© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΑΝΟΥ MARTHA ARGERICH & FRIENDS ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ  γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ 



Η φήμη των σπουδαίων καλλιτεχνών «Martha Argerich & Friends» είχε τρέξει πριν οι ίδιοι φτάσουν στην Ελλάδα και οι Αθηναίοι έσπευσαν να κατακλύσουν την αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» για να απολαύσουν το εκπληκτικό αυτό σύνολο, που φιλοξενήθηκε κατά το μουσικό τριήμερο 10, 11 και 12 Μαρτίου. Παρακολουθήσαμε την πρώτη ημέρα [10-3-2012] του μεγάλου αυτού μουσικού γεγονότος και νιώσαμε βαθιά συγκίνηση βλέποντας συγκεντρωμένους τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες και ακούγοντας τις συγκλονιστικές ερμηνείες τους.

Η Marta Argerich γεννήθηκε στο Buenos Aires της Αργεντινής. Υπήρξε παιδί θαύμα του πιάνου, με  το «θαύμα» να έχει τη συνέχειά του ώς το σήμερα. Μελέτησε μουσική με εξέχουσες προσωπικότητες  της Ευρώπη, όπως οι: Bruno Seidhofe, Friedrich Gulda, Nikita Magaloff, Madeleine Lipatti. Συμπλήρωσε τις σπουδές της δίπλα στους Arturo Benedetti Michelangeli και Stefan Askenase. Κέρδισε πολλά βραβεία σε διεθνής διαγωνισμούς, ανάμεσά τους το βραβείο πιάνου  «Frederic Chopin»  στη Βαρσοβία το 1965, όπου κατέκτησε τρία αλλεπάλληλα βραβεία: το Πρώτο, του Κοινού και εκείνο της καλλίτερης ερμηνείας της «Mazurkas». Η μεγάλη αυτή Μούσα των πλήκτρων  προσέδωσε στο ρομαντικό και μοντέρνο ρεπερτόριο μια καινούργια πνοή, που την κρατάει άσβεστη ώς σήμερα. Το ρεπερτόριό της εκτείνεται από τον Bach ώς τους σύγχρονους συνθέτες. Τα ρεσιτάλ της, στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών, θεωρούνται κορυφαία καλλιτεχνικά γεγονότα το ίδιο και η σύμπραξή  της  σε συναυλίες με τις σπουδαιότερες ορχήστρες του κόσμου. Μεγάλη ήταν η συμμετοχή της ως μέλος Κριτικών Επιτροπών σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου, με φήμη εξαιρετικά  δίκαιου και  αδέκαστου κριτή. Χαρακτηριστική  η αντίδρασή της στο διεθνή διαγωνισμό πιάνου «Frederic-Chopin» το 1980, όταν απέκλεισαν τον Κροάτη πιανίστα Ivo Pogorelich από τον δεύτερο γύρο. Η Argrich θεωρώντας ότι πρόκειται για μεγαλοφυΐα του πιάνου που αδικείται, παραιτήθηκε από το αξίωμά της, με συνέπεια ο νεαρός τότε Ivo Pogorelich και μετέπειτα μεγάλος πιανίστας να γίνει διάσημος μέσα σε  μια νύχτα.
  

Στο  «Σεπτέτο για πιάνο, τρομπέτα, δυο βιολιά, βιόλα βιολοντσέλο και κοντραμπάσο σε μι ύφεση μείζονα, Op. 56» του Camille Saint-Saens [1835-1921], ένα λεπτό πνεύμα διατρέχει τη σύνθεση που η χρυσή τρομπέτα του Sergei Nakariakov σε πρωταγωνιστικό ρόλο αναδεικνύει και διαμοιράζει ανάμεσα στους περίλαμπρους σολίστες, Αλέξανδρο Καπέλη, Renaud Capuçon, Liya Petrova, Yuri Bashmet, Mischa Maisky, και Τάκη Καπογιάννη  για να  εκφράσουν, με απαράμιλλο τρόπο, μέσα από τις χορδές  των μουσικών οργάνων,  το λεπτό γαλλικό συναίσθημα.

Στη συνέχεια ερμήνευσαν το «Κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα σε μι ύφεση μείζονα, Op. 44» του Robert Schumann [1810-1856]. Με πρότυπο τη γραφή του Φέλιξ Μέντελσον, αλλά και με στοιχεία μπετοβενικά ο Σούμαν συνέθεσε το έργο του το 1842 και το αφιέρωσε στη αγαπημένη του Κλάρα Σούμαν, η οποία και πρώτη το ερμήνευσε. Ο Σούμαν με την ευρηματικότητά του οικοδομεί ένα από τα σημαντικότερα ρομαντικά έργα μουσικής δωματίου, συνδυάζοντας στοιχεία που παραπέμπουν  στη διπλή φόρμα σονάτας. Με το φυσικό της λυρισμό η Martha Argerich  ανέδειξε τα εκφραστικά ιδιώματα του έργου, έχοντας  ισάξιους «Συμπαίκτες-Φίλους» :πρώτο βιολί Renaud Capuçon, δεύτερο βιολί Liya Petrova, βιόλα Yuri Bashmet,  βιολοντσέλο Mischa Maisky, οι οποίοι σε μια άριστη επικοινωνία μεταξύ τους ανταποκρίθηκαν «εν αρμονία» στη μεγαλοφυή ερμηνεία της. 

Στο δεύτερο μέρος ο Yuri Bashmet, μαέστρος και σολίστ της βιόλας μαζί με τον Renaud Capuçon βιολί και την Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων, ερμήνευσαν τη «Συμφωνία κοντσερτάντε για βιολί, βιόλα  και ορχήστρα  σε μι ύφεση μείζονα, KV 364» του  Mozart [1756-1791], έργο εξαιρετικά σημαντικό. Το αρχετυπικό κλασικό στιλ του Mozart αναπτύσσεται σε όλο του το μεγαλείο. Το  έργο γραμμένο το 1779 προοριζόταν για το σπουδαίο βιολονίστα της εποχής τον Ignaz Franzl  ενώ το μέρος της βιόλας θα κρατούσε ο ίδιος ο συνθέτης. Είναι γνωστή η εκτίμηση του ήχου της Βιόλας από τον Μότσαρτ και στο συγκεκριμένο  έργο είναι καταφανής  η ισότιμη ανάδειξη των δύο οργάνων. Η  ελεγειακή  και ρομαντική συνομιλία ανάμεσα στο βιολί και τη βιόλα φάνταζε ερωτική.  Περιέτρεχε με καθαρό, εκτεταμένο και δυναμικό τόνο την ορχήστρα και  πύκνωνε το διάλογο ανάμεσα στα έγχορδα. Ερμηνείες  εξαίσιες, ασύγκριτες έβγαιναν από βιολί Guarneri [1737] με το δοξάρι του Renaud Capuçon  και από βιόλα του Paolo Antonio Testore [1758] στα χέρια του  ο Yuri Bashmet... Να σημειώσουμε ότι η  βιόλα  του Μότσαρτ ήταν του ιδίου κατασκευαστή. Ήχοι θεϊκοί ανεπανάληπτοι που καθήλωσαν το ακροατήριο.

Το αποκορύφωμα της συναυλίας ήταν το «Κοντσέρτο αρ.1 για πιάνο, τρομπέτα και ορχήστρα σε ντο ελάσσονα, Op. 35» του Dmitri Shostakovich. Η σύνθεση του κοντσέρτου έγινε την Άνοιξη του 1933 και η πρεμιέρα του πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λένινγκραντ υπό τη διεύθυνση του Αυστριακού Μαέστρου Fritz Stiedry ο οποίος είχε φτάσει αυτοεξόριστος στη Σοβιετική Ένωση μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.  Πιάνο έπαιζε  ο ίδιος ο συνθέτης και τρομπέτα ο Αλεξάντερ Σμιντ. Όταν ο Shostakovich  παρουσίασε το πρώτο κοντσέρτο του ήταν ήδη γνωστός στο ευρύτερο κοινό, λόγω της επιτυχίας της πρώτης συμφωνίας του και παρά την αποδοχή του και από το καθεστώς είχε γίνει στόχος δυσμενών σχολείων εξ αιτίας της όπεράς του «Μύτη», που παίχτηκε το 1930. Μέσα από τα μαγικά χέρια της Martha Argerich και της Χρυσής, όπως από την αρχή  χαρακτηρίσαμε,  τρομπέτας του Sergei Nakariakov, ο πλούτος  των αναφορών και παραλλαγών τόσο από το έργο του ίδιου του συνθέτη όσο  και εκείνο των Χάυντν, Μπετόβεν και Μάλερ, ανεδείχθη μέσα από το τέλειο παίξιμό τους.  Η ατμόσφαιρα γινόταν γνώριμη, οικεία, με το σπινθηροβόλο πνεύμα που διατρέχει το κοντσέρτο να εξελίσσεται άλλοτε σε σατυρικό, άλλοτε σε λυρικό,  κάποτε ανάλαφρο, τρυφερό,  βαθιά ανθρώπινο, για να μας αφήσει με την ελπίδα της προσμονής  μιας νέας εμφάνισης της θρυλικής αυτής μορφής του πιάνου και των φίλων της.

Διονύση Φλεμοτόμου: ΤΟ ΔΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΚΟΥΛΙΚΑΔΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 993-1016]

   
Ελάχιστα είναι τα δίπτυχα, τα οποία, μετά την πολλαπλή καταστροφή του Αυγούστου του 1953, σώζονται σήμερα στις μετασεισμικές εκκλησίες της Ζακύνθου. Όσα ξέφυγαν από την θεομηνία, έπεσαν θύματα της ανθρώπινης αδιαφορίας και πολύ συχνά, θεωρώντας τα άχρηστα και δίχως σκοπό, οι ανεύθυνοι αρμόδιοι τα κατέστρεψαν ή επιτάχυναν την φθορά τους, θέτοντάς τα σε αχρηστία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, σαν παράδειγμα, το δίπτυχο της προσεισμικής εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου του Κάτου[1] της Χώρας, το οποίο σώζεται στο νεότερο Άγιο Λάζαρο[2] και όπως μας εμπιστεύτηκε, όταν ζούσε, ο αξέχαστος εφημέριος του ναού, ο π. Γεώργιος Μυλωνάς, όταν ανέλαβε τα εκεί καθήκοντά του, το βρήκε να χρησιμοποιείται … ανάποδα για να κόβουν πάνω του το αντίδωρο!
   Η σημασία τους είναι μεγάλη. Εκτός από την καλλιτεχνική τους αξία, παρέχουν και σημαντικές πληροφορίες για οικογένειες, επιφανή μέλη τους[3], αλλά και για τις προτιμήσεις που είχαν οι κατά καιρούς κάτοικοι του νησιού για τα βαπτιστικά ονόματα, καθώς και τις επιδράσεις που αυτά είχαν από τους διάφορους κυρίαρχους του νησιού. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μάλιστα, όπως συμβαίνει με το δίπτυχο της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων[4], στο χωριό Καλιπάδος, σ’ αυτά είναι γραμμένες και δωρεές, γεγονός που φωτίζει και άλλες στιγμές της τοπικής ιστορίας του νησιού[5].
   Δύο δίπτυχα, του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών[6] και του Αγίου Πνεύματος από το Γαϊτάνι[7], σώζονται, επίσης, στο Μουσείο της Ζακύνθου και στο Μουσείο της Αυτοκρατορικής Μονής των Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου φυλάσσεται το ανάλογο δίπτυχο, το οποίο μάλιστα δεν είναι ζωγραφισμένο πάνω σε σανίδα, όπως όλα τα άλλα, αλλά είναι το μοναδικό που έχουμε συναντήσει στο νησί να έχει την μορφή βιβλίου.

Η ΤΟΠΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΠΤΥΧΩΝ

   Στη Ζάκυνθο τα δίπτυχα ονομάζονται τολέλες. Έτσι τα συναντάμε πάντοτε σε παραγγελίες επιτρόπων σε διάφορους ξυλογλύπτες[8], που τα κατασκεύαζαν ή σε ζωγράφους, που τα εικονογραφούσαν[9], αλλά και σε δωρεές, τις οποίες έκαναν διάφορα πρόσωπα και ζητούσαν την καταγραφή οικογενειακών ονομάτων σ’ αυτά, για δέηση υπέρ υγείας των ζώντων και μνημόσυνο των τεθνεώτων[10]. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα σχετικό απόσπασμα από ανέκδοτη «Κόπια[11] ευγαλμένη από τάς πράξεις του ποτέ Κυρίου Κωνσταντίνου Καψοκαίφαλου Νοταρίου», η οποία προέρχεται από το ιδιωτικό αρχείο της οικογένειας Μοτσενίγου και μεταξύ άλλων σημειώνει και τα εξής: «Εις δόξαν Θεού καί πάντων τών Αγίων αμήν 1646 Ιουλίου 9: εις τόν Γιαλόν της πόλεως Ζακύνθου […] ο παρόν ευγενής S[igno]r Μπατίστας Μοτζινίγος τού ποτέ ευγ[εν]ή S[igno]r Δημήτρι από μίαν του καλήν βουλήν, καί γνώμην, καί καλής προαιρέσεως μή απότινος αναγκαζόμενος, μήτε βιαζόμενος, μόνον διά καλοσύνην του, καί διά νά μνημονεύονται οι Γονείς του» παραχωρεί «μίαν του Κάνεβαν[12] οπού έχει» στην «Σκοντράδα[13] τού Αγίου Παντελεήμονος», για να χτιστεί, μετά από σωτηρία του νησιού από την επιδημία της πανούκλας, η εκκλησία των Αγίων Σαράντων[14]. Σ’ ένα σημείο χαρακτηριστικά αναγράφεται: «καί νά γράψη ιμεδιάτε εις την Αγίαν Πρόθεσιν εις μίαν Τολέλα δια να φαίνωνται τα κάτωθεν ονόματα Τομάς, Τομάζο, Μπατίστας, […] ακακία μοναχή δια νά μνημονεύονται αιωνίως από τόν εφημέριον».[15]
   Η ονομασία αυτή προέρχεται από την βενετσιάνικη λέξη «tolela»[16], η οποία ερμηνεύεται ως «μικρός πίναξ». Στην λατρεία της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει και η «Tolela de laltar», που σημαίνει τις πινακίδες οι οποίες είναι τοποθετημένες πάνω στα Αλτάρια. Η πιο γνωστή από αυτές είναι η «Cartagloria», η οποία πάνω της έχει γραμμένο το «Gloria in excelis» και άλλα αποσπάσματα. Κατ’ επέκταση «Carteglorie» ονομάζονται και άλλες ελάσσονες πινακίδες, που αναγράφουν το «Νίψομαι» και το Ευαγγέλιο του Αγίου Ιωάννου[17]. Γνωρίζοντας την αρμονική συνύπαρξη των δύο δογμάτων στην υπό Βενετική κυριαρχία Ζάκυνθο, αλλά και τις κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις και προ πάντων την Gloria του πρωινού του Μεγάλου Σαββάτου, δεν είναι δύσκολο να βρούμε την προέλευση της τοπικής ονομασίας των διπτύχων, αλλά και τους αισθητικούς τους επηρεασμούς. 


ΤΟ ΔΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΙΚΑΔΟΥ

   Ένα από τα λιγοστά δίπτυχα, τα οποία σώζονται σήμερα, είναι και αυτό της εκκλησίας της Παναγίας της Αναφωνήτριας στο χωριό Σκουλικάδο[18]. Είναι τοποθετημένο στην Πρόθεση του ναού και έχει μέγιστες διαστάσεις 34,5 Χ 19,5 Χ 1,4 εκ.[19] Είναι ζωγραφισμένο με αυγοτέμπερα σε ξύλο, με προετοιμασία με ύφασμα και στόκο. Στο επάνω του μέρος είναι ζωγραφισμένη η έφορος του ναού, η Θεοτόκος και κάτω είναι γραμμένα τα ονόματα των ενοριτών και των αδελφών της εκκλησίας. Χαρακτηριστικό είναι πως και εδώ είναι γραμμένα και τα επώνυμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το δίπτυχο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών. Επίσης επώνυμα ήταν γραμμένα και στα δίπτυχα της εκκλησίας των Αγίων Πάντων της πόλης. Αυτό προκύπτει από κατάλογο των ενοριτών που είναι γραμμένος στον κώδικα της εκκλησίας και έχει γίνει από τους νέους επιτρόπου, οι οποίοι για να τον συντάξουν κατέτρεξαν, όπως οι ίδιοι σημειώνουν, στον παλιό κώδικα και στην τολέλα: «Ονοματώλογος των ανοριτόν τού θίου Ναού τών αγιον Πάντω ανγγελον καί αρχανγέλον ις πολέος Ζακινθου, ος εδυοριστηκαμε έμις επιτρόποι τού ιδίου Ναού απώ τώ ευγενή Μάκιστράτω Μουνιτζιπάλε και μας εδοθη Νεον Βύβλιον δυά να σιμιοσομε κατάλεπτώς ολωνόν τω ανοριτών ονομα και παράνομα μέ τώ αρφαβυτο όπος μάς επροσταξε ι ερχεα πλιν εμίς ι επητρόπη του ιδίου Ναού δέν ελυψάμε να ερεμύσομε τώ κόντικα καί τώτελα τίς εκλίσιας καί βρίσκόντας τα ονοματα παλιά καί νέα τών ανοριτών, τά εγράψαμε όλα ενά προς ένα όπου ακολούθος φένουντε ός μας επρόσταξε ι δικισις καί εγαυτήκαν απώ εμέ τώ Σπυρίδον Ανέτη επιτρόπος ις τώ παρόν τον Αγιον Πάντω».[20]
   Όλα  αυτά μας κάνουν να υποθέσουμε πως τα δίπτυχα της Ζακύνθου, εκτός από την λατρευτική τους χρήση, την υπόδειξη, δηλαδή, στον ιερέα για την μνημόνευση «υπέρ υγείας» και «αιωνίας μνήμης», είχαν και σημασία καταλόγου των ενοριτών ή αδελφών του κάθε ναού και σε μιαν εποχή όπου η ενορία δεν είχε την σημερινή της μορφή, αλλά ενορίτες ή αδελφοί του κάθε ναού μπορούσαν να γραφτούν όποιοι ήθελαν και άσχετα με το σε ποια περιοχή κατοικούσαν, η ύπαρξη αυτής της λίστας ήταν απαραίτητη, τόσο για την βοήθεια του εφημέριου, όσο και των επιτρόπων, οι οποίοι, όπως θα δούμε παρακάτω, συντόνιζαν εκλογές και αποφάσεις. Την άποψή μας ενισχύει και η φράση, από καταγραφή αντικειμένων του ναού του Αγίου Βασιλείου του Απάνου[21], η οποία είναι καταγραμμένη στον κώδικά του: «τρης ντολέλες αγιογραφησμένες οι δίο της προθέσεος…»[22]. Η διάκριση αυτή μας κάνει να πιστέψουμε πως υπήρχαν και δίπτυχα, τα οποία δεν βρισκόταν στην Πρόθεση και ήταν κατάλογοι.

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΠΤΥΧΟΥ

   Το εικονογραφικό τμήμα του διπτύχου βρίσκεται στο πάνω μέρος του και στο κέντρο της απλής του επίστεψης. Απεικονίζει την Θεοτόκο, στον γνωστό και καθιερωμένο τύπο της Οδηγήτριας, ο οποίος θεωρείται ότι προέρχεται, σύμφωνα με την περιγραφή του Πατριάρχη Φώτιου, από την λατρευτική εικόνα της μονής Οδηγών της Κωνσταντινούπολης. Κατά την υπάρχουσα παράδοση τον τύπο αυτής της εικόνας πρωτοζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Την βρήκε η αυτοκράτειρα Αθηναΐδα – Ευδοκία στα Ιεροσόλυμα και την έστειλε, σαν δώρο, στην αδελφή του αυτοκράτορα, του συζύγου της Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού, την Πουλχερία, η οποία την κατέθεσε στην παραπάνω Μονή, που ίδρυσε στην Βασιλεύουσα. Ο συγκεκριμένος τύπος πήρε το όνομά του από το φημισμένο μοναστήρι και θεωρείται ως δηλωτικός της ιδιότητας της Θεοτόκου σαν καθοδηγήτριας των πιστών[23].
   Η Παναγία στο δίπτυχό μας παριστάνεται σε προτομή, με πολύ ελαφριά στροφή του σώματος, ατενίζοντας τον θεατή. Έχει το δεξί της χέρι μπροστά στο στήθος της, σε στάση δέησης και με το αριστερό κρατεί στοργικά τον μικρό Χριστό, ο οποίος, στραμμένος ελαφρά προς την μητέρα του, έχει απλωμένο το δεξί του χέρι, ευλογώντας και στο αριστερό του κρατεί κλειστό και τυλιγμένο ειλητάριο. Στην χρωματική απόδοση της μικρογραφίας κυριαρχεί το φωτεινό κόκκινο – κεραμιδί μαφόριο της Θεομήτορος, αρμονικά συνδυασμένο με το πρασινογάλαζο του φορέματος και του κεφαλόδεσμου. Ο Χριστός φορεί λευκοπράσινο χιτώνα και πορτοκαλί ιμάτιο, με βαθυκόκκινες σκιές. Με κόκκινο είναι γραμμένα τα συμπιλήματα των ονομάτων: ΜΡ ΘΟΥ, ΙΣ ΧΣ και το αποκαλυπτικό «Ο ΩΝ».
   Δεν είναι, πιστεύουμε, άτοπο το να επισημάνουμε τις ομοιότητες αυτής της μικρογραφίας με τις δύο εικόνες της Αναφωνήτριας, οι οποίες βρίσκονται στον κώδικα της Μονής Αναφωνήτριας[24] του ομώνυμου σήμερα χωριού, το οποίο παλιότερα ονομαζόταν Πλεμοναρίο, ο οποίος εκτίθεται στο Μουσείο - Σκευοφυλάκιο της μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου. Οι απεικονίσεις αυτές έχουν αποδοθεί από τον Γιάννη Ρηγόπουλο στον αγιογράφο Λουκά Μένεγο[25]. Επίσης πολλές είναι οι ομοιότητες του εικονιδίου του διπτύχου με την εικόνα της Παναγίας της «Πρεβεζάνας», η οποία φυλάσσεται, τιμώμενη από καθολικούς και ορθόδοξους, στην Δυτική εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς και παρ’ ότι ονομάζεται έτσι, επειδή, κατά την παράδοση βρέθηκε από τους Βενετούς στη θάλασσα, κοντά στην Πρέβεζα, έχει την επιγραφή «Η Αναφωνήτρια».
   Οι μέχρι τώρα έρευνες δεν έχουν αποδείξει κάποια σχέση μεταξύ της εκκλησίας της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου και της περιώνυμης, ομώνυμης Μονής, της ορεινής Ζακύνθου, με την οποία έχει συνδεθεί ο προστάτης του νησιού  Άγιος Διονύσιος. Υπάρχει μόνο μια τοπική παράδοση, την οποία μας διηγήθηκε ο παλιός εφημέριος του ναού του Σκουλικάδου, ο π. Αλέξανδρος Κεφαλληνός, σύμφωνα με την οποία ο ναός είναι, όπως και η τέταρτη εικόνα του τέμπλου επιβεβαιώνει, αφιερωμένος στα Εισόδια  της Θεοτόκου και γιόρταζε στις 21 Νοεμβρίου. Επικράτησε, όμως, η συνήθεια να πανηγυρίζει επίσημα στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, μετά από την κατάθεση σ’ αυτόν ενός ασημένιου πουκάμισου, το οποίο προέρχονταν από την Μονή της Αναφωνήτριας. Πρέπει να επισημάνουμε, επίσης, πως στο ναό φυλάσσεται απότμημα του λειψάνου του Αγίου Διονυσίου, προνόμιο μοναδικό για ένα ναό της Ζακύνθου, το οποίο λιτανεύεται  μαζί με την εικόνα της Αναφωνήτριας, την ημέρα της γιορτής της, η οποία πάντα γίνεται υποχρεωτικά στις 11 το πρωί, ώρα όπου το Λείψανο του Αγίου «Βγαίνει», κατά την τοπική παράδοση και διάλεκτο, από την λάρνακά του, αρχίζοντας ο τριήμερος εορτασμός της επετείου της Ανακομιδής του Σκηνώματός του στην Ζάκυνθο.
   Για μια πιθανή σχέση που μπορεί να έχει η φημισμένη Μονή με την εκκλησία του Σκουλικάδου μεταφέρουμε ένα επεισόδιο, το οποίο μας διέσωσε ο ιστορικός Σπυρίδων δε Βιάζης. Ως γνωστόν η θαυματουργή εικόνα της Αναφωνήτριας της ομώνυμης Μονής μεταφέρονταν συχνά και κυρίως σε περιπτώσεις ανομβρίας στην πόλη της Ζακύνθου και παρέμενε, αφού λιτανευόταν, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέχρι να βρέξει και να επιστρέψει στον τόπο της. Τα οφέλη του μοναστηριού ήταν ποικίλα, μια και αναθήματα τοποθετούνταν στην εικόνα και πολλά κέρδη είχε από το προσκύνημα. Παρακινημένος απ’ όλα αυτά ο γνωστός ζωγράφος Φραγκίσκος Καλέργης, εφημέριος του ναού αυτού της Χώρας, σκέφτηκε ν’ αντιγράψει κρυφά πάνω σε σανίδα ιδίου μεγέθους την εικόνα και να την χρησιμοποιήσει για ίδιο όφελος. Μόλις, όμως, το έμαθαν ο ηγούμενος και οι μοναχοί έγιναν μανιώδεις. Έτρεξαν σε θρησκευτικές και πολιτικές αρχές και παρά τις δικαιολογίες του ζωγράφου, έχοντας συμπαραστάτες και τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι χαρακτήρισαν ιεροσυλία την πράξη του ιερέα - αγιογράφου, κατόρθωσαν να δημιουργηθεί μεγάλο θέμα. Τότε οι Σύνδικοι κατόρθωσαν στις 8 Ιουνίου του έτους 1677 να εκδοθεί από τον Προβλεπτή Ιάκωβο Κορνέρ διάταγμα, με το οποίο καταδικαζόταν ο αντιγραφέας και δινόταν διαταγή να μεταφερθεί το αντίγραφο στην Μονή και να μείνει δίπλα στο πρωτότυπο, χωρίς να μπορέσει κανείς να το παραλάβει[26]. Η δεύτερη αυτή εικόνα δεν βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Μήπως έχει σχέση με την εικόνα της εκκλησίας του Σκουλικάδου; Αξίζει, επίσης, να υπενθυμίσουμε πως ο Φραγκίσκος  Καλέργης είχε σχέση με την περιοχή και ότι το 1685 του είχε παραχωρηθεί, από την Βενετική Κυβέρνηση, η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα[27] στο Λόγγο του Σκουλικάδου[28]. Τάχα όλα αυτά τα γεγονότα να είναι τυχαία;
   Κλείνοντας την αναφορά μας στο εικονογραφικό τμήμα του διπτύχου πρέπει να παρατηρήσουμε πως και σε αυτό, όπως και σε όλα τα άλλα της Ζακύνθου, εικονίζεται ο έφορος και προστάτης Άγιος του ναού. Το ίδιο δεν συμβαίνει, για να περιοριστούμε στον κοινό, επτανησιακό μόνο χώρο, στην γειτονική Κεφαλονιά. Σε δύο δίπτυχά της, που γνωρίζουμε από την έκδοση «Κεφαλλονιά, ένα μεγάλο μουσείο» την οποία επιμελήθηκε ο καθηγητής κ. Γιώργος Μοσχόπουλος, η περίπτωση είναι διαφορετική. Στο ένα από αυτά, το οποίο προέρχεται από την εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου των Περλιγγήδων, στο Ληξούρι και σήμερα εκτίθεται στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη του νησιού, έργο του 1802 του Γεωργίου Περλιγγή, είναι ζωγραφισμένη η Γέννηση του Χριστού[29]. Η απεικόνιση δεν είναι τυχαία, μια και τα δίπτυχα είναι τοποθετημένα στην Πρόθεση του ναού, η οποία συμβολίζει το σπήλαιο της Γέννησης και εκεί υπάρχει τις περισσότερες φορές, κυρίως στα Επτάνησα, η σχετική εικόνα. Στο άλλο, έργο αγνώστου, από την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στους Ορογγούς, έχει ιστορηθεί ο Χριστός σε προτομή, ευλογών, και έχοντας δεομένους δεξιά του τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και αριστερά του τον Μιχαήλ[30]. Και αυτή η απεικόνιση δεν είναι τυχαία, μια και στον Ιησού απευθύνεται ο ιερέας, όταν δέεται και μνημονεύει στην Πρόθεση, έχοντας, μάλιστα, σαν μεσίτες τον Μιχαήλ για τους πεθαμένους και τον Γαβριήλ για τους ζωντανούς.
   Όλα αυτά ενισχύουν την άποψη, που ήδη έχουμε υποστηρίξει, πως οι τολέλες της Ζακύνθου είναι συχνά και κατάλογοι αδελφάτων, οι οποίοι έχουν άμεση σχέση με τον προστάτη άγιο της ενορίας.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΠΤΥΧΟΥ

   Το κεντρικό τμήμα του διπτύχου είναι χωρισμένο σε τρεις στήλες. Στην πρώτη αναγράφονται τα ονόματα ιερέων και ιερομονάχων. Στην δεύτερη και την τρίτη αυτά των ενοριτών, «ανορητών» όπως σημειώνεται, και των αδελφών.
   Σύμφωνα με το διάταγμα του γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Αυγουστίνου Σαγρέδου (Σαγρέδειον διάταγμα 26 Αυγούστου 1754, Κέρκυρα 1755) και τον εκκλησιαστικό κανονισμό των Γάλλων του 1811, οι ενορίτες του κάθε ναού ελάμβαναν σ’ αυτόν το βάπτισμα και είχαν σ’ αυτόν δικαίωμα ταφής, οι ίδιοι και οι απόγονοί τους. Οι αδελφοί δεν ήταν ενορίτες, δεν λάμβαναν το βάπτισμα στο ναό, ούτε είχαν δικαίωμα ταφής. Βοηθούσαν οικονομικά την εκκλησία, ήταν γραμμένοι στον κώδικα και στις τολέλες, όπως και οι ενορίτες και συνήθως είχαν δικαίωμα ψήφου στην εκλογή του εφημερίου και των επιτρόπων. Η ιδιότητα των τελευταίων δεν ήταν κληρονομική και δεν μεταβιβαζόταν στους απογόνους τους, όπως συνέβαινε με τους ενορίτες. Έτσι οι αδελφοί ήταν διαφόρων ενοριών, οι οποίοι σε άλλο ναό εκκλησιάζονταν και σε άλλον ασκούσαν τα πατρωνικά τους δικαιώματα[31].
   Ο νόμος αυτός ίσχυσε έως και το 1935, μια και κανένας βουλευτής της Επτανήσου δεν θέλησε να θίξει κάτι, το οποίο θα τον έφερε αντιμέτωπο με τους ψηφοφόρους του, οι οποίοι όχι μόνο είχαν συνηθίσει στο τοπικό σύστημα, αλλά είχαν δεθεί και με τις εκκλησίες που περιείχαν και τους τάφους των προγόνων τους. Τότε ο πρώτος μη ζακύνθιος Μητροπολίτης Ζακύνθου, ο Χρυσόστομος Δημητρίου, εκμεταλλευόμενος την δικτατορία Μεταξά, έφερε, σχεδόν πραξικοπηματικά, την ισχύουσα στον ελληνικό χώρο νομοθεσία, με τον Αναγκαστικό Νόμο υπ’ αριθ. 1369, που ψηφίστηκε το 1938[32].
   Για την υπόθεση αυτή πολύτιμη είναι και μια μαρτυρία του Ντίνου Κονόμου, ο οποίος μας πληροφορεί τα εξής: «Η ενορία της οικογένειας του γράφοντος, από τον δέκατο έκτο αιώνα ως 1934, ήταν η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, κοντά στην περιοχή της Παλιάς Βρύσης της πόλης. Ο υποφαινόμενος γεννήθηκε στη συνοικία του Αγίου Παύλου, που βρισκόταν στο άλλο άκρο της πόλης, αλλά βαφτίστηκε από τον τότε εφημέριο της αρχαίας ενοριακής του εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής Σπύρο Βυθούλκα ή παπα – Χειλά…».[33]
   Η ύπαρξη των ονομάτων πολλών ιερέων και ιερομονάχων στο Δίπυτχό μας, αλλά και σε άλλα Δίπτυχα και κώδικες ναών οφείλεται στο γεγονός ότι από τους ενορίτες και τους αδελφούς εκλέγονταν κατά προτίμηση οι εφημέριοί του. Επειδή, λοιπόν, τότε δεν υπήρχε ο διορισμός, αλλά η εκλογή, πολλοί ιερωμένοι γράφονταν σε διάφορους ναούς, ώστε να μην μείνουν άνεργοι. Χαρακτηριστική γι’ αυτό είναι μια ανέκδοτη σημείωση, η οποία περιέχεται στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Γερασίμου των Κήπων[34], ναού συναδελφικού της Συντεχνίας των Κηπουρών, στην οποία στην ίδια ψηφοφορία υπάρχουν συνυποψήφιοι τρεις ιερείς: «1720 νοεμβρίου 20 ημερα  κυρική  Επηδίτης και νά επεθύμησαν οι ευλαβέστατοι ιερής κύρ νικόλαος χριστανόπουλος κύρ αντόνιος νοταράς και κύρ ιωάνης λυβέρης να γένουν αδελφί εις τήν παρούσαν εκκλισίαν διά νά είναι ως τούς επιλίπους αδελφούς τό προσφέρομεν εις τήν αδελφότιτα καθώς επροφωνίσαμεν καί εσημάναμεν τήν καμπάνα οψεβραδιές σήμεραν διά νά μπαλοτάρομεν[35] ένα πρός ένα τούς αυτούς ιερής καί όπιος τους θέλη ας βάλη τήν μπάλα του εις το δεσί[36], καί όπιος δέν τούς θέλι εις τό δενό[37] καί όπιος μείνη νά έχι χρέως να δίδη εις τήν εκκλισίαν καθής τζεκίνια χρισά δύο καί νά έχι κάθε γιούς[38] οπού έχουν καί οι επίλιπι αδελφί. - Επίγε ο μπούσουλας[39] διά τόν παπά κύρ νικόλαον χριστιανόπουλον και επίρε εις το δεσί μπάλες 43 και εις τό δενό 18. επίγε διά τόν παπά κύρ αντόνιον νοταρά καί επίρε εις τό δεσί μπάλες   και εις το δενό:-  επίγε και διά τόν παπά ιωάννην λιβέρη, καί επήρε εις τό δεσί μπάλες   καί εις τό δενό : - έμινε μοναχός ο παπά κύρ νικόλαος χριστιανόπουλος και εστριδαρίστι[40] κωνσταντίνος ιερεύς ο κόκλας έτζη παρακαλεστός από τούς αυτούς προκουρατόρους[41] πέτρο ματζαβίνο καί αναστάσι καραμάνι και αναστάσι κορποντίνο καί κονσταντί πασχάλη διά να μήν ηξεύρουν νά γράφουν καί μαρτυρώ: πέτρος λισγαράς μαρτυρώ:- Νικολός στρογγιλός μαρτυρώ».
   Αξίζει να σημειωθεί πως ο ιερέας Νικόλαος Χριστιανόπουλος φαίνεται στην συνέχεια του κώδικα σαν εφημέριος του ναού του Αγίου Γερασίμου των Κήπων και πως την εποχή αυτή η Συντεχνία των Κηπουρών ήταν στα πρώτα της βήματα.
   Τα ονόματα τα οποία είναι γραμμένα στην τολέλα της εκκλησίας της Παναγίας της Αναφωνήτριας του Χωριού Σκουλικάδου είναι τα εξής:

[Στήλη πρώτη]

ΙΕΡΕΩΝ[42]

ΙΕΡΩΜΟΝΑΧΩΝ

ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΤΖΑΝΕ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΝΤΟΝΙΟΥ
ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΥ
ΣΙΜΕΩΝ
ΔΑΝΙΗΛ

ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
ΚΥΡΙΑΖΗ ΙΕΡΕΩΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΕΡΕΩΣ

ΠΕΤΡΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΑΒΕΡΚΙΑΣ
ΜΑΝΘΙΑΣ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΙΕΡΩΜΟΝΑΧ[ΟΥ]
ΙΩΑΝΝΟΥ ΙΕΡΩΜΟΝΑΧΟΥ
ΑΓΓΕΛΙ ΙΕΡΕΩΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΙΕΡΩΜΟΝΑΧΟΥ
Παναγιώτη ιερ[ο]μονάχου
Σεραφίμ ιερομονάχου
Ανα[σ]τασίου μοναχού
Ιωάννου ιερομονάχου
Αντωνίου ιερέως
Πέτρου ιερέως
Πέτρου ιερέως
Σπυρίδωνος ιερέως
Παναγιώτου ιερέως

[Στήλη δεύτερη]

ΑΝΩΡΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΙ

ΑΝΤΟΝΙΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΦΑΛΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΛΑΣ
ΛΙΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΜΙΚΕΛΗΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΖΕΠΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΔΗΜΙΤΡΙΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΑΝΑΝΙΑΣ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗΣ
ΝΙΚΟΛΟΣ ΚΟΝΙΔΗΣ
ΤΖΑΝΕΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΑΝΤΟΝΙΟΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΣΙΓΟΥΡΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΣ ΠΛΕΣΑΣ
ΤΖΑΝΙΣ ΧΙΟΝΙΣ
ΣΠΙΛΙΟΤΗΣ ΧΙΟΝΙΣ
ΘΕΟΔΩΡΙΣ ΚΟΛΙΒΑΣ
ΜΙΚΕΛΗΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΙΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
ΣΤΑΘΙΣ ΧΙΟΝΙΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΓΟΛΕΜ[ΗΣ]
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΕΤΑΞΑΣ Σ[ΑΝ]
ΤΟΡΙΝΗΣ

[Στήλη Τρίτη]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗΣ
ΝΙΚΟΛΟΣ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΕΣΑΣ
ΣΤΑΘΙΣ ΠΛΕΣΑΣ
ΝΙΚΟΛΕΤΟΣ ΠΛΕΣΑΣ
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΤΑΘΙΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΛΙΟΣ ΞΕΝΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΠΙΝΟΣ
ΑΝΤΟΝΙΣ ΛΑΣΔΕΝΙΣ
ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΣ ΚΟΛΙΒΑΣ
ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΔΥΣΙΛΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΙΚΟΛΕΤΟΣ ΚΟΛΙΒΑΣ
ΚΙΡΙΑΚΗΣ ΚΟΛΙΒΑΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΟΛΙΒΑΣ
ΝΙΚΟΛΕΤΟΣ ΛΑΣΔΕΝΙΣ
ΝΙΚΟΛΕΤΟΣ ΠΛΕΣΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΦΑΛΗΝΟΣ
Ιωάννης Κονίδης
ΔΕΥΤΕΡΩΝ ΑΝΑΚΕΝΙΣΤΩΝ +
ΣΑΡΑΝΤΙ ΚΤΙ[Τ]ΟΡΟΣ
        ΕΠΙΤΡΟΠΙ[43]
ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗ
ΣΤΑΒΡΙΑΝΟΥ ΚΕΦΑΛΗΝΟΥ
ΓΙΟΡΓΟΥ ΚΟΛΙΒΑ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΣΥΝΒΟΗΘΩΝ ΤΩΝ
      ΑΦΙΕΡΟΣΑΝΤΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΣΥΜΒΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΕΛΕΝΗΣ
ΤΖΟΓΙΑΣ ΛΑΖ[Δ]ΕΝΗ
ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΣ ΜΑΡΚΕΣΥΝΗ
παναγιώτη ματθέου στεφανί
ιωάν[νου]  […] τζόγιας σταμάτας
ντζόγια δημητρούλα[44]

ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

   Τα ονόματα του διπτύχου στην πλειοψηφία τους έχουν γραφτεί από το ίδιο χέρι με μαύρο χρώμα και την ίδια περίοδο. Είναι γραμμένα με κεφαλαία γράμματα. Μόνο στην πρώτη στήλη, προς το τέλος, έχουν προστεθεί με μικρά γράμματα και άλλη γραφή τρία ονόματα, δύο ιερομονάχων και ενός μοναχού, στην συνέχεια άλλα τρία, ενός ιερομονάχου και δύο ιερέων και τέλος, πιθανόν πολύ μεταγενέστερα, σημειωμένα με μελάνι, τα ονόματα τριών ιερέων. Επίσης στην τρίτη στήλη είναι γραμμένο με την ίδια γραφή και τον ίδιο τρόπο (μικρά γράμματα) της δεύτερης περίπτωσης της πρώτης στήλης το όνομα του Ιωάννη Κονίδη. Στο τέλος της, εντελώς πρόχειρα και πολύ μεταγενέστερα, έχουν συμπληρωθεί εννέα βαπτιστικά μόνο ονόματα, από τα οποία το ένα δεν διαβάζεται, λόγω της φθοράς του Διπτύχου.
   Τα ονόματα έχουν αποδοθεί με αρκετά ορθογραφικά λάθη, φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στην εποχή εκείνη (Αντόνιος, Δημίτρις, Παναγιότης, Αναστάσις κ.λ.π.). Παρ’ ότι με κεφαλαία γραφή, έχουν τόνους και όσα αρχίζουν από φωνήεν πνεύμα (ψιλή). Είναι καλογραμμένα και πιθανόν προέρχονται από το ίδιο χέρι του ζωγράφου, ο οποίος έχει ιστορίσει την μικρή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας στο πάνω μέρος της τολέλας.
   Στο Δίπτυχο έχουν διασωθεί δεκαπέντε (15) ονόματα ιερομονάχων, έντεκα (11) ιερέων, τρία  (3) καλογήρων και δύο (2) καλογραιών. Στο σύνολό τους είναι τριάντα ένας (31) ρασοφόροι. Οι ενορίτες και οι αδελφοί του ναού είναι σαράντα εννιά (49). Από αυτούς δεκαέξι (16) ανήκουν στην οικογένεια Κεφαλληνού, πέντε (5) στην οικογένεια Πλαίσα, πέντε (5) στην οικογένεια Κολυβά, πέντε (5) στην οικογένεια Βλασόπουλου, τέσσερις (4) στην οικογένεια Μαρκεσίνη, τρεις (3) στην οικογένεια Χιώνη, δύο (2) στην οικογένεια Κονίδη, δύο (2) στην οικογένεια Λασδένη και από ένας (1) στις οικογένειες Λάλα, Σιγούρου, Γολέμη, Μεταξά – Σαντορίνη, Ξένου, Σπίνου και Δυσίλα[45]. Στο δίπτυχο, δηλαδή, παρουσιάζονται δεκαπέντε (15) οικογένειες, οι οποίες είχαν σχέση με την περιοχή. Οι περισσότερες από αυτές υπάρχουν και σήμερα και ζουν στο ίδιο χωριό. Επίσης υπάρχει στην επιτροπή των ανακαινιστών μία (1) επιπλέον οικογένεια Μαρκεσίνη, μία (1) Κεφαλληνού και μία (1) Κολυβά, ενώ στους αφιερωτές αναγράφεονται δύο οικογένειες ακόμα Μαρκεσίνη και μία (1) Λασδένη. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως ενώ όλες οι οικογένειες της τολέλας αναφέρονται με ανδρικά ονόματα, οι δύο τελευταίες εκπροσωπούνται με γυναικεία («Τζόγιας», «Καλομοίρας») και επίσης πως δίπλα στο όνομα του πρώτου από τους δωρητές, του Νικολάου Μαρκεσίνη, υπάρχει και το όνομα της γυναίκας του Ελένης.
   Μια άλλη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι πως στην επιτροπή εκπροσωπούνται τρεις (3) από τις πιο πολυπληθείς οικογένειες, η Κεφαλληνού, η Κολυβά και η Μαρκεσύνη.
   Η ενδείξεις: «Δεύτερον ανακαινιστών +», «Σαράντι κτί[τ]ορος», «επιτροπί» και «και των λοιπών συνβοηθών των αφιεροσάντων», οι οποίες υπάρχουν προς το τέλος της τρίτης στήλης, μας κάνουν να πιστεύουμε πως η τολέλα φτιάχτηκε παράλληλα με την ανοικοδόμηση του ναού, εποχή την οποία θα αναζητήσουμε παρακάτω, όταν προσπαθήσουμε να χρονολογήσουμε το δίπτυχο.
   Επίσης μπορούμε να υποθέσουμε πως ο Σαράντης, ο κτήτορας, πριν από το όνομα του οποίου σημειώνεται ο μοναδικός σταυρός, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ανήκει στους κεκοιμημένους, είναι, πιθανόν, ο ιδιοκτήτης της παλιότερης εκκλησίας και γι’ αυτό αναγράφεται στο δίπτυχο χωρίς επώνυμο.
   Αξίζει να γνωρίσουμε τις προτιμήσεις της εποχής, στην ύπαιθρο χώρα του νησιού, τόσο των ιερωμένων, όσο και των λαϊκών σε ότι αφορά τα ονόματά τους. Ξεκινάμε με τους ιερομονάχους. Τα ονόματά τους με αλφαβητική σειρά είναι: Αναστάσιος (1), Αντώνιος (1), Γεράσιμος (1), Δανιήλ (1), Δημήτριος (1), Ιωάννης (3), ο ένας αναγράφεται με το τοπικό, ιταλοπρεπές Τζάνες, Νικόλαος (1), Παναγιώτης (1), Προκόπιος (1)Σεραφείμ (1), Σπυρίδων (1), Σταματέλος (1) και Συμεών (1). Εδώ ας παρατηρήσουμε πως ενώ οι άγιοι των δύο άλλων μεγάλων νησιών της Επτανήσου τιμώνται, έστω και με ένα όνομα ιερομονάχου (Γεράσιμος, Σπυρίδων) δεν υπάρχει κανείς με το όνομα του προστάτη του νησιού του Αγίου Διονυσίου, εκτός αν υποθέσουμε πως το Δανιήλ, το μοναχικό όνομα του πολιούχου της Ζακύνθου, έχει δοθεί προς τιμήν του. Επίσης πολύ πιθανόν η υπεροχή του ονόματος Ιωάννης οφείλεται στο γεγονός ότι παλιότερα προστάτης του νησιού ήταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
   Συνεχίζουμε με τα ονόματα των ιερέων, τα οποία επειδή δεν άλλαξαν, όπως των ιερομονάχων στην κουρά τους, μπορούν να μας δώσουν και την προτίμηση των βαπτιστικών ονομάτων που επέλεγαν οι ζακυνθινοί τότε: Αγγελής (1), Αντώνιος (1), Διονύσιος (1), Θεόφιλος (1), Κυριαζής (1), Κωνσταντίνος (1), Παναγιώτης (2), Πέτρος (2) και Σπυρίδων (1). Εδώ πρέπει να επισημάνουμε το σπάνιο για ζακυνθινούς καταλόγους ονομάτων γεγονός της ύπαρξης ενός μόνον Διονυσίου, ο οποίος είναι και ο μοναδικός του διπτύχου, καθώς και το όνομα Θεόφιλος, το οποίο ίσως έχει δοθεί προς τιμήν του ομώνυμου τοπικού νεομάρτυρα[46]. Το ίδιο συμβαίνει και με το όνομα ενός εκ των παρακάτω καλογήρων.
   Τα ονόματα των απλών μοναχών ανδρών είναι Αναστάσιος (1), Πέτρος (1) και Θεόφιλος (1), ενώ των γυναικών Αβερκία (1) και Μανθία (1). Το τελευταίο ακολουθεί την τοπική διάλεκτο όπου και το Ματθαίος λέγεται Μανθέος.
   Ιδιαίτερα πρέπει να σταθούμε στα κοσμικά βαπτιστικά ονόματα, τα οποία παραθέτουμε και αυτά με αλφαβητική σειρά και σημειώνοντας μέσα σε παρένθεση των αριθμό της συχνότητας με την οποία τα συναντάμε: Ανανίας (1), Αναστάσης (2), Ανδρέας (1), Αντώνιος (3), τα δύο Αντώνιος και το ένα Αντώνης, Γεώργιος (2), Δημήτρης (2), Ζαχαρίας (1), Ζέπος (1), Θεοδωρής (2) Ιωάννης (6), τα δύο Ιωάννης, τα δύο Γιάννης, το ένα Τζάνες και το άλλο Τζάνης, Κυριάκης (1), Κωνσταντίνος (2), Λιός (2), Μανώλης (2), Μαρίνος (2), Μάρκος (1), Ματθαίος (1), Μικέλης (2), Νικόλαος (7), τα τέσσερα Νικολέτος, τα δύο Νικολός και το ένα Νικόλαος, Παναγιώτης (3), Πέτρος (1), Σαράντης (1), Σπηλιώτης (1), Σπυρίδων (2), Στάθης (3), Στεφανής (2) και Χριστόφαλος (1).
   Τα ελάχιστα γυναικεία ονόματα του διπτύχου είναι τα εξής: Δημητρούλα (1), Ελένη (1), Καλομοίρα (1), Σταμάτα (1) και Τζόγια (3)[47].
   Από τα παραπάνω θα σταθούμε σε λίγα μόνο, τα οποία έχουν σχεδόν τοπικό χαρακτήρα και είναι άξια αναφοράς.
   Ζέπος: Προέρχεται από το Ιωσήφ. Παρ’ ότι στη Ζάκυνθο υπάρχει το σκήνωμα του ομώνυμου Αγίου, στο χωριό Γαϊτάνι, ο οποίος γιορτάζει στις 22 Ιανουαρίου, το όνομα οφείλεται στον Ιωσήφ τον Μνήστορα και γιορτάζει, μαζί με τους Παναγιώτηδες, την επομένη των Χριστουγέννων, στις 26 Δεκεμβρίου.
   Λιός: Το πιθανότερο είναι να προέρχεται από το Ηλίας. Υπάρχει όμως περίπτωση να προέρχεται και από το Λέων, επειδή το χωριό της ορεινής περιοχής Άγιος Λέων, λέγεται από τον λαό της Ζακύνθου Άι – Λιός. Το όνομα Λέων ή Λέος συναντιέται συχνά στη Ζάκυνθο.
   Σαράντης: Είναι η τοπική εκδοχή του Σαράντος, επειδή στη Ζάκυνθο οι Άγιοι Τεσσαράκοντα λέγονται Σαράντες. Ο Γιάννης Τσακασιάνος γράφει στο «Ζακυθινό - Σπουργίτη» του: «… μουρλο – Σαράντη, Αγγελική, βατσέλια με “βοήθειά σου”…». [48]
   Σπηλιώτης: Το πιο συνηθισμένο είναι το Σπήλιος. Πιθανόν να προέρχεται από τάμα στην Μονή της Σπηλιώτισσας[49] στις Ορθονιές ή στην εκκλησία της Σπηλούλας[50] στον Καλιπάδο, κατά το Σκοπιώτης, της Παναγίας του Σκοπού.  
   Χριστόφαλος: Δεν είναι η μοναδική φορά που συναντάμε το όνομα. Ο Λεωνίδας Χ. Ζώης στο «Λεξικόν» του μας το διασώζει και στις οικογένειες: Καπνίση (υπάρχουν τρεις (3) με αυτό το όνομα)[51], Αντιόχου[52], Δακουρού[53] και Καρούσου[54] (ο ομώνυμος γενάρχης της οικογένειας, που πρώτος εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, προερχόμενος από την Σικελία, πέθανε το 1502).

ΟΙ «ΑΝΟΡΗΤΕΣ»

   Το δίπτυχο της εκκλησίας της Παναγίας της Αναφωνήτριας του χωριού Σκουλικάδο είναι, όπως ήδη γνωρίσαμε, κατάλογος των ενοριτών και των αδελφών του ναού. Χαρακτηριστικό είναι πως ο ανώνυμος κατασκευαστής του χρησιμοποιεί γι’ αυτήν την καταγραφή την λέξη «ανορήτες», όπως αυτή λέγεται στην τοπική διάλεκτο.
   Το φαινόμενο της μετατροπής του αρχικού «ε» σε «α» είναι συχνό στην ζακυνθινή ντοπιολαλιά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα: εμπόδιο = αμπόδιο και το ρήμα αμποδάω, εργάτης = αργάτης, εσκόλασα = ασκόλασα, εμπροστά = αμπροστά. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε και την τοπική ονομασία του κλασσικού έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου «Ερωτόκριτος», το οποίο κατά παράδοση παίζεται, σαν ομιλία, στο χωριό Σκουλικάδο και από τον λαό μας ονομάζεται «Αρετόκριτος». Για του λόγου το αληθές μεταφέρουμε μια μαρτυρία από τον κάτοικο της περιοχής Σταύρο Κεφαλληνό, ο οποίος το 1977 ήταν 60 χρόνων, όπως ακριβώς την κατάγραψε ο καθηγητής φυσικής αγωγής Νίκος Καφαλληνός και την παρουσίασε στο δεκαήμερο Αναγεννησιακού Λαϊκού θεάτρου, που έγινε στη Ζάκυνθο τον Δεκέμβριο του 2000: «… Έπαιζα λοιπόν τότε το ρόλο του νοσοκόμου, δηλαδή όταν στην μονομαχία του Αρετόκριτου με το βασιλιά της Βλαχιάς, Βλαντίστρατο, τραυματίζεται ο Αρετόκριτος, τότε πηγαίνουμε εμείς με θερμόμετρα, σύριγγες και φάρμακα και τον εκάνουμε καλά»[55].

ΓΝΩΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΠΤΥΧΟΥ

   Τα πρόσωπα τα οποία περιέχονται στο δίπτυχο είναι στην πλειοψηφία τους άγνωστα. Για το λόγο αυτό είναι επικίνδυνο να προσπαθήσουμε την αναζήτηση της ταυτότητάς τους. Ο χρόνος, ο οποίος έχει περάσει από τότε δεν βοηθά καθόλου σε κάτι τέτοιο. Εξ’ άλλου οι «ανορήτες και αδελφοί» της τολέλας μας δεν είναι επώνυμοι, όπως συμβαίνει σε άλλες, των εκκλησιών της πόλης της Ζακύνθου και γι’ αυτό το λόγο η λήθη δεν επιτρέπει την αναγνώρισή τους.
   Εξαίρεση αποτελούν, μόνο, ελάχιστοι από τους ιερωμένους, μια και γι’ αυτούς βρήκαμε λίγα στοιχεία, είτε από τις χειροτονίες τους, είτε από σημειώσεις, τις οποίες οι ίδιοι έγραψαν σε διάφορα λειτουργικά βιβλία του ναού τους. Τις παραθέτουμε, πιστεύοντας πως προσθέτουμε κάποια επιπλέον στοιχεία στην τοπική ιστορία του νησιού.
   ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ: Πρόκειται για ιερωμένο, ο οποίος είναι τελευταίος γραμμένος στην πρώτη γραφή της πρώτης στήλης του διπτύχου. Ένα από τα ελάχιστα  στοιχείο, όπου γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι η ημερομηνία του θανάτου του. Συγκεκριμένα σε μηναίο του Νοεμβρίου, το οποίο σώθηκε από την καταστροφή του 1953 και σήμερα φυλάσσεται στο ναό, αναγράφεται: «1828 Απέθανε ο π[απ]α νικόλαος ο κεφαλινός τάς 27 οκτωβρίου». Επίσης από κείμενο του ιστορικού Σπυρίδωνος δε Βιάζη, αναφερόμενο στον εκ Σκουλικάδου ζωγράφο, αγιογράφο και χρυσωτή Παναγιώτη Πλαίσα, τον Πρεσβύτερο, μαθαίνουμε ότι ήταν και δημοδιδάσκαλος. Ο ακούραστος ιστορικός γράφει συγκεκριμένα: «… Εξ απαλών ονύχων είχε δείξει [ο Παναγιώτης Πλαίσας] έφεσιν ουχί μικράν προς τα γράμματα και ευαρεστείτο πολύ να παρευρίσκεται εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας. Αλλ’ ο πατήρ του, εν τη απλότητι αυτού εθεώρει γελοίας τας επιθυμίας του μικρού τέκνου, συνεπώς δεν τω  επέτρεπε να λάβη μαθήματα από τους ιερείς Παναγιώτην Κεφαλλινόν και Νικόλαον Κεφαλλινόν, οίτινες εξετέλουν κατά τους χρόνους εκείνους, τα των δημοδιδασκάλων καθήκοντα …»[56].
   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ: Ο ιερωμένος αυτός είναι ο πρώτος, ο οποίος σημειώνεται με την δεύτερη γραφή στην πρώτη στήλη του διπτύχου. Είναι ο διάδοχος στην εφημερία του ναού του προηγούμενου και, όπως προκύπτει από το δημοσίευμα του Δε Βιάζη, ήταν και αυτός δημοδιδάσκαλος. Γι’ αυτόν υπάρχουν δύο σημειώσεις - μαρτυρίες στα σωζόμενα βιβλία της εκκλησίας. Η πρώτη αφορά την χειροτονία του σαν διακόνου. Συγκεκριμένα γράφεται σε μηναίο του Μαϊου: «1785  μα[…] 30 εχιροτονιθι ο παναγιοτις κεφαλινός διακος εις χ[ωρί]ο βιλιμα». Η άλλη είναι γραμμένη από τον ίδιο σε μηναίο του Ιουνίου: «… 1785 δεκεμβριου 17 εχιροτονίθικα εγο ο κατοθεν Υπογεγραμένος εις τήν καφαλινία εις τον ναον του εβαγγελισμου εις τον […] Παναγιότις ιερομόναχος ο κεφαλινος  Υπό αρχιερεος Ηοανίκιου ανίνου»[57].
   Σύμφωνα με κατάλογο «των ιερέων όλων των χωρίων και πεδιάδων ταύτης της νήσου των εχόντων νόμιμον δικαίωμα ψηφοφορίας εις την μέλουσαν εκλογήν του Αρχιερέως»[58], ο οποίος εκδόθηκε «εκ του Ιερογραμματείου τη 10 Αυγούστου 1833 έ. π.» και υπογράφεται από τον Αρχιγραμματέα της Καγκελαρίας Στυλιανό Χαλκοματά, την χρονιά αυτή είναι εφημέριος στο Σκουλικάδο.[59]
   Ο Ιερομόναχος  Παναγιώτης Κεφαλληνός κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στα αιματηρά γεγονότα της σύγκρουσης στον Γυψόλιθο, το Φθινόπωρο του 1821, αλλά απέφυγε την αγχόνη μετά από μεσολάβηση του τότε Πρωτοπαπά και μετέπειτα πρώτου Μητροπολίτη Ζακύνθου Γαρζώνη[60]
   ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ: Στο δίπτυχο είναι γραμμένος μετά από τον Παναγιώτη. Από στοιχεία του κώδικα του μητροπολίτη Διονυσίου Δελάζαρη, τα οποία δημοσίευσε ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας γνωρίζουμε γι’ αυτόν τα εξής: Το κοσμικό του όνομα ήταν Σταματέλος Κεφαλληνός. Χειροτονήθηκε υποδιάκονος και διάκονος από τον παραπάνω δεύτερο Δεσπότη της Ζακύνθου στις 6 Δεκεμβρίου 1834, στον πανηγυρίζοντα Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων[61]. Στον ίδιο ναό και από τον ίδιο Μητροπολίτη χειροτονήθηκε ιερέας στις 7 Ιανουαρίου 1835[62].
   Από κατάλογο ιερέων του νησιού, ο οποίος «εξήχθη εκ του Ιερογραμματείου τη 7 Μαρτίου 1838. Ε.Π.» και υπογράφεται από τον Νικογεώργιο Κοκκίνη[63], Τοποτηρητή Ζακύνθου και τον Σ. Ι. Χαλκοματά, Αρχιγραμματέα Καγκελαρίας, μαθαίνουμε ότι το όνομα του πατέρα του ήταν Μαράκης. Την χρονιά εκείνη είναι εφημέριος στο Σκουλικάδο.[64]
   Η ημερομηνία του θανάτου του γίνεται γνωστή από δύο πηγές. Συγκεκριμένα σε μηναίο του Οκτωβρίου της εκκλησίας της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου σημειώνεται «1846 Οκτωβρίου 3. Απέθανεν ο Ιερωμόναχος και Σευάσμιος Σεραφίμ Κεφαλινός». Επίσης σε άλλο του μηνός Νοεμβρίου επαναλαμβάνεται η είδηση: «1846 Οκτωβρίου 3 Απέθανε ο ιερομώναχος Σεραφίμ Κεφαλινός».
   ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ: Το όνομά του είναι γραμμένο πρώτο στην Τρίτη γραφή του διπτύχου. Από στοιχεία του κώδικα του Μητροπολίτη Διονυσίου Λάτα, το οποία και αυτά δημοσίευσε ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, σε άλλη εργασία του, μαθαίνουμε πως αυτός είχε το επώνυμο Πλέσσας[65] και χειροτονήθηκε αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος από τον παραπάνω Ιεράρχη στις 13 Δεκεμβρίου  1887, στον ναό της Αρχιεπισκοπής[66] και πρεσβύτερος στις 17 Ιουλίου 1888, στον εορτάζοντα ναό της Αγίας Μαρίνας[67] του Φαγιά[68].
   ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ: Το όνομά του είναι γραμμένο στο δίπτυχο μετά τον προηγούμενο. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε γι’ αυτόν είναι μια ιδιόχειρή του σημείωση σε βιβλίο της εκκλησίας, που περιέχει την ακολουθία του Μεγάλου και του Μικρού Αποδείπνου: «1843 Αντώνιος Κολυβάς ιερεύς εφημέριος του θείου Ναού της Θεοτόκου Αναφωνητρίας κειμένου εν τη Κώμη Σκουλικάδου». Από την γραφή του φαίνεται εγγράμματος.
   ΠΕΤΡΟΣ ΙΕΡΕΑΣ: Ακολουθεί στο δίπτυχο τον προηγούμενο. Από τον κώδικα του Λάτα γνωρίζουμε μόνο πως είχε το επώνυμο Πλαίσας, ήταν κατοικοδημότης Μεσογαίων[69] και ότι στις 12 Ιουνίου του 1884 του απενεμήθηκε το αξίωμα του Πρωτοπρεσβυτέρου[70].
   ΠΕΤΡΟΣ ΙΕΡΕΑΣ: Είναι ο πρώτος με την τρίτη γραφή της πρώτης στήλης του διπτύχου. Από τον παραπάνω κώδικα του Λάτα γνωρίζουμε πως είχε το επώνυμο Ζερμπίσης, ήταν από το Σκουλικάδο και ότι χειροτονήθηκε αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος στην εκκλησία του πολιούχου της Ζακύνθου, Αγίου Διονυσίου στις 19 Δεκεμβρίου 1887[71], μέρα της αποδόσεως της γιορτής του Αγίου («Μπασίματα»). Από τον ίδιο Ιεράρχη χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 18 Ιουλίου 1888, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Λοιμοκαθαρτηρίου[72] του νησιού[73].

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΠΤΥΧΟΥ

   Για την χρονολόγηση του διπτύχου πολύτιμη είναι οι σημείωσεις του: «ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΝΑΚΕΝΙΣΤΩΝ», καθώς και η «ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΣΥΝΒΟΗΘΩΝ ΤΩΝ ΑΦΙΕΡΟΣΑΝΤΩΝ». Από αυτές οδηγούμεθα στο συμπέρασμα πως η τολέλα πρέπει να φτιάχτηκε την περίοδο εκείνη ή έστω λίγα χρόνια αργότερα. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν μας βοηθούν να δούμε πότε αυτή έγινε. Αναζητώντας στοιχεία εντοπίσαμε στο μουράγιο της σημερινής εκκλησίας κάποια σπαράγματα του παλιότερου ναού, ο οποίος γκρεμίστηκε τον Αύγουστο του 1953. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχει[74] μια πέτρα, πιθανόν από υπέρθυρο, η οποία έχει την χρονολογία 1786. Αυτή πρέπει να είναι η χρονιά της ανοικοδόμησης της εκκλησίας της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου.
   Την άποψή μας αυτή την ενισχύει και μία πληροφορία του Ντίνου Κονόμου για τον γειτονικό ναό του Αγίου Ανδρέα στο Λόγγο. Ο χαλκέντερος ιστοριοδίφης μας διασώζει ότι «Η εκκλησία είχε πέσει από σεισμούς και ανακαινίστηκε το 1768»[75], λίγα χρόνια, δηλαδή, πριν την Αναφωνήτρια.  
   Πράγματι έχει προηγηθεί ένας φοβερός σεισμός, ο οποίος επηρέασε ιδιαίτερα την περιοχή. Σε βραχύ χρονικό του συμβολαιογράφου Ευσταθίου Παπαδάτου, το οποίο δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος, διαβάζουμε τα εξής: «1767 Αλωναρίου 11, ημέρα Τετράδη έως ώρες τρεις της ημέρας έκαμε σεισμός μεγάλος και εσειότουνα η γης ένα μερόνυχτο και από το φόβο οι άνθρωποι ετρέχανε στους πνευματικούς και εμεταλαβαίνανε κλαίοντας, μικροί, μεγάλοι και γυναίκες επαίρνανε συγχώρηση ένας τον άλλο, με πρετζεσιόνες[76] πολλές και παράκλησες μέρα νύχτα και εφεύγανε από τα σπίτια, πέφτοντας λίγο λίγο από καθένα, ομοίως και εις τα χωρία Καταστάρι και Σκουλικάδο και στο Νιοχώρι έκαμε τάνο[77] περσότερο, και εκατεβάσανε τη δεύτερη μέρα από το Σκοπό το κόνισμα, τη Δέσποινα Παναγία, με μεγάλη κοφεξιόν[78] και πλήθος πολύ των ανθρώπων, λέγουν έως χιλιάδες είκοσι και ήταν ημέρα Πέφτη»[79]. Σε άλλο χρονικό, ανωνύμου, το οποίο πρωτοδημοσίευσε ο Σπυρίδων δε Βιάζης, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε για το ίδιο θέμα: «1767. 11 Ιουλίου, ημέρα Τετράδη, έως ώρες 12 τζη νυκτός ημέρα πλατεία έγινε ένας σεισμός, ο οποίος λένε πως δεν εγίνηκε μεγαλύτερος ποτέ, μόνον τους παλαιούς καιρούς, αγκαλά και ούλοι μας ελογιάσαμε οπώς μέλλει να καταποντίσουμε, τόσον οπού εχάσαμε όλοι μας τας όψεις μας και εγινήκαμε ωσάν αποθαμένοι από τον φόβον μας και δεν είχαμε πνοή να μιλήσουμε, τόσον οπού από τον φόβο μας μπορώ να ειπώ οπώς αρρώστησε όλο το νησί και αποθάνανε πολλές γυναίκες και άνδρες και επλάκωσε έναν άνθρωπον εις το Σκουλικάδο, Λάζενης η γενιά του, και επέσανε πολλά σπίτια εις αυτό το χωρίο, και ούλα τα σπίτια της χώρας τα εντεσφάρισε[80] και πολλά σπίτια επέσανε, και καμπαναρεία πολλά εντεσφαριστήκανε…»[81].
   Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανόν, μετά από έναν τέτοιο φοβερό σεισμό, ο οποίος χτύπησε και το χωριό, να γκρεμίστηκε η εκκλησία της Αναφωνήτριας και λίγο μετά να ανακαινίστηκε.
   Για την χρονολόγηση του διπτύχου σε αυτήν την χρονική περίοδο, το 1786 ή λίγο μετά, βοηθά και το ότι το όνομα του ιερομονάχου Νικολάου, ο οποίος πέθανε το 1828, υπάρχει τελευταίο στην πρώτη γραφή, καθώς και το ότι αυτό του ιερομονάχου Παναγιώτη, ο οποίος χειροτονήθηκε στις 30 Μαρτίου ή Μαΐου 1785 διάκονος και στις 17 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ιερέας, άρα όταν πρωτογράφτηκε το δίπτυχο δεν είχε ακόμα ιερωθεί, υπάρχει πρώτο στην δεύτερη γραφή, η οποία είναι συμπληρωματική και μεταγενέστερη της πρώτης.
   Δεν πρέπει, επίσης, να είναι τυχαίο που την περίοδο εκείνη η εικόνα της Παναγίας της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου είχε αρχίσει να αποκτά ιδιαίτερη φήμη. Χαρακτηριστικές γι’ αυτό είναι δύο μαρτυρίες. Την πρώτη την διέσωσε ο Λεωνίδας Ζώης και την δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος. Προέρχεται από τα ληξιαρχικά βιβλία του ναού της Αγίας Μαρίνας του Φαγιά και αναφέρει τα εξής: «1794  9 Απρίλη, Λαμπρή, την Νιά Τρίτη επρετζενίο[82] οι Σκουλικαδιώτες και οι Φαγιώτες με τα δύο κονίσματα Παναγία και Αγία Μαρίνα και επήγαμε στη Ρίζα στα χωρία έως την Παλιοχώρα και επατίραμε[83] από ανομπρία και εδεηθήκαμε του Αγίου Θεού και μας έδωσε νεράκι αρκετό, οπού επέρασε όλη η Μεγάλη Σαρακοστή οπού δεν είδαμε νερό εις την γη»[84]. Η δεύτερη προέρχεται και αυτή από τον συγγραφέα του «Λεξικού» και δημοσιεύεται από τον Κονόμο και πάλι. Μας πληροφορεί πως  τον Αύγουστο του 1821 η εικόνα μεταφέρθηκε στην πόλη, τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Βασιλείου του Κάτω, κατασκευάσθηκε γι’ αυτήν καθέδρα και λιτανεύτηκε στην πόλη[85].
   Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε πως λίγα χρόνια αργότερα, το 1828, η ευλάβεια για την εικόνα της Αναφωνήτριας[86] του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Βίου, ο οποίος έμενε στην περιοχή, τον οδήγησε στην απόφαση να παραγγείλει στον ζωγράφο Νικόλαο Βισκόντη την ιστόρηση ενός μακρόστενου πίνακα με την λιτανεία της. Η σύνθεση σώζεται στην σημερινή εκκλησία και βρίσκεται στο στηθαίο του γυναικωνίτη της. Έχει την εξής επιγραφή: «Η παρούσα προτζισιόν έγινε ιδίας εξοδίας / Κυρίου δοτόρου Ιωάννου Βίου Κορφιάτη χάριν / ευλαβείας της αγίας Θεοτόκου εις Σκουλικάδον / 1828 Αυγούστου 23»[87].

   Συμπερασματικά πρέπει να επισημάνουμε πως το δίπτυχο της εκκλησίας της Αναφωνήτριας στο χωριό Σκουλικάδο μας παρέχει πληροφορίες για την ιστορία της περιοχής, τις οικογένειες που την κατοικούν, την εκκλησιαστική ιστορία της Ζακύνθου, αλλά και την γενικότερη πορεία του νησιού στο χρόνο. Είναι σημαντικό ότι ξέφυγε από τόσες καταστροφές και σήμερα σώζεται, σαν κειμήλιο, στο ναό. Μετά την καταστροφή, μάλιστα, του πολύτιμου αρχείου της Ζακύνθου, τον Αύγουστο  του 1953, αυτό αποτελεί, όπως και όλα τα άλλα, μια πολύτιμη πηγή και μαρτυρία.
   Ας είναι η εργασία μας αυτή ένα μνημόσυνο όλων των αναγραμμένων σ’ αυτό ενοριτών και αδελφών. Όλοι τους, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, είχαν συντελέσει σε κάτι σπουδαίο. Και η προσφορά του Σκουλικάδου στον ζακυνθινό πολιτισμό δεν έχει ακόμα ερευνηθεί όπως πρέπει.
   Μακάρι εμείς να προσθέσαμε έστω μια μικρή ψηφίδα γι’ αυτό.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] Για την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου του Κάτου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 28.
[2] Για την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου βλ. Ό. π., σ. σ. 80 – 81.
[3] Ενδεικτικά σημειώνουμε πως στο δίπτυχο του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών (Βλ. Διονύσης Φλεμοτόμος, Το δίπτυχο του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών (Σπάραγμα των σεισμών του 1953), Επτανησιακά Φύλλα, τόμος ΚΓ΄, 3 – 4, σ. σ. 533 – 566) παρέχονται δύο αθησαύριστα δεδομένα γύρω από την οικογένεια του θεατρικού συγγραφέα Σαβόγια Ρούσμελη. Συγκεκριμένα στον κατάλογο των αδελφών συμπεριλαμβάνονται και τα ονόματα των δύο παππούδων του. (Βλ. Ελένη Δ. Γουλή, Με αφορμή την περίπτωση του Σαβόγια Ρούσμελη, ασυνέχειες, χάσματα και προοπτικές για την ανασύσταση της θεατρικής ζωής της Ζακύνθου, Πόρφυρας, τεύχος 114, Ιανουάριος – Μάρτιος 2005, σ. σ. 647 – 649).
[4] Για την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 87.
[5] Βλ. Διονύσης Φλεμοτόμος, Το Δίπτυχο της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων, Επτανησιακά Φύλλα, ΚΘ΄, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2009, σ. σ. 69 – 98.
[6] Για τον Άγιο Γεώργιο των Καλογραιών βλ. Ό.. π., σ. 38.
[7] Για το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος βλ. Ό. π., σ. 140.
[8] Στον κώδικα του Αγίου Βασιλείου του Απάνου διαβάζουμε την εξής χαρακτηριστική παραγγελία των επιτρόπων: «1738 οχτοβ[ρι]ου 3 … τολέλες τρις πρότη Δεύτερη και Τρίτη χρισομένι στι μπάντα η μεγαλίτερη με ασφαλιστίρια και ένα ταβλή από απιδιά με ένα πεντοστάλι κάτοθεν το έφτισε ο μ[ισέ]ρ θεόφιλος κούτζις …». (Βλ. Μίλτος Καρκαζής – Διονύσης Λυκογιάννης, Μελέτες Ζακυνθινής τέχνης, Εταιρεία Αρχειακών Μελετών και Εκδόσεων, Αθήνα 2002, σ. 76).
[9] Από σημειώσεις του Λεωνίδα Ζώη, που δημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος, πληροφορούμεθα πως ο ιερομόναχος – αγιογράφος Παΐσιος Βούτος έλαβε στις 4 Φεβρουαρίου 1826 οπό τον ηγούμενο της Παναγίας της Σοπιώτισσας δύο τάλληρα, για μία τολέλα, που είχε ζωγραφίσει (Βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες … , σ. 146).
[10] Ενδεικτικά σημειώνουμε αφιέρωση λειψάνου του Αγίου Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης, του ετεροθαλή αδελφού του Διονυσίου Σολωμού, Ροβέρτου, στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου του Απάνου, η οποία αναφέρεται στον κώδικά της: «…και να ψαλή ένα τρισάγιον δια τους κεκιμημένους τις αυτίς φαμελιάς γράφοντας τα ονόματα τον τεθνιμένον ις τιν τολέλα τις αγίας προθέσεος δια το εόνιον μνιμόσινόν τους ις ταις θίες Μισταγογίες…». (Βλ. Μίλτος Καρκαζής – Διονύσης Λυκογιάννης, Μελέτες…, σ. 118).
[11] Αντίγραφο, αντίτυπο.
[12] Οιναποθήκη.
[13] Περιοχή, συνοικία.
[14] Για την εκκλησία των Αγίων Σαράντων, η οποία χτίστηκε μετά από θαυματουργική διάσωση των Αγίων, από επιδημία πανούκλας, βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, 141 – 142.
[15] Ευχαριστούμε και από αυτήν τη θέση τους Δανάη Μυλωνάκη και Γιώργο Μυλωνάκη, για την παραχώρηση του αντιγράφου από το αρχείο τους.
[16] Ευχαριστούμε και από αυτήν τη θέση τον φίλο δικηγόρο και λόγιο Ιωάννη Στ. Παπαδάτο, για την πολύτιμη βοήθειά του. Για τους ίδιους λόγους ευχαριστούμε και την φίλη Αντριάνα Βαρβαρίγου.
[17] Giuseppe Boerio, Dizionario del Dialetto Veneziano, Venezia 1856, σ. 754.
[18] Για την εκκλησία της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 20.
[19] Ευχαριστούμε και από αυτήν τη θέση τον εφημέριο του ναού π. Νικόλαο Κονίδη για την πολύτιμη βοήθειά του και την όλη του συμπαράσταση.
[20] Βλ. Μαριάννα Κολυβά – Καραλέκα, Κατάλογος Ιστορικού Αρχείου Ζακύνθου – Α, Μνήμων, τόμος 10, Αθήνα 1982, σ. 66.
[21] Για τον Άγιο Βασίλειο τον Απάνου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. σ. 28 – 29.
[22] Βλ. Μίλτος Καρκαζής – Διονύσης Λυκογιάννης, Μελέτες…, σ. 77.
[23] Βλ. Μ. Μπορμπουδάκης, Παναγία Οδηγήτρια, στην έκδοση: Εικόνες της Κρητικής τέχνης (Από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), Εισαγωγή Μανώλης Χατζηδάκης, Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειον  1993, Σ. 504.
[24] Για την Μονή της Αναφωνήτριας βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. σ. 17 – 20.
[25] Βλ. Γιάννης Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006, σ. σ. 603 και 605.
[26] Βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978), τόμος πέμπτος, τέχνης οδύσσεια, τεύχος Α΄, θρησκευτική τέχνη, ζωγραφική, Αθήνα 1988, σ. σ. 81 – 82.
[27] Για την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 21.
[28] Ό. π.
[29] Βλ. Κεφαλλονιά, ένα μεγάλο μουσείο, τόμος 2, Επαρχία Πάλλης, γενική εποπτεία Γεώργ. Ν. Μοσχόπουλος, φωτογραφίες: Αρχείο Μαρίνου Κοσμετάτου, Αργοστόλι 1994, σ. 55.
[30] Ό. π., σ. 169.
[31] Για το εκκλησιαστικό καθεστώς των ναών της Επτανήσου βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978), τόμος τέταρτος, Εκκλησιαστικά, Αθήνα 1978, σ. σ. 142 – 146.
[32] Ό. π., σ. σ. 116 – 117.
[33] Ό. π., σ. 116.
[34] Για την εκκλησία του Αγίου Γερασίμου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 32.
[35] Ψηφίσουμε, εκλέξουμε.
[36] Στο ναι.
[37] Στο όχι.
[38] Προνόμιο.
[39] Κουτί.
[40] Ψηφίστηκε.
[41] Επιτρόπους.
[42] Πάνω από αυτήν την ένδειξη υπάρχει γραμμένο, με μελάνι και πολύ μεταγενέστερα: «Νικολάου ιερέως».
[43] Η λέξη τονίζεται στη λήγουσα και διαβάζεται: «επιτροπή».
[44] Στο πίσω μέρος του διπτύχου, μεταγενέστερα είναι γραμμένα σε δύο στήλες και άλλα ονόματα. Αυτά της πρώτης στήλης είναι πιθανόν να είναι τα ίδια με αυτά τα τελευταία της τρίτης του διπτύχου: Πρώτη στήλη: τζόγια, τζόγια, παναγιώτι, μετθέου, στεφάνου, ιωάννη, γιοργίου, σταμάτας, Δημητρούλας. Δεύτερη στήλη: Τεθενοτο (sic) ζαφιρούλα, διονυσίου, μαρίας, παύλου, αντρέα, μαρινας, Πορφυρίου, Διονυσίου. Όλα είναι γραμμένα πρόχειρα και από το ίδιο ανορθόγραφο χέρι, πιθανόν κάποιου από τους εφημερίους του ναού. Μόνο το όνομα του Πορφυρίου είναι γραμμένο με άλλη, ορθογραφικά σωστή και πλέον καλλιτεχνική γραφή, η οποία μοιάζει με την δεύτερη γραφή του κεντρικού τμήματος του διπτύχου. Ας επισημάνουμε πως το βαπτιστικό όνομα Πορφύριος συνηθίζεται στην οικογένεια Κονίδη, αυτήν του γνωστού συγγραφέα, το οποίο και ο ίδιος είχε. Μπορούμε να υποθέσουμε πως το όνομα έχει γραφεί από τον ιερομόναχο και μέλος της οικογένειας Ευστάθιο Κονίδη ή με την φροντίδα του. Μας προξενεί εντύπωση που στο δίπτυχο δεν είναι γραμμένο το όνομά του, παρ’ ότι είχε χρηματίσει εφημέριος της εκκλησίας και παρ’ ότι στη δεύτερη και Τρίτη γραφή της πρώτης στήλης σημειώνουνται μεταγενέστεροι εφημέριοι του ναού. Ο Κ. Πορφύρης γράφει γι’ αυτόν: «… Ο πατέρας κρατούσε από παπαδόσογο: ένας αδρεφός του νόνου μου, ο Σπύρος, καλογέρεψε στο Άγιο όρος. Ο παπα – Στάθης, άλλος αδρεφός, ιερομόναχος και αυτός, λειτουργούσε στην εκκλησία της Παναγίας του Σκουλικάδου κι έκανε και τον δάσκαλο. Ακόμα στα χρόνια τα δικά μου, το χωριό έχει να κάνει με τη Χριστιανοσύνη και τις αρετές της. Μα όπως φαίνεται αυτή η χριστιανοσύνη κι αυτές οι αρετές δεν κρύβανε κάποια ειρωνική, περιπαιχτική διάθεση: μια φορά, λέει, ενώ λειτουργούσε στην εκκλησία, μερικοί χωριάτες παίζανε χαρτιά στο διπλανό μαγαζί. Ο παπα – Στάθης βγήκε έξω από την εκκλησία με το λιβανιστήρι, προχώρησε στην πόρτα του μαγαζιού, στάθηκε αμίλητος μπροστά στους χαρτοπαίχτες κι άρχισε να τους θυμιατίζει: σηκώθηκαν ένας ένας τους ντροπιασμένοι και μπήκανε στην εκκλησία […] Ο παπα – Στάθης κατοικούσε στο “Μετζάο” ένα μακρύ ισόγειο δωμάτιο, νοτιοανατολικό, με ταβάνι και σανιδένιο πάτωμα, με δυο παραθύρια και δυο τοιχάρμαρα, το μεγάλο το χρησιμοποιούνε για βιβλιοθήκη: είχε πολλά βιβλία ομορφοδεμένα, εκκλησιαστικά και άλλα, παλιές εκδόσεις. Θυμάμαι ένα λεξικό Ενδόξων Ανδρών του Καραβία και μια Χρηστομάθεια του Φαρμακίδη…»(Κ. Πορφύρης, Ενθυμήματα, όσα έζησα, όσα είδα, όσα άκουσα, Περίπλους, [2000], σ. σ. 19 – 20).
   Για τον χρονικό προσδιορισμό της εφημερίας του Ευσταθίου Κονίδη στην Αναφωνήτρια του Σκουλικάδου παραθέτουμε δύο σημαντικές πληροφορίες από τον κώδικα του Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα. Η πρώτη μας γνωρίζει πως πήρε τον βαθμό του Υπομνηματοργάφου στις 26 Ιουνίου 1885. (Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιάτη Καποδίστρια, Σύμμικτα για τον Αρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα, Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Κ΄, 3, Φθινόπωρο – Χειμώνας 1999, σ. 224). Η δεύτερη μας γνωρίζει πως στις 29 Νοεμβρίου 1885 του ανατέθηκε η πνευματική πατρότητα. (Ό. π., σ. 225).
   Για τον Πορφύρη, που υποθέτουμε πως το όνομά του είναι γραμμένο στην πίσω πλευρά του διπτύχου, ο Κ. Πορφύρης γράφει: «… Άλλος αδρεφός του νόνου μου ήταν ο Πορφύρης (Προφύρης ή Προσφύρης, όπως τον λέγανε) αυτό το όνομα πήρα κι εγώ, ήταν, να πούμε, οικογενειακό μας και για τούτο το παράνομα “Προφυραίοι”…» (Κ. Πορφύρης, Ενθυμήματα….,  σ. σ. 21 – 22).
  
[45] Μάλλον πρόκειται για οικογένεια Δεσύλλα. Στο χωριό υπήρχε τοπωνύμιο με το όνομα «στου Δεσύλλα το Νερόμυλο». (Βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978), τόμος δεύτερος, Ύπαιθρος Χώρα, Αθήνα 1979, σ. 177).
[46] Ο Άγιος Θεόφιλος ο Ζακύνθιος μαρτύρησε στη Χίο το 1635.
[47] Τζόγια = Χαρά.
[48] Γιάννης Τσακασιάνος, Άπαντα, τόμος Α΄, Αθήναι 1926, σ. 202.
[49] Για τη Μονή της Σπηλιώτισσας βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 146 – 148.
[50] Για την εκκλησία της Σπηλούλας βλ. Ό. π., σ. 148.
[51] Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, τόμος Α΄, ιστορικόν – βιογραφικόν, Αθήναι, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1963, σ. 269.
[52] Ό. π., σ. 53
[53] Ό. π., σ. 143.
[54] Ό. π., σ. 277.
[55] Βλ. Δεκαήμερο Αναγεννησιακού Λαϊκού Θεάτρου, έκδοση Δημοτικής Επιχείρηση Πολιτιστικής ανάπτυξης Ζακύνθου (Δ.Ε.Π.Α.Ζ.), Θέατρο τση Ζάκυθος, Astragali Teatro di Lecce, INTEREG II GreciaItalia, Ζάκυνθος [χ.χ.], σ. 57.
[56] Βλ. Σπυρίδωνος Δε Βιάζη, Έλληνες καλλιτέχνες, Παναγιώτης Πλαίσας Νίκας, Παλιγγενεσία, έτος ΛΔ΄, αριθ. 10073, 1896.
[57] Ο Ιωαννίκιος Άνινος, Κεφαλονίτης, ήταν Μητροπολίτης Κεφαλληνίας και Ζακύνθου (21 Οκτωβρίου 1783 – 15 Απριλίου 1817).
[58] Πρόκειται για την εκλογή του Διονυσίου Δελάζαρη. Ο μητροπολίτης Γαβριήλ Γαρζώνης πέθανε στις 28 Ιουνίου 1827 έ. π. Από τότε ο μητροπολιτικός θρόνος του νησιού χήρευε, έως τις 7 / 19 Σεπτεμβρίου 1833, οπότε, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο της 31 Μαΐου 1833 ν. έ. περί εκλογής αρχιερέων, εκλέχτηκε από τον κλήρο του νησιού ο ζακυνθινός πρώην αρχιεπίσκοπος Εδέσσης Διονύσιος Δελάζαρης
[59] Βλ. Ντίνου Κονόμου, Εκλογή Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου (1833), ανέκδοτα κείμενα, Επτανησιακά Φύλλα, σ. 67.
[60] Βλ. Ντίνου Κονόμου, Το ζακυνθινό ράσο στην εθνεγερσία, έκδοση ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Αθήνα 1971, σ. σ. 68 – 69.
[61] Για τον Μητροπολιτικό ναό της Ζακύνθου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. σ. 93 – 94.
[62] Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Καποδίστριας, Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Δελάζαρης (1833 – 1838) και ο κώδικας της αρχιερατείας του, Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Κ΄, 6 – 7, Ζάκυνθος, Φθινόπωρο 2000, σ. σ. 637 – 638.
[63] Ο Διονύσιος Δελάζαρης πέθανε στις 24 Ιανουαρίου – 5 Φεβρουαρίου 1838. Η εκλογή του Νικολάου Κοκκίνη έγινε στις 19 Μαρτίου – 1 Απριλίου 1838. Ως τότε είχε χρηματίσει Τοποτηρητής.
[64] Βλ. Ντίνου Κονόμου, Ο κλήρος της Ζακύνθου επί Αγγλοκρατίας, δύο ανέκδοτοι κατάλογοι (1834, 1838), Επτανησιακά Φύλλα, τόμος ΣΤ΄, Αθήνα 1968, σ. 84.
[65] Για την διπλή γραφή του επώνυμου ο Λεωνίδας Χ. Ζώης γράφει: «Πλαίσα και Πλέσσα, -άγνωστον διατί ο Αρχιεπ[ίσκοπος] Δ[ιονύσιος] Πλ[αίσας] επροτίμησε την δια του αι γραφήν, αντί της ε, ως απαντά συχνότατα το επίθετον». (Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν…, σ. 533).
[66] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Σύμμικτα για τον Αρχιεπίσκοπο..., Επτανησιακά Φύλλα, τόμος Κ΄, 3, Φιθνόπωρο – Χειμώνας 1999, σ. 229.
[67] Για την Αγία Μαρίνα του Φαγιά βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. σ. 86 – 87.
[68] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Σύμμικτα…, σ. 230.
[69] Το Σκουλικάδο ήταν πρωτεύουσα του Δήμου Μεσογαίων.
[70] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Σύμμικτα…,.  σ. 218.
[71] Ό. π., σ. 229.
[72] Για το ναό του Αγίου Νικολάου του Λοιμοκαθαρτηρίου βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 197.
[73] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Σύμμικτα…, σ. 230.
[74] Υπάρχουν επίσης ένας Δικέφαλος Αετός και μια πέτρα με ονόματα, τα οποία έχουν φθαρεί με το χρόνο και είναι δυσανάγνωστα.
[75] Βλ. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 21.
[76] Λιτανείες.
[77] Ζημιά.
[78] Κατάνυξη.
[79] Βλ. Ντίνος Κονόμος, Ζακυνθινά χρονικά (1485 – 1953), Αθήνα 1970, σ. 126.
[80] Κατέστρεψε.
[81] Ό. π., σ. σ. 126 – 127.
[82] Λιτάνευσαν.
[83] Υποφέραμε.
[84] Ό. π., σ. 128.
[85] Βλ Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες…, σ. 20.
[86] Και σήμερα η εικόνα της Αναφωνήτριας του Σκουλικάδου θεωρείται μια από τις είκοσι περίπυστες του νησιού (Βλ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου, Εορτολόγιον 2009, σ. 98.
[87] Βλ Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978), τόμος πέμπτος…, σ. 144.
Related Posts with Thumbnails