[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 93-102]
Πρόλογος
Τό παρόν θέμα, Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι σημαντικό καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἐποχή μας ἰδιαίτερα.
Χαρακτηρίζω ὡς «ἀναγκαῖο» γιά τήν ἐποχή μας τό θέμα αὐτό, γιατί στούς καιρούς μας διαπράττεται καί αὐτή ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ αἵρεση: Τό ὅτι παραθεωρεῖται καί ὑβρίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη, πού ἀποτελεῖ τό πρῶτο μέρος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καί στήν ὁποία εὑρίσκονται τά σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν) ὁμολογοῦμε: «Οἱ προφῆται (ἡ Παλαιά Διαθήκη) ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι (ἡ Καινή Διαθήκη) ὡς ἐδίδαξαν... οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν»! Διά τοῦτο καί τό θέμα περί τῆς διδασκαλίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – σήμερα μάλιστα πού ἀπό ἄγνοια παραθεωρεῖται καί ἀπό θρησκευτικούς ἀκόμη ἀνθρώπους ἡ Παλαιά Διαθήκη – προσφερόμενο ὡς κατήχηση στόν λαό μας, εἶναι περισσότερο ἀπό ἀναγκαῖο.
Σέ ἕνα ὅμως μικρό κείμενο δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ ἐπαρκῶς ἕνα τέτοιο πλούσιο κατά τό περιεχόμενό του θέμα, ἔστω καί ἄν ὁ τίτλος του τό περιορίζει στά βασικά μόνο σημεῖα, ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη πραγματικά ἔχει πλούσια διδασκαλία γιά ἐπί μέρους θέματα καί ἔχουν γραφεῖ ὡραῖα βιβλία καί ἀπό ἡμετέρους καί ἀπό ξένους θεολόγους γιά τήν διδασκαλία της αὐτή, χαρακτηριζόμενα ὡς Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως εἶναι τό θέμα μου, θά ἔκρινα τήν διδασκαλία της περί Θεοῦ, ἀνθρώπου καί ἱστορίας, στήν ὁποία ἐμπλέκεται καί ἡ Μεσσιακή της διδασκαλία. Ἀλλά, ἄν κάνουμε ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ἐπί μέρους θεμάτων, ἀπαιτεῖται νά κάνουμε μία ἐκτενῆ ἐργασία, διά τοῦτο καί ἐνταῦθα θά περιοριστῶ μόνο στήν κύρια διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Δαιθήκης, τήν βασική, ὅπως τήν λέγω στό ὑπό ἀνάπτυξη θέμα μου.
Χριστολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Τήν Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά τήν δοῦμε ὅπως τήν εἶδε ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία γενικώτερα, δηλαδή πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε χριστολογικῶς. Ἡ χριστολογία της, αὐτή εἶναι ἡ κύρια καί ἡ βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο τοῦ Χριστοῦ. Καί κατά τοῦτο δέν διαφέρει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη· γιατί, ὅπως ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων– περί τοῦ Χριστοῦ, τό ἴδιο εἶναι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη: Εἶναι καί αὐτή φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν δικαίων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν– περί τοῦ Χριστοῦ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε θεοπτίες περί τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ Χριστός, «Ἀβραάμ ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη» (Ἰωάν. 8,56). Ἡ μόνη διαφορά τῶν δύο Διαθηκῶν εἶναι ὅτι ἡ μέν Καινή Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν σεσαρκωμένο Χριστό, ἡ δέ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ καί ἐβιάζετο, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἐμφανισθεῖ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐνεφανίζετο, πράγματι, ὡς «Ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου». Ἐπιθυμῶ νά παραθέσω ἐδῶ τήν περιλάλητον περικοπήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περί τῆς σχέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφῆταις καταγγέλλεται. Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796).
Ἡ Καινή Διαθήκη καί σύμφωνα μέ αὐτήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἑρμηνεύουν τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικῶς. Ὡς βάση τῆς χριστολογικῆς ἑρμηνείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε τόν λόγο αὐτό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ἅ περί τοῦ Πατρός ὁ Μωυσῆς λέγει, Παῦλος εἰς τόν Υἱόν ἐκλαμβάνει, πολλήν τήν ἰσότητα δεικνύς» (Ὁμιλία εἰς τόν Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120).
Ἔτσι, γιά νά ἀναφέρω δείγματά τινα, κατά τήν χριστολογική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (α) τό α΄ καί β΄ κεφάλ. τῆς Γενέσεως, πού μιλάει γιά τόν δημιουργό Θεό, μιλάει γιά τόν Χριστό ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου, γιατί λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι «πάντα δι’ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (Ἰωάν. 1,3). Καί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἐν αὐτῷ (δηλαδή, τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ) ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16).
(β) Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν Γιαχβέ Θεό, τόν Νομοθέτη τοῦ Ἰσραήλ στό ὄρος Σινᾶ, καί περί τῆς νομοθεσίας αὐτῆς ὁμιλεῖ ὁ προφήτης Βαρούχ ὅταν λέγει περί τοῦ Θεοῦ «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ» (Βαρ. 3,37). Ὁ λόγος ὅμως αὐτός, ὅπως ἑρμηνεύει ὡραῖα ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί ὁ προφήτης Βαρούχ λέγει περί τοῦ Νομοθέτου Θεοῦ στήν συνέχεια (στίχ. 38), ὅτι «μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»! Καί βεβαίως ὁ λόγος αὐτός ἀναφέρεται στόν Χριστό, γιατί Αὐτός ἐσαρκώθη καί «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» καί ὄχι ὁ Πατήρ! Ἄρα, κατ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, ὁ Ἰησοῦς Χριστός Αὐτός εἶναι ὁ Νομοθέτης τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτός χορήγησε τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι’ αὐτό καί ἔχει τό δικαίωμα νά τόν διορθώσει (νά τόν συμπληρώσει), ὅπως καί τό κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, λέγοντας «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν...» (Ματθ. 5,22) (βλ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244).
(γ) Κατά τήν πορεία τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο, σέ δυό περιπτώσεις πού ἀναφέρονται εἰς Ἐξ. 17,5-6 καί Ἀριθμ. 20,7-11, ὁ Μωυσῆς κτύπησε μέ τήν ράβδο του τόν βράχο καί βγῆκαν ἀπ’ αὐτόν ὕδατα καί ἤπιε ὁ λαός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει καί τίς περιπτώσεις αὐτές χριστολογικῶς καί λέγει εἰς Α΄ Κορ. 10,1-4 γιά τούς προγόνους του Ἰσραηλῖτες ὅτι «ἔπινον ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδή, ἀκολουθοῦσε τούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο σάν μία ἀόρατη πνευματική πέτρα καί τούς ἐφρόντιζε. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Χριστό στήν ἔρημο καί «ὑπό τῶν ὄφεων ἀπώλοντο» (Α΄ Κορ. 10,9), ἄν καί εἰς Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Γιαχβέ. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπως ἀναφέραμε τόν λόγο του, ὅτι ὅσα ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα, αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ἀνάγει στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος, καί πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή Του ἀποκαλύπτεται καί δρᾶ στήν Παλαιά Διαθήκη: «Καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου πάντα αὐτός (ὁ Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα αὐτός ἔπραττε, νομοθετῶν, προνοῶν, κηδόμενος, εὐεργετῶν» (Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός, MPG 48,815).
(δ) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται μέ τήν ἔκφραση «ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, ὅπως λέγεται στό Ἑβραϊκό κείμενο) ἕνα μυστηριῶδες Πρόσωπο, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς Θεός καί ὀνομάζεται ρητῶς «Γιαχβέ». Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· αὐτός στό χωρίο Ἠσ. 9,6 ὀνομάζεται «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», στό δέ Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης». Ὀνομάζεται δέ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «Ἄγγελος», ἐπειδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «τήν πατρικήν ἡμῖν ἀνήγγειλεν βουλήν, κατά τήν αὐτοῦ φωνήν» (MPG 81,296), ἐπειδή δηλαδή ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό Πατέρα γιά νά ἐξαγγείλει τήν βουλή Του.
Ἔχουμε πολλές ἐμφανίσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γεν. 22,11.12 καί Ἰωάν. 8,56. Γεν. 31,11. Ἐξ. 3,2-21. Ἰησ. Ν. 5,13-15. Κριτ. 2,1-5), ὁ τρόπος δέ μέ τόν ὁποῖο γίνεται λόγος περί τοῦ Προσώπου αὐτοῦ δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται, πραγματικά, γιά Πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἀφοῦ καί τό Πρόσωπο αὐτό ὀνομάζεται «Γιαχβέ».
Ἀλλά ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμόφωνα ἑρμηνεύουν ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι δηλαδή ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἑρμηνεύει λανθασμένα ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί τοῦ ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γίνεται βεβαίως λόγος σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί κτιστῶν ἀγγέλων, ἀλλά στίς περιπτώσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ πού μνημονεύσαμε πρόκειται γιά θεῖο Πρόσωπο, πρόκειται γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἀντίληψη τοῦ Αὐγουστίνου προέρχεται ἀπό τό λάθος του ὅτι δέν ἔκανε διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί ἑπομένως ἡ θεοφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἐσήμαινε γι’ αὐτόν φανέρωση τῆς θείας οὐσίας. Καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀδύνατο, γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18). Εἶχε δέ ἀκούσει ὅτι οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τήν ἰδέα ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔβλεπαν τήν θεία οὐσία καί ἐπειδή δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται διά τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἀπέρριπτε τήν δυνατότητα τῶν θεοφανειῶν. Ἡ ἑρμηνεία δέ αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί θείου Προσώπου, ἔγινε βάση τῆς θεολογίας τῶν Φραγκολατίνων καί ἔτσι ὑποτιμήθηκε ἀπ’ αὐτούς ἡ Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεύουν, λοιπόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἠθικολογικά. Ὅπως τονίζω καί στίς πανεπιστημιακές μου παραδόσεις στούς προσφιλεῖς Φοιτητές, ὡς μία κυρία αἰτία ὑποτιμήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τό ὅτι τήν εἴδαμε ἱστορικῶς (ὡς ἁπλῶς μία ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ) καί ἠθικολογικῶς (ὡς ἕνα καλό βιβλίο, ὡς τά βιβλία τῶν φιλοσόφων) καί ὄχι χριστολογικῶς.
Ἡ περί ἱστορίας διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Ὁ Μεσσίας λοιπόν ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι τό «τέλος», δηλαδή ὁ σκοπός τῆς ἱστορίας αὐτῆς. Πραγματικά, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἱστορία της, ἀλλά καί γενικῶς ἡ καθόλου ἱστορία, δέν εἶναι μία τυχαία πλοκή γεγονότων, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν σέ ἕναν τελικό σκοπό, τήν σωτηρία τοῦ κόσμου διά τοῦ Μεσσίου. Ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τῆς ἱστορίας, γιατί σ’ αὐτήν τήν διδασκαλία πλέκεται σχεδόν ὅλη ἡ θεολογία της.
Κατά τήν διδασκαλία αὐτή ὁ Θεός συνδέεται μέ τήν ἱστορία, γιατί Αὐτός εἶναι πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο καί πρέπει λοιπόν σάν ἠθικός καί δίκαιος Θεός νά ἐπεμβαίνει στόν κόσμο γιά νά φυλάγει τήν τάξη αὐτή. Ὑπάρχουν δύο ἔννοιες τοῦ Θεοῦ: (α) Εἶναι πρῶτον, ἡ ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, τοῦ κυριάρχου τῆς φύσεως καί αὐτή ἡ ἔννοια ἀπορρέει ἀπό τήν ἔννοια τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὡς δημιουργός τοῦ κόσμου ὁ Θεός εἶναι ἀσφαλῶς κυρίαρχος αὐτοῦ. (β) Καί εἶναι ἔπειτα ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ, πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο. Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου, τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ, ἀποσποῦσε Αὐτόν ἀπό τόν κόσμο. Ἡ ἔννοια ὅμως τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ τοῦ θέσαντος καί ἐποπτεύοντος τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο, ἔφερε τόν Θεό πλησίον αὐτοῦ καί μέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια ἔχουμε τήν σύνδεση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία.
Τώρα θά ποῦμε ὅτι στό Ἰσραήλ ὑπάρχουν δύο τύποι, δύο πάλι ἔννοιες συνδέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία καί οἱ ἔννοιες αὐτές ἔχουν ὡς βάση κάποια θεολογία.
(α) Ἡ πρώτη ἔννοια ξεκινᾶ ἀπό τήν βάση ὅτι ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, στήν ἀρχή της τοὐλάχιστον, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, λόγω τοῦ πολέμου της κατά τῆς νεκρομαντείας – ἡ ὁποία νεκρομαντεία προϋποθέτει πίστη στήν μεταθανάτια ζωή – δέν ἀνέπτυξε στά πρῶτα χρόνια τήν πίστη αὐτή στήν μετά θάνατο ζωή καί γι’ αὐτό, ξαναλέγουμε, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσραήλ εἶχε ἀρχικῶς ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, ἐπιστεύετο ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο τοῦτο παρέχοντας ὑλική ἀμοιβή καί εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί στέρηση καί δυστυχία στόν ἀσεβῆ. Κατά τήν ἀρχική αὐτή ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας στό Ἰσραήλ ἡ ἐξωτερική εὐτυχία ἑνός ἀνθρώπου εἶναι δεῖγμα τῆς εὐσεβείας του καί ἡ δυστυχία κάποιου θεωρεῖται δεῖγμα τῆς ἁμαρτωλότητός του.
Ὁ πρῶτος αὐτός τύπος τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας παρουσιάζει προτερήματα, ἔχει ὅμως καί ἀδύνατα σημεῖα. Πράγματι, κατά τόν τύπο αὐτόν ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα πεδίο στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία μάλιστα δέν παρουσιάζεται ὡς αὐθαίρετη, ἀλλά κινεῖται κατά δίκαιο τρόπο, ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά εἶναι τά προτερήματα.
Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς ἐννοίας αὐτῆς τῆς ἱστορίας, πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὄχι ὡς ἐλευθέρα ἀλλά ὡς ρυθμιζομένη ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἄλλο σημεῖο πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὡς ἀπολύτως καταληπτή ἀπό τόν ἄνθρωπο, γιατί κινεῖται ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, αὐτά τά δύο φαίνονται ὡς ἀδύνατα σημεῖα τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.
Καί ἡ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πάλι σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει τήν ἱστορία χωρίς κανένα ἀπώτερο σκοπό· γιατί μᾶς τήν παρουσιάζει σάν μία συνεχῆ ἐναλλαγή τιμωρίας καί ἀμοιβῆς τῶν ἀνθρώπων καί τόν Θεό ὡς δεμένο σ’ αὐτήν τήν μηχανική ἀνταπόδοση.
Ἀλλά καί τό ἄλλο ἀκόμη, τό σοβαρώτερο, τό ὁποῖο ταλαιπώρησε κατά τήν πρώτη αὐτή καί παλαιά σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο αὐτό ἀμείβουσα τόν εὐσεβῆ μέ εὐτυχία καί τιμωροῦσα τόν κακό μέ δυστυχία: Εἶναι τό πρόβλημα τῆς «θεοδικίας». Πῶς δηλαδή ἑρμηνεύεται ἡ παρατηρουμένη δυστυχία τῶν εὐσεβῶν καί ἡ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν, πῶς ἑρμηνεύονται οἱ κίνδυνοι καί ἡ καταστροφή τέλος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ κράτους; Τά συμβαίνοντα αὐτά ἐφαίνοντο ὡς ἀντίθετα πρός τήν τεθεῖσα ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ τύπου αὐτοῦ: Ὅτι ὁ Θεός παρέχει εὐτυχία στόν τηροῦντα τίς ἐντολές Του, τιμωρεῖ δέ τόν παραβαίνοντα αὐτές. Κατά τήν παλαιά ἀντίληψη τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ὁ Θεός συνδέεται μέ τό σύνολο γενικά (Kollectivismus) καί ἔτσι οἱ ἁμαρτίες πατέρων μεταβαίνουν στούς ἀπογόνους, ἐξηγεῖται κάπως τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας· γιατί ἡ δυστυχία ἑνός εὐσεβοῦς ἠμποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες κάποιου προγόνου του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἡ παλαιά αὐτή ἀντίληψη τοῦ «καθολικοῦ» τύπου τῆς θρησκείας ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί νά ἀκούεται ἡ ἄλλη διδασκαλία τῆς «ἐξατομικεύσεως τῆς θρησκείας», ὅτι δηλαδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι αὐτός μόνος ὑπεύθυνος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας συνεκλόνιζε, πράγματι, καί ἔθετε σέ κίνδυνο τήν πίστη στόν Θεό (βλ. λ.χ., Μαλ. 3,14-18. 2,17).
Στήν Παλαιά Διαθήκη γίνονται πολλές προσπάθειες γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος τῆς θεοδικίας. Κινοῦνται ὅμως οἱ προσπάθειες αὐτές στό πλαίσιο τῆς πρώτης ἐννοίας συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἡ θρησκεία παρουσιάζεται μέ ἐγκόσμιο χαρακτήρα καί οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ θεωροῦνται ὡς ἀπολύτως καταληπτές ἀπό τόν ἄνθρωπο, κατά τόν τύπο: Ὑλική εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί τιμωρία στόν ἀσεβῆ. Ὡς καλυτέρα φαίνεται ἡ λύση πού δίδει ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Ὁ προφήτης ἔθεσε στόν ἴδιο τόν Θεό τό δύσκολο πρόβλημα, «τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθύνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (Ἰερ. 12,1), γιατί δηλαδή εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε μέ τόν ἑξῆς περίεργο στίχο:
«Ἐάν ὁ δρόμος μέ πεζούς ἀνθρώπους σέ κουράζει,
τί θά κάνεις ὅταν ἀγωνίζεσαι μέ ἄλογα;
Ἐάν στήν ἀσφαλῆ γῆ δέν εἶσαι ἀσφαλής,
τί θά κάνεις στίς ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου;» (12,5).
Εἶναι φανερό ἀπό τόν στίχο αὐτόν ὅτι ὁ Θεός δέν λύνει τό πρόβλημα, ἡ ἀπάντησή Του ὅμως δεικνύει ὅτι ὁ προφήτης πρέπει νά μένει σταθερός στήν πίστη του καί νά ἑτοιμάζεται γιά μεγαλύτερα συγκλονιστικά γεγονότα καί πρός αὐτόν καί πρός τό ἔθνος του, στά ὁποῖα ὅμως δέν πρέπει νά ἀμφιβάλει γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν αὐτή δέν φαίνεται σαφῶς σ’ αὐτά. Γενικῶς, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, ἡ θέση του στό πρόβλημα τῆς θεοδικίας εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά ταρασσόμεθα γι’ αὐτό, οὔτε νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν εἶναι καταληπτές ὅλες οἱ πράξεις Του. Ὅτι καί στά γεγονότα τῆς ἀτομικῆς μας ζωῆς καί γενικῶς τῆς ἱστορίας, στά ὁποῖα δέν φαίνεται νά λάμπει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καί ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ἐνέργεια τοῦ δικαίου Θεοῦ. Λέγουμε ὅμως τώρα ὅτι ἡ λύση αὐτή τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, πού θεωρεῖ ὡς ἀδύνατη τήν κατανόηση τῆς θείας ἐνεργείας στήν ἱστορία, ἀντίθετα δηλαδή ἀπό τήν μέχρι τώρα κρατοῦσα ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν ἱστορία μέ πράξεις, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ, ἡ λύση αὐτή, λέγουμε, εἶναι εἰλημμένη ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί ἔχει τήν ρίζα της σέ ἄλλη, σέ μιά δεύτερη ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.
(β) Κατά τήν ἔννοια αὐτή τό ἔργο τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία δέν εἶναι καταληπτό, ὅπως κατά τήν πρώτη ἔννοια.
Ἡ πρώτη ἀντίληψη περί ἱστορίας ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ καί δικαίου Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε. Ἡ δεύτερη ὅμως ἐδῶ ἀντίληψη βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή ἡ ἱστορία ἀρχίζει μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔφερε στόν ἄνθρωπο τήν ἀπώλεια τοῦ παραδείσου καί τήν διαστροφή τῆς φύσεώς του πρός τό κακό. Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἐπεμβαίνει στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιά τήν σωτηρία του, ἐκλέγει ἕνα λαό, τόν Ἰσραήλ, καί συνάπτει μαζί του διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ, ἀποκαλύπτοντας σ’ αὐτόν τό θέλημά Του, γιά νά ἐργασθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, σ’ αὐτήν τήν δεύτερη ἔννοια τῆς ἱστορίας ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτος κύριος καί ρυθμιστής της, χωρίς νά περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὅπως στήν πρώτη ἔννοια, καί κατευθύνει τήν ἱστορία σέ ἕνα τελικό σκοπό: Τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὅλα τά γεγονότα ἔχουν τό νόημά τους καί συνδέονται μεταξύ τους, συντείνοντα ὅλα στόν τελικό αὐτό σκοπό τῆς ἱστορίας. Ὁπωσδήποτε δέ θά πραγματοποιηθεῖ ὁ σωτηριολογικός σκοπός τῆς ἱστορίας, γιατί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν τόν παντοδύναμο Θεό καί γι’ αὐτό θά ἔχει τό τέλος του, τήν πραγματοποίησή του, τήν ἀνάκληση δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων ἐκ τῆς πτώσεως, τήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τοῦ παραδείσου. Ἔτσι ἄρχισε νά διαμορφώνεται στό Ἰσραήλ ἡ ἐσχατολογία, ἡ διδασκαλία δηλαδή περι τῶν ἐσχάτων τῆς ἱστορίας ἡμερῶν, κατά τήν ὁποία ἡ ἱστορία θά καταλήξει στήν ἐπικράτηση τῆς θείας βουλῆς.
Κατά τήν πρώτη περί τῆς ἱστορίας ἀντίληψη αὐτή προσλαμβάνει ὁρισμένο τύπο, τήν ἀμοιβή τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ρυθμίζεται ἀναλόγως τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς πλήρως κατανοητή. Κατά τήν δευτέρα ὅμως παραπάνω ἀντίληψη ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δρᾶ ἐλευθέρως, γι’ αὐτό καί δέν εἶναι κατά πάντα κατανοητή. Γι’ αὐτό καί ἡ ἱστορία κατά τήν ἀντίληψη αὐτή δέν γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, ἀλλά πίστεως, τά δέ γεγονότα τῆς ἱστορίας προσλαμβάνουν διάφορες σημασίες καί θεωροῦνται ὡς μυστηριώδεις πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἐξυπηρετοῦν τόν γενικό τῆς ἱστορίας σκοπό, τήν σωτηρία δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Οἱ προφῆτες ἐκήρυτταν, πράγματι, ὅτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι πάντοτε κατανοητή, διότι βαίνει κατά θεῖο σχέδιο: «Θαυμαστή εἶναι ἡ βουλή αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), μεγάλη ἡ σύνεσις αὐτοῦ», ἀναφωνεῖ ὁ Ἠσαΐας θαυμάζοντας τήν πλοκή τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας (28,29 κατά τό Ἑβραϊκό). Καί τό ἀκατανόητο τῆς ἱστορίας ἐκφράζων ὁ ἴδιος προφήτης λέγει: «Παράδοξο εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, περίεργη εἶναι ἡ πράξη του» (28,12) καί παρεισάγει τόν Θεό νά λέγει στούς ἀνθρώπους: «Οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαί ὑμῶν, οὐδ’ ὥσπερ αἱ ὁδοί ὑμῶν αἱ ὁδοί μου» (55,8).
Πρός τήν πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς στήν ἱστορία προσκόπτει ἡ ἑδρεύουσα στόν ἄνθρωπο ἁμαρτία, ἡ ὁποία βεβαίως δέν προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο δημιουργό Θεό, ἀλλά ἔχει τήν ἀρχή της στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἐξασθένηση τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς προφῆτες, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριαρχήσει τόν ὅλο ἄνθρωπο τοῦ γίνεται δευτέρα φύση του, ὥστε αὐτή νά μή δύναται πλέον νά μεταβληθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πάρδαλη, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰερεμίου, δέν δύναται νά ἀλλάξει τό χρῶμα της (Ἰερ. 13,23). Δέν δύναται ὅμως ἡ ἁμαρτία νά ματαιώσει τό καθορισθέν ὑπό τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ σωτηριολογικό σχέδιο, πού ἀποτελεῖ τό τέλος, τόν σκοπό τῆς ἱστορίας. Ἡ νίκη δέ κατά τῆς ἁμαρτίας ἐπέρχεται ὄχι διά τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπιστροφῆς του πρός τόν Θεό, ἀλλά διά θαύματος ἐξ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ λυτρωτοῦ Μεσσίου, τόν ἐρχομό τοῦ Ὁποίου μέ πάλλουσα καρδία ἀναγγέλλουν οἱ Προφῆτες.
Ἡ λύση αὐτή γιά τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ μόνη δυνατή, ὅπως αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία καί δή τήν ἰσραηλιτική ἱστορία, ἀπό τήν ὁποία βλέπουμε πόσο ἄκαρπο ἀπέβαινε τό κήρυγμα τῶν προφητῶν περί ἐπιστροφῆς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί πόσο δύσκολο εἶναι ὁ ἀπό τήν ἁμαρτία κυριευθείς ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό καί ἀπό ἐνωρίς σχηματίζεται στό Ἰσραήλ ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία, ὅταν πλέον ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τόν ἄνθρωπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια αὐτή ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τό ἄκαρπο τοῦ κηρύγματός τους στούς Ἰσραηλῖτες οἱ προφῆτες τό ἀποδίδουν σέ πώρωση, σέ βαθύ ὕπνο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου, ἐπιβληθέντα ὑπ’ Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ (29,10· βλ. καί 6,10 κατά τό Ἑβραϊκό). Ἡ διδασκαλία αὐτή περί τῆς προόδου τῆς ἁμαρτίας καί περί τῆς πωρώσεως ἐφαρμοσθεῖσα ὑπό τῶν προφητῶν στό σωτηριολογικό θέμα προπαρασκεύασε τόν Ἰσραήλ νά δεχθεῖ τήν διδασκαλία περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου· γιατί ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας στόν Ἰσραήλ ἐγίνετο σαφές ὅτι δέν μποροῦσε αὐτός νά σωθεῖ διά τῶν ἰδίων του δυνάμεων. Και ἄν αὐτό ἦταν ἀδύνατον γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τόν Νόμο, πολύ περισσότερο δέν ἦταν δυνατόν νά λυτρωθοῦν ἀφ’ ἑαυτῶν τά ἔθνη. Ἔτσι ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη ἐξυπηρέτησε τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς λυτρώσεως, ἄνοιξε θύρα εὐσπλαγχνίας στά ἔθνη. Κατά τά παραπάνω δυνάμεθα νά νοήσουμε κάπως τους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «συνέκλεισεν ὁ Θεός τούς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τούς πάντας ἐλεήσῃ» (Ρωμ. 11,32) καί τό ὅτι ὁ αὐτός Ἀπόστολος καλεῖ μυστήριο τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν διά τῆς πωρώσεως τοῦ Ἰσραήλ, λέγων: «Οὐ γάρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τό μυστήριον τοῦτο... ὅτι πώρωσις ἀπό μέρους τοῦ Ἰσραήλ γέγονεν ἄχρις οὗ τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ» (Ρωμ. 11,25).
Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας
Ἐπειδή τό θέμα μου εἶναι Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θέλω ἐν κατακλείδι νά παρουσιάσω κάτι ἀπό τήν ὑψηλή της διδασκαλία ὡς ὀρεκτικό πρός μελέτη της. Σέ ὅποιον μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ πῶ κάποιο σπουδαῖο λόγο ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά προτιμοῦσα τήν περικοπή Μιχ. 6,6-8. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ προφήτου Μιχαίου (8ος αἰών) ἀναζητοῦσαν μέν τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχαν σωστή ἔννοια Θεοῦ. Καί ἐνόμιζαν ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται μέ παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων καί μέ προσφορές ἐλαίου ἤ – τό ἀκόμη πολύ χειρότερο – γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐνόμιζαν ὅτι πρέπει νά θυσιάσουν τό πρωτότοκο παιδί τους. Ἔτσι εἶχαν διδαχθεῖ ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες. Ἀλλά ἐρώτησαν τόν προφήτη Μιχαία:
6,6 Μέ τί πρέπει νά παρουσιασθῶ στόν Γιαχβέ,
νά προσκυνήσω τόν ὕψιστο Θεό;
Πρέπει νά παρουσιασθῶ μέ ὁλοκαυτώματα,
μέ ἐνιαύσιους μόσχους;
7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός σέ χιλιάδες κριῶν
καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου;
Πρέπει νά προσφέρω τόν πρωτότοκό μου γιά τήν ἁμαρτία μου,
τό γέννημα τοῦ σώματός μου γιά τήν ἀνομία τῆς ψυχῆς μου;
Στά ἐναγώνια αὐτά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, γιά τό πῶς θά βροῦν τόν Θεό καί θά τόν εὐαρεστήσουν, ὁ προφήτης Μιχαίας ἀπαντᾶ:
8 Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό
καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα.
Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκεῖς
καί νά πορεύεσαι ταπεινόφρονα πρός τόν Θεό σου!
Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ προφήτου Μιχαίου εἶναι ὕψος! Εἶναι ἡ οὐσία τῆς θρησκείας! Θρησκεία, κατά τόν ἀθάνατο αὐτό στίχο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Μιχ. 6,8, εἶναι αὐτά τά τρία: α) Νά εἴμαστε δίκαιοι πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους· β) νά ἀγαπᾶμε ὅλους· καί γ) νά φερόμαστε μέ εὐλάβεια ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας.
Ἄς προσέξουμε ὅτι ὁ προφήτης στήν ἀπάντησή του εἶπε τό: «Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα». Πραγματικά αὐτά τά τρία πού λέγει ἐδῶ ὁ προφήτης στόν ἐρωτῶντα αὐτόν λαό, τοῦ τά εἶχαν πεῖ καί οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτόν προφῆτες, γι’ αὐτό ὁ προφήτης μας λέγει «σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε». Πρίν ἀπό τόν προφήτη Μιχαία προφῆτες μέ γραπτά κείμενα ἦταν ὁ προφήτης Ἀμώς πρῶτα, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε πολύ τήν δικαιοσύνη (βλ. Ἀμ. 2,6 ἑξ. 5,11. 4,1 ἑξ. 3,10. 5,7.10.12.15 κ.ἄ.)· ἔπειτα ἔχουμε τόν προφήτη Ὠσηέ, πού ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς ἀγάπη καί παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει ἐκεῖνο τόν ἀθάνατο λόγο στούς τυφλούς Ἰσραηλῖτες τῆς ἐποχῆς του, πού ζητοῦσαν καί αὐτοί νά βροῦν τόν Θεό μέ παχυλές θυσίες: «Ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσίες, γνώση Θεοῦ καί ὄχι ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. 6,6)· καί μετά τόν Ὠσηέ ἔχουμε χρονολογικῶς τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς «καδώς», δηλαδή ὡς «ἅγιον», μέ τήν ἔννοια τοῦ παντοκράτορος, ἔναντι τοῦ Ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται δέος, ταπείνωση καί εὐλάβεια καί νά ὑπακούει στό θέλημά Του (Ἠσ. 6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ. 30,15 κ.ἄ.). Ὁ προφήτης Μιχαίας ἀποδεικνύεται ἕνας καλός μαθητής τῶν προηγουμένων τριῶν διδασκάλων του προφητῶν καί σέ ἕνα λόγο του συνάπτει τήν οὐσιαστική τους διδασκαλία γράφοντας τόν ὑπέροχο πράγματι 6,8 στίχο τοῦ βιβλίου του.
Ὁ στίχος αὐτός τοῦ προφήτου Μιχ. 6,8, ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο, παρά «δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκοῦμε καί πρόθυμοι νά εἴμαστε καί μέ εὐλάβεια νά φερόμαστε στόν Κύριο τόν Θεό μας», εἶναι μία ὑψηλή κορυφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ’ ὅπου φαίνονται οἱ καθαροί οὐρανοί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἄς μελετοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν διδασκαλία Της, πού ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, αἰώνων βάθη.