Γράφει ο Δημήτρης Αρβανιτάκης
Δρόμοι που άνοιξαν και δρόμοι που έκλεισαν για τις Επτανησιακές κοινωνίες του 19ου αιώνα
«Η αρχή των εθνοτήτων είναι γραμμένη στο σχέδιο της Θείας Πρόνοιας», έλεγε ο πλέον φιλοσοφημένος έλληνας ιστορικός του δέκατου ένατου αιώνα, ο ρομαντικός Ερμάννος Λούντζης. Γραμμένη ή όχι στο σχέδιο της Θείας Πρόνοιας, είναι αλήθεια ότι τούτη η αρχή κυριάρχησε στον αιώνα εκείνον, αποτελώντας τον πολικό αστέρα της δράσης των λαών, αλλά επιπλέον κυριάρχησε κατόπιν και στον τρόπο ανάγνωσης της ιστορίας των κοινωνιών του ίδιου εκείνου αιώνα. Με άλλα λόγια, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η κατοπινή ιστορική έρευνα θέλησε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει μονοσήμαντα την πορεία των κοινωνιών, τις ιδέες και τη δράση των ανθρώπων, υπό το πρίσμα της «εθνικής ολοκλήρωσης», της δημιουργίας δηλαδή των εθνικών κρατών. Αυτή, για μεγάλο διάστημα, αποτέλεσε τη βασική ερμηνευτική γραμμή, κινούμενη στην πολύ ολισθηρή περιοχή μεταξύ εθνικής ιδεολογίας και επιστημονικής έρευνας. Αυτή η ερμηνευτική κατεύθυνση υπήρξε βεβαίως πολύ αποτελεσματική στην ενίσχυση της εθνικής ιδεολογίας, μέσα από μηχανισμούς όπως η συγκρότηση του εθνικού πάνθεου (στοχαστών, πολιτικών, στρατιωτικών κ.λπ.): καθώς υποβαθμίζονται οι διαφορές, οι ανταγωνισμοί, οι αντιφάσεις και οι διαφορετικές κοσμοθεωρίες του παρελθόντος, προβάλλει μία ομοιογενής εικόνα του εθνικού παρελθόντος — μία ψευδεπίγραφη μεν, πολύ λειτουργική δε, εικόνα για το εθνικό κοσμοείδωλο. Οι διαφορές αμβλύνονται, οι συγκρούσεις στρογγυλεύουν και όλα τυλίγονται στην αύρα της «εθνικής ιδεολογίας». Ας στοχαστεί καθένας μας ποιες ήταν οι αληθινές σχέσεις, ανθρώπινες και ιδεολογικές, εκείνων που το ελληνικό κράτος έκρινε απαραίτητο να κοσμήσουν τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών!
Τα παραπάνω μπορούν να χαράξουν ένα πλαίσιο ή μάλλον να ορίσουν δύο προκείμενες για την ιστορική ανάγνωση του παρελθόντος. Και είναι: α) ακόμα κι αν το κύριο αίτημα του δέκατου ένατου αιώνα υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, η εθνική ολοκλήρωση, ο ιστορικός δεν πρέπει να παγιδευτεί εντός αυτού του σχήματος και να κατανοήσει την ιστορία αποκλειστικά εντός αυτού του ορίζοντα και αποκλειστικά υπ’ αυτούς τους όρους˙ στόχος του ιστορικού είναι η κατανόηση της πολύπλευρης και βεβαίως αντιφατικής πραγματικότητας και όχι η καθυπόταξη στην ιδεολογία του έθνους. β) οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις πρέπει να ιστορικοποιούνται, προκειμένου να κατανοηθούν, και όχι εξαερώνονται ή να οδηγούνται στη α-ιστορική μεταφυσική, ώστε να διαφυλαχτεί το ψευδεπίγραφο σχέδιο της εθνικής ομοψυχίας, του κατασκευασμένου πάνθεου, δηλαδή.
Γιατί όμως αυτές οι παρατηρήσεις σε μια συζήτηση περί «επτανησιακού Ριζοσπαστισμού» και περί «Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα»; Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα δύο αυτά βεβαίως και συνδέονται, αλλά θέλω να υποστηρίξω ότι η έρευνά μας υπήρξε μονόπλευρη και η κατανόηση του Ριζοσπαστισμού στάθηκε ως τα σήμερα, αποκλειστικά συνδεμένη με το ιστορικό αίτημα των κοινωνιών του Ιονίου για την Ένωση. Ότι δηλαδή η πλειονότητα των μελετητών δεν επιχείρησε να κατανοήσει αυτόνομα και να ερμηνεύσει τον Ριζοσπαστισμό καθεαυτόν, ως ιστορικό φαινόμενο στην πολλαπλότητά του, μέσα στα ευρύτερα συμφραζόμενά του, ευρωπαϊκά και ελληνικά, αλλά νοηματοδοτήθηκε σχεδόν πάντα ετερόφωτα, μέσω της συζήτησης για την Ένωση. Θέλω να υποστηρίξω δηλαδή ότι η ερευνητική κατεύθυνση, που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, συσκοτίζει σε μεγάλο βαθμό τα φαινόμενα, εφόσον προτάσσοντας την έννοια του έθνους (το υπαρκτό και ιστορικά δικαιολογημένο αίτημα για την Ένωση, δηλαδή), βλέπει πρόσωπα, ιδέες και φαινόμενα, υπ’ αυτό αποκλειστικά το πρίσμα, παγιδεύοντας την ιστορική μελέτη και αδιαφορώντας για την κατανόηση των θεμελιωδών αντιθέσεων των ιστορικών υποκειμένων.
Τι ήταν ο Ριζοσπαστισμός;
Τι ήταν ο Ριζοσπαστισμός; Αυτός δεν υπήρξε, όπως συνήθως υποστηρίζεται, ένα ενιαίο κόμμα ή κίνημα το οποίο «κάποια στιγμή διασπάστηκε», δεν υπήρξε ακριβώς «το πρώτο κόμμα αρχών στην Ελλάδα», ούτε ακόμα περισσότερο ένα «ενιαίο κίνημα στο εσωτερικό του οποίου διακρίνουμε τρεις τάσεις (κεντρώα, δεξιά και αριστερή)», όπως έχει επίσης προταθεί. «Ο επτανησιακός Ριζοσπαστισμός (1848-1864) είναι ένα κίνημα εθνικό, απελευθερωτικό και δημοκρατικό», ισχυριζόταν ο σημαντικότερος μελετητής του, ο Γιώργος Αλισανδράτος, στον οποίον οφείλουμε πολλές θεμελιακές μελέτες, καθώς και τη διαλεύκανση πολλών σχετικών ζητημάτων. Ο ίδιος, σε άλλη του μελέτη, γράφει: «Ο επτανησιακός Ριζοσπαστισμός (1848-1864), στη γνησιότερη έκφρασή του, όπως δηλ. εκδηλώθηκε στην Κεφαλονιά το 1848-1849 και ύστερα στη Ζάκυνθο, ήταν κίνημα εθνικό-απελευθερωτικό και αστικό-δημοκρατικό. Απαιτούσε δηλαδή την Ένωση της Επτανήσου με την ελεύθερη Ελλάδα σύμφωνα με την πολυδύναμη αρχή των εθνοτήτων και συγχρόνως εμπνεόταν από τα δημοκρατικά ιδανικά των γαλλικών επαναστάσεων του 1789 και του 1848 (λαϊκή κυριαρχία, ισότητα, ελευθερία, αδελφότητα)». Και αλλού: το «κίνημα είχε διπλό προσανατολισμό: εθνικό και δημοκρατικό. Με το πρώτο αίτημα απαιτούσε την Ένωση με την Ελλάδα, σύμφωνα με την “αρχή των εθνοτήτων” (καρμποναρισμός), και με το δεύτερο απέβλεπε στην επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα μετά την Ένωση, σύμφωνα με τη δημοκρατική ιδεολογία των δύο γαλλικών επαναστάσεων».
Ο Αλισανδράτος γνώριζε βέβαια τις τεράστιες «εσωτερικές» διαφωνίες των Ριζοσπαστών, ο ίδιος άλλωστε δημοσίευσε τα σχετικά κείμενα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, στο ερμηνευτικό του σχήμα επέμενε πάντα ότι μόνον «από ένα σημείο και μετά» οι «κοινωνικές ιδέες του Ριζοσπαστισμού εγκαταλείφθηκαν» κ.λπ. Ο ίδιος, νομίζω, αντιλαμβανόταν τη μεγάλη σύγκρουση, αλλά γοητευόταν και από τις δύο εκδοχές του: από τη μία οι θεμελιωτές, οι «αρχαϊκοί», οι «αγνοί ιδεολόγοι» (Ιωσήφ Μομφερράτος, Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, Δημήτρης Δαυής, Παναγιώτης Πανάς…) και από την άλλη ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος και η ομάδα του, οι πραγματιστές, εκείνοι που υπηρέτησαν αποκλειστικά την Ένωση και στη δράση των οποίων κατά βάση οφείλεται η επιτυχία αυτού του σκοπού. Το ιδεολογικό πλαίσιο και τα προτάγματα του εικοστού αιώνα (και οι ιδεολογίες των κοινωνικών αγώνων, αλλά και η υπεράσπιση του έθνους) ενίσχυαν τη διπλή αυτή «γοητεία»: έπρεπε και να αναδειχτεί η σημασία της «αγνής ιδεολογίας» των «ακραιφνών Ριζοσπαστών» αλλά και να τονιστούν οι «εθνικοί αγώνες» του Λομβάρδου. Καμία από τις δύο πλευρές δεν έπρεπε να μείνει έξω από το εθνικό πάνθεον. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι αυτό: είναι να κατανοήσουμε τις ιδέες και τη δυναμική τους. Και αυτό απαιτεί άλλες ερευνητικές προϋποθέσεις.
Αποδεσμευόμενοι από τη μόνο φαινομενικά δεσμευτική σύνδεση «Ριζοσπάστες — αίτημα για Ένωση», μπορούμε ευχερέστερα να αντιληφθούμε ότι ο Ριζοσπαστισμός δεν ήταν ενιαίος, δεν ήταν ένα «κίνημα εθνικό-απελευθερωτικό και αστικό-δημοκρατικό» μαζί. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι υπό τον όρο αυτόν στεγάστηκαν δύο σαφώς διακριτές ιδεολογίες, δύο διαφορετικές στρατηγικές, δύο, όπως θα υποστηρίξω στη συνέχεια, διαφορετικές αντιλήψεις για την κοινωνική οργάνωση και το έθνος. Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι και οι δύο συμφωνούσαν ότι η απελευθέρωση του Ιονίου από τη βρετανική «προστασία» και η Ένωση των νησιών με την Ελλάδα ήταν μέσα στους κατά βάση επιδιωκόμενους σκοπούς. Αλλά, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές είχαν πλήρη επίγνωση ότι αυτό δεν αρκούσε για να ταυτίσει τις θέσεις τους και να γεφυρώσει τις χαοτικές τους διαφορές. Στη στιγμή της μεγάλης και δημόσιας σύγκρουσης των κύριων εκφραστών των δύο απόψεων, ο Μομφερράτος έγραφε στον Λομβάρδο: «Μέγιστον χάσμα εξ ανάγκης μεταξύ ημών […] υπάρχη, του οποίου το μέγεθος δεν δύναται να ελαττόνη η τυχαία κατά τινα άλλα ομοφωνία» (28 Ιουνίου 1858). Η «τυχαία ομοφωνία» αφορούσε τον στόχο της Ένωσης και το «μέγιστον χάσμα» το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου καθένας κατανοούσε και τοποθετούσε την Ένωση.
Υπ’ αυτή την οπτική, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση των Ριζοσπαστών δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα με καταστατικές αρχές, περιχαρακωμένη ιδεολογία, σαφή δομή και όργανα εσωτερικής λειτουργίας, όσα γνωρίζουμε ότι είναι αυτονόητα για τη λειτουργία των κομματικών σχηματισμών. Έχει μεγάλη σημασία η παλιότερη παρατήρηση του Αντώνη Λιάκου ότι πρόκειται μάλλον για πυρήνες που λειτουργούσαν αυτόνομα και αυτοπροσδιορίζονταν, δίχως να προϋποτίθεται συμφωνία επί καταστατικών αρχών. Αυτό όχι μόνο είναι σαφέστατο για την εποχή της εμφάνισης των Ριζοσπαστών (1848-1849), αλλά και μπορεί κάλλιστα να εξηγήσει και την ευκολία με την οποία επήλθε εκείνο που η παραδοσιακή ιστοριογραφία αποκαλούσε «εγκατάλειψη των πρώτων, των κοινωνικών ιδεών», κατά την εποχή της εξορίας των Ζερβού και Μομφερράτου δηλαδή (1851-1857) και της επιβολής του Λομβάρδου (μετά το 1852) στον χώρο των Ριζοσπαστών. Γιατί ήταν ευκολότατη η επιβολή των αποκλειστικά εθνικών θέσεων του Λομβάρδου; Πρώτα, λόγω της ανυπαρξίας μίας ενιαίας και εξαρχής συμφωνημένης ιδεολογίας, πράγμα κατανοητό για τις τότε αντιλήψεις και λόγω της ανυπαρξίας πολιτικής πείρας. Και ύστερα, γιατί η απολυτοποιημένη ιδεολογία του Λομβάρδου (Ριζοσπαστισμός = Ένωση) βρισκόταν σε εμφανέστερη συμφωνία με την κυρίαρχη τάση της εποχής, την τάση δηλαδή που υπαγόρευε την επιδίωξη της εθνικής ολοκλήρωσης μέσα από μετριοπαθείς ή συντηρητικές πολιτικές και διπλωματικές λύσεις.
Η σύγκρουση και η ρήξη
Ο Λομβάρδος, όταν πρωτοεκλέχτηκε βουλευτής στη Ι΄ Ιόνιο Βουλή (φθινόπωρο του 1852), ως ικανότατος και ρεαλιστής πολιτικός που ήταν, όχι μόνον δεν προβληματίστηκε, λόγω της πλήρους ιδεολογικής του διαφωνίας με τον Μομφερράτο και τον Ζερβό, για την υιοθέτηση του όρου «Ριζοσπάστης», αλλά μάλλον τον αποδέχτηκε ασμένως, λόγω του προϋπάρχοντος εθνικού πυρετού, επιδιώκοντας εξαρχής να καρπωθεί το διαμορφωμένο κλίμα από τις διακηρύξεις, τους αγώνες και τους διωγμούς των πρώτων Ριζοσπαστών, περιθωριοποιώντας σταδιακά τον Μομφερράτο και εγκαταλείποντας πλήρως την ιδεολογία εκείνου. Όταν ο Μομφερράτος και ο Ζερβός επέστρεψαν από την εξορία (1857) και ήρθε η ώρα της σύγκρουσης με τον Λομβάρδο, ο τελευταίος είχε ήδη γίνει πανίσχυρος. Η σταδιακή σύγκρουση του Λομβάρδου, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1858, αλλά και την επόμενη χρονιά, αρχικά με τους ζακυνθινούς Ριζοσπάστες Δημήτριο Καλλίνικο και Γεώργιο Βερύκιο και στη συνέχεια με τον ίδιο τον Μομφερράτο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνειών. Ο Λομβάρδος κατηγορούσε τους αντιπάλους του για «κομμουνισμό» και ανατρεπτικές κοινωνικές ιδέες, οι οποίες θα μπορούσαν να εξοργίσουν τους «βασιλείς της Ευρώπης» και να υποσκάψουν την πορεία προς την Ένωση, διακηρύσσοντας μαζί ότι ο Ριζοσπαστισμός ουδέποτε είχε κοινωνική χροιά. Λοιπόν, αποφάσιζε να καθαρίσει το πεδίο από τις ιδεολογίες και τις στρατηγικές που θεωρούσε ότι αντιστρατεύονταν ή δυσχέραιναν τον εθνικό σκοπό: «Πότε, φίλτατε Ιωσήφ, ο λαός της Επτανήσου συνεταύτισε το ζήτημα της εθνικής αποκαταστάσεως μετά του ζητήματος της εφαρμογής της Δημοκρατίας εις το πολίτευμα, και του κοινωνισμού ή κομμουνισμού εις την πολιτείαν; Και ο Επτανήσιος και ο Μακεδών και ο Θεσσαλός και ο Κρης και όλον εν γένει το έθνος ουχί δι’ άλλο αγωνίζεται, ειμή δια να φθάση να ίδη τον πολιτικόν ένα και μόνον αρχηγόν του, από της πρωτευούσης των Κωνσταντίνων το έθνος κυβερνώντα και τον Αρχηγόν της Εκκλησίας του από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας την Ανατολήν ευλογούντα» (28 Ιουλίου 1858). Και ακόμα: «… η Αναγέννησις [η εφημερίδα του Μομφερράτου] κηρύττει άνευ δισταγμού ενώπιον της Επτανήσου και του έθνους ότι Ριζοσπαστισμός είναι ταυτόσημος με το δημοκρατικομμουνισμός. […] Αν τινές […], δύο ή τρεις εν Κεφαλληνία σοσιαλισταί ή κομμουνισταί αποκαλούνται Ριζοσπάσται, δεν έπεται εκ τούτου ότι όσοι αποκαλούνται Ριζοσπάσται είναι δια τούτο σοσιαλισταί ή κομμουνισταί». Για τον Λομβάρδο, ο Μομφεράτος και οι συν αυτώ ζητούσαν «εθνικήν ενταυτώ και δημοκρατικήν αποκατάστασιν, πολιτικήν συνάμα και κοινωνικήν ανάπλασιν», ενώ ο ίδιος θεωρούσε ότι «εις την τωρινήν θέσιν των ανατολικών πραγμάτων τοιαύται προσπάθειαι είναι λίαν επιζήμιοι εις τα εθνικά συμφέροντα» (5 Ιουνίου 1859). Συμφωνώντας με τον τελευταίο, η κερκυραϊκή εφημερίδα Νέα εποχή του Στέφανου Παδοβά (Απρίλιος 1858) έθετε πιο ρητά το ζήτημα: «Δεν είναι της παρούσης εποχής να υβρίζωμεν τους δυνατούς και να συζητήσωμεν περί εγκαθιδρύσεως κοινωνικής δημοκρατίας» και δίχως να μασάει τα λόγια της εχαρακτήριζε τους οπαδούς του Μομφερράτου «εθνοκατάρατους και επικατάρατους»!
Πού έγκειται, λοιπόν, η σύγκρουση, ποια είναι η αιτία της πλήρους διαφωνίας; Σύμφωνα με τον Μομφερράτο, η λύση του εθνικού ζητήματος (και εντός αυτής, η Ένωση των νησιών με την Ελλάδα) δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά, μαζί με την εθνική αποκατάσταση και των άλλων λαών, ήταν μόνον ένα βήμα στη μεγάλη πορεία της Ευρώπης και της ανθρωπότητας. Η εφημερίδα του, η Αναγέννηση (9 Απριλίου 1849), επικροτούσε τα συνθήματα που αναρτήθηκαν στο «Δημοτικό Κατάστημα Αργοστολίου» για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου της χρονιάς εκείνης: «Εθνική ανεξαρτησία — Ζήτω η απελευθέρωσις των λαών» και «Ελευθερία — Ισότης — Αδελφότης. — Ζήτω η Παγκόσμιος Δημοκρατία». Υπαινίχθηκα πριν ότι η ιδεολογία του Μομφερράτου προϋπέθετε μία εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη φύση και την αποστολή του έθνους (όχι μόνον του ελληνικού). Ενώ, δηλαδή, για τους συντηρητικούς θιασώτες του έθνους, όπως ο Λομβάρδος, ο τελικός στόχος των λαών ήταν η εθνική ολοκλήρωση (στην ελληνική εκδοχή αυτό σήμαινε και την υποστήριξη της Μεγάλης Ιδέας), για τον Μομφερράτο και τον μεγάλο δάσκαλό του, τον Τζουζέππε Ματσίνι, η εθνική ολοκλήρωση του κάθε λαού ήταν απλώς ένα βήμα προς τη μεγάλη «ομόσπονδη Ευρώπη των εθνών» και την «παγκόσμια δημοκρατία». Ο Ματσίνι και ο κεφαλονίτης ακόλουθός του θεωρούσαν την αποτίναξη των τυραννικών δεσμών, την απελευθέρωση των εθνών και τη δημιουργία των εθνικών κρατών ως ένα ενδιάμεσο στάδιο για τη διαπαιδαγώγηση της ρεπουμπλικανικής και επαναστατικής συνείδησης των λαών, οι οποίοι θα οδηγούνταν κατόπιν στη δημιουργία της «Ευρώπης των εθνών». Εξ ου και η υπεράσπιση της δημοκρατικών αρχών, η πολεμική κατά των θρόνων και των βασιλιάδων, εξ ου και, για την περίπτωση του Μομφερράτου, η πολεμική ενάντια στον Όθωνα και ο διηνεκής αγώνας του υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι συγκρούστηκαν ακριβώς γι’ αυτό, τον Μάιο του 1859. Ο μεν Μομφερράτος για να υποστηρίξει ότι οι Ριζοσπάστες «ουδέ τας υπό του Ματσίνη κηρυττομένας ιδέας, […] ενόμισαν ποτέ διαφόρους των ιδικών των…» και ότι «τοιούτον χαρακτήρα έχων και τοιαύτην πορείαν ακολουθών ο Ριζοσπαστισμός, δεν ηδύνατο, ουδέ άλλως δύναται, ειμή εξ ανάγκης να συμβαδίζη με τον ευρωπαϊκόν και καθόλου Ριζοσπαστισμόν, τον αποβλέποντα εις την εκρίζωσιν πάσης τυραννίας, και εις την πολιτικήν και κοινωνικήν ανάπλασιν των λαών˙ επομένως και με τα κηρύγματα των απανταχού προμάχων και μαρτύρων της ελευθερίας και του δικαίου»˙ ο δε Λομβάρδος για να επαναλάβει ότι αν το θέμα του Ιονίου απέκτησε συμπάθειες στην Ευρώπη, αυτό έγινε «καθότι εθεωρήθη, ως πραγματικώς είναι, ομόθυμος πολιτική ιδέα ολοκλήρου της κοινωνίας, και ουχί ιδέα κόμματος και δη κόμματος Ματσινιανού…». Πλήρης διαφωνία.
Ιταλία – Ιόνιο: αναλογίες
Αν η ιστοριογραφία μας είχε φροντίσει να απεγκλωβιστεί από τα παραδοσιακώς παραδεδεγμένα και αν αρνιόταν να επαναλαμβάνει όσα με την επανάληψη μοιάζουν αυτονόητα, αλλά δεν είναι!, θα είχε αντιληφθεί ότι η σύγκρουση εντός του χώρου των Ριζοσπαστών προϋπέθετε την ύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών θεωρητικών αντιλήψεων και ότι δεν επρόκειτο απλώς για διαφορά τακτικής στη διεκδίκηση του εθνικού στόχου. Θα είχε επιπλέον διαπιστώσει ότι η σύγκρουση αυτή αντανακλούσε την ακριβώς ομόλογη σύγκρουση στον ιταλικό χώρο ως προς τη λύση του ιταλικού εθνικού ζητήματος, η οποία προσωποποιήθηκε αντιστοίχως στη σύγκρουση Ματσίνι και Καβούρ. Στην Ιταλία, όπως συνέβη και στο Ιόνιο, επιβλήθηκε η συντηρητική γραμμή του Καβούρ και περιθωριοποιήθηκε (ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο) η ρεπουμπλικάνικη γραμμή του Ματσίνι. Και στην ιταλική περίπτωση, όπως και στο Ιόνιο, το Risorgimento δεν ήταν ένα ενιαίο κίνημα, κάθε άλλο, και η ήττα της ιδεολογίας και δράσης του Ματσίνι εσήμαινε την ήττα των κοινωνικών ιδεών και την τελεσίδικη επιβολή της προοπτικής του εθνικού κράτους, μία προοπτική που εξελήφθη ως ιστορική αναγκαιότητα, επιβάλλοντας, όπως και στην Ελλάδα, εκ των υστέρων μονόδρομες, ουσιαστικά δικαιολογητικές, ιστοριογραφικές αναγνώσεις. Είχε έρθει η ιστορική ώρα του έθνους, αλλά ακόμα της κοινωνίας…
Δυστυχώς, αν και είναι περισσότερο κι από αυτονόητο, ακόμα δεν έχει επιχειρηθεί παρά ελάχιστα η μελέτη της «αριστερής δημοκρατικής» (όχι κομμουνιστικής) ιδεολογίας του Μομφερράτου στο φως της «πολιτικής θρησκείας» του Ματσίνι. Όταν αυτό γίνει, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι η εκ μέρους του εντελώς διαφορετική εννοιολόγηση του έθνους, η τόσο έγκαιρη υπέρβαση της ιδέας του «έθνους-κράτους», οι δημοκρατικές αρχές του, οι απόψεις του για την αναγκαιότητα μόρφωσης και προστασίας των εργατικών τάξεων, οι θέσεις του για τη θεμελιώδη έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, διέφεραν εντελώς από τις αντιλήψεις των «ενωτιστών» για το έθνος και την κοινωνία (και στη θεωρία και στην πράξη). Σήμαιναν την είσοδο του ελληνικού κόσμου σε έναν νέο ιδεολογικό ορίζοντα, σε έναν νέο πολιτικό κώδικα, που έθετε ταυτόχρονα το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα με τρόπο ολοκληρωτικά διάφορο από εκείνον των «ενωτιστών». Και έστω κι αν η ιδεολογική εκείνη γραμμή ιστορικά ηττήθηκε, διευκόλυνε την είσοδο στον ελληνικό χώρο και στην ελληνική γλώσσα των νεωτερικών και εν πολλοίς επαναστατικών όρων κατανόησης της κοινωνίας και του κόσμου. Η σύγκρουση Λομβάρδου και Μομφερράτου, θεωρημένη μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα είχε να μας πει κάτι για την «αρχαιολογία» των πολιτικών ιδεών και της πολιτικής ορολογίας στην Ελλάδα. Οι κατηγορίες του Λομβάρδου π.χ. για «κομμουνισμό», έστω κι αν ούτε ο Ματσίνι ούτε ο Μομφερράτος υπήρξαν «κομμουνιστές», μπορούν να φωτίσουν το πεδίο διαμόρφωσης των όρων της δημοκρατίας και των νεωτερικών ιδεολογιών στην Ελλάδα, μπορούν να συνεισφέρουν στον εντοπισμό χαμένων κρίκων στη διαμόρφωση των ιδεολογιών στον τόπο και στη γλώσσα μας: έτσι, ακόμα και οι απόψεις του Καββαδία περί «συνεταιριστικών οργανώσεων» ή του Κονεμένου περί «κομμουνισμού» θα φάνταζαν λιγότερο μετέωρες. Ή ακόμα, θα ερμηνεύαμε καλύτερα την κατοπινή διαδρομή των οπαδών του Μομφερράτου (π.χ. του Πανά) και τον κρίσιμο ρόλο τους στη διάδοση των σοσιαλιστικών και ποικιλόχρωμων διεθνιστικών οργανώσεων στην κυρίως Ελλάδα και στον βαλκανικό χώρο.
Εν κατακλείδι. Η μακρά διαδρομή της ιστορίας του βρετανικού προτεκτοράτου στο Ιόνιο βρήκε την κατάληξή της στην ημέρα της Ένωσης των νησιών με την Ελλάδα — και ήταν αυτό η δικαίωση της όλο και αυξανόμενης επιθυμίας των πληθυσμών του, σε συμφωνία με την κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, για την ιστορική μας γνώση και συνείδηση, η ίδια εποχή υπήρξε μία γόνιμη περίοδος αντιθέσεων, σύγκρουσης ιδεών και ποικίλων ζυμώσεων. Χρέος της ιστορικής γνώσης δεν είναι οι εκ των υστέρων «καταδίκες» ή «αθωώσεις», η «εξομάλυνση» αντιθέσεων ή η φιλοτέχνηση ενός δήθεν εθνικού παρελθόντος ομοφωνίας. Χρέος μας είναι η κατανόηση των μηχανισμών, των ιδεών, των αντιθέσεων, των δυνατοτήτων και των πιθανοτήτων, η κατανόηση του ιστορικώς δυνατού. Χρέος μας είναι να καταλάβουμε ότι πίσω από τις ιδέες κρύβονται οι άνθρωποι και ότι αν οι ηττημένοι μιας ιστορικής συγκυρίας επέλεξαν συνειδητά τον δρόμο της ήττας, γιατί δεν θέλησαν να αφομοιωθούν από τη λογική των νικητών, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να τους κάνουμε εμείς να αφομοιωθούν εκ των υστέρων.
[Πηγή: Ημέρα τση Ζάκυθος, 20.5.2011]