Όταν
συναντούσα τους μύθους
ήμουνα μόνος.
Η άλφα βήτα των ταξιδιών
και ο έρωτας προσήλυτος
ψάχνει Θεούς
για πλαγιότιτλους θανάτου.
Το γεγονός ότι έχουμε ασχοληθεί στο παρελθόν, με την επίδραση της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας πάνω στην τέχνη, το πώς δηλαδή η ίδια η τέχνη σχετίζεται με την ιστορία, μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε κάτι πιο ευάλωτο και προσωπικό, όπως είναι οι μνήμες για τις υπόγειες συσχετίσεις που αφορούν την τέχνη, τους τόπους και τα πρόσωπα, αυτή τη χειροπιαστή όψη των πραγμάτων. Ουσιαστικά είναι μια υπαινικτική επικοινωνία με την "μυσταγωγική" κοινότητα των περιηγητών.
Αν είναι, λοιπόν, αλήθεια πως στα ταξίδια αναζητούμε με πάθος τις νοσταλγίες μας, η Κυανή Ακτή και οι εξοχές της Νότιας Γαλλίας αποτελούν έναν αληθινό προορισμό.
Αν είναι, λοιπόν, αλήθεια πως στα ταξίδια αναζητούμε με πάθος τις νοσταλγίες μας, η Κυανή Ακτή και οι εξοχές της Νότιας Γαλλίας αποτελούν έναν αληθινό προορισμό.
Σε μια πρώτη προσέγγιση κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος στην προοπτική να βρεθεί σε τόπους που κατατάσσονται ανάμεσα στα δημοφιλέστερα παραθεριστικά κέντρα του κόσμου, με ιστορικό υπόβαθρο και πολιτισμό, να περπατήσει τον παραλιακό δρόμο με τους φοίνικες στην Νίκαια, την περίφημη Promenade des Anglais και να απολαύσει έστω ένα ποτό στο Negresco, το δημοφιλέστερο από τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία που υπάρχουν εκεί και αποπνέουν την χλιδή του 19ου αιώνα. Να δοκιμάσει, ακόμη και σε μια απλή τουριστική εκδοχή, την τύχη του στο καζίνο του Μόντε Κάρλο, έναν περίπατο στην περίφημη Κρουαζέτ της Μελίνας και του Χαντζηδάκι στις Κάννες, να βρεθεί επίσης στο πολύβουο και γραφικό Σεν Τροπέ, είτε στη Μασσαλία, μια Ελληνική αποικία του 7ου π.χ. αιώνα, το παλαιότερο και μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας, γενέτειρα άξιων μαχητών της Γαλλικής επανάστασης, άλλοτε λαϊκή - άλλοτε κοσμοπολίτικη, αλλά πάντα ξεχωριστή, όπως αναφέρεται στους τουριστικούς οδηγούς μας.
Βαν Γκογκ, Αυτοπροσωπογραφία. 1888 |
Ωστόσο, την πραγματική γοητεία ενός τόπου, αν υπάρχει, οφείλουμε να τη λογαριάζουμε από το μέγεθος της προσφοράς του στην κοινωνική εξέλιξη και στην τέχνη, όταν βέβαια αυτές στέκονται άξιες, επαναστατικές και πρωτοπόρες. Είναι η αληθινή ιστορία ενός τόπου, η οποία μας αναστατώνει το νου και φέρνει τις ζωές μας σε μόνιμη τρικυμία.
Συγκίνηση λοιπόν αληθινή στo μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης και στις πινακοθήκες Matisse, και Chagall στη Νίκαια. Μαγεία οι πόλεις καταφυγής καλλιτεχνών, κυρίως ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, στην Προβηγγία μέσα στην κοιλάδα και άλλες πάνω στο Ροδανό ποταμό, Αβινιόν – Αρλ – Εξ - Νιμ. Δακρυσμένα μάτια στο «Ήχος και Φως» και πώς να περιγράψει κανείς την προβολή, μέσα σε ένα καταιγισμό μουσικής και εικόνων, των έργων του Βαν Γκογκ, ενός μεγάλου δασκάλου και προδρόμου του εξπρεσιονισμού. Αυτή η επιτομή της μοναχικής μεγαλοφυΐας, που πούλησε έναν μονάχα πίνακα μέχρι την μέρα της αυτοκτονίας του. Οι εικόνες αυτές, συνεχώς άλλαζαν σε όλες τις τεράστιες λείες επιφάνειες δαπέδων, πλευρών και οροφής, ενός αχανούς υπόγειου λατομείου πωρόλιθου. Ένας κόσμος αποκαλύπτεται και μας απορροφά. Έχει για συντεταγμένες του ζωγραφική - μουσική - ποίηση, το μαγικό τρίγωνο της ψυχής μας, εκεί που κτίζεται η μία τέχνη πάνω στην άλλη.
Πώς υλοποιείται άραγες η αγιότητα της φύσης που αντικρίσαμε εκείνες τις μέρες στα έργα των ζωγράφων, συγγραφέων και μουσικών που δούλεψαν σε τέτοια μέρη; Μήπως δηλαδή αυτά τα τοπία, που «τα καθάρισαν οι βροχές και οι άνεμοι», όπως θα έλεγε ο Ελύτης, αποτέλεσαν από μόνα τους ολοκληρωμένους πίνακες ζωγραφικής, ποιητικές εικόνες και μουσικά μοτίβα, ενταγμένα μέσα στο μέγα κόσμο των ίδιων των έργων τους ή αποτελούν απλά μια οντότητα που, όπως αναφέρεται, τη δανείζονται και την παραμορφώνουν, για να αποδώσουν πιο έντονα τη φλόγα του πάθους τους;
Κρίμα που δεν ζουν πια, για να μας απαντήσουν ο Βαν Γκογκ και ο Γκωγκέν που ζωγράφιζαν στην Αρλ, ο Σεζάν που είχε το ατελιέ του στην Εξ, ούτε και ο Καζαντζάκης που έγραφε στην παραλιακή Αντίμπ.
Το περισσότερο για εμάς, δεν υπάρχει πια ώστε να μας απαντήσει ο Γιάννης Κεφαλληνός, μέλος της οικογένειάς μας, ζωγράφος, χαράκτης, φίλος και προσωπογράφος του Καβάφη, καθώς και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών. Ο χαράκτης περιέφερε και αυτός το ατελιέ του από την Αλεξάνδρεια στο Παρίσι και από εκεί στην κοιλάδα του υπέροχου Λίγηρα ποταμού.
Στην Αλεξάνδρεια, κατέληξε το 1862 ο πατέρας τού χαράκτη Διονύσης, ως έμπορος βαμβακιού, προερχόμενος από τη Σύρο, όπου εργαζόταν μετά τις οικονομικές του σπουδές στην Ιταλία.
Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) |
Ο Διονύσης φυγαδεύτηκε στην Ιταλία από τον ιερέα πατέρα του Νικόλαο Κεφαλληνό, εξαιτίας απίστευτων φονικών και αντεκδικήσεων που συνέβαιναν από το 1825, από τότε που έχουμε διερευνήσει τα διάφορα αρχεία, μέχρι και στις μέρες μας στην οικογένειά μας στο Σκουλικάδο. Γύρω στα 1860 λοιπόν, όπως περιγράφει ο Ε. Χ. Κάσδαγλης στο δίτομο έργο του «Γιάννης ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ ο Χαράκτης», ένας Πλέσσας ανήμερα του Πάσχα σκοτώνει τον Κωνσταντίνο, πρωτότοκο γιο του παπά-Νικόλα, ο οποίος πληροφορείται το φονικό μέσα στο ιερό της εκκλησίας του Σκουλικάδου και ενώ τελεί τη λειτουργία της Ανάστασης. Ο πατέρας καταπνίγει τον πόνο του, βγαίνει στην Ωραία Πύλη, δίνει στο εκκλησίασμα τη φοβερή είδηση, αλλά και την άφεση στο φονιά.
Στη χριστιανική αυτή πράξη δεν τον ωθεί μόνο το σχήμα του και η ημέρα της Λαμπρής αλλά και η έγνοια του για τον δεκαοκτάχρονο δευτερότοκο γιο του Διονύση, πατέρα του χαράκτη, που θέλει να τον απαλλάξει από τις υποχρεώσεις του άγραφου νόμου της αντεκδίκησης. Δυστυχώς, η φρόνιμη αυτή πράξη, προκειμένου να σταματήσει το αίμα που χώριζε τις δύο οικογένειες, δεν στάθηκε ικανή ν` αφοπλίσει το χέρι ενός άλλου μέλους της οικογένειας και πρωτοξάδελφου του θύματος, Αντώνη Κεφαλληνού, ο οποίος μπήκε στη φυλακή και έπνιξε τον φονιά με τα ίδια του τα χέρια.
Φυσικό και επόμενο για την εποχή εκείνη, ο Αντώνης Κεφαλληνός η Κακριμάνος (πατέρας του παππού μου) να ακολουθήσει, όπως και σε όλη την πολυτάραχη ζωή του, τις λογικές της οικογένειας. Σε αυτές ο παλικαρισμός υπήρξε πάντοτε αλληλόχρεος της ιεροσύνης, της τέχνης και της πολιτικής.
Υστέρα περιγράφουν κάποιοι τα φοβερά πάθη που συγκλονίζουν τον Γκωγκέν. Αυτά, λένε, και η αναταραχή του πνεύματός του, μεταπλάθονται σε ήλιους που απειλούν τον ουρανό, σε συσπασμένα ελαιόδεντρα σε κυπαρίσσια που μεταμορφώνονται σε φλόγες απελπισίας. Για τα συσπασμένα ελαιόδεντρα του Σκουλικάδου πότε και ποιος θα μιλήσει άραγε; Φυσικά όλα αυτά σε καμία σχέση με τον Πικάσσο, ο οποίος όντας νέος και επιρρεπής στα μπλεξίματα κουβαλούσε πάνω του το πιστόλι του Ζαρί προκειμένου όμως να πυροβολεί πληκτικούς και όσους τον ρωτούσαν τι εννοεί στα έργα του.
Ο Κώστας Βάρναλης ο οποίος φιλοξενήθηκε από τον χαράκτη το 1923 για πολλούς μήνες, περιγράφει στα απομνημονεύματά του με συγκίνηση: «Το Σολωμό χωρίς μεταφυσική, τους Σκλάβους Πολιορκημένους, τα πρώτα σκίτσα της Απολογίας του Σωκράτη τα έγραψα στη Γαλλία, στο χωριό Σεν-Μαρ της Τουραίνης. Εκεί είχε σπίτι ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαλληνός, ο οποίος με φιλοξενούσε κάθε φορά που οι ιδέες μου με τιμωρούσαν … και με ανάγκαζαν να ζητώ άσυλο κοντά στον εξαιρετικόν αυτόν καλλιτέχνη, φίλο και προπάντων άνθρωπο. Ποτέ μου δεν έζησα πλουσιότερη πνευματική και υλική ζωή ... είχαμε μια πλούσια βιβλιοθήκη από γενικές ιστορίες τέχνης και από ειδικές μονογραφίες. Το χωριό μας ήτανε … δίπλα στην δεξιά όχθη του Λίγηρα, γύρω δάση και αμπέλια, η Τουραίνη, «ο κήπος της Γαλλίας», η πατρίδα του Ραμπελαί και του Καρτέσιου. Διαβάζαμε τους συγγραφείς της και πίναμε τα κρασιά της. Τα βράδια τα περνούσαμε στο ατελιέ διαβάζοντας και δουλεύοντας. Ησυχία και ερημιά παντού. Εγώ δούλευα κυρίως τις πρωινές ώρες, τα βράδια … έσβηνα ό,τι έγραφα το πρωί! Ο Γιάννης σκάλιζε ξύλα με τα εργαλεία του ή σχεδίαζε τα έργα του. Έτσι περνούσε η ζωή μας…».
Τελικά, μήπως η απάντηση στο αρχικό ερώτημα για την υλοποίηση της αγιότητας της φύσης στην τέχνη, βρίσκεται και στα λόγια του τρελού Ολλανδού (Βαν Γκογκ) του μυθιστορήματος «Ο παράδεισος στην άλλη γωνία», του Μάριο Βάργκας Λιόσα: Η τέχνη γίνεται μεγάλη χάρη στην ελευθερία του πνεύματος και του σώματος που κατακτά ο καλλιτέχνης, όταν σέβεται το ένστικτό του, αποδέχεται τη φύση του και τα δαιμόνια που υπάρχουν μέσα του;
Διότι τι άλλο από απελευθέρωση του πνεύματος (της φόρμας στην ουσία, και στα πλαίσια του αστικού συστήματος βεβαίως) ήταν το γεγονός ότι, όσοι θέλησαν να ζήσουν την περιπέτεια μιας άλλης ζωγραφικής:
- εγκατέλειψαν τη συμβατικότητα της ακαδημαϊκής ζωγραφικής* τόσων αιώνων.
- έσπασαν τον κωδικό των σχημάτων, εκφράζοντας το βαθύτερο εγώ των αντικειμένων.
- μετέτρεψαν τις μορφές σε αλλόκοτες γεωμετρίες, όπου αποδίδονται σε περισσότερες από τρεις διαστάσεις.
-έψαξαν τη θεματογραφία τους στην φύση, στο φως και στα χρώματα, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα ως αφετηρία και ποτέ ως σταθμό.
Απελευθέρωση του σώματος ίσως να θεωρούσε και ο Πικάσο το γεγονός ότι, στο ατελιέ του πλησίον της Μονμάρτης στο Παρίσι, το καλοκαίρι φορούσε μόνο ένα φουλάρι στην μέση. Άφηνε επίτηδες, όπως λέγεται, την πόρτα πάντοτε ανοικτή, για να αερίζεται το δωμάτιο και να εισπράττει το θαυμασμό των δεκάδων γυναικών που περνούσαν στο διάδρομο. Ίσως και ο Γκωγκέν να σκεπτόταν το ίδιο, όταν ζωγράφιζε στην Ταϊτή έχοντας για ερωτική συντροφιά του νεαρά κορίτσια με θαυμαστά κορμιά και θαμπό δέρμα.
Ασφαλώς δε θα δακρύσουμε, αν δεν ανακαλύψουμε όλες τις "τακτοποιημένες" αλήθειες οι οποίες αφορούν τη μορφή και τη φόρμα αυτής της υψηλής τέχνης του εξπρεσιονισμού, καλλιτεχνική φορμαλιστική έκφραση μιας ώριμης πλέον αστικής τάξης, η οποία ωστόσο μπορεί να μας προσφέρει αληθινές συγκινήσεις. Εξάλλου δεν ξεχνάμε ότι και η ασάφεια στη διάταξη του χώρου στα έργα του Σεζάν ( η εικόνα που έχει ο θεατής για το έργο αλλάζει ανάλογα με την θέση από την οποία το παρατηρεί) ήταν και για τον ίδιο ένα πλεονέκτημα, αφού αυτά τα έργα αποτέλεσαν τον προθάλαμο και την είσοδο στον εξπρεσιονισμό και τον κυβισμό.
Το ταξίδι στην Νότια Γαλλία, μιας ομάδας Εκπαιδευτικών, έγινε τον Ιούλιο του 2008. Ήταν ένα από τα ταξίδια που ακολούθησαν, όταν έκλεισε ο κύκλος των ταξιδιών της ΕΛΜΕΖ. Άλλωστε, όχι μόνο τα ταξίδια και η φύση αλλά και οι ζωές των ανθρώπων, με κύκλους χαμένων παραδείσων πορεύονται.
Είχαμε λοιπόν, μέσω ΕΛΜΕΖ, την ευκαιρία από το 1996 και για μία δεκαετία, να βρεθούμε συνάδελφοι μαζί σε μια ενότητα ταξιδιών. Εκεί μακριά μπορέσαμε να πλουτίσουμε τις ψυχές μας και ίσως να νιώσουμε, όπως λένε, την παιδική ηλικία των πραγμάτων.
Στο πρώτο ταξίδι μας στη Βιέννη μιλήσαμε για τα όνειρα, ονειρευτήκαμε να ζήσουμε λίγες στιγμές της ανθρωπότητας, όταν αυτή περάσει από την προϊστορία στην ιστορία. Όσες πόλεις μαγικές, παλάτια και καθεδρικούς κι αν φτιάξει ο άνθρωπος δεν αρκούν για να ανασαίνει στην ιστορία, αφού η εργασία αγοράζεται και οι βασιλείς είτε οι αστοί "ελέω Θεού" κυβερνάνε.
Στην επίσκεψη στους θησαυρούς του Αγίου όρους αναφερθήκαμε στα ταξίδια. Αφορμή στάθηκε η τελευταία συνέντευξη της Μούσχουρη. Σιγά που την πιστέψαμε την Νάνα, τότε μια εξηντάρα σε αναζήτηση, πως ήταν δικό της ότι: «δεν βρέθηκε ένας άνδρας να με ταξιδέψει» μια παραλλαγή έκανε, σ’ αυτό που ο Γκάτσος είπε γι’ αυτή: «η Νάνα είναι ένα καράβι που ταξιδεύει».
Αναζητώντας με την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τα βήματα του Σολωμού στην Ιταλία μιλήσαμε για τις αναμνήσεις. Είπαμε πολλά, δώσαμε μια συμβουλή σε όσους αγωνιούσαν για ένα σουβενίρ από κάθε τόπο. Μπορεί ένα διαμάντι ή και ένα εισιτήριο τραίνου να αποτελέσουν ένα καημό ιδιωτικής χρήσης.
Και το ταξίδι στην Ισπανία – Πορτογαλία είχε αφορμές. Το πρόβλημα είναι να συνδέσει κανείς τα κομμάτια του. Τι κοινό έχει ο Πικάσο με τον Λόρκα και τον ωκεανό;
Η ζωγραφική λοιπόν, αν είναι γνήσια, απελευθερώνει τις έννοιες. Μέσα από την αφαίρεση απελευθερώνεται και η ίδια η μοντέρνα ζωγραφική από τον πιο ύπουλο εχθρό της, που είναι το σχήμα.
Αναφέρεται για το Λόρκα ότι δε διαχώριζε τον τρόπο ζωής του από τον τρόπο της τέχνης του, χαιρόταν την ελευθερία του, γι’ αυτό άλλωστε την ξόδεψε τόσο γρήγορα. Αλλά και ο ωκεανός απελευθέρωσε τον άνθρωπο από μια κακοδαιμονία, όπως είναι κάθε απόλυτη πίστη, ότι: «ο κόσμος τελειώνει στη γη που πατάμε». Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που έγινε η επίσκεψή μας στον ωκεανό, στο Cavo da Roca στην Λισαβόνα, το δυτικότερο άκρο της Ευρώπης, χωρίς να το έχουμε από πριν αποκαλύψει. Μια εκδοχή και πρόθεση που δεν ήταν ολότελα αθώα.
Τον επόμενο χρόνο η Σκανδιναβία πρόσφερε σε εμάς το πιο καλοκαιρινό της πρόσωπο. Να ήταν ότι δεν ήξερε πως μας τρελαίνουν χειμωνιάτικες ιστορίες, η ομορφιά της σιωπής και οι κόσμοι που είναι θαμμένοι στο χιόνι; Σίγουρα όχι. Απλά δεν μας άξιζε! Στα φιορδ του Μπέργκεν σταματήσαμε. Ποιανού η ψυχή θα άντεχε να ξεγυμνωθεί τόσο βίαια, όταν θα συναντούσε ακόμη πιο ψηλά τον "ήλιο του μεσονυκτίου" στο Νάρβικ;
Γαλήνιο τοπίο συναντήσαμε στην Αγγλία - Σκωτία. Ταίριαζε με τον ιστορικό συμβιβασμό Φεουδαρχίας – Αστών που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Όμως το Σίτυ και οι Δούκες ορίζουν πάντα το σκληρό πρόσωπο της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας. Η αλήθεια αυτή αφήνει ανεξήγητο το γεγονός πως ακόμη και για εμάς που δεν θέλουμε να έχουμε φτωχή μνήμη και έχουμε την "ξιπασιά" να τρέφουμε ακριβές ελπίδες για τον κόσμο, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να φαντάζει ένας Κόσμος Ολόκληρος.
Αργότερα μετά την επιστροφή μας από ταξίδι στην Μόσχα – Πετρούπολη αφιέρωσα στη συνταξιδιώτισσά μου και φίλη Λένα Γούναρη, τη ζωγράφο που ονειρεύεται στο βυθό των χρωμάτων, παλαιότερες σκέψεις, οι οποίες ταίριαζαν στην περίσταση.
Με τη ζωγράφο Λένα Γούναρη στο θρυλικό θωρηκτό ABPOPA |
«Πήγαμε μακριά.
Στο γυρισμό, κρατούσες σταγόνες βροχής
αναπνοές εύθραυστες
κόκκινα τριαντάφυλλα που πότιζαν
εξαίσιες μελαγχολίες αιώνων.»
--------------------------------------------
* Ωστόσο η Ακαδημαϊκή τέχνη, παρ’ όλο που εντάσσεται σε ένα αισθητικό δόγμα το οποίο ακολουθεί κώδικες κλασικών προτύπων, εάν είναι αληθινή, μπορεί να παραμένει μαγική, όπως και στις αρχαίες φυλές ο ποιητής ήταν ο μάγος της φυλής. Ίσως γι’ αυτό ο Μαρσέλ Προυστ να μονολογούσε: «πως ένας καθεδρικός ναός, το κύμα στην καταιγίδα και το άλμα του χορευτή δεν είναι τόσο ψηλά, όσο πιστεύουμε».
Το γεγονός αυτό επιτρέπει στον εαυτό μας να διατηρεί έστω ένα "λοξό" βλέμμα προς τη γοητεία της κλασικής τέχνης, όταν βεβαίως αυτή η γοητεία, βρίσκει τον τρόπο να δραπετεύει και να γίνεται αξιολάτρευτη.
Το γεγονός αυτό επιτρέπει στον εαυτό μας να διατηρεί έστω ένα "λοξό" βλέμμα προς τη γοητεία της κλασικής τέχνης, όταν βεβαίως αυτή η γοητεία, βρίσκει τον τρόπο να δραπετεύει και να γίνεται αξιολάτρευτη.
Σάντρο Μποτιτσέλι: Παναγία με Βρέφος και Αγγέλους που ψάλλουν, 1477 |
Είμαστε εκεί, τον Ιούλιο του 2009 στην Gemaldegalerie στο Βερολίνο. Μπροστά μας ο πίνακας «Παναγία με Βρέφος και Αγγέλους που ψάλουν», ζωγραφισμένος σε φυσικό μέγεθος το 1477 από το Σάντρο Μποτιτσέλι. Είναι η πρώτη φορά που στην επαφή μας με ένα "αληθινό" έργο τέχνης δεν αισθανόμαστε ανεπαρκείς. Ο χρόνος μισής και πλέον χιλιετίας καμπυλώνεται, γίνεται παρόν, και η όποια θρησκευτικότητα του καλλιτέχνη έχει πλέον υπονομευθεί.
Η απόλυτα δραματική και αισθησιακή ένταση που εκπέμπουν τα πρόσωπα της εικόνας, έρχεται καθολικά στο προσκήνιο, για να μας συγκινήσει, το "ποίημα" έχει ήδη βρει την πληγή του.
Συγχρόνως η φλόγα των υπερβολικά λαξεμένων χρωμάτων, ανασαίνει μέσα από το λόγο του Αριστοφάνη: «Εμπρός ξεκίνα, πες τους γλυκά τους ανάπαιστους».
Η απόλυτα δραματική και αισθησιακή ένταση που εκπέμπουν τα πρόσωπα της εικόνας, έρχεται καθολικά στο προσκήνιο, για να μας συγκινήσει, το "ποίημα" έχει ήδη βρει την πληγή του.
Συγχρόνως η φλόγα των υπερβολικά λαξεμένων χρωμάτων, ανασαίνει μέσα από το λόγο του Αριστοφάνη: «Εμπρός ξεκίνα, πες τους γλυκά τους ανάπαιστους».
Ζάκυνθος, Φλεβάρης 2011