«Ὦ, νεκρέ γυμνέ και Θεού ζῶντος Λόγε...»
Κάθε χρονιὰ ποὺ θὰ ἀνατείλει ἡ πάνσεπτη καὶ συγκινητικὴ ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἀνοίγεται καὶ πάλι μπροστά μας τὸ μέγα θαῦμα. Τοῦ ἀδίκως σταυρουμένου καὶ συνάμα τόσο μακροθύμου Κυρίου, «δι' Οὗ, τῆς ἀρᾶς πάντες ἐλυτρώθημεν».
Κ’ εἶναι ἡ ἀλήθεια πώς, «τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθᾷ ὁ Πιλάτος, δύο τοῖς ληστεύσασι, καὶ ἕνα τοῦ Ζωοδότου, [μὲ μόνη διαφορά πώς] ὅν εἶδεν ὁ Ἅδης, εἶπεν τοῖς κάτω· Ὦ λειτουργοί μου καὶ δυνάμεις μου τίς ὁ ἧλος τῇ καρδίᾳ μου; Ξυλίνῃ με λόγχῃ ἐκέντησεν ἄφνω καὶ διαρρήσομαι... καὶ ἀναγκάζομαι ἐξερεύξασθαι τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἐξ Ἀδάμ, ξύλῳ δοθέντας μοι· ξύλον γὰρ τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς Παράδεισον» (Οἶκος Κυριακῆς Σταυροπροσκυνήσεως).
Ὅπως ἐπίσης, εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ ἡμέρα αὐτὴ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ροδόσταμο καὶ τὴν ἀνοιξιάτικη φύση, τὴ στολισμένη μὲ τόσα καὶ τόσα ἄνθη εὔοσμα καὶ τόσο στοργικά; Ὄχι, γιατὶ πολὺ σωστὰ ὁ ἱερὸς ὑμνογραφος ὑπογραμμίζει: «Τῆ αὐτῇ ἡμέρα, μυρίζει τὰ μύρα, τῆς θείας μυροθήκης τὸ ζωομύριστον ξύλον, ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ...» (Η΄ ὠδὴ τοῦ κανόνος τῆς ὡς ἄνω ἑορτῆς). Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα Τὸν προσεγγίζουμε, ἐπειδὴ γνωρίζουμε πώς, «σύμπασα γῆ προσκυνησάτω (Αὐτόν), δι’ οὗ περ ἔγνωκε Σὲ προσκυνεῖν Λόγε».
Στεφανωμένη, λοιπόν, ὄχι μονάχα μὲ τὸν ἀκάνθινο καὶ μαρτυρικὸ Στέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ πλήθη τῶν φωτοστέφανων τῶν μυριάδων Ἁγίων μᾶς φανερώνεται ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή, γιατὶ μονάχα ἔτσι θὰ μπορέσει ὁ κάθε πιστὸς νὰ βρεῖ τὸ νόημα ποὺ φυλάσσει, αἰῶνες τώρα: ὅτι δηλαδή, «διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ [φάνηκε] ἐν ὅλω τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ τὴ σκόρπισαν, ὅπως τὰ βαγιόφυλλα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ράνουμε αὔριο τὶς ἐκκλησιές μας, οἱ Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. «Ἀκολουθήσωμεν», λοιπόν, αὐτοὺς κι ἄς διαβοῦμε τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμένην ὁδό μας» μὲ τὸ «μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
π. κ. ν. κ.
Κ’ εἶναι ἡ ἀλήθεια πώς, «τρεῖς σταυροὺς ἐπήξατο ἐν Γολγοθᾷ ὁ Πιλάτος, δύο τοῖς ληστεύσασι, καὶ ἕνα τοῦ Ζωοδότου, [μὲ μόνη διαφορά πώς] ὅν εἶδεν ὁ Ἅδης, εἶπεν τοῖς κάτω· Ὦ λειτουργοί μου καὶ δυνάμεις μου τίς ὁ ἧλος τῇ καρδίᾳ μου; Ξυλίνῃ με λόγχῃ ἐκέντησεν ἄφνω καὶ διαρρήσομαι... καὶ ἀναγκάζομαι ἐξερεύξασθαι τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἐξ Ἀδάμ, ξύλῳ δοθέντας μοι· ξύλον γὰρ τούτους εἰσάγει πάλιν εἰς Παράδεισον» (Οἶκος Κυριακῆς Σταυροπροσκυνήσεως).
Ὅπως ἐπίσης, εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ ἡμέρα αὐτὴ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ροδόσταμο καὶ τὴν ἀνοιξιάτικη φύση, τὴ στολισμένη μὲ τόσα καὶ τόσα ἄνθη εὔοσμα καὶ τόσο στοργικά; Ὄχι, γιατὶ πολὺ σωστὰ ὁ ἱερὸς ὑμνογραφος ὑπογραμμίζει: «Τῆ αὐτῇ ἡμέρα, μυρίζει τὰ μύρα, τῆς θείας μυροθήκης τὸ ζωομύριστον ξύλον, ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ...» (Η΄ ὠδὴ τοῦ κανόνος τῆς ὡς ἄνω ἑορτῆς). Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα Τὸν προσεγγίζουμε, ἐπειδὴ γνωρίζουμε πώς, «σύμπασα γῆ προσκυνησάτω (Αὐτόν), δι’ οὗ περ ἔγνωκε Σὲ προσκυνεῖν Λόγε».
Στεφανωμένη, λοιπόν, ὄχι μονάχα μὲ τὸν ἀκάνθινο καὶ μαρτυρικὸ Στέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ πλήθη τῶν φωτοστέφανων τῶν μυριάδων Ἁγίων μᾶς φανερώνεται ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή, γιατὶ μονάχα ἔτσι θὰ μπορέσει ὁ κάθε πιστὸς νὰ βρεῖ τὸ νόημα ποὺ φυλάσσει, αἰῶνες τώρα: ὅτι δηλαδή, «διὰ τοῦ σταυροῦ χαρὰ [φάνηκε] ἐν ὅλω τῷ κόσμῳ». Χαρὰ ποὺ τὴ σκόρπισαν, ὅπως τὰ βαγιόφυλλα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ράνουμε αὔριο τὶς ἐκκλησιές μας, οἱ Ἅγιοι, οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. «Ἀκολουθήσωμεν», λοιπόν, αὐτοὺς κι ἄς διαβοῦμε τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμένην ὁδό μας» μὲ τὸ «μνήσθητι καὶ ἡμῶν Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου».
π. κ. ν. κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου