© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ (διήγημα)

Ένα κατακόκκινο φεγγάρι και μια νεφέλη από όπου έρρεαν γκριζόασπρες νιφάδες και μαύρα μικρά ενοχλητικά σωματίδια, δέσποζαν στο νυχτερινό ουρανό. Ο Γιάννης ο δάσκαλος έκανε να τινάζει τους απρόσμενους νυχτερινούς επισκέπτες απ’ το κάτασπρο πουκάμισό του.

«Κοίτα πώς έγινα», μονολόγησε και άρχισε να ανησυχεί για το φαινόμενο. Έψαξε με το μάτι του για κάποια καμινάδα και απογοητευμένος ξανακοίταξε το νυχτερινό ουρανό.

«Το έκανε», είπε και άρχισε να τρέχει παράφορα προς το λόφο του Προφήτη Ηλία. Έπιασε με τα χέρια του το σκοινί και με απόγνωση τράβηξε προς τα κάτω. Η μεγάλη καμπάνα λάλησε γι' αυτόν την κραυγή της βοήθειας. Όλος ο τόπος σείστηκε από το άγγελμα.

«Φωτιά! Φωτιά!», ακούστηκε σε όλη την πόλη που πεταγόταν από το νυχτερινό λήθαργο. Σε λίγο οι πόρτες άνοιγαν και αναμαλλιασμένες φιγούρες μαζεύονταν στην πλατεία. Σαν κύμα που έρχεται και πάει, ο κόσμος αναζητούσε τη ρότα του σε αυτήν την παράλογη κίνηση. Κανείς δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Φωνές γερόντων και κλάματα παιδιών. Μόνοι στο πλήθος και από παντού η γεύση της πίκρας που απομένει στο ανέλπιδο αίσθημα της αδυναμίας. Και τώρα τι; Χωρίς απάντηση πίσω - μπροστά και όλοι να νοιάζονται για το χρόνο που έρχεται χωρίς να μπορούν να τον τρέξουν με χαμόγελα και χαρές. Ο θάνατος που κάνει τη βόλτα του. Λίγο μακριά, πάνω από την κορυφογραμμή, φαινόταν μόνο το θάμπος του. Σαν παράξενη ανατολή και πρόωρη. Δίχως δροσιά και τιτιβίσματα, δίχως τον ήσυχο κρότο από παραθυρόφυλλα που ξετυλίγουν μυστικά και έρωτες που χάνονται στο πρώτο φως. Η πόλη ξυπνούσε στο σκηνικό του τρόμου και καθένας αποζητούσε τον δίπλα του με αγωνία αν είναι εκεί ή πάρθηκε από το δρεπανηφόρο, που βιαστικά έκανε την τρομακτική του παρουσία στο βάθος της εικόνας. Μια πύρινη λάμψη σαν επέλαση βαρβάρων στα σύνορα του ήσυχου χρόνου. Ήταν εκεί. Ο κοιμώμενος δράκος με τη γλώσσα του καταβρόχθιζε κόπους και κάματους. Και όλο ερχόταν προς τα κάτω.

«Σιμώνει», φώναξε ο Γρηγόρης και έπιασε το χέρι της Ελένης που κοίταζε με αγωνία το ερχόμενο.

«Να σώσουμε ότι μπορούμε», ακούστηκε μια φωνή και όλοι έκαναν βήμα μπροστά.

«Πίσω!». Ο δήμαρχος με μάτια κόκκινα από την ξαφνική ευθύνη σταμάτησε το πλήθος που έψαχνε τον τρόπο να ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Όλα πάγωσαν. Μικροί μεγάλοι περίμεναν την επόμενη λέξη.

«Πίσω!». Και η βραχνή φωνή του παλιού πυροσβεστικού ακούστηκε να ανηφορίζει στην κόντρα. Σε λίγο ή πολύ, ανάλογα με το πώς το άγχος μας μετράει αποστάσεις, τρεις πάνοπλοι άντρες καταμεσής της ομήγυρης δήλωναν πως όλα είναι υπό έλεγχο. Το είχαμε ανάγκη. Τα καφενεία άνοιξαν και η τρελή δουλειά θύμιζε ημέρες πανηγύρεως. Όλοι καθήμενοι μα όλοι ανήσυχοι προσπαθούσαν να χωνέψουν τη διαβεβαίωση. Δηλαδή η κατάσβεση είχε αρχίσει. Το τέρας ποτέ δε θα ζύγωνε επικίνδυνα στην πόλη μας. Εκεί έξω, πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, δινόταν μάχη και ήδη την έχανε. Να, κείνες οι φλόγες σημαίνουν το κύκνειο άσμα του και μείς μπορούμε να κάνουμε πως τίποτα δε μας απειλεί. Αύριο κιόλας θα άρχιζε το έργο της αναδάσωσης και σύντομα όλα θα ήταν όπως και πριν. Και ίσως καλύτερα, αφού θα είχαμε ολόκληρη έκταση να εκφράσουμε την αγάπη μας για το βουνό.

«Αριές και οξιές, πλατάνια και καθόλου πεύκα. Είναι σκέτα σπιρτόξυλα», είπε ο Περικλής ο Δασάρχης, που είχε μόλις αφιχθεί. «Αυτά είναι τα λάθη μας. Άκου πεύκα!», συνέχισε. «Ευτυχώς, γλιτώσαμε. Θα δείτε τι όμορφα θα είναι».

Κάποιος τον κοίταξε με φόβο. Μια τη φωτιά, μια τον δασάρχη, κάτι δεν πήγαινε καλά στον τόπο.

«Γυρίστε κατά τη θάλασσα», είπε ο Δήμαρχος και όλες οι καρέκλες στράφηκαν στη δύση. Μα δεν αρκούσε καθόλου. Ακόμη και ο δρόμος του φεγγαριού ήτανε κόκκινος και όλα μαρτυρούσαν πως κάτι δεν ήταν όπως πριν.

«Πλάνη!», ψιθύρισε ο πρώτος πολίτης της πόλης. «Πλάνη και ψέμα. Τίποτα δεν καίγεται στις μέρες μας. Όλα έχουν μελετηθεί άριστα. Δρόμοι για πυρασφάλεια, σκοπιές στα επικίνδυνα μέρη. Στέρνες με νερό σε διάφορα σημεία. Σχέδια επί χάρτου, αντιπυρικές ζώνες, απαγόρευση της γεωργικής χρήσης, αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου για αποτροπή των καταπατήσεων, περιφερειακοί δακτύλιοι, προσδιορισμοί του εθνικού δρυμού. Ξέχασα τίποτα;» φώναξε. Κανείς δεν είχε κάτι να πει.

Πριν κάμποσα χρόνια είχαν ξανανταμώσει με τον ίδιο εφιάλτη. Οι ίδιοι άνθρωποι, στην ίδια πλατεία, μια ίδια νύχτα αποφάσισαν τότε να μην ξανασυμβεί. Πράγματι για αρκετό διάστημα τα καλοκαίρια ήταν απαλλαγμένα από τους εμπρησμούς και τις καταπατήσεις. Το εθνικό σπορ παιζόταν σε άλλες πολιτείες και τούτη η μικρή επικράτεια ήταν όαση. Οι αναδασωτέες δασικές εκτάσεις παρέμειναν βεβαίως αναδασωτέες, αλλά η φύση - εκτός των περιοχών που αποτέλεσαν χορτολιβαδικές επιχειρήσεις για τον Κυριάκο το μεγαλοβοσκό και χρηματοδότη τής νυν δημοτικής αρχής - έκανε τη δουλειά της. Πρασίνισε ξανά και σύντομα θύμιζε το δάσος που είχε καεί. Κάτι και οι εκλογές και ο Κυριάκος, όσο και αν το ήθελε, δεν προχώρησε παραπέρα. Ευτυχώς τα μέρη που πλούτιζε ήταν αντίθετα με την πλαγιά που κατέληγε στο κάστρο και έτσι οι πλημμύρες που ακολούθησαν εκείνο το φθινόπωρο δεν είχαν στόχο τη μικρή πόλη. Το γεγονός έμεινε κακιά ανάμνηση και μόνο κάποιοι επιτήδειοι κατάφεραν να καρπωθούν τη συνέχεια. Έτσι παρά τις μεγαλόστομες ρήσεις και τις βαρύγδουπες αποφάσεις μόνο κάποιες εκατοντάδες στρέμματα έγιναν ιδιοκτησίες και όρθωσαν κτίρια στη θέση των δένδρων.

«Για το καλό της πόλης μας», είπαν οι ιθύνοντες.

«Ας είναι», απάντησαν οι έμποροι.

«Δε βαριέσαι», είπαν οι πολίτες. Και ο Παντελής ο μεγαλοεργολάβος της περιοχής έπιασε δουλειά. Κάθε βδομάδα στο τοπικό δικαστήριο εκδικαζόταν μια υπόθεση με το ίδιο περιεχόμενο αλλά με άλλους πρωταγωνιστές.

«Δικό μου!», έλεγε ο Τάκης, γνωστός απατεώνας της περιοχής.

«Δικό μου!», έλεγε η κυρά Μαρία, φτωχή χήρα και κατήγγειλε επίσημα στις αρχές. Μόνο που ξεχνούσε να πάει στο δικαστήριο τη μέρα που εκδικαζόταν η υπόθεσή της. Ο πρόεδρος κατοχύρωνε έτσι την έκταση στον κύριο Τάκη και αυτός το πουλούσε νόμιμα και με δικαστική απόφαση στον κυρ Παντελή.

Νά σου λοιπόν οι μεζονέτες με πισινούλα στη μέση του πουθενά. Και πάλι και ξανά. Όλοι ασφαλώς κάτι παίρνανε. Η κυρά Μαρία ψίχουλα, ο κύριος Τάκης περισσότερα, η εργατική τάξη δούλευε, οι έμποροι πουλούσαν, η πόλη αναπτυσσόταν, ο δήμαρχος εκλεγόταν, όλοι χαρούμενοι. Διακόσιες βιλίτσες επί τέσσερα στρέμματα συν κάτι για ακάλυπτους -βλέπετε ο επιχειρηματίας ήταν νοικοκύρης, του άρεσαν τα ωραία όπως έλεγε- σύνολο περίπου εννιακόσια στρέμματα έγιναν τόπος κατοικίας. Φυσικά για τους ξένους, αφού οι ντόπιοι χωρίς να το καταλάβουν παρέμειναν στις ίδιες συνθήκες και μάλιστα χωρίς τον καλοκαιρινό κατεβατό που έβρισκε πλέον εμπόδιο στη βραδινή του κατάβαση. Η νυχτερινή δρόσος αποτελούσε ανάμνηση που την περιέγραφαν με ανακούφιση οι παλιότεροι στις ημέρες του καύσωνα. Τέλος πάντων, πάει και αυτό. Αλλά ξανά; Κανείς δεν το πίστευε. Όλοι με γυρισμένες τις καρέκλες στη λαίλαπα συνέχιζαν καταμεσής της νύχτας τη ζωή τους. Κάποιοι αποφάσισαν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Ιδιαίτερα τα χρωματοπωλεία και τα σιδηρικά. Μια αξίνα, ένα λάστιχο, ένα πριόνι, ακόμη και η δασοπροστασία εκείνη τη νύχτα θυμήθηκε τις ελλείψεις της. Όλοι οι χαρούμενοι δασοπυροσβέστες, εποχιακοί υπάλληλοι, παιδιά του τόπου ντύθηκαν τα καλά τους. Κόκκινη φορμούλα ασορτί με την επίκαιρη φύση, μπλουζάκι με τα διακριτικά του σπόνσορα: «Παντελής, εγγύηση και σιγουριά για το μέλλον σας», ζωνούλα παλαιά στρατιωτική για τη μέση, γαντάκια κίτρινα ως επί το πλείστον περασμένα στη ζώνη, παρατάχθηκαν εμπρός από το κεντρικό καφενείο. Σύντομα, μετά τη διαβεβαίωση ότι τίποτα δεν ανησυχεί, άνοιξαν καινούργια βανίλια και καμάρωναν το πέλαγο που σαφώς χανόταν στη νύχτα των συνειδήσεων. Εκείνο το βράδυ εξελίχτηκε σε ομαδική πανηγυρική αγρυπνία. Κάτι τα κεράκια στην Αγία Τριάδα, ο καντηλανάφτης πάντοτε σε ετοιμότητα, κάτι το πήγαινε έλα των κατοίκων, όλα έδειχναν μια πετυχημένη εκδήλωση, που ίσως θα μπορούσε να ενταχθεί στο πολιτιστικό καλοκαίρι.

«Τα όργανα!», φώναξε ο Παναγής, γνωστός ρεμπέτης.

Και νά σου τα όργανα, όλο πόνο τα τραγούδια, κάτι για ξενιτιά, κάτι για εγκατάλειψη, μεράκλωσε ο Δήμαρχος, παίρνει από το χέρι τον αντιδήμαρχο, τραβάνε και το διοικητή της Τροχαίας, να και οι πυροσβέστες και το καλαματιανό τρίζει την πλατεία και οι φλόγες τρίζουν κοντύτερα αλλά πιο ήσυχα από τη μουσική.

«Να καούν τα κάρβουνα!», φωνάζει ο κύριος Τάκης.

Ανοίγει την ψησταριά ο Θανάσης και ξεπουλάει σε χρόνο ντε τε.

«Έξω ντέρτια και καημοί», τραγουδάει ο πολύς κόσμος και ένας μερακλής σπάει το πρώτο πιάτο. Χαμός. Όλη η πλατεία μετατρέπεται σε λαϊκό προσκύνημα. Οι κόρες, καλοκαίρι ον, παρουσιάζουν τα κάλλη τους και λικνίζονται πάνω στα τραπέζια. Τα παιδιά χαίρονται, το κρασί ρέει άφθονο και ήδη κάποιοι άρχισαν να κουτουλάνε περίεργα.

«Ρε, τι θάλασσα είναι αυτή!». «Ρε, τι γιαλός, τι παραλία!». «Είμαστε ο τόπος των διακοπών!», έλεγαν όλοι και κοίταγαν αντίθετα με την πραγματικότητα, κατά πώς τους είχε επιβάλει ο Δήμαρχος και οι αρχές. Μόνο ο Γιάννης που έκρουσε την καμπάνα του Προφήτη Ηλία νωρίτερα κοιτούσε τη συμφορά και έστεκε αμίλητος. Ήταν και από τους ελάχιστους της διαρκούς αντιπολίτευσης στον τόπο αυτό. Αντιδραστικός από τη φύση του. Μα ήξερε πολλά. Ήξερε ακόμη και την αιτία, το λόγο και τη σκιά που χάθηκε στο βουνό πριν από λίγες ώρες. Ήξερε επομένως τα πάντα.

«Το έκανε», μονολογούσε και κανείς δεν τον άκουγε.

Αναστέναξε. Η μυρωδιά καμένης σάρκας λικνίστηκε στον αέρα με τα αποκαΐδια. Πάνε τα πλάσματα. Τα κόκκινα ελάφια. Οι μνήμες του χθες στο τοπίο που εξαφανίζεται σαν οθόνη που σβήνει σε παιδικό υπολογιστή. Θυμήθηκε το αρσενικό ελάφι με τα κέρατα σαν κλαδιά να πίνει πρώτο στο φως της αυγής. Ήξερε πως είχε χαθεί. Όπως έχουν χαθεί όλα. Ακόμα και ο φταίχτης. Όσο και να κοιτάζει στην πλατεία πουθενά ο Ηρακλής. Παράξενο παλικάρι. Γι’ αυτό και του μίλαγε, αλλά είχε κάτι απόψεις που ούτε τα μπάζα δεν ξεστομούν. Ρατσιστής, απόλυτος, χυδαίος, απαίδευτος, μισογύνης, οπαδός ακραίων ιδεολογιών. Ο Ηρακλής τα είχε μάθει όλα από τους γονείς του. Τον βόηθησε και η δημόσια παιδεία αφού όλοι οι δάσκαλοι της σειράς του ήταν απλά δημόσιοι υπάλληλοι. Τον βόηθησε και η εξουσία, αφού όλοι ανεξαιρέτως οι εκφραστές της τον εκμίσθωναν για πάσης φύσεως βρομοδουλειές. Έτσι έμαθε να ζει. Παράσιτο που κανείς δεν τόλμαγε να του αντιμιλήσει. Ήτανε βλέπετε και νταής. Έπινε και πολύ. Όπως απόψε. Εκεί στο λιμάνι κουτσόπινε και κουτσόπινε. Ο Γιάννης ήταν ο μόνος που του μίλησε.

«Θα πάρω πολύ κόσμο μαζί μου», τού είπε ο νταής.

«Τι λες Ηρακλή;» τού απάντησε ο Γιάννης.

«Θα σας πάρω όλους μαζί μου. Εσάς και τον ψεύτικο κόσμο σας». Σηκώθηκε τύφλα και γυρνώντας το τραπέζι γύρισε και χάθηκε στη νύχτα.

Μετά από μια ώρα μπήκαν οι φωτιές. Ήξερε κατά πώς έλεγαν κάθε μονοπάτι του βουνού - ο πατέρας του είχε πρόβατα, αλλά ήταν και μανιώδης κυνηγός. Κάθε χρόνο τραπέζωνε ελάφι στην ταβέρνα του Θεμιστοκλή τον Δήμαρχο, τον κύριο Τάκη, τον κυρ Παντελή και όλους τους κυρίους της πόλης, αν και τούτο απαγορευόταν ρητά. Κάποτε κάλεσε και το Γιάννη. Αλλά όταν αυτός με τρόπο που είχε αγάπη τον ορμήνεψε ότι το κρέας δεν μας λείπει, οι παρακείμενοι λεβέντες, επώνυμοι και μη, γέλασαν και συνέχισαν τη σαρκοφαγία τους με απόλυτη ευχαρίστηση. Χάθηκε έτσι κάθε δυνατότητα διαπαιδαγώγησης στον απαίδευτο. Τέτοιες στιγμές ο νταής γινόταν πρωτοπαλίκαρο της τοπικής κουλτούρας.

Για το Γιάννη, επομένως, ο φταίχτης του αποψινού ήταν γνωστός. Δεν επιθυμούσε όμως την κακοτυχία του. «Να είναι καλά το παιδί», έλεγε μέσα του.

Αλλοίμονο όμως. Αν και μάνα στις ύποπτες δουλειές του αυτή τη φορά τον πρόδωσε ο άνεμος. Αλλού τον είδε και αλλού του έσκασε στην πορεία. Βρέθηκε περιτριγυρισμένος από παντού. Πύρινες φλόγες έκαιγαν γύρω του. Έτρεξε στο μονοπάτι των ελαφιών. Από εκεί θα έβγαινε στο ρέμα. Κατηφόρισε με απόγνωση. Στη στροφή όμως μια σκιά τον σταμάτησε. Ήταν ο αρχηγός των ελαφιών. Ένα περήφανο κόκκινο ελάφι με κέρατα μακριά και πλεγμένα και με αίσθηση που μόνο τα ξεχωριστά πλάσματα κατέχουν. Τα κόκκινα μάτια του τον κοίταξαν επίμονα. Ο Ηρακλής διέκρινε πίσω του σάρκες καμένες. Ήταν το κοπάδι του. Μικρά μεγάλα ελάφια, πεσμένα καταγής, απέπνεαν μια αχλή άσπρη και εξαίρετα φωτεινή. Κάποια βογκούσαν σαν άνθρωποι. Κούνησε τα χέρια του για να τα μεριάσει από τον δρόμο του. Μα κείνος ο αρσενικός έμεινε ακίνητος. Πήρε μια πέτρα και τον χτύπησε στο σώμα. Πάλι τίποτα. Αγέρωχος κοιτούσε τον φταίχτη. Αγέρωχος κατέβασε το κεφάλι σε θέση μάχης. Αγέρωχα έμπηξε τα κοφτερά του κέρατα στο στέρνο του νταή. Κι εκείνος έγινε κόκκινος ή μάλλον γκριζόασπρη νιφάδα και με μικρά ενοχλητικά σωματίδια επιβιβάστηκε σε μια νεφέλη που με ένα κόκκινο φεγγάρι δέσποζαν στο νυχτερινό ουρανό.

Η πόλη λίγο πιο πέρα τραγουδούσε τη δική της αλήθεια με φωνές και εξάρσεις που συναντά κανείς μόνο στις εθνικές επετείους. Την επόμενη μέρα τέσσερα αεροπλάνα και ένα ελικόπτερο έκαναν την πυρόσβεση. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό για το Νομάρχη. Τον καλωσόρισε ο κυρ Παντελής με χαμόγελα. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος βρέθηκε να κοιμάται στα τραπέζια και κάτω στην πλατεία. Μόνο όρθιο ένα μικρό ελάφι έτρεξε από φόβο προς τον Προφήτη Ηλία όπου ο Γιάννης συνέχιζε να τινάζει από πάνω του τους απρόσμενους νυχτερινούς επισκέπτες από το κάτασπρο πουκάμισό του.


-------------------------

* Το διήγημα προέρχεται απο την υπο έκδοσιν συλλογή του Δρ Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, με τον γενικό τίτλο: "Κρυφές ενοχές" .

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Ζωής Σαμαρά, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ (10 ποιήματα)


Η κόρη τού Οδυσσέα

Κοίταζε τον Ουρανό που την κοιτούσε με μάτια
τυφλά απ’ το περίσσιο φως το προγεγεννημένο
Περνούσε μέσα από αχτίνες
κατακερματισμένες
τα μάτια της άκουγαν
ναι άκουγαν
την αρμονία τού φωτός
να ψιθυρίζει γνώριμα τραγούδια
σε νότες άγνωστες λατρευτικές

Οι Σειρήνες σώπασαν
μπροστά στην κόρη τ’ Ουρανού
καθώς εκείνη έβλεπε το σύμπαν να σπαράζει
μέσα στα μάτια τού πρωτόγονου πατέρα της

Η Ιθάκη καρτερούσε στην αγκαλιά τού χρόνου
ζούσε στον αργαλειό τα όνειρά της
κεντούσε λέξεις χιλιοειπωμένες
που όμως ποτέ δεν είχαν ειπωθεί
Κι η κόρη κατακτούσε τις πέντε θάλασσες
ναύτης μαζί και νέα γοργόνα
ρωτούσε αν επέστρεψε ο Οδυσσέας


Αριάδνη

Ξεκίνησε για ένα άλλο ταξίδι
εκείνο που δεν έκανε ποτέ
Το είχε αφήσει χαραγμένο στα όνειρα
των παιδικών της χρόνων
Πήρε το δρόμο
τον ανηφορικό τον μόνο που ήξερε
κι ήταν πια ανάλαφρη
χωρίς αποσκευές
έτοιμη για το ξεκίνημα
Είπε πως όλα είναι τέλεια
γι' αυτό όλα τελειώνουν
Αν βρισκόταν στην άκρη τού ονείρου
θα άνοιγε την πόρτα
αυτήν που δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει
Θα έπεφτε θα ανέβαινε τι άραγε;
Ήξερε τι την περιμένει;
Η ζωή είναι όνειρο
Ε όχι
όχι
το όνειρο είναι ζωή
Πασιφάη με τον Μινώταυρο στα σπλάχνα της
Κι η Αριάδνη να κόβει το μίτο και να ψάχνει το δικό της Διόνυσο
ο μεγάλος Θησέας να τα εγκαταλείπει όλα για μια Φαίδρα
Κι ο Μινώταυρος μόνος
να φοβάται κρυμμένος στο λαβύρινθο


Ανδρόγυνον

Ορφέας και Ευρυδίκη

είσαι μαζί
το όμμα που βλέπει
και το σώμα που χάνεται
Μόνος
δε θα κατέβαινες ποτέ
στα τρίσβαθα του Άδη
Μόνη
δε θα γινόσουνα ποτέ
ανείπωτο τραγούδι
Διαλύεσαι στον άνεμο όπως ο ήχος του φεγγαριού
συνθέτεις μελωδία πρωτάκουστη

Τι κι αν με το πέρασμά της γεννιέσαι
Τι κι αν με τη ματιά του χάνεσαι

Είσαι η πρώτη διαλογή των άστρων


Στην πολιτεία των σκιών

Πώς μπόρεσε ν’ ανέβει το βουνό
Πώς έπινε σταλιά σταλιά το χρόνο που κυλούσε
προς τα επάνω
Ρυάκι από λάβα η ώρα που περνά
φίδια οι στιγμές τη ζώσανε για να μη φύγει
οι μέρες νύχτες να συσκοτίζουν την ανάβαση
στην πολιτεία των σκιών

Πόσο αντέχει άραγε
ένας νεκρός


Πέρασμα

Πήρα τη λύρα του Ορφέα
Συγκίνησα ακόμη και θεούς
Άνοιξαν τις πύλες του Άδη

Το χέρι μου έσχισε το χαρτί
Πάνω του είχα γράψει την ιστορία σου

«Πέρασε από το φως του ήλιου
στο φως του φεγγαριού

ή και το αντίθετο»


Το τραγούδι τής Νύχτας

Η Σελήνη έκρυψε το πρόσωπό της
Σκέπασε τον Ενδυμίωνα με μια λευκή δαντέλα
Την είχε υφάνει με όλη την υπομονή που δίνει η Νύχτα

Κι όμως δεν ήτανε αυτό το ποίημα που θέλησε να γράψει
Πάνω στο χαρτί έμοιαζε σώμα και ύλη
Είχε χάσει τη γοητεία τού φευγαλέου
Να το έσβηνε με μια κίνηση
με μια αχτίδα από το δάνειο φως της

Κι ο Ενδυμίων χαμογελούσε
είχε ξεφύγει από το βλέμμα της
όμμα ανέσπερο
Τρόμαξε την Ευρυδίκη
καθώς εκείνη περνούσε δήθεν αδιάφορη
από τη Νύχτα στο φως τής Ημέρας

Κι ο Ενδυμίων τώρα τραγουδούσε
«Η Σελήνη χάνεται κάθε πρωί
το ποίημα μένει πάντα νέο»


Ετερολαλία

Υπάρχω
άρχω
στη σιωπή στη σκιά στο σκοτάδι
Υπήρξα
εκδιώχτηκα από τα βάθη της γης
Υπό-άρχω
λιγοστεύω
Άρχω
αρχίζω
υπό
άρχων


Αμίλητο νερό

Ο ήλιος ήταν πιο δυνατός απ' την αγάπη μου
Η πέτρα έσκαζε χωρίς μια λέξη θεϊκή
το χώμα άνοιγε στα δυο χωρίς μιλιά
και το νερό κυλούσε μέσα σε βουβά ρυάκια

Η αγάπη μου ήταν πιο δυνατή από τον Ήλιο
Πλησίαζε ο Ίκαρος περίεργα τη Γη
έσβηνε ο Φαέθων τη φλόγα του στον ποταμό Ηριδανό
κι εγώ γελούσα μες στις φωτιές τού Άη-Γιάννη


Εκ Χάεος δ’ Έρεβος

Δεν είναι πια αρχέτυπο ο ανθρώπινος λόγος

Το Χάος αρνείται να γίνει Ημέρα
ερωτευμένο καθώς είναι με τις μικροδομές του
η ποίηση αρνείται να ποιήσει
καθώς άυλη ξεπροβάλλει η νέα Νύχτα

Το βουνό υποκλίνεται


Ηλακάτη

Κλώθει το μετάξι της ημέρας
ξετυλίγει την κλωστή της νύχτας
κόβει το νήμα της αυγής

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

π. Ιωαννικίου Ζαμπέλη, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Το Πάσχα του Καλοκαιριού βρίσκεται επί θύραις! Η μεγάλη θεομητορική γιορτή του Αυγούστου, η Κοίμηση της Θεοτόκου, πλησιάζει. Ήδη από την πρώτη του μηνός στις εκκλησίες ψέλνονται καθημερινά οι Παρακλήσεις –εναλλάξ η Μικρή και η Μεγάλη. Οι πιστοί προετοιμάζονται –νηστεύουν, εξομολογούνται, κοινωνούν- για να γιορτάσουν αληθινά το μεγάλο πανηγύρι.
Στην Εκκλησία ο θάνατος γίνεται πανηγύρι. Δεν λέγεται θάνατος ή τελευτή. Αποκαλείται «Κοίμηση». Δεν εξαντλούνται τα πάντα στο εδώ και τώρα. Υπάρχει το επέκεινα του τάφου: η αιώνια ζωή. Ο Χριστιανός πιστεύει ότι κοιμάται προσώρας, για να ξυπνήσει στην αιωνιότητα. Ο θάνατος, με την Ανάσταση του Χριστού, γίνεται ένας μεγάλος ύπνος.
Μητέρα της Ζωής η Παναγία μεθίσταται προς την όντως Ζωή, τον Υιό και Θεό Της. Η παράδοση της Εκκλησίας αναφέρεται στην Μετάστασή Της. Χάρη σ’ αυτήν το άχραντο σώμα της Νέας Εύας, της γυναίκας που γέννησε τον φθορέα της φθοράς, δε γεύεται της φθοράς τη δύναμη. «Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται», όμως
«κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται».

Η τιμή της Παναγίας στη Λευκάδα
Ξεχωριστά λατρεύεται η Μητέρα του Θεού και στο νησί της Λευκάδας. Κυρά και βασίλισσα του νησιού η Φανερωμένη, απ’ το ιερό θρονί Της στο ομώνυμο μοναστήρι Της ακούει φωνές δοξολογικές και ικετήριες, ύμνους ευχαριστήριους και προσευχές διάπυρες των παιδιών Της, που σε κάθε ανάγκη ή συμφορά, προσωπική ή γενική, προστρέχουν σ’ αυτήν.
Απ’ τα λοιπά παλαίφατα μοναστήρια του νησιού, το όνομά Της φέρει η Οδηγήτρια –στο ξεκίνημα της ανηφοριάς για τους Σφακιώτες, δίπλα στην Απόλπαινα-, η Ευαγγελίστρια ή Κόκκινη Εκκλησιά, στις ανατολικές πλαγιές των Σκάρων, καθώς και η Παναγία της Γύρας -ή «Παναγία η Δεματισάνα», όπως αναφέρεται στα αρχειακά έγγραφα το παλιό σταυροπηγιακό μοναστήρι.
Μέσα στην πόλη της Λευκάδας και στα περίχωρα, γιορτάζουν ναοί σχεδόν σε κάθε θεομητορική εορτή. Στο Γενέσιο και την Κοίμησή Της γιορτάζει η «Παναγία των Ξένων». Στις 21 Νοεμβρίου γιορτάζει η «Παναγία των Εισοδίων». Του Ευαγγελισμού πανηγυρίζει η Ευαγγελίστρια, η Μητρόπολη. Στα εννιάμερα της Παναγίας (23/8) γιορτάζει η Παναγία της Γύρας. Υπάρχουν ακόμη η Ζωοδόχος Πηγή στη Μεγάλη Βρύση, η Κοίμηση της Παναγίας στην Τσεχλιμπού (ερειπωμένη σήμερα, παλιά ιδιοκτησία της οικογένειας Σκένα) και η Βλαχέρ(αι)να στον Κάμπο. Τέλος, η Φανερωμένη γιόρταζε παλιότερα το Σάββατο του Ακαθίστου, ενώ σήμερα πανηγυρίζει τη Δευτέρα του Αγ. Πνεύματος. Επίσης, τρεις τοπικές γιορτές υπάρχουν ακόμη, σε ανάμνηση της σωτηρίας του νησιού από μεγάλους σεισμούς (1938, 1948, 2003), με παρέμβαση της Παναγίας.

Η Κοίμηση της Παναγίας στην ορθόδοξη εικονογραφία
Η ορθόδοξη εικόνα της Κοιμήσεως είναι εξαιρετικά παραστατική και διδακτική. Στην «Ερμηνεία των Ζωγράφων» περιγράφεται η εικόνα της Κοιμήσεως:
«Οσπίτια, και εν τω μέσω η Παναγία κειμένη επί της κλίνης νεκρά, έχουσα επί του Παναγίου στήθους αυτής εσταυρωμένας τας θεοφόρους χείρας. Και πλησίον της κλίνης ένθεν και ένθεν μανουάλια με λαμπάδες ανημμένας. Ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης παρά τους πόδας αυτής ασπάζονται αυτήν, και γύρωθεν οι λοιποί απόστολοι και οι άγιοι ιεράρχαι, Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος βαστάζοντες Ευαγγέλια, και γυναίκες κλαίουσαι. Επάνωθεν δε αυτής ο Χριστός φέρων εις τας αγκάλας του την παναγίαν ψυχήν εν νεφέλη λευκή, και γύρωθεν αυτού ακτίνες φωτός και πλήθος αγγέλων. Και άνωθεν εις τον αέρα πάλιν οι δώδεκα Απόστολοι φερόμενοι επί νεφελών. Εις δε την δεξιάν άκραν του οσπιτίου ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός βαστών χαρτίον λέγει: «Αξίως ως έμψυχόν σε ουρανόν υπεδέξαντο ουράνια, Πάναγνε, θεία σκηνώματα...», και εις την αριστεράν ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής βαστών και αυτός χαρτίον λέγει: «Γυναίκά σε θνητήν, αλλ’ υπερφυώς και μητέρα Θεού ειδότες, πανάμωμε, οι κλεινοί απόστολοι...».

Στην παράδοση της Εκκλησίας
Στο συναξάρι της ημέρας, της 15ης Αυγούστου, περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η παράδοση της Εκκλησίας γύρω από την Κοίμηση της Παναγίας:
«Όταν ο Χριστός και Θεός μας ευδόκησε να παραλάβει κοντά Του την Μητέρα Του, τότε, τρεις ημέρες νωρίτερα, της γνωστοποιεί μέσω ενός Αγγέλου την μετάστασή Της από τη γη. Της λέει: «Είναι καιρός να παραλάβω κοντά μου την Μητέρα μου. Μη θορυβηθείς, λοιπόν, καθόλου γι’ αυτό, αλλά με ευφροσύνη να δεχθείς αυτόν τον λόγο, διότι έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή».
Ποθώντας, λοιπόν, την μετάστασή Της προς τον Υιό Της, ανεβαίνει στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί –διότι συνήθιζε συχνά να ανεβαίνει εκεί και να προσεύχεται. Τότε συνέβη και κάτι παράδοξο. Τα φυτά που βρίσκονταν στο Όρος έσκυβαν τα κλαδιά τους, σα να ‘ταν δούλοι ζωντανοί και αποδίδουν τον σεβασμό που αρμόζει στη Δέσποινα.
Μετά την προσευχή, επέστρεψε στο σπίτι κι εκείνο σείσθηκε ολόκληρο. Αυτή τότε άναψε φώτα πολλά κι αφού ευχαρίστησε το Θεό, κάλεσε τους συγγενείς και τους γείτονές Της. Σάρωσε όλο το σπίτι. Ετοίμασε το νεκροκρέβατο κι όλα όσα θα χρησίμευαν για την ταφή Της. Φανέρωσε και στους άλλους, όσα Της είπε ο Άγγελος για την μετάστασή Της στον ουρανό. Και για να Την πιστέψουν, τους δείχνει το βραβείο που Της έδωσε, ένα κλαδί από φοίνικα.
Οι γυναίκες όμως που είχε καλέσει, μόλις τ’ άκουσαν αυτά, θρηνούσαν και λούζονταν με δάκρυα κι έκλαιγαν γοερά με κραυγές. Όμως σταμάτησαν να θρηνούν και Την ικέτευαν να μην τις αφήσει ορφανές. Εκείνη όμως τις διαβεβαίωνε ότι θα σκέπαζε και θα φρουρούσε από ψηλά, μετά την μετάστασή Της, όχι μονάχα αυτές, αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, με λόγια παρηγορητικά, αφαιρούσε την πολλή λύπη απ’ όσους βρίσκονταν γύρω Της. Ύστερα όρισε σχετικά με τους δύο χιτώνες Της, να πάρουν από έναν δύο χήρες φτωχές, οικείες και γνωστές σε Αυτήν, οι οποίες Της έφερναν τα απαραίτητα για τη διατροφή Της.
Ενώ έτσι τα κανόνιζε, ακούγεται ξαφνικά ένας ήχος σαν από βίαιη βροντή και φαίνονται σύννεφα πολλά, που έφεραν ξαφνικά τους Μαθητές του Χριστού από τα πέρατα του κόσμου. Ανάμεσά τους ήταν και οι θεόσοφοι Ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος. Αυτοί, μόλις έμαθαν την αιτία της ξαφνικής παρουσίας τους στην Ιερουσαλήμ, τέτοια της έλεγαν: «Εσένα, Δέσποινα, όσο έμενες στον κόσμο, παρηγοριόμαστε να Σε βλέπουμε, σα να βλέπαμε τον ίδιο το Δεσπότη και δάσκαλό μας. Τώρα πώς θα υποφέρουμε αυτό που πάθαμε; Επειδή όμως μετακινείσαι απ’ τα εγκόσμια , χαιρόμαστε για όσα οικονομούνται γύρω από ‘σένα». Κι ενώ μιλούσαν, βρέχονταν με δάκρυα. Κι εκείνη τους απαντούσε: «Όχι, αγαπημένοι Μαθητές του Υιού μου. Μην μετατρέψετε σε πένθος την χαρά μου. Αλλά κηδέψτε το σώμα μου, καθώς εγώ θα το σχηματίσω στο φέρετρό μου».
Κι όταν έτσι ολοκληρώθηκαν αυτά, φτάνει και ο θεσπέσιος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, που έπεσε στα πόδια της Θεοτόκου, Την προσκύνησε κι άρχισε με πολλά λόγια να Την εγκωμιάζει: «Χαίρε, Μητέρα της ζωής και υπόθεση του δικού μου κηρύγματος. Κι αν δεν έχω δει τον Χριστό, βλέποντας Εσένα, Εκείνον νόμιζα ότι θωρώ».
Κατόπιν η Παρθένος ανακάθεται στο φέρετρο. Σχηματίζει το πανάχραντο σώμα Της, όπως ήθελε. Απευθύνει δεήσεις για την σωτηρία του κόσμου και την ειρήνη. Τους ευλογεί και έτσι αφήνει το πνεύμα Της στα χέρια του Υιού και Θεού Της.
Αρχίζει τότε τους εξοδίους ύμνους ο Πέτρος. Σηκώνουν οι λοιποί Απόστολοι το φέρετρο. Άλλοι προηγούνται κρατώντας λαμπάδες και ψέλνοντας ύμνους, ενώ άλλοι ακολουθούν, προπέμποντας το θεοδόχο σώμα προς το μνήμα. Τότε ακούγονταν και Άγγελοι να Την υμνούν και οι φωνές των υπερκοσμίων (αγγελικών) τάξεων γέμιζαν την ατμόσφαιρα.
Τότε οι άρχοντες των Ιουδαίων, εξερεθίζουν κάποιους απ’ τον όχλο και τους πείθουν να προσπαθήσουν να ανατρέψουν το φέρετρο, πάνω στο οποίο είχε τεθεί το ζωαρχικό σώμα της Θεοτόκου και να το γκρεμίσουν καταγής. Όμως η θεία δίκη πρόφθασε τους παράτολμους Ιουδαίους και όλους τους τιμωρεί με τύφλωση των οφθαλμών τους. Μάλιστα στερεί κι από τα δυό του χέρια έναν απ’ αυτούς, που όρμησε με μεγαλύτερη μανία για ν’ αγγίξει εκείνο το ιερό κρεβάτι. Εκείνου τα χέρια αφέθηκαν να αιωρούνται πλάι στο κρεβάτι, κομμένα με το ξίφος της θείας δίκης. Κι έμειναν έτσι, ελεεινό θέαμα, μέχρι που πίστεψε με όλη του την ψυχή. Θεραπεύτηκε τότε κι αποκαταστάθηκε υγιής, όπως πρώτα. Επίσης, σ’ εκείνους που τυφλώθηκαν, έβαλαν πάνω τους ένα μέρος απ’ το ύφασμα του φερέτρου, όταν πίστεψαν, κι έτσι τους χαρίσθηκε η ίαση.
Και οι Απόστολοι πήγαν στην τοποθεσία Γεθσημανή και κατέθεσαν στο μνήμα το ζωαρχικό σώμα της Παναγίας. Τρεις μέρες έμειναν εκεί, ακούγοντας αδιάκοπα τις αγγελικές φωνές.
Επειδή, κατά θεία οικονομία, ένας από τους Αποστόλους –ο Θωμάς- έλειψε από την κηδεία του ζωαρχικού σώματος της Παναγίας και βρέθηκε εκεί μόλις τρεις ημέρες αργότερα, στενοχωριόταν πολύ που δεν αξιώθηκε κι αυτός να ζήσει, όσα αξιώθηκαν και οι συναπόστολοί του. Με κοινή απόφαση όμως, για χάρη του Αποστόλου Θωμά που απουσίασε, άνοιξαν τον τάφο για να προσκυνήσει κι αυτός το πανάγιο και πανάμωμο εκείνο σκήνωμα.
Είδαν τότε και ξαφνιάστηκαν! Διότι βρήκαν το μνημείο άδειο, χωρίς το άγιο σώμα, μόνο με το σεντόνι, που είχε απομείνει σαν παρηγοριά γι’ αυτούς που επρόκειτο να λυπηθούν και σαν μαρτυρία αψευδής για την μετάστασή Της. Και αληθινά μέχρι σήμερα, έτσι βλέπουμε και προσκυνάμε τον Τάφο της Παναγίας, σκαλισμένο σε πέτρα, κενό, χωρίς το άχραντο σώμα Της, για να δοξάζεται και να τιμάται η υπερευλογημένη Δέσποινά μας Θεοτόκος και παντοτινά Παρθένος Μαρία».

Στην υμνολογία
Η υμνολογία μας αποκαλύπτει με τρόπο ποιητικό τις αλήθειες της ορθόδοξης θεολογίας για το πρόσωπο της Παναγίας. Οι ύμνοι της μεγάλης γιορτής, αποδοσμένοι στη νεοελληνική από τον Φώτη Κόντογλου, ψέλνουν την Κυρία των Αγγέλων, ως εξής:
«Νικηθήκανε της φύσης οι νόμοι σε σένα, Παρθένε άχραντε. Γιατί σε σένα παρθενεύει η γέννα, και με τη ζωή σμίγει ο θάνατος. Εσύ που απόμεινες μετά τη γέννα Παρθένος και μετά θάνατο ζωντανή, σώζε παντοτινά, Θεοτόκε, την κληρονομία σου». (καταβασία θ΄ ωδής)
«Στην γέννα σου την παρθενία εφύλαξες, στην κοίμησή σου τον κόσμο δεν τον άφησες, Θεοτόκε. Μίσεψες στη ζωή, γιατί είσαι μητέρα της ζωής και λυτρώνεις με τις πρεσβείες σου τις ψυχές μας από τον θάνατο». (απολυτίκιο)

Στην ποίηση
Ο Βασίλης Μουστάκης γράφει στο ποίημά του, «Κοίμηση» (περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, τ. 37, 1949):


Κοίμηση
Αίρεται πλέον από της γης
το ρόδον το αμάραντον οπού θαμπώνει
τα μάτια των αγίων.
Ανοίγουν διψασμένοι οι ουρανοί
τη ματωμένη άσπιλη λάμψη του να πιουν.
Αγγέλων σμήνη το κυκλώνουν,
μες τ’ αυγινό φιλί μιας υπερούσιας μέρας,
όπου ανατέλλει.
Της τρυφερής σιωπής οπού το τύλιγε
πέφτουν τα πέπλα στις ψυχές μας
μ’ ένα απαλό γαλήνιο θρόϊσμα
σαν προσφιλής ανάμνηση, σαν ανεκλάλητη μια λύπη.
Ό,τι είχαμε, μ’ Εκείνη του Θεού τόχουμε δώσει,
φόβος πια μάταιος την καρδιά μας ας μη σκιάζει.
Αυτή η γυναίκα ήταν που φώτισε το πρόσωπό του
με το χαμόγελό της πριν απ’ το θαμπό μας ήλιο.
Αυτή η γυναίκα την καρδιά της έδωσε για χώμα
ο αβάσταχτος Σταυρός του να στηθεί.
Ειν’ η ομορφιά μας, όλος μας ο πόνος,
η αγάπη είναι που στην Αγάπη έχουμε δώσει.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: ΤΡΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΡΟΣ ΤΙ Ο ΣΤΥΓΝΑΣΜΟΣ;

Τι στυγνάζεις όσο νιώθεις τις δυνάμεις σου να σώνονται;
Τι ασχάλλεις όσο βλέπεις το σκοινί σου να κονταίνει;
Τι διαμαρτύρεσαι όταν σούρχονται ένα-ένα τα τηλεγραφήματα;
Τι φρενιάζεις καθώς ακούς τις τρομερές του Μιχαήλ
φτερούγες να ζυγώνουν;
Εσύ δεν ήσουν πόψαλλες «πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε»;
Εσύ δεν ήσουν πόλεγες «εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης
και άνομοι ώστε μη υπάρχειν αυτούς»;
Εσύ δεν ήσουν που εφώναζες «αρθήτω ο ασεβής»;
Αι λοιπόν; Καθρέφτη δεν είχες:
Προς τι η αγανάκτηση;
Κατά τον μύχιο πόθο της καρδιάς σου όλα γίνονται!
Αλληλούϊα!


[Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 8-6-2009]


ΩΧΕΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Εξαφανίσθηκαν τα μαύρα περιβραχιόνια•
χαθήκαν οι πλερέζες, τα τσεμπέρια•
χαθήκανε οι πένθιμες γραβάτες,
δίχως, βεβαίως, να αποσυρθεί ο θάνατος.
Τα πλαστικά χαμόγελα κ' η αχαλίνωτη εξωστρέφεια
πασκίζουνε ν’ αμπώξουν τον αδαμιαίο θρήνο της Εδέμ
στ’ αβυσσαλέα βάθη του ασυνειδήτου,
με μόνο διάφορο
το μάτωμα της ελπίδας.
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη τα ράσα...


[Αεροδρόμιο Σπάτων, 27-7-2009]


ΠΟΝΟΣ – ΟΝΟΣ

Ο πόνος είναι γάιδαρος, χωρίς αμφιβολία.
Ούτε η αυθάδεια τού λείπει,
ούτε το πείσμα, ούτε η αδιακρισία.
Γάιδαρος και μάλιστα σαμαρωμένος.
Για το σαμάρι του εφρόντισε
η ξομπλιάστρα ελληνική λαλιά,
σαγιάζοντάς τον με το γράμμα πι.
Π + όνος = πόνος.
Και έναν τέτοιο γάιδαρο ξεδιάντροπο
υποχρεούσαι να τον αντιμετωπίζεις μόνος!


[Άγ. Όρος, 9-8-09]

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Δημήτρη Κοσμόπουλου, [ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ]

© φωτό: Giovanni Giovannetti

Σμήνος

Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να κόβει απ’ τις σελίδες των εφημερίδων σχέδια πουλιών. Μικρά και μεγαλύτερα, άλλα με τα φτερά ανοιχτά, άλλα στο κλαδί.
Ύστερα, τα τοποθετούσε σ' ένα λευκό κιβώτιο, κάτω απ’ το κρεβάτι. Τις νύχτες, όταν τα πράγματα εγκατέλειπαν το σχήμα τους, άνοιγε μ' ευλαβικές κινήσεις το κουτί, στο φως του δωματίου. Τότε, καταλάβαινε το στήθος του ν' ανοίγει σαν κλουβί, κι από μέσα να φτερουγίζουν σμήνη πουλιών, με μια σπαρταριστή χαρά. με μια χαρούμενη
οργή, απ' το παράθυρο να φεύγουν στο σκοτάδι.

Σμήνος πουλιά, κατάστικτα από γράμματα
να χάνονται στον κόσμο.


Eκάτη

Φεγγάρι σαν ημέρα,
είπε ο πατέρας μου
και γυάλισε το χρυσό του δόντι.

Έξω
Πλατάγιζαν της νύχτας τα φτερά.


Λατομείο

Eίδα τη Mάνα να πλένει πέτρες στο ποτάμι.
Aπό τα χέρια της φτερούγιζε ένα σύννεφο.
«Tην ημέρα χιονίζει ο ήλιος και τις ψύχει, θέλουνε
πλύσιμο και χάδια για να ξεψυχήσουν», είπε.
«Έπειτα θα τους δώσω το γάλα μου, και θα τις ρίξω
στο βυθό του ποταμού να τις βλέπεις».

Aδύνατο να αντιγράψω τις πέτρες
του χθεσινού ονείρου.


Όστρακο

Τριγυρνώ άσκοπα στην πέτρινη πολιτεία. Κουράστηκα να περιμένω. Σαρκοβόρα φυτά κρέμονται απ' τα παράθυρα σαν δάκρυα, πλημμυρίζουν τους δρόμους. Χιονίζει ο ήλιος ανελέητα κι όλα τα μαρμαρώνει. Δεν έμεινε κανείς. Μονάχα ο Άργος, του πατέρα το σκυλί, ξεδοντιασμένος και κουτσός, με συνοδεύει μυξοκλαίγοντας. Να φτιάξω μια σχεδία, ένα σκαρί. Ή μήπως ν' ανέβω στην κορυφή του βουνού, κι όπως μικρός ονειρευόμουνα, να πάρω ένα καλάμι ν' ακουμπήσω τον ουρανό; Aν πέθανε ο πατέρας μου, θα βρω ένα σίδερο να τον ξεθάψω.
Μικρός, όταν έβρεχε ο καιρός, έβγαινα και γινόμουν μούσκεμα κι έλεγα οι αστραπές και τα μπουμπουνητά είναι σήματα σταλμένα απ' τον πατέρα. Δεν έμεινε κανείς. Θα φύγω, να πλατύνω. H προσδοκία είναι το σπίτι και το δέντρο μου.
Oδυσσέα, ανεμογκάστρι και λυκόπιασμα. σου αφήνω τούτα τα λόγια, σε βότσαλο του Γιαλού χαραγμένα. Μπας και γυρίσεις.

Μπήκα ψυχοπαίδι στ' ουρανού το πένθος κι ησύχασα.


Αυτεπίστροφον

Έτσι. Μέρες ξεραίνονται. Και νύχτες κιτρινίζουν.
Η μουσική που σου ’λαχε φέρνει κάτι πουλιά
πνιγμένα. Κι αν στο χέρι σου ανθεί νεκρή τους η λαλιά
στο αίμα βόσκει αντίλαλος κι οι αρμοί σου βρύσες λύνουν.

Μαζεύεις χώμα στη φωνή. Πικρό νερό στα χείλη.
Με τη φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Με την ανάσα που σκιρτά σαν φλόγα στο καντήλι
ποια τη χωνεύουν χώματα, ποια τη βαστούν νερά.

Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μες στις λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ’ άπατα του χαρτιού.
Θα μείνει πέτρα ασήκωτη, το σίδερο θα δέσει
θα στάξει κόμπους η σκουριά στο λύχνο του ματιού.

(Λατομείο, 2002)


Tο άλογο

Στον Μιχάλη Γκανά

Πάλι το γνωστό άλογο, μαύρο και λαμπερό, στο μικρό πάρκο απέναντι, την ώρα που, ποιος ξέρει από ποιους συμφωνημένο, έπαψαν να περνούν, λυσσασμένα κύματα, τ’ αυτοκίνητα.
Mε κοίταξε μασώντας τα πυκνά φύλλα του μεσημεριού και ένευε με κινήματα περήφανα της κεφαλής του σαν να μου έλεγε: "Θυμάσαι;"
Tο χειρότερο είναι ότι έβλεπα μια κατακόκκινη ανοιχτή πληγή στην αριστερή του παρειά και σταγόνες αίμα να πέφτουν στο ταλαίπωρο χώμα, πάνω σε σκουπίδια και χαρτιά.
Όμως το παράπονο της υπομονής του παλληκαρίσιο, καυτό όπως η μεσημεριανή αλκή. Mασώντας αυτά τα αόρατα φύλλα, μπαίνει στον δρόμο κι αρχίζει να τον διασχίζει αποφασιστικά, την ώρα που ξεχύνεται, ουρλιάζοντας, η αύρα της αστυνομίας.
Στα μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Kατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο λεωφορείο, με τον υπόλοιπο κόσμο, την ώρα που το άλογο σπάραζε κάτω απ’ τους τροχούς και με το βλέμμα έψελνε την εξόδιο ακολουθία.
Aύριο, ίσως να το προλάβω.


Αμερικανίς λοχίας στην φυλακή του Αμπού-Γράιμπ

Δεν μοιάζει ο Τίγρης με τον Μισσισιπή.
Μυρίζει φοινικόκλαρα κι αρχαίο πηλό.
Ύστερα, κάθε νύχτα πέφτουν αστερόφυλλα
απ’ το μεγάλο δέντρο τ’ ουρανού. Ρουκέτες
δεν τα πιάνουν. Στη γλώσσα που μιλώ

δεν είναι μπορετό να πω την φράση "Αμπού-Γράιμπ".
Ούτε κι ο Πρόεδρός μας, λένε, τα ’χει καταφέρει.
Κι αυτό το βράδυ ο αέρας θα φέρει
κραυγές και βογγητά σε σκηνές λάιβ,

από τις ταινίες όπου συνάμα βλέπω και πρωταγωνιστώ.
Κάποτε σε ρόλο κεντρικό. Όταν παρουσιαστώ
στην εξεταστική επιτροπή, θα αναφέρω
πως κάνω πράξη όλα τα θρίλερς που υποφέρω

Ό,τι έβλεπα από πολύ μικρή όταν έμενα μόνη
κι αργότερα με ουίσκυ, χάπια, βότκα με λεμόνι.
Θα αναφέρω επίσης ότι συμπονώ
όσους σέρνω με λουριά και ηλεκτρικά καλώδια.
Θολώνει ο νους μου που δεν γίνονται όπως κι εγώ.
Όταν τους μαστιγώνω, αιμορραγώ.

Όμως εκείνο το παιδί έμοιαζε με μένα.
Έδερνα την Μητέρα του και με κοιτούσε
όπως κοιτάζω, Μάμμυ, την φωτογραφία σου
εδώ στα ξένα.

(Πουλιά της νύχτας, 2005)

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Τση Σωτήρως … οι αργαλίτικες κουρελούδες

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης


Πώς ψήλωσε η εκκλησούλα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος τώρα που έβαλε τα γιορτινά της. Έξι του Αυγούστου καμαρώνει στολισμένη στο μικρό υψωματάκι στην άκρη του κάμπου πάνω από τον κεντρικό δρόμο του νησιού. Μοιάζει με κυρία στα ψηλά τακούνια και η κορφή της στέγης κοντεύει να ξεπεράσει τα δέκα μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Άραγε να φαινόταν η κορυφή του μικρού λόφου όταν ολόκληρος ο κάμπος ήταν μια μεγάλη λίμνη από το Λαγανά μέχρι του Τσιλιβή;

Αποβραδίς μπορούσε να δει κανείς από μακριά ανοιχτές τις πόρτες της και τους μικρούς πολυέλαιους αναμμένους, αλλά η λαϊκή ομορφιά της χαριζόταν μόνο σ΄ εκείνους που έκαναν τον κόπο ν' ανέβουν μέχρι την αυλή της. Αργαλίτικες πολύχρωμες κουρελούδες καλωσόριζαν, απλωμένες στα περιμετρικά του ναΐσκου πέτρινα, φρεσκοασβεστωμένα πεζούλια. Ασυναγώνιστη γιορτινή ατμόσφαιρα κι η γαλήνη της λες κι έσβηνε το θόρυβο από τις κάθε λογής τουριστικές γουρούνες που επέστρεφαν από τις πολύβουες παραλίες. Μόνο στη βορινή πλευρά δεν υπήρχαν κουρελούδες, ίσως γιατί η θέα το απαγόρευε. Έστεκαν αναίσθητα εκείνα τ' άκομψα και απειλητικά σιδερικά από τις νερουτσουλήθρες μαζί με όλη την πλαστικούρα που τις συνοδεύει, εκεί που άλλοτε δρόσιζε ο τόπος από τους καταπράσινους αμπελώνες, τους πανύψηλους ευκάλυπτους στο άλλοτε φημισμένο αρχοντικό του Μερκάτη. Νεροτσουλήθρες στον κάμπο με τεράστιες χλωριωμένες πισίνες που οργανωμένα αλλοτριώνουν τη σχέση με το υγρό στοιχείο, σ' ένα νησί που διαμαρτύρεται για έλλειψη νερού, σ' ένα νησί προικισμένο με φιλόξενες παραλίες, σ' ένα νησί που το χρήμα προσβάλλει και βρωμίζει τις φυσικές του ομορφιές.

Στο εσωτερικό «τση Σωτήρος» πάνω σε κεντημένα χειροποίητα, κατάλευκα τραπεζομάντηλα οι κόφες με τους πεντάρτους. Πέντε μεγάλα αφράτα ψωμιά σε κάθε κόφα, ζυμωμένα με μπόλικα μυρουδικά και ζαχαρωτά, και στην άκρη το χαρτάκι με τα ονόματα των δωρητών. Κάτω ακριβώς από την εικόνα του Χριστού το πανέρι με τις σταφίδες, ο μόχθος πολύμηνης καλλιέργειας, για να ευλογηθεί η παραδοσιακή οικονομία της περιοχής και να μοιραστούν στους πιστούς.

«Καταξίωσον Κύριε εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς…» ακούγεται στον Εσπερινό από τα χείλη του αναγνώστη. Πώς να αποφύγει κανείς μόνος του την αμαρτία με τις τόσες προκλήσεις στην εποχής του υλοζωισμού μας; Ίσως εισακούσει ο «Κύριος» της προσευχής μας και δώσει ένα χεράκι βοήθειας, γιορτή Μεταμόρφωσης σήμερα…

Και μετά από λίγο η τελετή της Aρτοκλασίας. Ο παπάς δέεται όχι μόνο για την υγεία «των προσφερόντων τα δώρα ταύτα» αλλά και για τον κόσμο όλο, και οι άρτοι θα κοπούν και θα μοιραστούν σ΄ όλους τους παρευρισκόμενους. Είναι η ανάμνηση του θαύματος του Χριστού που μόνο με πέντε άρτους κατάφερε να χορτάσει πέντε χιλιάδες ανθρώπους! Είναι ένα ηχηρό μήνυμα ότι όταν δίνει κανείς από το υστέρημά του αυτό αυγαταίνει και πολλαπλασιάζεται. Όταν ευεργετεί τους άλλους, σπάζει τα όρια του Εγώ του, ελευθερώνεται και πλουταίνει.
Κι εμείς με τις τσέπες γεμάτες περισσεύματα γιατί τις κλειδώσαμε και φυλακιστήκαμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε;
Πώς μεταμορφώθηκαν οι δωρητές των άρτων! Εξοστρακίστηκε η κακία από τα πρόσωπα και πώς παραδόθηκαν στο χαμόγελο της καλοσύνης!


Ολόγιομο το φεγγάρι μάς εξέπληξε. Στην απόλυση ξεπρόβαλε από το Σκοπό για να μεταμορφώσει την αίσθηση της νύχτας. Έμοιαζε με ρόδι στο φόρεμα της ωρίμανσης έτσι για να ταιριάξει με τις αργαλίτικες κουρελούδες στα πεζούλια τση Όστριας με τα γήινα χρώματα. Εκεί κάθισα για να απολαύσω τα εύγευστα νηστίσιμα γλυκά, κουλουράκια και φανουρόπιτα, που μοίραζε η ευγενική κυρά-Νίνα. Ο λαός από παλιά είχε μπερδέψει το ναΐσκο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος με την Παναγία. «Σωτηρούλα μου, φύλαγε τα παιδιά μου…» δεόταν η γιαγιά η Στεφανούλα στρεφόμενη πάντα προς τη μεριά της γειτονικής της εκκλησίας, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος…

Πόσες μνήμες της παιδικής αθωότητας ξεπήδησαν στο πεζούλι με τις κουρελούδες! Η διώροφη καλύβα που κοιμόμασταν τα καλοκαίρια με τα αχυρένια στρωσίδια και τις κουρελούδες εκεί κοντά στους ανεμοκούλουμους του Άη-Σώστη. Τις κουρελούδες πάνω στα σαμάρια των υπομονετικών τετράποδων με τα μεγάλα αυτιά, μαζί με τ' αργαλίτικα σακούλια κρεμασμένα στα πλαϊνά τους. Κι αργότερα, όταν μπήκαν τα τρακτέρ στη ζωή μας, οι στρωμένες κουρελούδες στις ρυμούλκες για την απογευματινή βόλτα στην άλλοτε παρθένα παραλία του Λαγανά. Αλλά και πόσες ώρες πέρασα καθισμένος δίπλα στον αργαλειό της γειτόνισσας της κυρά- Ζωής χαζεύοντας τη σαΐτα που μπαινόβγαινε και θηλύκωνε ρυθμικά τα πολύχρωμα κουρέλια, άχρηστα υφάσματα κομμένα για τις ανάγκες αυτού του απαραίτητου στρωσιδιού, που αποτελούσε και κομμάτι της προίκας κάθε κοπελιάς και γραφόταν στο σκαρτσοφόλι της!

Στο πεζούλι του Πουνέντε ο παπάς κάθισε για να ξαγορέψει δύο γριούλες που φαίνεται ότι είχαν προβλήματα με τις νυφάδες τους, αν κρίνω από τα υπονοούμενα στο τέλος της εξομολόγησης. Και τότε οι κουρελούδες έγιναν μεγάλα πετραχήλια απλωμένα στη ζεστή γη του καλοκαιριού, έτοιμα να συγχωρέσουν κάθε ανθρώπινο σφάλμα και αδυναμία, την ώρα της αυτοκριτικής και της μετάνοιας.

Μα πόσο απλά πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος για να μεταμορφωθεί! Λίγο χρόνο, μόνο, θέλει για να αφήσει τη γιορτή της αγάπης ν' ανάψει τα φώτα στην καρδιά του και να την αφήσει ν΄ απολαύσει τη νιρβάνα, την ώρα που μ' ευλάβεια ξετυλίγει τα ρολά της αργαλίτικης κουρελού στο πυρωμένο πέτρινο πεζούλι του ασπρισμένου αυλόγυρου. Εκεί ας καθίσει με γείτονες και φίλους να ξεχάσει έριδες και πόνους, στην ψυχανάλυση της συντροφιάς να πλέξει τα λουλούδια της πανηγυριώτικης δροσάτης σχέσης με το Θεό και το συνάνθρωπο.

Σαρακηνάδο, 9 Αυγούστου 2009


Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Μια καλημέρα είναι αυτή…

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Οι βολές των ηλιακών ακτίνων για λίγες ώρες μετά την ανατολή τους είναι ανίσχυρες κι η χαρά του ημίγυμνου σώματος στη γαληνεμένη θάλασσα ανείπωτη. Εκείνο το πρωινό επιλέξαμε μια από τις λιγότερο τουριστικές παραλίες στα Βόρεια και Ανατολικά του νησιού μας και ξαπλώσαμε κάτω από τα ψηλά αλμυρίκια…

-Καλημέρα, ακούστηκε από μια άγνωστη, κοριτσίστικη, γλυκιά φωνούλα, που συνοδευόταν από τον ευτραφή παππού της για το πρωινό μπάνιο.

Ξαφνιάστηκα που ένιωσα ν' ανοίγει η καρδιά μου στην ευχή κι ας ήταν «γκιουναϊντίν» η αυθόρμητη απάντησή μου. Ήταν μόλις δυο μέρες που επέστρεψα από μια εκδρομή- προσκύνημα στην Πόλη και το μυαλό μου ακόμα ταξίδευε στους τόπους του ενθουσιασμού και της συγκίνησης. Γκιουναϊντίν ήταν η πρώτη λέξη που μάθαμε όταν προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Ιστανμπούλ . Είχαμε φθάσει «εις την Πόλιν», που εξακολουθεί να είναι ένας από τους κυριότερους προορισμούς των Ασιατών ίσως και των Ευρωπαίων. Εκείνο το γκιουναϊντίν, που ακούγαμε και επαναλαμβάναμε κάθε πρωί έμελλε να είναι καθοριστικό. Κάθε μέρα εξελισσόταν ακόμα καλύτερη και από την προηγούμενη που θεωρούσαμε ότι ήταν ανεπανάληπτη.

Η άλλοτε πόλη του Βύζαντα, που είχε ιδρυθεί από αρχαίους Έλληνες, ύστερα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών, η πρωτεύουσα τριών Αυτοκρατοριών (της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της οθωμανικής) αριθμεί σήμερα 19,5 εκατ. κατοίκους κι εξακολουθεί να φέρει τον τίτλο της βασιλίδας των πόλεων, βασισμένο στη φυσική ομορφιά της, αλλά και στα μνημεία της μακραίωνης ιστορίας της. Μια πόλη που σε κερδίζει το καλωσόρισμα των κεντρικών της δρόμων με τα όμορφα παρτέρια, των πάρκων, των παιδικών χαρών, των υπαίθριων γυμναστηρίων, της καθαριότητας, της αρχοντιάς των παλιών και νέων κτισμάτων: ναών, παλατιών, δημοσίων κτιρίων, ξενοδοχείων, εστιατορίων με το εντυπωσιακό ανατολίτικο κι ευρωπαϊκό χρώμα.

Ένας τόπος με έντονη ενεργειακή φόρτιση, που την αισθάνεσαι στα ρεύματα του Βοσπόρου, στο δέος της Αγια-Σοφιάς, στη χλιδή των παλατιών, στο κάλεσμα για προσευχή από τους δεκάδες μιναρέδες και για μάς τους Έλληνες, ορθόδοξους χριστιανούς το ρίγος από τη συγκίνηση στο προσκύνημα των χώρων της λατρείας και των περιοχών της κατοικίας και της εργασίας του άλλοτε ακμάζοντος κι εκδιωχθέντος Ελληνισμού. Μια πόλη, που άλλαξε πολλές φορές αφεντικά, που την άρχουσα τάξη αποτέλεσαν Έλληνες, Τούρκοι, Ευρωπαίοι κι Ασιάτες χριστιανοί και μουσουλμάνοι, που την «καλημέρα» την έλεγαν με διαφορετικό τρόπο κατά εποχή κι εθνότητα, αλλά που ο ήλιος παραμένει ο ίδιος πάνω και κάτω από τα σύννεφα, σταθερός στην αέναη πορεία του, εγκλωβισμένος στο πηδάλιο του ηλιακού μας συστήματος.

Πόσα τζαμιά στην ιστορική πόλη, όλα στο ρυθμό της Αγια-Σοφιάς, που λειτούργησε κι αυτή σαν μουσουλμανικός ναός για πολλά χρόνια! Πόσοι ναοί χτίστηκαν στα θεμέλια παλιότερων αλλόθρησκων χώρων λατρείας! Πόσα υλικά κατεργασμένα και προσαρμοσμένα στις καινούργιες κάθε φορά ανάγκες από παλιότερα χτίσματα ειδωλολατρικών μεγαλοπρεπών ναών, από την ευρύτερη ασιατική και αφρικανική περιοχή χρησιμοποιήθηκαν για το «νέο» τρόπο λατρείας του θείου!

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο υποβαθμισμένο Φανάρι εξακολουθεί με πείσμα να υπεραμύνεται, να διεκδικεί και ν’ απευθύνει ελληνική «καλημέρα» στους ανθέλληνες της πρώην ελληνικής πόλης. Η γκιουναϊντίν όμως είναι πάντα εχθρική, απόρροια κυβερνητικών επιλογών, οικονομικών συμφερόντων κι εθνικισμού. Δε μοιάζει καθόλου με εκείνη του Παπα-Χρήστου (που ήταν μέλος της παρέας μας και πήγε για προσκύνημα στους τάφους των προγόνων του), όταν αγκάλιαζε στη Χάλκη παλιό του Τούρκο φίλο. Οι λαοί δίνουν άλλο νόημα στην «καλημέρα» τους, όταν δεν τους έχουν ποτίσει με το δηλητήριο του θρησκευτικού, εθνικού ή πολιτικού μίσους.

Η συνεχιζόμενη συρρίκνωση του Ελληνισμού και η δημογραφική έκρηξη της γειτονικής Τουρκίας απαιτεί εγρήγορση πολιτισμική και πολιτική . Η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θέμα χρόνου, διότι τα οικονομικά συμφέροντα σε μια τόσο μεγάλη αγορά είναι τεράστια και το ευρωπαϊκό «πρόσωπο», που δείχνει κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, είναι εμφανές. Δεν αργεί λοιπόν ο χρόνος που θα συρρέει, ελεύθερα και με νόμιμο τρόπο, κόσμος από τα ανατολικά μας. Είμαστε άραγε έτοιμοι γι’ αυτή την επίθεση που θα είναι κι έντονα πολιτισμική; Θα μπορούμε με αυτοπεποίθηση και από θέση ισχύος να απαντάμε «καλημέρα» στην τουρκική γκιουναϊντίν ή θα υποστούμε μια νέα ιδιότυπη τουρκική- ασιατική δουλεία;

Έδιωξα την απαισιοδοξία μακριά μου, όταν τα ιστιοφόρα έβαλαν πλώρη για την κοντινή μας Κεφαλονιά. Το ελαφρύ βοριαδάκι έκανε τα νερά να τρεμουλιάζουν και το γειτονικό νησί έμοιαζε να έρχεται πιο κοντά μας. Νόμιζα ότι έβλεπα την απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όταν την απομακρύνει η ομίχλη και δέχτηκα ευχάριστα κι άλλες καλημέρες σε διάφορες γλώσσες από άγνωστους επισκέπτες της παραλίας. Ίσως να πίστευαν με διαφορετικό τρόπο στο Θεό, ορισμένοι ήταν και αφρικανικής προέλευσης… Μπορεί να ήταν Μωαμεθανοί, Βουδιστές, Χριστιανοί διαφορετικών δογμάτων…. Όλοι αυτοί όμως ένιωθαν την ανάγκη της επικοινωνίας, της καλοδιάθετης ευχής στο ξεκίνημα της μέρας, της απόλαυσης της ζωής.

Ένας ο Θεός, ένας ο άνθρωπος, μια η καλημέρα σε πολλές εικονικές παραστάσεις, χρώματα, τρόπους λατρείας, ονόματα, γλώσσες, φωνές .

«Μια καλημέρα είναι αυτή πες την κι ας πέσει χάμω…», σημειώνει ο στιχουργός. Μια «καλημέρα» στο σταυροδρόμι των λαών της πολυπολιτισμικότητας, που καθένας πρέπει να μπορεί να την προφέρει με το δικό του διαφορετικό τρόπο, έτσι για να είναι η κάθε μας ημέρα καλή κι ευλογημένη.
27-7-2009

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Οδυσσέα Ελύτη, Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ



Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένα ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.


(Από "Τα ρω του έρωτα", 1972)




Related Posts with Thumbnails