Χαρακτικό Ελένης Οικονομίδου |
Όλοι μας αναφερόμαστε συχνά στην παλιά Ζάκυνθο, την προσεισμική, αλλά ελάχιστα, τουλάχιστον εμείς οι νεώτεροι, οι μετά το 1953 γεννημένοι, φαίνεται να γνωρίζουμε γι’ αυτήν. Βυθισμένη και αυτή σαν τα ερείπιά της σε πελάγη επιθυμίας και σκεπασμένη με τις στάχτες της, έχει περάσει περισσότερο στην σφαίρα του μύθου και της σε μορφή παραμυθιού φαντασίας και λιγότερο είναι κάτι απτό και υπαρκτό, με σάρκα και οστά, με τα καλά και τα κακά της στοιχεία. Είναι που μια γενιά, αυτή που πριν την θεομηνία ακούμπησε σ’ εκείνη την νεότητά της και πριν πολυκαταλάβει την παρουσία της βρέθηκε με δίχως κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της και με το περιβάλλον που την γέννησε και σ’ αυτό σκηνοθέτησε το σενάριο της ζωής της οριστικά εξαφανισμένο. Γι’ αυτό την πέρασε στην σφαίρα της νοσταλγίας και την τοποθέτησε στην χώρα του άυλου. Είναι δηλαδή και αυτή κάτι σαν τον λεγόμενο παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο. Βλέπεται με ευχάριστη νοσταλγία, αλλά μας αποκρύπτει την ουσιαστική πραγματικότητα.
Φως στην περίπτωση δεν μπορεί να ρίξει τόσο η έρευνα, η οποία πάντα κοιτά το παρελθόν με τα δικά της μάτια και με τις εμπειρίες της προσπαθεί να την ερμηνεύσει, αλλά η ουσιαστική κατάθεση όσων την έζησαν και την αγάπησαν, που γνωρίζοντας και την σημερινή, την μετασεισμική και τουριστική, είναι σε θέση να κάνουν συγκρίσεις και να μας οδηγήσουν στο να βγάλουμε όσο γίνεται πιο σωστά συμπεράσματα, όχι τόσο υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά. Γιατί άλλο η ερμηνεία του παρελθόντος με την δική μας σκέψη και άλλο η καταγραφή των γεγονότων με τις εμπειρίες αυτών που τα έζησαν. Στην πρώτη περίπτωση μπορούμε να μιλήσουμε για επιστημονική προσέγγιση, ενώ στην δεύτερη για βιωμένη μαρτυρία. Η μεν εκφράζει περισσότερο την εποχή μας, η δε κατά το πλείστον την εποχή της.
Σ’ αυτά τα πλαίσια κινούμενο το βιβλίο του Νίκου Σ. Πομόνη «Η Ζάκυνθος της μνήμης, μια περιδιάβαση στον τόπο και τον κόσμο μιας “άλλης” Ζάκυνθος», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις πολύτιμες, τοπικές εκδόσεις «Τρίμορφο» του Άκη Λαδικού, αποτελεί μια ουσιαστική παρέμβαση και προσθέτει πολλά στην υπάρχουσα τοπική βιβλιογραφία. Δεν είναι η προσπάθεια για την γνωριμία μιας κοινωνίας και ενός τόπου, αλλά η κατάθεση της ψυχής της. Εδώ δεν σου μιλά για την ιστορία ο ειδήμων, αλλά το ίδιο το νησί και κυρίως η καρδιά της, η πόλη σου εξομολογούνται την καθημερινότητά τους. Έτσι από αυτό το λίγο και μικρό, μπορούμε να οδηγηθούμε στο πολύ και το μεγάλο και να γνωρίσουμε μια ιδιαιτερότητα, η οποία ήταν και λόγος ύπαρξης και μια διαφορετικότητα, που σήμερα μας αναγκάζει να στραφούμε σ’ αυτήν και να γνωρίσουμε, προβληματιζόμενοι, την ταυτότητά της.
Ο συγγραφέας με τον κινηματογραφικό φακό της μνήμης σαν κύριο εργαλείο του μας οδηγεί ανάγλυφα σε μια περιδιάβαση και περιήγηση στην παλιά πόλη του κάποτε ευωδιαστού «Φιόρου του Λεβάντε» και μας ξεναγεί απλόχερα, σαν γνήσιος οικοδεσπότης, με την αληθινή ευγένεια των Παλιών Ζακυνθινών, σ’ όλες τις γειτονιές της, από την πολύκροτη «Αγίαν Τριάδα», η οποία και στην ονομαστική πτώση της κρατά το ευφωνική της «ν», επιμένοντας στο «η Αγίαν Τριάδα», έως τα πολύβουα Ταμπάκικα, δίπλα στο Ποτάμι, όπου επιβιώνουν οι ταμπάκηδες και η Επισκοπιανή ισοφαρίζει και ισοζυγίζει στην άλλη άκρη της γέφυρας με τον Άγιο Χαραλάμπη, ο οποίος κατά την τοπική εναλλακτική παραφθαρμένη, αλλά ζωογόνα, εκφορά γίνεται «Χαλαράμπης» και επιμένει ανερμηνεύτως να διώχνει το κάθε «θανατικό» από το νησί και την πόλη, όπου καθημερινά και με αγάπη από την προνομιούχα θέση του αντικρίζει.
Οι «Μέσα» και η «Όξω Μερία», οι πολλές «Απάνου» και η μία «Κάτου», με τις εκκλησίες, τα αρχοντικά, τα σπίτια και τα σπιτόπουλά τους, περνούν από μπροστά μας, σαν διαβάζουμε τις σελίδες του βιβλίου, και παραδίδονται στην αιωνιότητα, διατηρημένες με την γραφή, μια και δεν τις σεβάστηκε η θεομηνία και η ανθρώπινη αδιαφορία και πλεονεξία αποτέλειωσε το κακό.
Ξεπεσμένοι ευγενείς σεργιανίζουν στις ρούγες της παλιάς πόλης και τις γραμμές των σελίδων του βιβλίου, δίχως να ξεχνούν την καταγωγή και την υπεροψία τους, ενώ μπορεί να τους βασανίζει η ανέχεια, αστοί ανερχόμενοι διεκδικούν τα πρωτεία τους, βασισμένοι σε σπουδές και επιχειρήσεις και όχι σε φθαρμένους και ξεθωριασμένους τίτλους, απλοί άνθρωποι του λαού, το «Basso popolo», τις καθημερινές ιδροκοπούν και αγωνίζονται με τα ρούχα της δουλειάς και τα σακιά στα γόνατα, για να φορέσουν την Κυριακή το γαμπριάτικο κουστούμι τους και να παρακολουθήσουν την αναστάσιμη λειτουργία το πρωί, αν δεν ψάλλουν οι ίδιοι και την όπερα το βράδυ, σε φτηνή θέση, αλλά σίγουρα σε μια γωνιά του παράδεισου.
Το βιβλίο αυτό μάς οδηγεί και στα Καμίνια, όχι τόσο για να δούμε το ψήσιμο του πηλού και την τέχνη του κεραμιδιού, όσο για να παραστούμε στην εξόδιο συναυλία ενός απλού ανθρώπου της γειτονιάς, που θέλησε να γίνει με μαντολίνα, με το ρέκβιεμ παιγμένο από τους μουσικόφιλους γιους του, για να φανεί ο χαμός του, παρηγοριά σ’ αυτούς που έμειναν, μια συνέχεια της χθεσινής βραδιάς στην γειτονική ταβέρνα και μια άλλη εκδοχή μιας καλλίφωνης καντάδας. Επίσης μας μπάζει στα φτωχικά σπίτια της γειτονιάς και μας ξεναγεί στα εκθέματα των γνήσια λαϊκών αυτών μουσείων, τονίζοντάς μας την καλλιτεχνία ενός κεντήματος, που έχει ιστορηθεί στην ξασπρισμένη σακούλα της για βοήθεια σταλμένης ζάχαρης, σε χρόνια δύσκολα, μα δημιουργικά.
Μα και ένα βράδυ Μεγάλης Τρίτης ο Νίκος Πομόνης με την γραφή του μας ανεβάζει στο γυναιτίκι του Αγίου Νικολάου των Ξένων, της Μητρόπολής μας, που καμιά σχέση δεν έχει με το σημερινό τερατούργημα, με τις άσχετες με την αισθητική μας τοιχογραφίες, που δίκαια εκδικείται ο χρόνος, όχι για ν’ ακούσουμε το περίφημο τροπάρι της Κασσιανής, το δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, από την χορωδία που είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο πολυτάλαντος Χρήστος Ρουσέας, αλλά για να γνωρίσουμε τους «Αβέρηδες του σιγόντου», όπως ονόμαζε τους καλλικέλαδους συναδέλφους του ο Νιόνιος ο Τέρτσας, ο οποίος το μεγαλύτερο κατασκεύασμα που είχε δει ήταν το θωρηκτό Αβέρωφ και μ’ αυτό μετρούσε τα μεγέθη, ακόμα και τα μουσικά.
Μια κοινωνία με ευρωπαϊκά κατάλοιπα κυριαρχεί στις σελίδες αυτής της έκδοσης και μας φανερώνει τα μυστικά της, πριν παραδοθεί και αυτή, θύμα μιας κρατικής κοντόφθαλμης πολιτικής και μιας αιμομιχτικής νεοελληνικής παιδείας, στην στερητική πραγματικότητα της απέναντι στεριάς.
Η «Πλατεία Ρούγα», η «Στράτα Μαρίνα», τα «Τσαρουχαρέικα», ο «Πλατύφορος», το «Καντούνι του Άι - Γιαννιού» υπάρχουν ακόμα ολοζώντανα στο χαρτί, με την παλιά σωστή τους ονομασία, πριν η ασχετοσύνη και η ανευθυνότητα παραλλάξουν τις πινακίδες με τις ονομασίες των οδών και πριν η ύβρις καρφωθεί στις γωνίες των δρόμων μας, τονίζοντας όχι μόνο την ασχετοσύνη μας, αλλά και την ιστορική μας άγνοια και την ελλιπή παιδεία μας. Γιατί πώς να πεις σ’ αυτούς που κολάτσιζαν στο μαγέρικο του Μιλιώρη, με πατσά ή σκέτη μακαρονάδα, πως ο δρόμος τους λέγεται σήμερα «Α. Ι. Λογοθετών» ή πως ο Δανιάς στην «Αγίαν Τριάδα» τους έχασε την υστεροφημία του λόγω Δανίας και ο Κοράης του περίφημου πίνακα της λιτανείας του Αγίου Χαραλάμπη έγινε Κοραής; Θα τους σταθεί η μπουκιά στο λαιμό και θα πνιγούνε. Γιατί το νησί τους θα τους είναι αγνώριστο.
Γι’ αυτήν την αυτογνωσία και μόνο το βιβλίο του Νίκου Πομόνη και πολύτιμο είναι και ουσιαστικό. Γιατί εκτός των άλλων δημιουργεί τον μύθο μιας απομυθοποίησης.
Μακάρι να αποκτήσουμε και άλλες παρόμοιες διηγήσεις. Ίσως έτσι ξαναβρούμε την ταυτότητά μας.
3 σχόλια:
Διονύση ωραία η προσέγγιση σου.
αλλά δεν μπορούμε να λέμε
...περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαίς...
Το ζητούμενο είναι να κάνουμε το παρόν οσο μπορούμε καλύτερο
Αλά σκάγια ζιπούνι,
και γραμμή στον Τσιλιώρη,
-δεν γνωρίζω Μηλιώρη-
στ' Αγιαννιού το καντούνι,
σκέτη από γιουβέτσι,
τί να φας ο φτωχός;
Μου αρέσει η Χώρα,
η Μητέρα η Γη μου,
που γνωρίζουν οι γιοί μου,
μα περνάει μιά μπόρα,
και αλλάζουνε όλα,
άλλαξε κι ο Ζωχιός.
Δύ-στιχος
Αγαπητή μου Μαρία, παρότι συστηματικά ασχολούμαι με την έρευνα του χθες αυτού του τόπου, πιστεύω πολύ στο σήμερα. Έχω μάλιστα την εντύπωση πως ο κόσμος προχωρεί και εξελίσσεται και εμείς, όντα πεπερασμένα και καταδικασμένα σε μια στασιμότητα, εκτός πολύ σπάνιων εξαιρέσεων, γκρινιάζουμε και θρηνούμε επειδή δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την σωστική εξέλιξη. Μα δεν μπορώ να επαινέσω με τίποτα την κατάντια της σημερινής Ζακύνθου, όσο και αν το θέλω.
Ναι πράγματι η σημερινή Ζάκυνθος έχει σημαντικούς ανθρώπους, οι οποίο θα είναι το άλλοθί της στο ιστορικό μέλλον. Οι σύγχρονοι ποιητές της είναι και αξιοπρόσεκτοι και αξιόλογοι. Την εκπροσωπούν επάξια παντού και είναι γνωστοί και εκτός συνόρων. Θα μπορούσα να πω μάλιστα πως στον τομέα αυτό ζούμε την πιο σημαντική μας στιγμή, μετά βέβαια την ακμή των Τριών Μεγάλων (Φώσκολου, Κάλβου, Σολωμού). Το ίδιο, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, συμβαίνει και στον εικαστικό χώρο. Η έρευνα επίσης έχει προχωρήσει και είναι πιο επιστημονική, ενώ στο χώρο της μουσικής νέα παιδιά με τις απαραίτητες σπουδές και γνώσεις προσπαθούν να κάνουν το πιο σημαντικό και δημιουργικό: να φέρουν το χθες μας στο σήμερα, όχι μιμούμενα την από καιρό πεθαμένη νεώτερη πρωτεύουσά μας, αλλά αναζητώντας την δική μας ταυτότητα.
Μα αυτό δεν φτάνει για να ελπίζουμε. Λείπει η αληθινή παιδεία από τον κάθε κάτοικο του νησιού μας και το αγκάλιασμα των παραπάνω, το οποίο θα δώσει και την διέξοδο. Είμαστε ένας τόπος νεόπλουτων και πάνω από όλα μας τυραννά το σύνδρομο του σέμπρου.
Σου απαντώ γυρίζοντας από το εκλογικό τμήμα, όπου εξάσκησα, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το εκλογικό μου δικαίωμα και καθήκον. Στον δρόμο της επιστροφής μου πολλές φορές σκέφτηκα αν οι περισσότεροι από αυτούς που συνάντησα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για την τύχη αυτού του τόπου. Καταλαβαίνεις ποιους εννοώ: όλους αυτούς με το κινητό, τους δίχως ζώνη, τους μη ελέγχοντες τις διαβάσεις και αυτούς που πετούν από το παράθυρο το περίσσευμα της νεοαποκτηθείσης και μάλιστα δίχως κόπο και σπουδές ευμάρειάς τους.
Αν το θες διαφορετικά, ενώ καπνίζω, χάρηκα ιδιαίτερα που απαγορεύτηκε το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους και λυπάμαι που η ελευθερία μας στηρίζεται σε ένα ξεχαρμάνιασμα!
Αυτό που με κάνει να ανησυχώ είναι πως εμείς οι Επτανήσιοι, ενώ βαδίζαμε προς την δύση της Δύσης, βρεθήκαμε στην ανατολή της Ανατολής, άρα στο μηδέν.
Δημοσίευση σχολίου