Ὃταν,
ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀναρχία πούχεν ἀνταριάσει τὸν τόπο δίνοντας εἰς ὅλα
τὰ κακὰ στοιχεῖα τὸ ἐλεύτερο νὰ πράξουν κάθε λογῆς ἀνομία, ἡ τάξη εἶχε
πάλε στερεωθεῖ κ’ εἶχε δοθεῖ ἀμνηστεία στοὺς κακούργους, τότες ἐπέστρεψαν
τοῦτοι ἀπ’ τὰ βουνὰ κι ἀπὸ τὰ ξένα στὰ σπίτια τους, κι ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους
ποὺ ξαναρχόνταν ἐγύριζε στὸ χωριό του κι ὁ Μαγουλαδίτης Ἀντώνης Κουκουλιώτης.
Ἤτουν
τότες ὣς σαράντα χρονῶν, κοντός, μαυριδερός, μ’ ὄμορφα πυκνὰ σγουρὰ
γένια καὶ μὲ σγουρὰ τὰ μαῦρα μαλλιά. Τὸ πρόσωπό του εἶχε χάρη καὶ τὸ
βλέμα του ἤτουν χαϊδευτικὸ καὶ ἥμερο – ἀγκαλὰ κι ἀντίφεγγε μὲ πράσινες
ἀναλαμπές· τὸ στόμα του ὅμως ἤτουν μικρότατο καὶ κοντό, δίχως χείλια.
Ὁ
ἄνθρωπος τοῦτος, πρὶν ἀκόμα ρεμπελέψει ὁ κόσμος, εἶχε παντρευτεῖ.
Κι ὅταν πῆρε τῶν βουνῶν τὸ δρόμο, γιὰ τὸν φόβο τῆς ἐξουσίας, ἄφηκε τὴ
γυναίκα του μόνη στὸ σπίτι, καὶ τούτη δὲν τοῦ ἐστάθη πιστή, ἀλλὰ μὲ ἄλλον,
νομίζοντας ἴσως πὼς ὁ Κουκουλιώτης ἤτουν σκοτωμένος ἢ ἀλλιῶς πεθαμένος,
εἶχε πιάσει ἔρωτα, κι ἀπ’ τὸν ἔρωτα τοῦτον εἶχε γεννηθεῖ παιδί, ποὺ
ἄξαινεν ὡστόσο χαριτωμένα καὶ ποὺ ἡ γυναίκα περσότερο ἀγαποῦσε.
Ἐγύριζε
λοιπὸν ὁ ληστὴς στὸ χωριό του τὴν ὥραν ὅπου βάφουν τὰ νερά. Κ’ ἐμπῆκε
ξάφνου σπίτι του, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ προσμένει, ἐμπῆκε σὰ θανατικό,
ἀναπάντεχα τέλεια, κ’ ἐκατατρόμαξεν ἡ ἄτυχη γυναίκα, ἐτρόμαξε
τόσο, πού, παίρνοντας τὸ ξανθό της παιδὶ στὴν ἀγκαλιά, τόσφιγγε στὰ
στήθια της τρεμάμενη, ἕτοιμη νὰ λιγοθυμήσει καὶ χωρὶς νὰ δύναται
νὰ προφέρει λέξη καμιά.
Ἀλλὰ
ὁ Κουκουλιώτης πικρὰ χαμογελώντας τῆς εἶπε:
—
Μὴ φοβᾶσαι, γυναίκα. Δὲ σοῦ κάνω κανένα κακὸ – ἀγκαλὰ καὶ σοῦ πρέπει.
Εἶναι τὸ παιδὶ τοῦτο δικό σου;… Ναί;… Μὰ ὄχι δικό μου! Μὲ ποιόν —λέγε!
—τόχεις κάμει;
Τ’
ἀποκρίθη ἐκείνη λουχτουκιώντας:
—
Ἀντώνη, τίποτε δὲν μπορῶ νὰ σοῦ κρύψω. Τὸ φταῖσμα μου εἶναι μεγάλο.
Μὰ, τὸ ξέρω, κ’ ἡ ἐγδίκησή σου θάναι μεγάλη· κ’ εγὼ, ἀδύνατο μέρος,
καὶ τὸ νήπιο τοῦτο, ποὺ ἀπὸ τὸ φόβο τρέμει, δὲ δυνόμαστε νὰ σ’ ἀντρειεφτοῦμε.
Κοίτα πῶς ἡ τρομάρα μὲ κλονίζει καθὼς σὲ τηρῶ. Κάμε ἀπὸ μὲ ὅ τι θέλεις,
μὰ λυπήσου τὸ ἄτυχο πλάσμα ποὺ δὲν ἔχει προστασία.
Καθὼς
ἐμιλοῦσεν ἡ γυναίκα, ἐσκοτείνιαζεν ἡ ὄψη του, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντίκοβγε.
Ἐσιώπασε λίγο κ’ ἔπειτα τῆς εἶπε:
—
Γυναίκα κακή! Δὲ ρωτῶ τώρα, οὐδὲ συμβουλή σου, οὐδὲ σὲ λυποῦμαι. Τ’
ὄνομα ἐκείνου θέλω. Ἐσὲ δὲ θὰ πειράξω. Δὲ μολογᾶς το; Θὰ τὸ μάθω· τὸ
χωριὸ ὅλο γνωρίζει μὲ ποιὸν ἐζοῦσες. Καὶ τότες θὰ θυσιάσω καὶ τοὺς
τρεῖς σας, θὰ πλύνω τὴ ντροπὴ πόχω λάβει ἀπὸ σᾶς, πλάσματα ἄτιμα!
Ἐμολόησε.
Κι
ὁ Κουκουλιώτης ἐβγῆκε ἀμέσως. Κι ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ ὥρα, ξαναμπῆκε
στὸ σπίτι, ἔβρηκε τὴ γυναίκα του στὸν ἴδιον τόπο, ἀσάλεφτη, μὲ τ’ ἀποκοιμισμένο
τέκνο στὴν ἀγκάλη· τὸν ἀναντράνιζε. Μὰ αὐτὸς ἐξαπλώθη καταγῆς καί,
σὰ χορτάτος, ἐκοιμήθη ὕπνον βαθὺν ὣς τὸ ξημέρωμα.
Τὴν
ἄλλην ἡμέραν, ἀφοῦ ἐξύπνησαν, τῆς εἶπε:
—
Θὰ πᾶμε στὰ χτήματά μας νὰ ἰδῶ μὴ καὶ κεῖνα μούχουν ἁρπάξει, καθὼς μοῦχε
πάρει καὶ σὲ ὁ σκοτωμένος.
—Τὸν
σκότωσες;
Τὴν
ἡμέραν ἐκείνην ὁ ἥλιος δὲν ἐφάνη στὴν ἀνατολή, γιατὶ ὁ οὐρανὸς ἤτουν
γνέφια γεμάτος καὶ τὸ φῶς μετὰ βίας ἐπλήθαινε.
Κι
ὁ Κουκουλιώτης, βάνοντας φτιάρι καὶ τσαπὶ στὸν ὧμο, ἐδιάταξε τὴ γυναίκα
νὰ τὸν ἀκολουθήσει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της. Κ’ ἔτσι ἐβγῆκαν κ’ οἱ τρεῖς ἀπὸ
τὸ σπίτι.
Καὶ
φτάνοντας εἰς τὸ χωράφι, ποὺ ἤτουν πολὺ νοτερὸ ἀκόμη ἀπὸ τὴν προτητερινὴ
βροχὴ, ὁ ληστὴς ἐβάλθη νὰ σκάψει λάκκο.
Δὲν
ἐπρόφερνε λέξη καὶ τὸ πρόσωπό του ἤτουν χλομό, καὶ ὁ ἱδρώς, ποὺ ἔβρεχε
τὸ μέτωπό του, ἔβγαινε κρύος. Τὸ σταχτὶ φῶς, ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἐχρωμάτιζε παράξενα τὸν τόπο· τὸ χινόπωρο τὴν αὐγὴν ἐκείνην ἔλεγεν
ὅλη του τὴ θλίψη.
Ἡ
γυναίκα ἐκοίταζε περίεργη κι ἀνήσυχη, καὶ τὸ παιδάκι ἐπαιχνιδοῦσε
μὲ τὰ γουλιὰ καὶ μὲ τὰ χώματα ποὺ ἀνάσκαφτεν ὁ κακοῦργος. Κ’ ἐφάνη
γιὰ μιὰ στιγμὴν ὁ ἥλιος κ’ ἐχρύσωσε τὰ ξανθὰ μαλλιὰ τοῦ νήπιου, ποὺ ἀγγελικὰ
χαμογέλασε.
Κι
ὡστόσο ὁ λάκκος ἤτουν ἕτοιμος. Κι ὁ Κουκουλιώτης, ἀκουμπώντας στὸ
φτιάρι, εἶπε τῆς γυναικός του:
—
Βάλ’ το πίστομα μέσα!