Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Η Πρωτοχρονιά στη Ζάκυνθο δεν είχε ποτέ ούτε το μεγαλείο των Χριστουγέννων, μήτε την λαμπρότητα των Φώτων. Σε αντίθεση με τις δύο άλλες αυτές γιορτές του Δωδεκαημέρου, ερχόταν σε δεύτερη μοίρα και μάλλον έπαιρνε μια κάποια λαμπρότητα, δανεική από εκείνες. Θυμάμαι, έντονα, όταν υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία πως όλοι οι άλλοι ήθελαν την γιορταστική τους άδεια για την πρώτη του Γενάρη, ενώ εμείς οι Ζακυνθινοί προτιμούσαμε την πρώτη γιορτή, «του Χριστού», όπως ενδεικτικά την λέμε στο νησί μας ή έστω αυτήν των έσχατων Θεοφανείων, μια και τότε σίγουρα θα περνούσαμε καλύτερα στα σπίτια μας και θα νοιώθαμε πιο έντονα την οικογενειακή θαλπωρή, που τότε μας έλειπε.
Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός, που πολλοί παλιότεροι μου διηγούνται, όταν προσπαθώ να μαζέψω το λαογραφικό υλικό του νησιού μας, πως τα περασμένα χρόνια αυτήν την ημέρα μάζευαν και ελιές και πως σπάνια τηρούσαν την αργία και την επισημότητα της ημέρας. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνει και ένα χαρακτηριστικό και με αγάπη για τον γενέθλιο τόπο γραμμένο άρθρο του χαλκέντερου Ντίνου Κονόμου, το οποίο δημοσιεύεται και στο βιβλίο του «Τση Ζάκυθος», το οποίο τυπώθηκε το 1983 και έχει τίτλο: «Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά στην αλλοτινή Ζάκυνθο». Από τις πέντε σελίδες του, με τις συνήθειες των δύο αυτών μεγάλων του ενιαυτού γιορτών, οι τέσσερις, σχεδόν, καταλαμβάνουν τα έθιμα και τα αντέτια των Χριστουγέννων και μόνο η μία αυτά της Πρωτοχρονιάς. Αν μάλιστα αφαιρέσουμε τους στίχους των τοπικών καλάντων, που δημοσιεύονται εκεί, τότε μόνο μισή σελίδα παραμένει για την απαρχή του χρόνου, με δύο μικρές παραγράφους, που σ’ αυτές ο αξέχαστος ιστοριοδίφης μας διασώζει το πώς υποδέχονταν οι πρόγονοί μας την είσοδο του νέου έτους.
Δεν μπόρεσα να βρω εύκολα εξήγηση γι’ αυτήν την δευτερεύουσα θέση της Πρωτοχρονιάς, που αλλού έχει την πρωταρχική και γιορτάζεται με ιδιαίτερη επισημότητα. Η μόνη λύση, που μπορώ να δώσω είναι πως δεν υπήρχε την εποχή που θεμελιώθηκαν τα έθιμα και οι λαϊκές συνήθειες και πως για μας τους Ιόνιους είναι πολύ νεότερη. Στο νησί μας, βλέπετε, τότε ίσχυε το βενετσιάνικο ημερολόγιο και ο πρώτος μήνας του χρόνου δεν ήταν ο έχων το όνομα του διπλοπρόσωπου θεού Ιανού, αλλά του φιλοπόλεμου ομολόγου του, ο Μάρτης, ο οποίος, μαζί με την Άνοιξη και την έναρξη των πρώτων, παντοδαπών επιχειρήσεων, έδινε και την απαρχή στην ανακύκλωση του χρόνου.
Παρ’ όλα αυτά και η Πρωτοχρονιά στο νησί μας έχει αξιοπρόσεκτα έθιμα και όμορφες, γιορταστικές συνήθειες. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές από αυτές είναι οι λοταρίες, βενετσιάνικης προέλευσης, όπως πολλές άλλες συνήθειες του τόπου μας, οι οποίες χαρακτήριζαν την γιορτή. Αυτές δεν ήταν άλλο τίποτα από μια προσπάθεια για να βρουν διέξοδο τα αζήτητα και μη προτιμώμενα εμπορεύματα των διαφόρων καταστημάτων. Τα συγκέντρωναν, λοιπόν, βάζοντας και κάτι πιο τραβηχτικό και πολύτιμο, τα αριθμούσαν και ο καθένας, τραβώντας έναν κλήρο, για τον οποίο είχε πληρώσει τα ίδια χρήματα, έπαιρνε ό,τι του επιφύλασσε η τύχη του. Σήμερα το όμορφο αυτό έθιμο το έχει επαναφέρει η Χ.Ε.Ν. Ζακύνθου και έτσι οι δραστήριες κυρίες της μάς θυμίζουν παλιές και γνώριμες, γιορταστικές εικόνες, σε μια Ζάκυνθο, που ακόμα αντιστέκεται στην ισοπέδωση.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ημέρας, εκτός από τις τηγανίτες της παραμονής, ήταν και τα κάλαντα, τα οποία δεν ψέλνονταν από παιδιά, αλλά τραγουδιόνταν από καλλίφωνες παρέες μεγάλων, το βράδυ. Πολλά τα κάλαντα αυτά του νησιού μας και όλα τους χαρακτηριστικά και προσαρμοσμένα στην ιδιοσυγκρασία μας. Το ότι σιγά – σιγά καταγράφονται και επανέρχονται στην ζωή μας, από νέους κυρίως μουσικούς μας, με γνώση και παιδεία, αποτελεί ευτύχημα. Είναι και αυτό μια αντίσταση και ένας τρόπος αντίδρασης και ζωής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γιορτής είναι η κουκουνάρα, που απαραίτητα θα έπρεπε να μπει σ’ όλα τα σπίτια, για να δώσει, με την πολύκαρπη μορφή της, αφθονία και ευφορία.
Η μπάντα, τέλος, που σονάριζε από νωρίς το πρωί στις γειτονιές (σκοντράδες τις έλεγαν κάποτε) έδινε το δικό της, καθαρά επτανησιακό χρώμα στην πρώτη μέρα του χρόνου και με νότες, αγαπημένες απ’ όλους τους Ζακυνθινούς, χαιρέτιζε την αλλαγή, που όλοι εύχονταν να φέρει ό,τι είχε στερήσει ο προηγούμενος χρόνος.
Συνέβαινε, μάλιστα, πολλές φορές οι ήχοι της να συνοδεύονται με το χάσιμο στα χαρτιά και του τελευταίου νομίσματος των μόνιμων ή ευκαιριακών τζογαδόρων, που ξενυχτούσαν παίζοντας στα καζίνα ή στα διάφορα σπίτια. Πηγαίνοντας, τότε, πίσω στο σπίτι σου και ακούγοντας τους εύηχους ρυθμούς της, σκεφτόσουν ότι πραγματικά «εφινίρησες με την μπάντα».
Ζώντας σε καιρούς δύσκολους σήμερα, αυτή η φράση γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρη.
Τι άλλο, λοιπόν, να ευχηθώ; Μακάρι να μην «φινίρουμε με την μπάντα». Είναι, πιστεύω, η καλύτερη ευχή για φέτος.
Ο Άγιος να δώσει. Καλή μας χρονιά.