© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ ΝΟΣΤΟΣ

Ἀθεράπευτος Νόστος1 ἤ Γύρω ἀπὸ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου του Δικηγόρου κ. Κων. Ν. Κοσμᾶ, Σκοπέλου Μνῆμες, Σκόπελος 2021σ. σ. 311


Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀξ. κ. Δήμαρχε καὶ ἐκλεκτοὶ κ. Δημ. Σύμβουλοι, προφιλεῖς μου Σκοπελίτες καὶ φίλοι τοῦ νησιοῦ μας,

Θὰ ἤθελα νὰ ξεκινήσω μὲ μιὰν ἐξομολογηση, ἡ ὁποία -καθὼς θὰ δεῖτε- ἔχει ἄμεση σχεση μὲ τὴν ἀποψινή μου παρουσία, ἡ ὁποία καὶ ἐλπίζω νὰ φανεῖ χρήσιμη.

Στὶς πρῶτες μέρες, λοιπόν, τοῦ χρόνου που διανύουμε, βρέθηκα στὸ ἰατρεῖο τοῦ προσφιλοῦς μου ζεύγους Μαρίας Σάββα καὶ Λευτέρη Γκόλια. Ἐκεῖ, λοιπόν, πρωτοεῖδα τὸ βιβλιο αὐτό τοῦ κ. Κοσμᾶ, τὸ ὁποῖο καὶ εὐχαρίστως μοῦ δάνεισε ἡ κ. Μαρία Σάββα, στὴν ὁποία καὶ ἦταν κι ἀφιερωμένο, ἐνῶ ἀργότερα μοῦ τὸ χάρισε κι ὁ συγγραφέας του.

Μὲ ἐμφανῆ περιέργεια τὸ ξεφύλλισα, λοιπόν, διαπιστώνοντας μὲ μεγάλη μου συγκίνηση τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν συγγραφέα, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας. Καὶ ἀναφέρω τὴ λέξη συνάντηση, γιατὶ, καθὼς διαβασα τὴν περιγραφή του «Στὴν Ἁγία Μονή», ἀναρρίγησα. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ μαζὶ ζήσαμε κάποιες κορυφαῖες καὶ λησμονημένες σήμερα ἤ ἀφημένες στὸ περιθώριο, στιγμὲς ἀπὸ τὸ παλιὸ γνήσιο σκοπελίτικο πανηγύρι. Τὸ πανηγύρι ποὺ τὸ στολίζουν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ ἡ γνήσια φροντίδα τῶν έπιτελούντων, ὥστε νὰ δώσουν κομμάτια τῆς καρδιακῆς τους προσφορᾶς καὶ φιλοξενίας, ὅπως ὁ παπᾶς μοιράζει τὸν ἄρτο καὶ τὸ ἀντίδωρο. Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὴν τιμημένη οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ συγγραφέως, δηλ. τὸν ἀειμνηστο Γιῶργο Κοσμᾶ καὶ τὴν σύζυγό του Εὐλαλία Κοσμᾶ, γιὰ τὰ ἀθάνατα βιωματικὰ νάματα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ πότισαν τὴν ψυχή μου, τὴν ἱερατική μου ψυχή, ποὺ πρωτοβημάτιζε στὸ χῶρο καὶ τὸ χορὸ τῆς ἱερωσύνης.

Ἑπομένως τὸ ἀφήγημά του «Στὴν Ἁγία Μονή», μὲ σημάδεψε καὶ μὲ ἐπέστρεψε σὲ ὄμορφες, ταπεινές, ἀλλὰ καὶ ἀρχοντικὰ φορτισμένες μέρες, ὅπου ἡ γνησιότητα, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ φιλοτιμία δὲν εἶχαν χαθεῖ. Δὲν θὰ Σᾶς πῶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μὲ εύγλωττία καὶ πειθαρχημένο ὕφος ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, μόνο θὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ τὸ πόσο συγκινοῦμαι ὅταν θυμηθῶ τὸ τραπέζι ἀπολείτουργα στὸ κελλὶ μὲ τὰ πλούσια καὶ καλομαγειρεμένα ἐδέσματα, ἀλλὰ καὶ τὸν συγχωρεμένο τὸν μπάρπα Νίκο τὸν Κοσμᾶ νὰ «κονταστέρνει» μὲ τὸν ψάλτη, τὸν Μῆτσο τὸν Βλαχάκη, τὸ ποιὸς θὰ πεῖ καλύτερα τὸν ἀμανέ… Φυσικὰ εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀπαραίτητος, κατὰ τὸν μεγάλο μας Παπαδιαμάντη -ποὺ ἀπὸ κεῖ ποὺ βρίσκεται μὰς παρακολουθοῦσε- οἰνοποσία, ποὺ ραντίζει μὲ σταγόνες εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς αὐτὲς τὶς συνεστιάσεις. Προσωπικὰ εὐχαριστῶ τὸν σ. ποὺ μὲ ἐπεστρεψε σὲ κεῖνες τὶς ἄχραντες στιγμές. Γι’αὐτὸ καὶ δὲν εἶπα τίποτε ἄλλο γιὰ τὸ ἀφήγημα αὐτό, περιμένοντας ἀπὸ τὸν ποτισμένο μὲ ἀειδύνητο νοσταλγία ἀναγνώστη νὰ τὸ διαβάσει προσεχτικά καὶ νὰ δεηθεῖ -ὅποιος τὸ ἐπιθυμεῖ- γιὰ πολλὰ πρόσωπα ποὺ ἀναχώρησαν καὶ σήμερα μᾶς ἀντικρύζουν ἀπὸ τὸν εὐρὺ φεγγίτη τοῦ Θεοῦ.

Ἔλεγα νὰ μὴ συνεχίσω νὰ πῶ περισσότερα, γιατὶ ὅ, τι σὲ ἀναπάυει, σοῦ φτανει, σοῦ ἀρκεῖ. Ὅπως στὰ μεγάλα δεῖπνα: σὲ ἰκανοποιεῖ ὅ,τι γεύεσαι καὶ σ’ εὐχαριστεῖ. Ὅμως μὲ ἐντυπωσίασαν πολὺ δύο ἀκόμα ἀφηγήματα τοῦ ἐν λόγω βιβλίου καὶ λέω νὰ σταθῶ δι’ ὀλίγων καὶ σ’ αὐτὰ μὴ περιφρονώντας, φυσικά, τὰ ὑπόλοιπα, γιὰ τὰ ὁποῖα θ’ ἀναφερθῶ στὸν ἐπίλογό μου.

Συζητώντας, λοιπόν, πρὶν ἀπὸ 4 δεκαετίες μὲ τὸ σοφό καὶ φιλίστορα συνάδελφο τοῦ κ. Κοσμᾶ, τὸν ἀείμνηστο Δικηγόρο Σωτήριο ἤ Σῶτο Δημητριάδη γιὰ τὰ ὅσα ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἱστοριογράφους, περιηγητές κ. λ. π. περὶ τῆς ἐρημώσεως τῆς Σκοπέλου τὸ 1538 ἀπὸ τὸν Μπαρμαρόσα, ἐκεῖνος πολὺ σωστὰ καὶ εὔστροφα μοῦ εἶπε πὼς εἶναι λάθος αὐτό, γιατὶ σώθηκαν τὰ τοπωνύμια π. χ. Στάφυλος, Ἀγνωντας, Πάνορμος, Σελινούντα κ. α. ἀσφαλῶς. Κι ἐδῶ θέλω νὰ ἐπιμείνω καὶ νὰ πῶ, τὸ πόσο χρήσιμη εἶναι αὐτὴ ἡ ἔκδοση τοῦ βιβλιου τοῦ κ. Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος μᾶς διασώζει ἕνα πλῆθος τοπωνυμίων, τῶν ὁποίων ἡ ὀνομασία ποὺ τοὺς πρωτοδόθηκε χάνεται μέσα στὶς στοιβάδες τοῦ χρόνου. Ὡστὸσο, πρέπει νὰ παρατηρήσουμε, πὼς αἰῶνες τώρα ἐπιμένουν νὰ μνημονεύονται. Καὶ μάρτυρας ὅλων αὐτῶν εἶναι τὰ ὅσα δικαιοπρακτικὰ ἔγγραφα σώθηκαν ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. ἴσαμε σήμερα.

Μὲ μεγάλη προσοχὴ διάβασα, τὸ συναξάρι -ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὄρος-, τῶν τοπωνυμίων ποὺ θησαυρίζονται στὰ ἀφηγήματα ὁδοιπόρος τῆς Νύχτας- μιὰ καθαρὰ παιδικὴ καὶ περιπετιώδης αὐτοβιογραφικὴ κατάθεση τοῦ σ. μιὰν ἀνοιξιάτικη νύχτα τοῦ Μάη. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ ἀναγνώστης θὰ βρεῖ πληροφορίες, ποὺ μήτε τὶς ἔχει ἀκουστά ἤ ἐλάχιστοι τὶς γνωρίζουν. Ἔτσι, ἀφοῦ καταγράφονται στὸ ἀφήγημα ὅλα σχεδὸν τὰ τοπωνύμια ἀπὸ τὸν Καλόγερο ἴσαμε τὴ Χώρα, συνάμα ἀναφέρονται καὶ κάποιες παραδόσεις, ὅπως τὸ βρυκολάκιασμα τῆς Μπελαβράταινας -γόνου παλιᾶς σκοπελίτικης ναυτικῆς οἰγογένειας- ἡ αὐτοκτονία τοῦ Γερο-Δούκα, ποὺ κρεμάστηκε, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεράϊδες ποὺ ἔβγαιναν τὴ νύχτα. Ὅμως οἱ ὀνομασίες τῶν τόπων ἔχουν μιὰν ἄλλη χάρη, γιατὶ διακρατοῦν μέσα τους ἱστορικὲς ἤ ἄλλες μνῆμες. Μνῆμες ἐξάπαντος πολὺ χρήσιμες. Ἔτσι, ἡ ἀναφορὰ τῶν τοπωνυμίων, «Καραγιαννέϊκα», «στὶς κολοκυθιές στὸ Ρέμα», «Παρλιαρέϊκα», «Παραστἰτσις», «Κεντριᾶς», «τ’ Φραγκλάκ’ ἡ λάκα», «τ’ Παπποῦ», «Τσκαλὰ ἡ βρύσ’» κ. ἄ ἀκόμη ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἕνας γλωσσικὸς θησαυρός. Τὸ πλέον δὲ σημαντικὸ σ’ αὐτὸ τὸ ἀφήγημα εἶναι τὰ βιώματα ποὺ σύναξε -μικρὸ παιδὶ καθὼς ἦταν- ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁδοιπορία. Περιγραφὴ ποὺ ἀσφαλῶς θυμίζει Ππδ. «Ὁ ἥλιος ἦτον ὣς δύο καλαμιὲς ὑψηλά, ὅταν ἐξῆλθον εἰς τοῦ Γιατροῦ τ᾽ Ἀμπέλι, εἶτα ἔφθασαν εἰς τὰ Βουρλίδια, εἶτα ἀνῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τοῦ Ματαρώνα τὸν Πεῦκον, ὅστις ἵστατο τότε ἀκόμη ἐκεῖ καὶ εὐηργέτει τοὺς ὁδοιπόρους μὲ τὴν παρήγορον σκιάν του εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψώματος,

Ἐκεῖθεν ἀνῆλθον εἰς τὸ Πετράλωνον καὶ εἰς τοῦ Σταμέλου τὴν Βρυσούλαν, καὶ ἀνέβησαν δι᾽ ἀνωφεροῦς ὁδοῦ εἰς τοῦ Κανάκη τὴν Βρύσιν καὶ διὰ τῆς Κλινιᾶς κατῆλθον εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα…” Ἀλήθεια, πόση συγγένεια κρύβουν τὰ παραπάνω παπαδιαμαντικὰ λογία μὲ τὰ ὅσα μᾶς φιλεύει κι ἡ χαριτωμενη πένα τοῦ σ. ὅπως π. χ. αὐτὸ τὸ ἐλαχιστο ποὺ παραθέτω: «Καὶ γύρισε δεξιὰ παίρνοντας τὸν κατήφορο πρὸς τὰ καλλιεργημένα πλέον μέρη τὰ Στεφανια… κατεβαίνοντας τὸ μάτι του ἔπεσε πρῶτα στὸν ἀσημόκορφο ἐλαιῶνα τοῦ Γλυστεριοῦ κι ἄρχισε νὰ τὸν διατρέχει… ἀνηφορίζει… καὶ τὸ μάτι του πέφτει πάνω στὸ κάτασπρο καλύβι, τὸ κτισμένο σχεδόν πάνω στὸ βράχο, ἐνῶ λίγο πιὸ πέρα στὴ γωνιὰ τῆς κορυφῆς ἑνὸς τεράστιου καλλιεργημένου τετράγωνου στὸ κάτασπρο ξωκκλῆσι τ’ Ἁη Γιαννιοῦ στὸ Νησί… καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἔφτασε πάνω «ἀπ’τσ΄καλὰ τὴ βρύσ».

Ὅμως ἐκεῖ ποὺ διακρίνει κανεὶς μὲ λεπτομέρεια θαυμαστὴ, τὸν θησαυρὸ τῶν τοπωνυμίων μας εἶναι στὸ διαλεχτὸ ἀφήγημα «Ὁδοιπορικὸ στὸ βουνὸ τῆς Σκοπέλου», ὅπου καὶ ταμιεύονται μὲ ἀληθινὴ ἀγαπη καὶ μὲ βιωματικὴ ἐμπειρία, μιὰ σειρὰ ἀφάνταστων σὲ ἀξία σκοπελίτικων τοπωνυμίων, ποὺ ἐξάπαντος ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἡ ἀσφαλὴς ταυτότητα, τὴν ὁποία, αἰῶνες τώρα, διακρατεῖ, ὡς ἄλλο οἰκόσημο, τὸ νησί αὐτό. Ἀναφέρω μερικά «Ρεβύθι», «Στεφάνια», «Τζιλαλὴ τού ρέμα». «Τζιλαλὴ ἡ βρυσ’», «Τ’Ρεμπακ’ἡ βρύσ’», «Κακιὰ πλευριά», «Κότσικας», «Βέτζα», «Ντιμένικα», «Λαγούδι», «Τ’Πακιᾶ οἱ λακες», «Καματερό», «Πηγάδια», «Καγκέλια τ’Ἁη Λιᾶ» κ. α. Καὶ θυμίζω ἐδῶ πὼς κάποια ἀπὸ τοπωνύμια αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ὀνομασία τους ἀπὸ λησμονημένες παλιὲς σκοπελίτικες οἰκογένειες, ὅπως ἡ οἰκογένεια Ντιμενικα, ποὺ τὸ σπίτι της ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ Βακράτσα ἤ τὰ Πηγαδια ποὺ μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Ρεμπάκη.

Τέλος θὰ ἤθελα νὰ πῶ καὶ δυὸ λόγια γιὰ τὰ παρωνύμια , τὰ παρατσούλια δηλ. ποὺ θησαυρίζονται στὸ βιβλίο αὐτό.

Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ππδ. τὰ χρησιμοποιεῖ στὰ διηγήματά του, βλ. π. χ. Σκέυω Σαβουρόκοφα, Σταχομαζώχτρα, Ζμαροχάφτης κ. ἄ. καὶ μάλιστα ἔχει γραφεῖ εἰδικὴ μελετη πάνω σ’ αὐτά. Ἑπομένως αὐτὰ τὰ παρωνύμια, ποὺ θησαυρίζονται στὰ διηγήματα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι ἄξια προσοχῆς, ἀφοῦ τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ διακρατεῖ τὴ δική του ἱστορία. Ἔτσι, ὅταν ἀναφέρονται τὰ παρωνύμια Φανιᾶς, Ζεμπίλης, Μαντρικός, Μαυρίλας, Γιανναρος, Γαλιαντρα, Πλασένιος ἤ Μπερουλίνας, τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη μας προσωπα, συμπεριφορές καὶ πρακτικὲς ἀπὸ τὸ βίο τους. Παράλληλα, δὲν παύουν ν’ ἀποτελοῦν καὶ μιὰ ἰδιότυπη πινακοθήκη σκοπελίτικων προσωπογραφιῶν. Κι ἄς μὴ ξεχνᾶμε πὼς ἀρκετὰ σημερινὰ παρωνύμια ἔχουν γίνει ἐπίθετα, ὅπως τὰ Ξαφτάκης, Μπούμης, Ντελαρόκας, κ. α.

Καὶ ἀποσώνοντας αὐτὴ τὴν ὀχληρή μου παρουσίαση θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω, πὼς μεγαλη ἐντύπωση προκαλοῦν στὸν ἀναγνώστη, τόσο τὸ εὐκατάνυκτο ἀφήγημα «Μιὰ λειτουργία ἀλλιώτικη ἀπὸ τὶς ἄλλες», ποὺ ἀφορᾶ μιὰν ἐπίσκεψη στὸν Ἄθωνα τοῦ σ. , ἐνῶ πολὺ ἐντυπωσιακὸ εἶναι καὶ τὸ χρονικὸ τῆς ἐπισκέψέως του στὴν Κυρα-Παναγιὰ, στὸ γειτονικὸ Μετόχι τῆς Λάυρας, μὲ ἀφορμὴ τὴν πανήγυρι τοῦ ἐκεί ἡσυχαστηρίου

Θὰ ἦταν μεγαλη ἡ ταλαιπωρία σας ἄν στεκόμουν μὲ δέουσα λεπτομέρεια σὲ αὐτὲς τὶς σελίδες μοὺ εὐωδιάζουν μοσχολίβανο, ἁπλότητα καὶ εὐφρόσυνο τράπεζα πανηγυρική.

Θὰ κλείσω μὲ ἕνα παράθεμα τοῦ σ. ποὺ θυμίζει σελίδες ἀπὸ τὰ ἐξαίσια Παγανὰ, μιᾶς νουβέλας δηλ. τοῦ Μυριβήλη2, καὶ ἰχνογραφεῖ μὲ ζωντανὰ χρώματα τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀμαχη τῶν παλιῶν Σκοπελίτῶν ἀγροτῶν. Εἶναι κάποια ἀπὸ τὰ ἀθάνατα καὶ ἁγιασμένα βιώματα τοῦ σ. ποὺ τὸν τιμοῦν, πιστεύω, δεόντως.

«Βλέπω μέσα στὰ σύννεφα τῆς μνήμης μου ἀνθρώπους ἀγαπημένους, ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς δὲ βρίσκονται πλέον στὴ ζωή. Βλέπω τὶς φλάσκες μὲ τὸ κρύο τὸ νερὸ καὶ τὸ κρασί καὶ τοὺς ντροβάδες μὲ τὸ λιγοστὸ φαγητὸ τῶν γεωργῶν… Ἀκούω τὶς φωνὲς τοῦ μπάρμπα –Κωστή, ποὺ μὲ μαεστρία κατευθύνει τὰ δύο καματερά του στὸ ὄργωμα τῆς λάκας ἤ τὶς φωνὲς τῶν θεριστάδων τὸ καλοκαίρι… βλέπω ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους καθισμένους κάτω ἀπ’τὸν ἴσκιο τῆς μπαμπακιᾶς νὰ κολατσίζουν…» Εἰκόνες δηλ. ποὺ δὲ λησμονᾶς εὔκολα, ἀλλὰ τὶς τιμᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ ἐμφανῆ συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ εἰλικρίνεια, μᾶς ἐξομολογεῖται στὸν προλόγο του ὁ σ. «Ἡ ἀγάπη [γιὰ τὴ Σκόπελο] ὑπῆρχε ἀπ' τὴν ἀρχή. Μεγάλωνε καθὼς μεγάλωνε ὁ ἄνθρωπος. Ἐμπλουτίστηκε ἀπὸ οἰκογενειακὲς διδαχές, παραστάσεις, πρακτικές… Γιγαντώθηκε ὅμως ὅταν ἦλθε ὁ χωρισμὸς κι ἔμειναν οἱ θύμησες, Θύμησες γιὰ ὀμορφιές ἀνυπέρβλητες, γιὰ δράσεις καὶ πράξεις σκοπελίτικες μοναδικές, γιὰ ἀκούσματα, γιὰ μύθους».

Ἐπισημαίνω δὲ ἐδῶ, πὼς ὅλα τὰ κείμενα τοῦ βιβλιου αὐτοῦ γράφτηκαν στὴν Ἀθήνα. Σᾶς λέει, ἄραγε, τίποτε αὐτό; Τὰ συμπεράσματα δικά σας.

Σᾶς εὐχαριστῶ καὶ ζητῶ τὴν ἐπιείκειά σας γιὰ τὸ ἄτεχνο καὶ κουραστικὸ τῆς ὁμιλίας μου.

π. κ. ν. κ.

1 Ὁμιλία στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Κων. Ν. Κοσμᾶ, Σκοπέλου Μνῆμες, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ Σκόπελο, κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, τὴν Παρασκευὴ 20 Αὐγούστου 2021.

2 «Οἱ πιὸ πολλὲς ἀπο τὶς μορφὲς αὐτὲς σχεδιάζονταν αὐστηρές, βασανισμένες, μὲ τὰ μάτια βουλιαγμένα βαθιά, καὶ κεῖ στὸ βάθος τους, σὰ μέσα ἀπὸ πηγάδι, κοίταζε καρτερικὰ ἡ λαβωμένη ψυχή… Ὅλες εἶχαν σφραγισμένο τὸ μέτωπο μὲ τὴ βαθιὰ ρυτίδα, τοῦ πόνου, τὴν ὄρθια ρυτίδα. ταν σφυροκοπημένες βάρβαρα ἀπὸ τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ χωριοῦ, ὅπου ὅλα εἶναι ἀγώνας καὶ μάχη» (Στρ. Μυριβήλης , Τὰ Παγανά, Ἑστία, Ἀθήνα χ. χ. σελ. 19).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails