Έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί η άποψη ότι η Τέχνη δεν εκφράζεται ως τρόπος ζωής, αλλά ως απόσταγμα ζωής. Εντοπίζοντας το ενδιαφέρον στην Τέχνη του Λόγου και μάλιστα στην Ποίηση, ισχυριζόμαστε ανεπιφύλακτα ότι, όχι μόνον αποτελεί τρόπο ζωής, μέθοδο ψυχικής αναπνοής κι εξωτερίκευσης μυστικών εσωτερικών μιλημάτων, αλλά (ως εκ τούτου) είναι ταυτόχρονα και μνήμη θανάτου, με δύο συγκεκριμένους εντέλει στόχους: Την εξοικείωση μαζί του και -ει δυνατόν- την υπέρβασή του.
Ο Ποιητής, συνθέτοντας το έργο του, αποσυνθέτει πράγματα και καταστάσεις, μικρά και μεγάλα του ορατού και αόρατου κόσμου -πραγματικού και μεταπραγματικού- επίσημα και απλοϊκά, κατεστημένα και ανατρεπτικά του κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά κι εκείνα του περιθωρίου, με στόχους ανάλογους: Την υπέρβαση δηλαδή της φθοράς, το όσο γίνεται πιο ανώδυνο πέρασμα της ανθρώπινης υπόστασης προς το Αιώνιο. Ο Ποιητής δεν πανικοβάλλεται από την θέα και την συνάφεια με τον θάνατο. Αντίθετα, συνομιλώντας γι’ αυτόν (ή κάποτε και με αυτόν) αποκτά την ευκαιρία καταλλαγής μαζί του, μεταχειριζόμενος τις δυνατότητες που η Ποίηση ελεητικά τού παρέχει. Ο αρχέγονος εχθρός της ανθρώπινης φύσης, η κυριότερη αφύσικη απόρροια της προπατορικής πτώσης (κατά την παλαιοδιαθηκική θεώρηση) αποτελεί στο εξής για τον Ποιητή κατάσταση κατ’ ανάγκην φυσική. Συνυπάρχουν και μάλλον αλληλοπεριχωρούνται.
Όλες οι παραπάνω θέσεις, που εντελώς συνοπτικά ιχνογραφούν τις σχέσεις Ποίησης-Θανάτου, ισχύουν ασφαλώς, όπως θα δειχθεί στην συνέχεια, και για την περίπτωση του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, του σημαντικότερου -θεωρούμε- ποιητή του εικοστού αιώνα.
Όταν το φθινόπωρο του 1991 γιορτάσθηκαν παγκοσμίως τα ογδόντα χρόνια του, εκείνος -αντί άλλων κερασμάτων- μάς προσέφερε (αυτό κι αν ήταν προσφορά!!!) το ιδιαίτερα προχωρημένο απ’ όλες τις επόψεις ποιητικό έργο του, με τίτλο «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας». Τότε λοιπόν οι πλείστοι όσοι άκριτοι κριτικοί νόμισαν ότι, λόγω ηλικίας, με το συγκεκριμένο βιβλίο του ήδη μάς αποχαιρετούσε. Η περί τον Ελύτην «θανατολογία» των ημερών εκείνων άνθισε τόσο, ώστε ο ίδιος ο Ποιητής αναγκάσθηκε δημόσια τότε να διαμαρτυρηθεί, δηλώνοντας με έμφαση τα ακόλουθα (Εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, 1.12.1991, σ. Β6):
«Είναι κρίμα που ορισμένοι ερμηνεύουν τα “Ελεγεία” σαν ένα διάλογό μου με το θάνατο, επειδή ίσως σκέφτονται ότι είναι ένα θέμα που με απασχολεί περισσότερο απ’ όσο οτιδήποτε άλλο σήμερα στα ογδόντα μου χρόνια (…). Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν έχουν παρατηρήσει ότι το θέμα του θανάτου με απασχολεί σε όλα μου τα έργα κι όχι μόνον τα τελευταία χρόνια, που είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου ή επειδή συμπλήρωσα την όγδοη δεκαετία του βίου μου. Λένε τώρα: έγινε ογδόντα ετών, φοβάται. Νομίζω πώς αυτή τη φορά με τα “Ελεγεία” το παράκαναν. Εγώ τύπωσα ένα ποιητικό βιβλίο κι εκείνοι το αντιμετώπισαν σαν να έβγαλα αγγελτήριο κηδείας! Μόνο που δεν βάλανε πένθος στο μανίκι. Κι είναι άσχημο, να τους δίνεις φως και να στο επιστρέφουν μοιρολόι».
Η τελευταία αυτή φράση του Ελύτη είναι σαφέστατη. Μιλώντας για τον θάνατο, σε καμιά περίπτωση ούτε μεμψιμοιρεί, μήτε μοιρολογάει. Απλώς, δίνει φως! Φωτίζει το έρεβος και τον αγνωστικισμό, που συνήθως σκιάζουν τον περί θανάτου προβληματισμό μας και, κατά συνέπειαν, ως κορυφαίος αυτός μελωδός της ανθρώπινης τραγωδίας (αν όχι κάποτε και κωμωδίας), οδηγεί όλους εμάς στην κάθαρση της ύπαρξης.
Από την πρώτη ήδη ποιητική έξοδό του στον κόσμο (ή, αν θέλετε καλύτερα, την πρώτη είσοδό του στην ψυχή), με το βιβλίο «Προσανατολισμοί», ο θάνατος διαφαίνεται στο σκηνικό, αλλά δίχως ιδιαίτερη ισχύ. Το αντίπαλον δέος του εκφράζεται με την αγάπη προς κάθε τι το έμψυχο ή το άψυχο. Με την αποφασιστική δύναμη της νεότητας φέρει δυνάμει τις προοπτικές για την αχρήστευση του αρχαίου εχθρού. Η διακήρυξή του στο ποίημα «Ελένη» (σ. 75) είναι δηλωτική αισιοδοξίας και σιγουριάς:
«Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω
Μια που Εσύ υπάρχεις…»
Και στις «Αιθρίες» (σ. 93) επίσης σαφέστατη:
«Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο».
Μα ο θάνατος, κατά τον Ελύτη, δεν αχρηστεύεται μόνο με την αγάπη και με την ορμή της ήβης. Έρχονται κάποιοι δίσεκτοι καιροί, κατά τους οποίους η απώλεια μιας συμβατικής και συμβιβασμένης ενδεχομένως ζωής οιωνίζεται την αθανασία. Η αυτοθυσία π.χ. του «χαμένου ανθυπολοχαγού της Αλβανίας» καρπίζει «άσμα ηρωικό και πένθιμο», μες από το οποίο, με λόγο πασχαλινό - αναστάσιμο, αθανατίζεται ο θανατωμένος πολεμιστής (σ. 36):
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Το ίδιο συμβαίνει στην συνέχεια και στο μεγαλόπνοο σύνθεμά του, «Το Άξιον Εστί» (σ. 70):
«Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει»,
για να δώσει πολύ αργότερα μες στο έργο του «Ο Μικρός Ναυτίλος» (σ. 96) διαστάσεις μεσσιανικές στον ποιητικό λόγο του, παραπέμποντας στα υπαινικτικά περί του Μεσσία κείμενα του Πλάτωνα και του Αισχύλου:
«Και αφού σ’ εξοντώσουν θα ‘ναι ακόμη ωραίος
ο κόσμος εξαιτίας σου
η καρδιά σου - καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μια ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει».
Παράλληλα όμως και πίσω από την επιφαινόμενη αισιοδοξία του Ποιητή, ξεδιακρίνουμε να υποφώσκει το δέος του Τέλους, που φθάνει στις «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό» (σ. 18) να γίνει «καημός»:
«Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η
λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο».
Στο ερωτικό «Μονόγραμμά» του, εξάλλου, αναλογιζόμενος τον κόσμο (ποιον κόσμο;) μετά την δική του προσωπική κατάληξη, επανέρχεται περισσότερο ελεγειακός:
« Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς…» (σ. 13)
Όσο περνούν τα χρόνια και σωρεύουν στο σώμα τα στίγματα της φθοράς ανεξίτηλα και πάνω στην ασθμαίνουσα καρδιά σπαράγματα ελπίδων και ανέλπιδης κάποτε αγάπης, τόσο η αγωνία επιτείνεται. Η απόλυτη βιολογική ολοκλήρωση με την επιστροφή στην χοϊκή υπόστασή μας και την ανάλυση στα στοιχεία μας, η αναπότρεπτη αποδέσμευση από τους «δερμάτινους χιτώνες» (Γεν 3,21) και μάλιστα ο σκεπτικισμός για τα πέραν της εντάφιας εμπειρίας συνιστούν πρωταρχικά υπαρξιακά προβλήματα ιδιαίτερα για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή και μάλιστα για τον Οδυσσέα Ελύτη.
Και όμως, αντιστέκεται!... Στην πρώτη κιόλας σελίδας των «Εν λευκώ» θεωρητικών κειμένων του (σ. 17) συλλογιέται:
«… Ο θάνατος μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σωστός, θέλω να πω λιγότερο ή περισσότερο ένας χαμός ανεπανόρθωτος, ανάλογα με τον τρόπο που θα τον δεχτείς…».
Νωρίτερα, στο ποίημα του «Villa Natacha» από «Τα Ετεροθαλή» (σ. 46 εξ.) θεωρεί ότι
«Πρέπει και θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται…»,
γι’ αυτό και στο «Σηματολόγιον» (σ. 13), με παρρησία και γενναιότητα, συμβουλεύει τον καθένα:
«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από την φθορά».
Η Τέχνη στην κάθε μορφή της εκφρασμένη, (όταν πάντως είναι μεγάλη, άρα διασώζουσα), αποτελεί διέξοδο προς την Ζωή, θύρα προς την Αιωνιότητα, όντως «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Μες από την «Ωδή στον Πικασό» («Τα Ετεροθαλή», σ. 23), καταγράφει ο Ελύτης κάποιες εικαστικές τεχνικές υπέρβασης του θανάτου, που αφορούν στη μεγαλοσύνη του Ισπανού Κυβιστή Καλλιτέχνη:
«(…) εσύ θυελλοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι»,
ενώ μιλώντας για την καταλυτική επιρροή της Μουσικής ισχυρίζεται στο «Εν λευκώ» (σ. 256), ότι «κάθε μεγάλη μουσική, στο βάθος, είναι μια καταφρόνεση θανάτου», μια και «η τέχνη, ακόμα και όταν οδηγείται προς τον θάνατο, τον ανεβαίνει, δεν πέφτει μέσα του» (ό.π., σ. 257).
Αλλά και ο ίδιος ο Ποιητής πράττει με την Τέχνη τού Λόγου τα ανάλογα. Αναλύοντας από κάθε οπτική τις δεδομένες και άδηλες εκδοχές του θανάτου, συνθέτει ταυτόχρονα λέξεις, στίχους, ποιήματα – αντίδοτα του Τέλους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο Ελύτης, σε μιαν όντως χαώδη χρονική περίοδο ιστορικής και πνευματικής παρακμής, κατά την οποίαν ενηλικιώνεται λογοτεχνικά, καταφέρνει γόνιμα να σπάσει την μεθόριο της γλώσσας και να καθιερώσει την δική του άποψη, δίχως να εγκλωβισθεί μόνιμα ποτέ στους όποιους συμβιβασμούς φόρμας και ιδέας. Ούτε είναι τυχαίο, που κατορθώνει να συναρμολογήσει με μαστοριά Κοσμοπλάστη τα τόσα και τόσα παραθεωρημένα θραύσματα συναισθημάτων κι ενοράσεων. Η αντίστασή του είναι τελικά στον θάνατο. Στο βιβλίο του μάλιστα, υπό τον τίτλο «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (σ. 54), μιλάει γι’ αυτό ακριβώς: «Κόβω κάτι δαγκωνιές του θανάτου τόσο ισχυρές που, ώσπου να συνέλθει, προφταίνω να πάρω μια καινούργια παράταση».
Η κάθε λογοπλοκή μα και η λογοπλασία, η κάθε παύση του ή το εσκεμμένο λευκό της σελίδας, το σπάσιμο του συντακτικού ειρμού (συχνότερα στο προ τού θανάτου του εκδεδομένο ποιητικό βιβλίο του, δηλαδή το «Δυτικά της Λύπης») πειραματίζεται την αθανασία. Ψάχνει και ανακαλύπτει νεότερους τρόπους εξόδου από τα συμβατά της γλώσσας και της νόησης, για να προσπελάσει έτσι -σώος από την τύρβη και την τριβή της καθημερινότητας- στο Ανείπωτο και το Απερινόητο, όπου η διάρκεια δεν διανύεται και ο χρόνος δεν μετράει. Άρα, η Ποίησή του συμπεριφέρεται δισυπόστατα: Ως φορείο της τραυματισμένης από χίλιες αιτίες ύπαρξης, αλλά ταυτόχρονα δρα και ως «πάσχα» (πέρασμα, διάβαση δηλαδή) σωτηρίας, εκεί που όλα νομίζονται τετελεσμένα. Ως «Αντιφωνητής» στη «Μαρία Νεφέλη» (σ. 19) εξομολογείται με λόγους προσευχητικούς:
«Ποίηση ώ Αγία μου-συγχώρεσέ με
Αλλά ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλη όχθη»,
επειδή έχει πεισθεί,
« Ότι έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα»,
καθώς προφητικά σημειώνει στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 26).
Στο έργο του «Ο Μικρός Ναυτίλος» (ποίημα XXIV, σ. 117), μιλάει για την άλλη, την υπερλογική θεώρηση των πραγμάτων, που ως Ποιητής πρεσβεύει και, που μέσω αυτής, έστω και δια του θανάτου, θεάται την αθανασία:
«ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ είναι “τοπίο” - η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι “διάρκεια”. Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ’ αφήνει να τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ’ τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του, όπως, ακριβώς, μέσα σ’ ένα ποίημα. Και τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα- να κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.
Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί».
Στην πρώτη (αβασάνιστη) αναγνώριση ορισμένων άλλων σημείων του ίδιου έργου («Ο Μικρός Ναυτίλος», σ. 99), νομίζει κανείς ότι ο Ποιητής υποκύπτει σ’ αυτό που λένε «πεπρωμένο», διότι με κάποια δόση πικρίας διαπιστώνει:
«Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ’ απολύει
Ένα-ένα τα έργα σου»,
αλλά ο ίδιος ετεροχρονισμένα στο «Σηματολόγιον» (σ. 95) μάς έχει δώσει λύση (κλειδί εξόδου), που είναι ταυτόχρονα λόγος παραμυθίας και παράγγελμα:
«Αν είναι να πεθάνεις
πέθανε
αλλά
κοίτα να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη».
Είναι σαφέστατη εδώ, αλλά και στην εν γένει λογοτεχνική συμπεριφορά τού Ελύτη, η προσδοκία της Ανάστασης, το να είναι αυτός ο Πρώτος, που θα ευαγγελισθεί την πρωτόφαντη αυτή αυγή της ύπαρξης, εκεί «δυτικά της λύπης» (όπου ασφαλώς ανατέλλει η Χαρά), ο Πρώτος, που θα κηρύξει την ασυναγώνιστη εμπειρία μετά την σκοτοδίνη και το σκιώδες του θανάτου, αρχίζοντας μάλιστα έργο αναστατικό απ’ αυτή κιόλας την πολιτεία του Άδη, ως άλλος Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος, σύμφωνα με την υμνολογική παραδοχή, «χαίρων ευηγγελίσατο και τοις εν Άδη».
Στο ποίημα «Πάτμος», από το έργο «Μαρία Νεφέλη» (σ. 24), παραδέχεται ο Ποιητής ότι ο θάνατος, όχι τόσον ο βιολογικός όσον ο πνευματικός εδώ, απορρέει και λειτουργεί ως συνέπεια άρνησης ή ανικανότητας ν’ αφουγκρασθεί δημιουργικά ο άνθρωπος τα ενεργήματα μιας ουράνιας Αποκάλυψης. Λέει:
«Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος,
από ζώντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες. Αλλ’ ο κόσμος φεύγει…
Άι άι δυο φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται η αγάπη.
Κρίμας κρίμας κόσμε
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί,
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων και υδάτων πολλών
καν εκείνο το “έρχου” που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα».
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Ελύτης, ευρισκόμενος «εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω» (Απ 1,9), δεν μπορεί, παρά με τον τρόπο του, να θεολογεί. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η ενασχόλησή του με τη «Αποκάλυψη του Ιωάννου» και η απόδοση σε νεοελληνική μορφή του ιερού αυτού κειμένου, με την οποίαν έχει ήδη πλουτίσει την Γραμματεία μας. Η στέρηση της θέας του Θεού (όχι πια του θεού των θρησκειών, αλλά του ζωντανού Αποκαλυπτόμενου Θεού) επιφέρει «από ζώντας τις δαχτυλιές (του θανάτου) επάνω μας». Κι ετούτος ο θάνατος είναι -αλίμονο- ο πλέον επικίνδυνος, ο δίχως περιθώρια διάσωσης στην «απέναντι όχθη», δίχως επιστροφές. Για τον άλλον, τον βιολογικό, εκείνον που φοβίζει συνήθως τους ανθρώπους περισσότερο, ο ποιητής εισηγείται μιαν ακόμη διέξοδο παράκαμψής του («Μαρία Νεφέλη», σ. 116):
«Εάν υπάρχει τρόπος να πεθάνεις χωρίς
ν’ αφανίζεσαι – είναι αυτός: μία διαφάνεια
όπου τα ύστατα συστατικά σου - δρόσος,
φωτιά – όντας ορατά για όλους, έτσι κι
αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί».
Και παρότι στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 35) έχει παραδεχθεί ότι
«Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία»,
στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», περισσότερο φιλοσοφικός και στο έπακρο απαιτητικός από την Τέχνη του Λόγου, στο ναό της οποίας επάξια θήτευσε, συγκεφαλαιώνει τις ανατρεπτικές θεωρήσεις του για τα όσα Παρελθόντα και τα όποια Μελλούμενα, κυρίως τα δεύτερα. Ζει την αλήθεια των πραγμάτων, αποκρυπτογραφεί τα κρύφια μηνύματα που εκπέμπουν, προσδέχεται και μας αντιπροσφέρει την αλήθεια της ζωής, για να παραμείνει ζωντανός και μετά θάνατον. Μας δηλώνει ότι
«Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω»
(«Περασμένα Μεσάνυχτα», σ. 21)
με την πεποίθηση ότι
«Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται»
(«Ρήμα το σκοτεινόν», σ. 37).
Και όλα ετούτα, επειδή, όπως χαρακτηριστικά διακηρύσσει,
«Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος».
(«Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», σ. 7 εξ.)
Είναι ολοφάνερο, ότι ο Ποιητής διαχωρίζει άρδην την θέση και την στάση του έναντι των λοιπών, ως προς το κορυφαίο ετούτο γεγονός της ύπαρξης. Στο ποίημα «LA PALLIDA MORTE» (σ. 19) γράφει:
«… οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια
εκεί
Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος»,
Αυτός, θα συμπληρώναμε εμείς, που κατέχει σε όλες τις πτυχές του το μυστηριώδες «μη λεγόμενον» (ό.π., σ. 18) και που ήδη όμως, από την εποχή της «Μαρίας Νεφέλης», μάς είχε σε άλλη διάλεκτο εκμυστηρευθεί. Ότι δηλαδή
«(…) ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με τον νου τους οι άνθρωποι»
(«Ο προπατορικός Παράδεισος», σ. 62),
επειδή, όταν Εκείνος έρχεται,
«Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
[………………………………………………………………
………..] άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει (…)»
(«LA PALLIDA MORTE», σ. 18 και 19)
Τελικά, ο θάνατος δεν είναι, δεν υφίσταται για όσους ενσυνείδητα κι ευσυνείδητα βιώνουν την ασκητική της Αγάπης, της Αλήθειας, της Αυτοθυσίας, της Αθωότητας, της Απλότητας (μεγαλειώδους έτσι κι αλλιώς), της Ειλικρίνειας των σχέσεων, της Διαφάνειας των συναισθημάτων, του Έρωτα με τα πράγματα και τα είδη όλα, μια ζωή Σταυρού δηλαδή και Ανάστασης.
Στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 33) υπάρχει μια ποιητική παράθεση ονομάτων, ένα αλφαβητικό προσκλητήριο τόπων - συμβόλων, επί των οποίων δεν δύναται ο θάνατος να ισχύει πια. Θα υπέθετε κανείς ότι αφορούν σ’ ένα τέμπλο νοητό της πατρίδας, σε μορφές καθαγιασμένες από ένα εικονοστάσι ελληνικό, όπου ο καθείς αθανατίζεται με «αρετήν και τόλμην», που θάλεγε ο Κάλβος, εξ’ ού και απελεύθεροι πλέον από τα δεσμά της όποιας φθοράς (έχοντας ήδη καταργήσει «θανάτω θάνατον»), αντέχουν διαρκώς σ’ έναν -με τροπική έννοια- ουρανό ανέφελο και διαυγέστατον, αφού, όπως εμφατικά στο «Εν λευκώ» μας βεβαιώνει (σ. 27), «δεν υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα του ελληνικού θανάτου». Να, το ποίημα:
«Σ’ ΟΛΟΥΣ ΤΟ ΨΙΛΟΒΡΟΧΟ κάτι λέει. Σε μένα τίποτα.
Σφάλισα τα τζάμια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπαλαίας∙ την Βρησιίδα∙ τα Γαυγάμηλα∙ τον δούλο του Κριναγόρα∙ τον Ελλήσποντο∙ τα Ζαγόρια∙ τον Ηλία τον Προφήτη∙ τον Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης∙ την Ισσό∙ τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο∙ την Λαΐδα∙ τον Μαστρ’- Αντώνη∙ τον Νικία∙ την ξέρα της Αγίας Πελαγίας∙ τον Όμηρο∙ (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)∙ τους Πελασγούς∙ τη Ρωξάνη∙ τη Σθενελαΐδα∙ τα Ταταύλα∙ τον Ίβυκο (ερωτομανέστατο)∙ τη Φαιστό∙ τις Χοηφόρες∙ τα Ψαρά∙ και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο)».
Η χαρτογράφηση των τοπίων θανάτου, που προκύπτει, όχι απλά ως φιλολογική επισήμανση κάποιων σημάτων μελαγχολίας ή φοβίας, αλλά κυρίως ως ανίχνευση των διασωτικών «κατόπτρων αθανασίας», διάσπαρτων έτσι κι αλλιώς στην ποιητική ενδοχώρα του Οδυσσέα Ελύτη, δεν εξαντλείται οπωσδήποτε σ’ αυτήν εδώ την ενασχόλησή μας. Ίσως τώρα μόλις αρχίζουμε κάπως να υποψιαζόμαστε. Και τούτο, διότι μια τέτοια ποίηση, έμψυχη και μετα-ιστορική, ενέχει πάντοτε το στοιχείο των πολλαπλών εκδοχών και της δημιουργικής έκπληξης, πράγμα για το οποίο και ο ίδιος στα «Τρία ποιήματα με σημασία ευκαιρίας» (σ. 39) αυτοερμηνευτικά μάς προειδοποιεί:
«Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο».
Στην «πείρα», που τού «ξέμαθε τον κόσμο», αυτόν της αθωότητας και της διαφάνειας, θα προσθέταμε και την πυρά του θανάτου, που τού αποκαλύπτει όμως ολοένα και μοναδικά το πολυδιάστατο (ή καλύτερα, το αδιάστατο) του Απείρου.
Στις σκέψεις πάντως που προηγήθηκαν, δείχθηκε με κάθε δυνατή συντομία το αδούλωτο του πνεύματος απέναντι στο ευάλωτο της σάρκας, το δίκαιο του ποιήματος απέναντι στο απρεπές του θανάτου. Για τούτο, σε τελευταία ανάλυση, ο Ελύτης εθήτευσε μέχρι την ύστατη στιγμή στην Ποίηση. Το έχει δηλώσει ο ίδιος, άλλωστε, προ πολλού στα πάντοτε «Ανοιχτά Χαρτιά» του (σ. 39):
«Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντίθετων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και στο φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει∙ να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε∙ τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση».
[Από το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα 1997, σσ. 7-28]
1 σχόλιο:
άριστη συμβολή στην μελέτη του έργου του ποιητή...επιπλέον λόγια - εφόδια, της πτώσης φτερά για ανάσταση...
για να θυμηθούμε και τα δικά σου ποιήματα: "ποιός είσαι εσύ που δεν θέλεις να πεθάνεις"
καλημέρες στους ποιητές της Ζακύνθου
Δημοσίευση σχολίου