Μαθημένοι
εἴμαστε τὶς μέρες τῶν Χριστουγέννων
νὰ ξαναδιαβαζουμε τὴν περίφημη νουβέλα
τοῦ Κ. Ντίκενς «Christmas
carol»
[Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα ἤ
Χριστουγεννιάτικη ἱστορία], ποὺ εἶναι
ὄντως ἕνα τρυφερὸ καὶ διδακτικὸ
ἀναγνωσμα. Ἐπίσης, τέρπει κι ὁ
Παπαδιαμάντης μὲ ἐκεῖνο τὸ κορυφαῖο
καὶ φορτισμένο μὲ νοσταλγία διήγημά
του «Στὸ Χριστό, στὸ Κάστρο» καὶ μὲ
ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἔχει γράψει...
Ὡστόσο
ὑπάρχουν κι ἄλλα ἀκόμη διηγήματα, τὰ
ὁποῖα φανερώνουν μὲ τὸν
δικό τους τρόπο τὸ μεγαλεῖο τῆς Γιορτῆς
καὶ τὴ σημασία του. Κι ἕνα
ἀπὸ αὐτά, πολὺ ἀγαπημένο διήγημα ἀπὸ
τὰ μαθητικὰ ἀκόμα χρόνια, εἶναι κι
αὐτὸ ποὺ στὴ συνέχεια παρουσιάζω κι
εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸ ὑπέροχο ἐκεῖνο
Ἀναγνωστικό, τὸ τόσο φιλόκαλα στολισμένο
καὶ φροντισμένο, τῆς Δ΄
Τάξεως τοῦ Δημοτικοῦ τοῦ 1959. Ἐδῶ, δηλ.
καὶ ἑξήντα περίπου χρόνια.
Ἀλήθεια,
τί ἐντυπωσίασε τὴν παιδικὴ ψυχὴ μετὰ
τὴν ἀναγνωση τῆς «Φουρτουνιασμένης
θάλασσας» ( βλ. σελ. 75-78);
Ἀρχικὰ
πρέπει νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ὁ Ἄννινος ἐδῶ
προσπαθεῖ νὰ διηγηθεῖ κάποια παλιὰ
παράδοση ποὺ ἀσφαλῶς ἄκουσε καὶ τὸν
ἐντυπωσίασε ἀσφαλῶς. Συνάμα θέλει νὰ
καταθέσει καὶ τὴ δικιά του ἑρμηνεία
πάνω στὴ Γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων,
ποὺ εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας
Οἰκονομίας. Χώρια ποὺ μέσα στὴν παρακάτω
ἱστορία διακρίνεται ἡ διαρκὴς
περιφρόνηση -ἄν ὄχι καὶ διωγμὸς τοῦ
Χριστοῦ, ἀπὸ κείνη
ἀκόμα τὴ σημαδιακὴ βραδυὰ τῆς Βηθλεέμ,
ποὺ «τόπος ἦν οὐδεὶς τῷ καταλύματι»
γιὰ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος «δρακὶ πᾶσαν
ἔχων τὴν κτίσιν».
Ὁ
Χριστόγιωργας ἄν καὶ φέρει τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ ἐν τούτοις ἦταν πέρα γιὰ
πέρα ἄ-χριστος, δίχως ἴχνος μέσα του,
δηλαδή, τρυφερότητας καὶ φιλανθρωπίας,
ἀφοῦ κέντρο τοῦ κοσμου ἦταν γι᾿ αὐτὸν
μόνο ὁ ἑαυτός του: Δηλ. κάτι παράλληλο
μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου
(πρβλ. Λκ. 12, 13-21).
Ἡ
ἐπίσκεψη τοῦ ξένου τὴ νύχτα τῶν
Χριστουγέννων δηλοῖ καὶ κάτι ἀκόμη.
Ὅτι δηλαδή, ἐκείνη τὴν περιούσια βραδυὰ
κάποιος ἦρθε νὰ καταλύσει τὴ μοναξιὰ
τοῦ πλούσιου τσέλιγκα, ἀλλὰ καὶ νὰ
τοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ συνεορτάσει
μὲ λαμπρότητα τὴ γιορτὴ αὐτή. Γιατὶ
πολὺ σωστὰ τὸ λέει ὁ Ἀλ. Μωραϊτίδης:
« [Τὰ Χριστούγεννα] εἶναι ἡ μόνη
πανήγυρις, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τοὐλάχιστον
δύο χριστιανοὺς εἰς πανηγυρισμόν της,
κατὰ τὸ «ὅπου εἰσὶ δύο ἤ τρεῖς...»
τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ μόνος εἶναι θλιβερὸν
θέαμα ἐν τοιαύτῃ ἡμέρᾳ...».
Φυσικὰ
ἀπὸ τὰ παραπάνω ἦταν παντελῶς ξένος
ὁ Χριστόγιωργας, γιατὶ δὲν εἶχε βιώσει
τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τὸν γιό Του τὸν μονογενῆ
ἔστειλε στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία του
(βλ. Ἰω. 3, 16). Μόνο ποὺ ὁ κόσμος δὲν Τὸν
κατάλαβε,
ὅπως δὲν κατάλαβε ὁ πλούσιος καὶ
σκληρόκαρδος μεγαλοτσέλιγκας Χριστόγιωργας
ποιὸς τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Καὶ νὰ
σκεφτεῖ κανένας πὼς κάποιοι ἄλλοι
συνάδελφοί του, οἱ φτωχοὶ κι ἁπλοὶ
βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ, ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ
πρωτογεύτηκαν τὴν ἀνείπωτη χαρὰ «ὅτι
ἐτέχθη Σωτὴρ».
Ὁ
διαχρονικὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἰδοὺ
ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ.
3, 20), εἶναι ὁ θεμέλιος
λίθος ποὺ στηρίζεται αὐτὸ τὸ διήγημα,
τὸ ὁποῖο, ὡστόσο, κάνει λόγο γιὰ μιὰ
ἄλλη θύρα,
ποὺ τὴ χτύπησε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν
ἄνοιξε ποτὲ ἀπὸ τὸν νοικοκύρη της.
Κι ὁ νοῶν νοείτω...
«ΦΟΥΡΤΟΥΝΙΑΣΜΕΝΗ
ΘΑΛΑΣΣΑ»
—Ὅση
γαλήνη
καὶ
ἂν
κάνῃ,
ὅση
καλοκαιρία
καὶ
ἂν
ὑπάρχῃ,
πάντα
στὶς
δώδεκα
τὰ
μεσάνυκτα
κάθε
παραμονῆς
Χριστουγέννων
θὰ
ἰδῆτε
ἐδῶ
τὴ
θάλασσα
νὰ
φουσκώνῃ,
νὰ
ἀφρίζῃ
χωρὶς
βοὴ
καὶ
ἀντάρα
καὶ
νὰ
γεμίζῃ
ἄσπρα
κύματα,
λέτε
καὶ
εἶναι
κοπάδια
πρόβατα,
ποὺ
βόσκουν
σὲ
λιβάδι.
Καὶ
πάλι
σιγὰ
- σιγὰ
τὰ
κύματα
σβήνουν
καὶ
χάνονται
στὰ
βάθη
τοῦ
πελάγου...
Ἔτσι
μᾶς
ἔλεγεν
ὁ
μπάρμπα
Ἠλίας
ὁ
Σερεμέτης,
στρίβοντας
μὲ
τὰ
ροζιάρικα,
χονδροπετσιασμένα
χέρια
του σιγάρο.
Καὶ
ἐξακολούθησε:
—Καὶ
μὴ
θαρρεῖτε
πὼς
εἶναι
τὰ
πεῦκα
τότε, που βουΐζουν
ἐδῶ...
Εἶναι
ὁ
βοσκός,
ποὺ
σαλαγάει
τὰ
πρόβατα
ἐπάνω
κάτω
στὸ
περιγιάλι...
Ἐμεῖς
τὸ
ξεύρουμε
πάππου
πρὸς
πάππου
καὶ
τὸ
εἴδαμε
μὲ
τὰ
μάτια
μας...
Ἀπίθωσε
τὸ
σιγάρο
στὸ
πλαίσιο
τοῦ
παραγωνιοῦ,
ὅπου
ἐσπιθοβολοῦσαν
τὰ
λιόκλαρα,
καὶ
ἐσταυροκοπήθηκε
μ’
εὐλάβεια.
Τὸ
πρόσωπό
του, ποὺ
τὸ
εἶχαν
ψήσει
ἡ
ἅλμη,
τὸ
λιοπύρι
καὶ
τὰ
ξηροβόρια,
ἀνυψώθηκε
μὲ
μιὰν
ἐνατένισι
κάποιας
ὀπτασίας.
Καὶ
τὰ
μάτια
του, ποὺ
τὰ
ἐσκίαζαν
πυκνά,
ἀκατάστατα
φρύδια,
ἐπῆραν
μιὰν
ἡμερότητα
καὶ
μιὰν
ἀγαλλίασι,
ὡσὰν
νὰ
ἔβλεπαν
στὰ
Θεοφάνεια
ὁλάνοικτο
τὸν
οὐρανό...
—Ἔτσι
εἶναι,
εἶπε,
ξαναπαίρνοντας
τὸ
σιγάρο καὶ
τραβῶντας
βαθειὲς
ρουφηξιές...
Μοῦ
τὰ
ἔλεγεν
ἡ
κυρούλα
μου...
Ἐκαθόμουνα
δίπλα
της καὶ
ἄρχιζε
τὴν
ἱστορία:
—Τὸ
βλέπεις
ἐκεῖνο
ἐκεῖ
τὸ
χάλασμα
στὴν
πέρα
ράχι,
ἐπάνω
ἀπὸ
τῆς
Μπίγλαινας
τὸ
λιοστάσι;
Ἐκεῖ
ἦταν
τότε
ἡ
στάνη
τοῦ
Χριστόγιωργα
μὲ
τ᾽
ὄνομα,
τοῦ
πρώτου
ἀρχιτσέλιγκα
τοῦ
τόπου...
Γιατὶ
τότε
δὲν
ἦταν
τίποτε
ἐδῶ·
μηδὲ
λιοστάσια,
μηδὲ
χωριό...
Ἔρχοντα,
βλέπεις,
οἱ
«φοῦστες»
μὲ
Ἀλγερίνους
καὶ
ἐσκότωναν
τὰ
παλληκάρια
καὶ
τα ἔπαιρναν
ἀπὸ
τὰ
σπίτια
ὅ,τι
εὕρισκαν...
Γι’ αὐτὸ
καὶ
τὸ
χωριὸ
ἦτο
ὑψηλὰ
στὴν
παλιοχώρα
καὶ
εἶχε
βίγλες,
ποὺ
ἐφύλαγαν
καὶ
ἔδιναν
εἴδησι.
Καὶ
ὅταν
ἐφαίνονταν
οἱ
φοῦστες
στὸ
γιαλό,
οἱ
ἐξωμερῖτες
ὅπου
φύγῃ,
φύγῃ...
Ἄκουες
θρῆνο
τὰ
παιδιὰ
καὶ
χάρχαλο
τὰ
πράγματα.
Καὶ
ἔτρεχαν
νὰ
κρυφθοῦν
στὸ
φρούριο... Ἀς
εἶναι...
Ποὺ
λές,
σ’ ἐκεῖνο
τὸ
χάλασμα
ἐπάνω
στὴν
πέρα
ράχι
ἦτο
ἡ
στάνη
τοῦ
Χριστόγιωργα.
«Εἶχε
χιλιάδες
πρόβατα
καὶ
μυριάδες
γίδια»,
ποὺ
λέγει
τὸ
τραγούδι...
Μὰ
ἦταν
ἄνθρωπος
σκληρὸς
καὶ
ἀπόνετος
καὶ
δὲν
ἔκαμνε
καλὸ
σ’ ἄνθρωπο.
Μιὰ
βραδιά,
ποὺ
λές,
μιὰ
παραμονὴ
τοῦ
Χριστοῦ,
κάποιος
ἐπῆγε
καὶ
κτύπησε
τὴν
θύρα
του. Οἱ
σκύλοι, ποὺ
ἔσκιζαν
ἄνθρωπο,
οὔτε
ἔσκουξαν
οὔτε
ἀγρίεψαν.
Μόνο
ἐπῆγαν
καὶ
συμμαζεύθηκαν
στὰ
πόδια
τοῦ
Χριστόγιωργα.
—Ποιός
εἶναι
αὐτοῦ;
ἐξεφώνησεν
ἐκεῖνος
ἀγριεμένος.
Ποιός
εἶσαι;
Τί
γυρεύεις
τέτοια
ὥρα;
—Ἄν
εἶσαι
χριστιανός,
ἄνοιξε,
ἀποκρίθηκε
μιὰ
φωνή.
Μ᾽
ἔπιασε
ἡ
νύκτα καὶ
τὸ
κρύο καὶ
δὲν
ἠξεύρω
ποὺ
νὰ
πάω.
Ἐχιόνιζε
κι ὅλας,
ἐξέχασα
νὰ
σοῦ
τὸ
εἰπῶ.
—Τράβα
τὸ
δρόμο
σου καὶ
ἐδῶ
δὲν
εἶναι
χάνι,
ἐξεφώνησε
ὁ
Χριστόγιωργας
καὶ
ἐχούγιαξε
τὰ
σκυλλιά.
Μὰ
ἐκεῖνα
δὲν
ἐκουνήθηκαν!
—Γιὰ
τὴν
ἀγάπη
τοῦ
Χριστοῦ,
ποὺ
γεννιέται
τώρα,
εἶπε
παρακαλεστὰ
ἡ
φωνή,
ἄνοιξε,
δὲν
βαστῶ
πιά...
Μὰ
ἐκεῖνος
ποῦ
ν’ ἀνοίξῃ!
—Σύρε
στὸ
δρόμο
σου, ξαναεῖπε
ἀγριεμένα.
78
—Γιὰ
τὴν
ἀγάπη
τοῦ
Χριστοῦ,
ἄνοιξε,
εἶπε
πάλιν
ἡ
φωνή.
Μὰ
ποῦ
ἐκεῖνος!...
Κι
ἄξαφνα
ἄκουσε
τὸ
ποδοβολητὸ
τῶν
ἀρνιῶν,
ὡσὰν
νὰ
ἔβγαιναν
ἀπὸ
τὸ
μανδρί.
Κι ἡ
θύρα
ἄνοιξε
μόνη
της κι
ἐβγῆκαν
ἔξω
τὰ
σκυλιά.
Στὴν
κατηφοριά,
ὡσὰν
φεγγερὴ
σκιά,
κατέβαινε
ὁ
ξένος.
Καὶ
ὀπίσω
του ἀκολουθοῦσαν
τὰ
πρόβατα..
Μπροστὰ
ὁ
ξένος
καὶ
πίσω
αὐτὰ
καὶ
παραπίσω
ὁ
Χριστόγιωργας
φωνάζοντας.
Ὅταν
ὁ
ξένος
ἔφθασε
στὴν
θάλασσα,
ἄρχισε
νὰ
περπατᾷ
στὰ
κύματα.
Ὀπίσω
του ἔρχονταν
ἕνα
- ἕνα
τὰ
πρόβατα.
Καὶ
ἐγέμισεν
ἡ
θάλασσα
ἀπὸ
πρόβατα,
ποὺ
ὁλοένα
ἐξεμάκρυναν,
ἀκολουθῶντας
τὴν
φωτερὴ
σκιά,
ὥσπου
ἐχάθηκαν
στὰ
βάθη
τοῦ
πελάγου.
Κι
ἐχάθηκε
κι ὁ
Χριστόγιωργας.
Κι ἐρήμαξε
ἡ
στάνη
του.
Καὶ
μόνον
κάθε
χρονιὰ
τὴν
παραμονὴ
τοῦ
Χριστοῦ,
στὰ
μεσάνυκτα,
πηγαινοέρχεται στὸν
γιαλὸ
καὶ
σαλαγᾷ
τὰ
πρόβατα,
ποὺ
ἀκολουθοῦν
τὸν
Χριστό.
Γιατὶ
ὁ
Χριστὸς
ἦταν
ποὺ
εἶχεν
ἔλθει
γιὰ
νὰ
τὸν
σώσῃ
ἢ
νὰ
τὸν
τιμωρήσῃ.
Καὶ
ὁ
μπάρμπα
Ἠλίας
ἐσταυροκοπήθηκε
πάλι.
Περιοδικὸν
«Ναυτικὴ
Ἑλλὰς»
Γεράσιμος
Ἄννινος
Ἀπὸ
τὸ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ τῆς Δ΄ Δημοτικοῦ (1959)