαστική εξάρτηση της χώρας του από την Κωνσταντινούπολη ως τρόπο επιρροής επ’ αυτής του Βυζαντίου, απαίτησε τη χειραφέτηση της Εκκλησίας του. Ο κύριος παράγοντας που διεδραμάτιζε ενεργό πρόσωπο στη διεκδίκηση του αυτοκεφάλου υπήρξε η κοσμική εξουσία, την οποία ενσάρκωνε ο ηγεμόνας μιας χώρας. Σε πρώτο στάδιο η αρχή που αποφάσιζε την εκχώρηση του αυτοκεφάλου ήταν η σύνοδος των επισκόπων, αργότερα δε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από τη στιγμή όμως που ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού Κράτους η Εκκλησία συνδέθηκε αναπόσπαστα μ’ αυτό και ο ρόλος του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά πράγματα άρχισε να γίνεται αποφασιστικός. Βεβαίως η αυτοκρατορική παρέμβαση στα εκκλησιαστικά πράγματα δεν άφηνε ασυγκίνητη την Εκκλησία, η οποία προσπαθούσε πάντοτε να κατοχυρώσει τη δική της εξουσία, είτε εγκρίνοντας εκ των υστέρων την αυτοκρατορικη παρέμβαση, εμφανιζόμενη ότι συμφωνεί μ’ αυτήν, είτε με την υποχώρηση του αυτοκράτορα μπροστά στις αντίθετες προς τις δικές του αποφάσεις της Εκκλησίας. Με μία ανάλυση των σχετικών πηγών, κυρίως του 9ου αίώνα, καταφαίνεται σαφώς αυτή η εξέλιξη, η οποία μάλιστα επικεντρώνεται στη διατύπωση του μεγάλου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, ότι τα εκκλησιατικά πράγματα μεταβάλλονται σύμφωνα με τις μεταβολές που επέρχονται στην κοσμική επικράτεια και διοίκηση. Επιστέγασμα μιας παρόμοιας αντίληψης ήταν και η αναγνώριση της απόλυτης εξουσίας του αυτοκράτορα, στο να κελεύει, σύμφωνα με την κρίση του, και τη μεταβολή των εκκλησιαστικών πραγμάτων, η δε Εκκλησία να αποδέχεται αυτά τα οποία αυτός αποφάσιζε.
Ενώ για την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως η προαγωγή της σε αυτοκέφαλη οφειλόταν στην πνευματική της αυτάρκεια και στη σπουδαιότητα της πόλης, αρχή που είχε ήδη ισχύσει στη χριστιανική αρχαιότητα, στην περίπτωση των σλαβικών Εκκλησιών, για τη χειραφέτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ίσχυσε η εθνικοπολιτική διεκδίκηση. Οι Εκκλησίες Βουλγαρίας, Σερβίας και Ρωσίας προήλθαν από την ιεραποστολική δραστηριότητα του Βυζαντίου και ενώ αρχικώς υπάγονταν σ’ αυτό, στη συνέχεια ζήτησαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η Κωνσταντινούπολη είχε διδάξει στους Σλάβους τη θεωρία των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, προπαντός δε των σχέσεων αυτοκράτορα και εκκλησιαστικής κεφαλής• ερχόταν λοιπόν η στιγμή να εφαρμόσουν και αυτοί την ίδια πολιτικοεκκλησιαστική θεωρία. Εδώ πρέπει να γίνει μία παρένθεση, η οποία ενέχει ιδιαίτερη σημασία: Όταν οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν το ιεραποστολικό και εκπολιτιστικό έργο τους μεταξύ των Σλάβων της Μεγάλης Μοραβίας, έδωσαν σ’ αυτούς όχι μόνο σλαβικό αλφάβητο και γραπτό λόγο, αλλά και νομοθεσία και οδηγίες προς τον ηγεμόνα για τον τρόπο που πρέπει να κυβερνά τη χώρα του. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από μία καθαρώς εκκλησιαστική διαδικασία και δραστηριότητα, οι δύο ιεραπόστολοι συνέβαλαν στην οργάνωση εθνικού κράτους και στην οριστική αποδέσμευση αυτού από τη λατινική γλώσσα, όπως και στην εθνική αυτοτέλειά του και την απελευθέρωση από την ηγεμονία των Φράγκων. Έτσι, όταν στη συνέχεια εκχριστιανίστηκαν η Βουλγαρία και η Ρωσία, η βυζαντινή νομοθεσία που είχαν μεταφέρει στους Σλάβους της Μοραβίας ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος πέρασε και σ’ αυτές τις δύο χώρες. Ήταν λοιπόν το εκκλησιαστικό καθεστώς εκείνο που οικοδομούσε την εσωτερική οργάνωση του σλαβικού κράτους της Μεγάλης Μοραβίας, επάνω σε πρότυπα που έρχονταν από μια από αιώνες συγκροτημένη αυτοκρατορία.
Ανατρέχοντας στα γεγονότα της Ιστορίας οφείλουμε να έρθουμε και στις επιβιώσασες σλαβικές χώρες και να δούμε πώς λειτούργησε αυτή η ορθόδοξη συμβολή στην ανάπτυξη κρατικής υπόστασης. Είπαμε ότι η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που εκχριστιανίστηκε ήταν η Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι ήταν λαός με σωστή αντίληψη της κρατικής οργάνωσης, γεγονός το οποίο τους οδήγησε αμέσως στην υιοθέτηση βυζαντινών προτύπων πριν ακόμη εκχριστιανιστεί η χώρα. Όπως ήδη σημειώθηκε, μετά τον εκχριστιανισμό της τον 9ο αιώνα, η Βουλγαρία απαίτησε την εκκλησιαστική ανεξαρτησία της καθώς και την αποδέσμευση από τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, ανοίγοντας έτσι μία νέα προοπτική ανανέωσης της κρατικής της οντότητας. Ύστερα από αυτή την ενέργεια λοιπόν βλέπουμε την Εκκλησία να ενισχύει την αυτοτέλεια του κράτους με την εξασφάλιση και της δικής της ανεξαρτησίας. Τα βυζαντινά πρότυπα οργάνωσης και διοίκησης μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία αυτούσια. Η εκκλησιαστική κεφαλή βρισκόταν στο πλευρό του ηγεμόνα, ο οποίος ονομάστηκε «τσάρος». Το κράτος έλαβε καθαρά εθνικό χαρακτήρα και η Εκκλησία συνέβαλε ουσιαστικά στην εμπέδωσή του. Η Εκκλησία ενήργησε ως ο θεματοφύλακας των εθνικών ιδεωδών του κράτους. Η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που υπέστη την τουρκική κατάκτηση το 1393, γεγονός που είχε ως συνέπεια να χαθούν πολλά στοιχεία της εθνικής της ταυτότητας καθώς και η γνώση για το ένδοξο κρατικό παρελθόν της. Αυτός όμως που το έτος 1762 αφύπνισε τη βουλγαρική συνείδηση και υπήρξε ο εθνεγέρτης του βουλγαρικού λαού ήταν ένας ομοεθνής μοναχός του Αγίου Όρους, ο Παΐσιος Χιλανδαρινός, το εθνικό σάλπισμα του οποίου εγκολπώθηκε αμέσως ο βουλγαρικός κλήρος, ο οποίος στη συνέχεια διεδραμάτισε πολύ ενεργό ρόλο στην αφύπνιση της ιδέας του εθνικού κράτους.
Αν τώρα περάσουμε στη Σερβία θα βρούμε και εκεί πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που μαρτυρούν τη συμβολή της χριστιανικής Εκκλησίας στη διαμόρφωση του εθνικού κράτους. Ο πρώτος οργανωτής της Σερβικής Εκκλησίας, ο άγιος Σάββας, που έζησε τον 12 αιώνα, ήταν γιος του βασιλέα της Σερβίας Συμεών. Και οι δύο εγκαταβίωσαν ως μοναχοί στο Άγιον Όρος. Στη συνέχεια ο Σάββας ανακηρύχθηκε αρχιεπίσκοπος Σερβίας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και μετέφερε στο σερβικό κράτος πρότυπα βυζαντινά. Αξιοσημείωτο γεγονός στη σερβική μεσαιωνική λογοτεχνία είναι η συγγραφή από τον Σέρβο αρχιεπίσκοπο Δανιήλ τον 13ο αιώνα των βιογραφιών Σέρβων βασιλέων και αρχιεπισκόπων, ένα έργο που γνώρισε μεγάλη διάδοση, και το οποίο ενσαρκώνει την ιδέα του εθνικού κράτους και του ηγεμόνα ως προστάτη της θρησκείας του. Έχουμε εδώ την ταύτιση της χριστιανικής θρησκευτικής και της κρατικής οντότητας, μέσα σε καθαρά εθνικό κλίμα. Η ηρωική μάχη του Σέρβου βασιλέα Λαζάρου στο Κόσσοβο το 1389, και η θυσία του για την υπεράσπιση του σερβικού έθνους, δημιουργεί ένα νέο αξιόλογο κύκλο συγγραφών από εκκλησιαστικά πρόσωπα, στις οποίες κυριαρχεί και πάλι η έννοια του εθνικού κράτους. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη Σερβία η Εκκλησία ήταν εκείνη που συνέβαλε στην επιβίωση της ιδέας του εθνικού κράτους.
Στον ρωσικό χώρο οι πραγματικότητες που αναφέραμε έχουν μία δική τους ιδιοτυπία. Η Ρωσία από τον εκχριστιανισμό της το 988 και μέχρι το 1589 έμεινε εκκλησιαστικώς υποταγμένη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως μία απλή μητρόπολη. Αποτελούμενη αρχικώς από επί μέρους ηγεμονίες (Княжества), βαθμηδόν η Ρωσία διαμορφώθηκε σε ένα συγκροτημένο κράτος με κέντρο την ηγεμονία της Μόσχας, στην οποία υποτάχθηκαν όλες οι υπόλοιπες. Παρά την αρχική κατάτμησή της σε ηγεμονίες, η Ρωσία εκκλησιαστικώς διοικείτο από έναν και μόνο μητροπολίτη. Από το 988 έως το 1439 διοίκησαν τη Ρωσία συνολικώς 31 μητροπολίτες, από τους οποίους οι 25 ήταν Έλληνες και ένας Βούλγαρος, αλλά και αυτός απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το έτος 1237 ο μητροπολίτης Ρωσίας είχε έδρα το Κίεβο, αλλά μετά την κατάληψη της πόλης από τους Μογγόλους εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Οι Ρώσοι ηγεμόνες εξαρχής υιοθέτησαν όλα τα πρότυπα οργάνωσης κράτους και Εκκλησίας που παρείχε το Βυζάντιο, και με βάση αυτά συγκροτούσαν τις δικές τους κρατικές και εκκλησιαστικές δομές, οι οποίες βέβαια λάμβαναν τις αποχρώσεις του ρωσικού εθνικού χαρακτήρα. Οι μητροπολίτες βρίσκονταν παρά το πλευρό των ηγεμόνων στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας. Στο Κιέβο κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Σοφίας, σε απομίμηση αυτού της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Ρώσοι δεν έσπευσαν να ζητήσουν την εκκλησιαστική αποδεύσμευση από τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως. Ζώντας υπό τη σκέπη της βυζαντινής πρωτεύουσας ένιωθαν έναν δεσμό με την αυτοκρατορία. Αργότερα οικοδόμησαν και δική τους αυτοκρατορία οι δε μητροπολίτες συνέβαλαν σε αυτή τη διαδικασία. Ζώντας δίπλα στους ηγεμόνες ήταν πολλές φορές πολύτιμοι σύμβουλοι και ενίσχυαν την εξουσία τους. Οι Έλληνες μητροπολίτες δεν έκαναν ποτέ προσπάθεια να επιβάλλουν την ελληνική γλώσσα στη Ρωσία, αντιθέτως μάλιστα οι συγγραφές τους που έχουν διασωθεί είναι όλες γραμμένες στη ρωσική γλώσσα, γεγονός που αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν αντιστρατεύονταν τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους αλλά αντιθέτως τον ενίσχυαν και τον υπέλθαπαν. Μέσα στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μόσχα (Успенский собор) υπήρχε συγχρόνως ο θρόνος του μητροπολίτη και ο θρόνος του ηγεμόνα, αργότερα δε του τσάρου, κάτι που δήλωνε μία σαφή απομίμηση της βυζαντινής πρακτικής. Ο θρησκευτικός παράγοντας λειτούργησε και στη Ρωσία ως δύναμη οικοδομής του εθνικού κράτους.
Το Ρουμανικό Κράτος, το οποίο προέκυψε από τη συνένωση ηγεμονιών, παρά τις διάφορες εξωτερικές επιδράσεις, δυτικές, ελληνικές και σλαβικές, που δέχθηκε στη διάρκεια αιώνων, τελικώς κατέληξε σε ένα ενιαίο εθνικό μόρφωμα, για τη δημιουργία του οποίου σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε η ορθόδοξη παράδοση του ρουμανικού λαού, δοθέντος ότι η Εκκλησία διατήρησε τη γλώσσα αυτού του λαού και καλλιέργησε την ιδέα του ενιαίου ισχυρού κράτους. Από τις νεότερες αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι και αυτή της Ελλάδος, που δημιουργήθηκε μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους το 1830. Και εδώ έχουμε την ενεργό ανάμιξη του εκκλησιαστικού παράγοντα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.
Χρειάστηκε να γίνει αυτή η ιστορική ανασκόπηση, διότι κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να φανεί πόσο μέσα στον κόσμο του ορθόδοξου ανατολικού χριστιανισμού η εκκλησιαστική πραγματικότητα συμβαδίζει με την κρατική. Τίθεται το ερώτημα: αποτελεί αυτή η πραγματικότητα μία λανθασμένη αντίληψη του Χριστιανισμού, μία εκτροπή από τη ρήση του Χριστού, ότι η βασιλεία του δεν προέρχεται από τον κόσμο αυτό; Νομίζω πως όχι. Η κοσμική εξουσία υπάρχει ως πραγματικότητα από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο ανατολικός ορθόδοξος χριστιανισμός, εκπροσωπούμενος από την οργανωμένη Εκκλησία, προσπάθησε να συμβιώσει με την κοσμική εξουσία, την οποία εκπροσωπούσε το οργανωμένο εθνικό κράτος, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, εφόσον μπορούσε, προσπαθούσε η Εκκλησία να το καθοδηγήσει στο να ακολουθήσει αυτό τις αρχές της χριστιανικής πίστης. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε ως επίσημη κρατική γλώσσα την ελληνική και υπήρξε κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, είχε χαρακτήρα πολυεθνικό, περιλαμβάνοντας μέσα της διάφορες φυλές και λαούς, ενώ τα κράτη που έλαβαν από αυτήν τον Χριστιανισμό είχαν συγκεκριμένο εθνικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία διέσωσε στα κράτη αυτά την εθνική συνείδηση, διατήρησε τη γλώσσα τους, η οποία ήταν μία επιβεβαίωση της αυτοτελούς εθνικής υπόστασης, δημιούργησε σχολεία, βοήθησε στην ανάπτυξη κρατικής υπόστασης και έξασφάλισε την ιστορική τους συνέχεια. Έτσι επήλθε μία ταύτιση Εκκλησίας και έθνους, γεγονός το οποίο, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δεν ίσχυσε στον δυτικό κόσμο και γι’ αυτό του έμεινε άγνωστη και ακατανόητη αυτή η ιδιαιτερότητα της ανατολικής Ορθοδοξίας. Συμπερασματικώς μπορούμε να πούμε ότι οι χώρες της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης, παρά τις κάποιες κατά καιρούς πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο, με βάση την κοινή πίστη που τους κληροδότησε η Ορθοδοξία, τις κοινές πνευματικές και πολιτιστικές αρχές και αξίες, τους αγώνες για τη διατήρηση αλώβητης της πίστης, κατέχουν πολύ ισχυρούς κοινούς δεσμούς. Αυτοί οι δεσμοί θα μπορούσαν ίσως υπό προοπτική να αποτελέσουν βασική προϋπόθεση και για μία κοινή πολιτική προσέγγιση.