Μὲ ἱερὴ συγκίνηση κρατῶ στὰ χέρια μου τὴ νέα ποιητικὴ συλλογὴ
τοῦ πολυσέβαστου
καὶ ἀγαπητοῦ
μου κ. Π. Β.
Πάσχου, ἡ ὁποία φέρει τὸν τίτλο «Ἐν
θλίψει
ἐπλάτυνάς
με...». Ἐπιτυχὲς, ὄντως, τὸ δάνειον ἀπὸ τὸν Ψαλμό 4, 2, ποὺ
ἐκφράζει πλήρως τὸν ψυχισμὸ τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἀπόλυτα συντονισμένο μὲ αὐτόν. Πρόκειται γιὰ τὴν δεκάτη ὀγδόη συλλογὴ ποιημάτων τοῦ κορυφαίου ποιητῆ
καὶ Διδασκάλου,
ἡ ὁποία καὶ ἀποδεικνύει σαφῶς τὴν λαμπρὴ
διαδρομὴ τοῦ Π. Β. Π. ἀπὸ τὸ 1964, τότε δηλαδή, ποὺ ἦρθε στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος ἡ πρώτη του ποιητικὴ
συλλογή «Μυστικὸν Ἔαρ»,
ἴσαμε σήμερα. Πρὶν ἀπὸ πενηντατρία
χρόνια... Μισὸ αἰῶνα καὶ κάτι, δηλαδή.
Τὰ ὀγδόντα, λοιπόν,
ποιήματα ποὺ
στεγαζει ἡ ἐν λόγῳ νέα συλλογή, καὶ τὰ ὁποῖα χωρίζονται
σὲ τρεῖς ἑνότητες, μᾶς χαρίζουν -ὅταν τὰ πλησιάσουμε
μὲ τὴν δέουσα προσοχή-μιὰ παραμυθία κι ἕνα δέος, ποὺ
πραγματικὰ ἀναπαύει.
Τώρα
ἡ
ἔρημος
ζεσταίνεται
ἀπὸ μνῆμες
κ’
ἡ
χλόη
ἀνθίζει
ἀστρολούλουδα (σελ. 22)
Κι ἀλλοῦ,
Μὴ λὲς πὼς πέθαν’ ἡ χαρά. Τραβάει
δρόμο
δικό
της
καὶ
σφυρηλατώντας
τὸ
χρόνο
μὲ
αὐλοὺς
οὐράνιους
χαρίζει
τῶν
πουλιῶν
τὴν
ἔξαρση
νὰ
ξαναβγοῦνε
στὸν
αἰθέρα.
(σελ. 28)
Προσέχοντας
τώρα τὶς ὀνομασίες ποὺ ἔχει δώσει στὶς τρεῖς ἑνότητες τῶν ποιημάτων
του ὁ Π., παρατηροῦμε ὅτι ἡ κάθε μιὰ ἐνέχει τὴ δικιά της σημειολογία. Δηλαδή, προσπαθεῖ ὁ ποιητὴς μέσω αὐτῶν νὰ χαρτογραφήσει τὴν πνευματική του πορεία,
ἡ ὁποία ξεκινᾶ μὲ «στιχηρὰ ψελλίσματα», γιὰ νὰ συνεχιστεῖ
μὲ «κατανυκτικὰ
θροΐσματα» καὶ
στὸ τέλος, νὰ σφραγίσει αὐτὴ τὴν διαδρομὴ μὲ τὴν «εὐδοκία θλίψεως».
Κι ἐδῶ εἶναι τὸ μέγα ζητούμενο, γιατὶ αὐτὴ ἡ εὐδοκία μεταποιεῖται
μέσω τῆς Πίστεως, ποὺ ἀδιαμφισβήτητα στηρίζει τὸν ποιητή, σὲ κυοφορία λόγου. Λόγου ποιητικοῦ. Παναπεῖ προσευχητικοῦ:
Κύριε,
λίβανο
καὶ
σμύρνα
καὶ
χρυσὸ
δὲν
ἔχω·
κι
οὔτε
σπάργανα
ζεστά
Φάτνη
καὶ
σπήλαιον
ἀνήμερων
παθῶν
ὅλ’
ἡ
πεντάφτωχη
ψυχή
μου
.................................
Μὴν
ἀρνηθεῖς
νὰ
γεννηθεῖς
κι
ἀπόψ᾿ ἐντός
μου
Ἄσμα
καινὸν
θὲ
να
σοῦ
ψάλω
τὴν
αὐγή
δική
Σου
Γέννηση,
δικό
μου
λυτρωμό (σελ. 77).
Ὅμως αὐτὸ ποὺ συγκλονίζει
κυριολεκτικὰ
τὸν ἀναγνώστη εἶναι ἡ ἄσβηστη μνήμη τοῦ ποιητῆ, ποὺ τὸν συντηρεῖ, ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ λατρεία γιὰ τὸν τόπο
του, τὴ χιλιοτραγουδισμένη
Λευκοπηγή
εἶναι πιὰ γνωστή (βλ. τὴν ὁμότιτλη ποιητικὴ
συλλογή Λευκοπηγή,
ποὺ κυκλοφορήθηκε
τὸ 1971 ἀπὸ τὸν «Ἀστέρα»
καὶ ἐμπλουτισμένη
τὸ 1994 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἁρμός).
Ἔχω τὴν ἐντύπωση
πὼς ἄν συγκεντρωθοῦν τὰ ποιήματα τοῦ Π. ποὺ ἔχουν ὡς πηγὴ
ἐμπνεύσεως
τὴν Λευκοπηγή
καὶ ἀναλυθοῦν μὲ προσοχὴ καὶ μεράκι, τότε θὰ μπορέσουμε
νὰ ἔχουμε μιὰ αὐτοβιογραφία
τοῦ ποιητῆ, μὲ ρίζα πάντα τὰ παιδικά του τὰ χρόνια.
Χριστούγεννα, κ’ ἐγὼ κινῶ πάντα ἐρημίτης
Κι
ὁδοιπόρος
στὰ
βουνὰ
ποὺ
ἔχω
χιλιοπερπατήσει
Μονάχος
ἤ
μὲ
τὸ
κοπάδι
κάποτε.
Τὰ
βήματα
μὲ
φέρνουν
σὲ
κλεισμένους
ἀπὸ κέδρα
καὶ
πουρνάρια
δρόμους,
σὲ
παλιομάντρια
ἐρειπωμένα
ὅπου ἀναπαύονται
ἀπὸ χρόνια
ματωμένες
ἱστορίες.
Παπποῦδες
καὶ
μπαρμπάδες
μου
ἐδῶ
παλάιψανε....
......κι ἔχουν
ἀφήσει
τὰ
σημάδια
τους:
ντουβάρια
πεσμένα…
(σελ. 51).
Εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὅταν διαβάζει κανεὶς αὐτὰ τὰ ποιητικὰ συναξάρια τῶν ταπεινῶν κι ἁγίων ποιμένων, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ ριγήσει ἀπὸ τὴν ἱερὴ συγκίνηση ποὺ
αὐτὰ ἀποπνέουν,
ὅπως κι οἱ παρακάτω στίχοι, ποὺ ἀποτυπώνουν ἐπίσης καὶ εἰκόνες μοναδικές.
Ὁ Ἰορδάνης ξεκινοῦσε ἀπ΄ τὸ τριμμένο πετραχήλι
τοῦ
παπα-Μάρκου στὸν
Ἁη-Πρόδρομο·
πλημμύριζε
μὲ
τ᾿
ἁγιασμοῦ τὸ
φέγγος
ὅλη
μας
τὴν
ἐκκλησιά.
......................................
« Ἐν Ἰορδάνῃ
βαπτιζομένου σου,
Κύριε....» Ὕστερα΄
παίρναμε
τὸ
κανάτι
μὲ
τὸν
ἁγιασμό
καὶ
τρέχαμε
πρῶτα ν᾿
ἁγιάσουμε
τὸ
σπίτι,
τὸ
μπαχτσέ,
τ᾿
ἀμπέλια,
τὸ
σταῦλο
μὲ
τὰ
ζωντανά,
τὸ
μακρινὸ
μαντρί,
τοὺς
ἀχυρῶνες....
(σελ. 52)
Δὲν τὸ κρύβω πὼς
νοιώθω ἔνοχος, καθὼς ἀφήνω ἀσχολίαστα
κι ἄλλα ποιήματα, ποὺ
δὲν τὰ ξεπερνᾶς
εὔκολα. Ὅπως π. χ. τὸ ποίημα «Ποῦ θὰ μὲ βρεῖ», ὅπου μὲ βαθειὰ εἰλικρίνεια ὁ Π. δίνει τὸ στίγμα τῆς πορείας
του μέσα στὸ χρόνο, ἀλλὰ καὶ τὴν Τέχνη. Γι’ αὐτὸ
καὶ συμβουλεύει
ὅποιον τὸν ἀναζητεῖ νὰ μὴν τὸν ψάχνει (μονάχα) στὰ δροσερὰ πλατάνια καὶ τὶς ἀγέρωχες λεῦκες τῆς Λευκοπηγῆς:
Ἀρκεῖ μονάχα
...τὰ δρομάκια
τῶν
στίχων
[του] νὰ
πάρει
καὶ
νὰ
ἰδεῖ,
ἀνάμεσα
στὶς
λέξεις
ὅλη
[του] τὴν
πεῖνα
καὶ
δίψα...
[του] (σελ. 43).
Πείνα καὶ δίψα γιὰ Θεὸ ποὺ τὸν φωτίζει καὶ τὴν Ποίηση ποὺ
συνειδητά, ὑπεύθυνα καί, προπάντων, φιλάνθρωπα, διακονεῖ. Τὸ λέει κι ὁ ἴδιος, ἄλλωστε:
Μικρὴ
ὁμολογία
Ἡ
ἀληθινὴ
ποίηση
καταγράφει
πάντα,
μὲ
εἰλικρίνεια
κ᾿
εὐαισθησία
τὰ
βάθη
τῶν
πληγῶν
τοῦ
αἵματος
καὶ
τὶς
κινήσεις
τῶν
παθῶν
τοῦ
πνεύματος. (σελ. 5)
Ἕνα εὐχόμαστε, καθὼς κλείνει αὐτὸ τὸ γραφτό: σύντομα νὰ δοῦμε τὴ δέκατη ἔνατη ποιητική συλλογή πολυαγαπητέ μας, κύριε Παντελή.
π. κ.ν.κ.