Τώρα ποὺ τὰ χρόνια πέρασαν κι ἄρχισε ὁ πολύτιμος ὁ ἀπολογισμός, τῶν πεπραγμένων ὁ ἀπολογισμός, τώρα ποὺ τὸ γλυκόφωτο ἀπομεσήμερο ἔφτασε, ἡ μνήμη λειτουργεῖ μὲ ἄλλη διάθεση κι ἄλλο τρόπο: Δὲν ἐνθουσιάζεται πιά, δὲ σχεδιάζει, μήτε κι ἐπαίρεται μὲ νέες ἰδέες. Τώρα εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ «μετρηθοῦν τὰ κέρδη κι οἱ ζημίες» (Π. Β. Πάσχος), γιατὶ ἔτσι πρέπει. Πῶς, ἄλλωστε, θὰ προετοιμαστεῖ ἡ μεγάλη ἡ Ἀπολογία ἡ ἐπί τοῦ φοβεροῦ Βήματός Του; Ἄν δὲν τὴν ἑτοιμάσει κανεὶς ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, τότε τί περιμένει; Ἔτσι, τώρα ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα καιρὸς, καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε βαθύτερα τὸν ἑαυτό μας, νὰ προσέξουμε τὰ ὅσα πράξαμε, εἴπαμε, δημιουργήσαμε καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε ὑπεύθυνα, σωστά καὶ μὲ βασικὴ ἀρχή, θεμέλιο δηλαδή, τὴν ἔγνοια, τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν ἀγαπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς (βλ. Ἰω.15, 6) νὰ τολμήσουμε: Νὰ διαβοῦμε τὰ ὄσα μᾶς ἔφεραν ἀντιμέτωπους μὲ τὸ θέλημά Του, νὰ δηλώσουμε ὅτι πράγματι κάναμε λάθη, πολλὰ καὶ ποικίλα λάθη, νὰ ὑψώσουμε τὰ μάτια μας καὶ νὰ ποῦμε «Πάτερ, ἥμαρτον» (Λκ. 15,18). Νὰ τὸ ποῦμε, βιώνοντας συνειδησιακὰ τὰ λάθη καὶ τὶς ἄστοχες κινήσεις μας, τοὺς λογισμούς, τὰ ἔργα, τὶς πράξεις καὶ τὶς ὅποιες συμπεριφορὲς ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, τοὺς συνανθρώπους μας, στὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων καθρεφτίζεται ἀπόλυτα τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλοι μας «κατ’ εἰκόνα Του» (βλ. Γεν. 1,26 ) πλαστήκαμε ἀπὸ τὰ Χἐρια Του, στηθήκαμε καὶ ζοῦμε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσο καιρὸ παραμείνουμε, δηλαδή. Ἐπειδὴ περιηγητές εἴμαστε, «τουρίστες» παναπεῖ, ποὺ ἐπισκεπτόμαστε τὸν κόσμο αὐτὸν ἕνα χρονικὸ διάστημα, ὅσο μᾶς ἀνήκει, κι ὕστερα ἀναχωροῦμε. Ἑπομένως ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς μας, τῆς ὅλης μας βιοτῆς εἶναι τόσο μικρός, ὀλιγόχρονος -γιατί, τί, στ᾿ ἀλήθεια, εἴμαστε μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα ποὺ ξεπροβάλλει μέσ᾿ ἀπὸ τὴν ἱστορία- μιὰ κουκίδα ἄμμου ἀσήμαντη. Κι ὅμως ὁ Θεὸς μᾶς ἀφήνει νὰ περάσουμε τὶς «διακοπές μας», ἴσως μὲ κάποια βάσανα κάποτε καὶ γκρίνιες ἀτελείωτες, ὡστόσο μᾶς ἔχει χαρίσει τὸ μέγα προνόμιο, ὥστε νὰ εἴμαστε ὁ μετρημένος, ὁ ἐπώνυμος κόκκος τῆς ἄμμου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Κι αὐτὸ τὸ μέγιστο, τὸ κορυφαῖο προνόμιο μᾶς δόθηκε μὲ τὴν ἐντολή Του «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι Ἅγιός εἰμι» ( Ἀ. Πετρ. 1, 16), ἐπειδὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου στὴν Ἐκκλησία, ἄρα καὶ στὸν Κόσμο ποὺ εἶναι Ἐκκλησία, παραμένει διαχρονική, ἀθάνατη. Γι᾿ αὐτὸ κι ἔχουμε τὴ Γιορτὴ Πάντων τῶν Ἁγίων, ἐπειδὴ μέσα στὸ νέφος ὅλων αὐτῶν εἰκάζουμε πὼς εἶναι κι οἱ πρόγονοί μας, οἱ γονεῖς, οἱ συγγενεῖς, οἱ δάσκαλοι, οἱ γείτονες κι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ γνωστοί μας καὶ οἱ ἄγνωστοι κι ἴσως αὔριο μετέχουμε κι ἐμεῖς, ξέρουμε δὲ πολὺ καλά, πὼς ὅλοι αὐτοὶ δώσανε τὴν «καλήν τους ἀπολογίαν», πού, ποιὸς ξέρει, πόσο καιρὸ προετοίμαζαν καὶ σχεδίαζαν μὲσα σὲ κρυφὲς πανενθέσεις ἡσυχίας καὶ κατανύξεώς τους. Παρενθέσεις ποὺ δὲ μᾶς μαρτύρησαν ποτέ, παρενθέσεις, ποὺ εἶχαν τὴν μοναδικότητα ἐκείνη ποὺ κρύβει τὸ «ταμεῖον» (βλ. Μθ. 6, 6) τοῦ καθενός μας, ὅταν προσεύχεται.
Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια, λοιπόν, καθὼς χαμηλώνει τὸ φῶς γύρω μας κι ἀρχίζει νὰ ἀχνοφέγγει ἡ ἱερὴ μαρμαρυγὴ τῆς αἰωνιότητας, τεντώνουμε τὰ χέρια μας, ὅσο γίνεται, μήπως ψαύσουμε λίγο οὐρανὸ καὶ μαζί Του τὸ ζεστὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ συνάμα μὲ Αὐτό τὸ μέγα Του ἔλεος...
π. κ. ν. κ.