Γράφει
ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΚΚΑΣ
Ο
ιερός χαρακτήρας των λέξεων δηλώνεται
ευθαρσώς στην ποίηση του Καποδίστρια:
«κάπου παράπεσαν τα Υστερόγραφά σου /
και δεν τα βρίσκω / ωστόσο ψαύω εδώ κι
εκεί λέξεις προηγιασμένες», Η
Μάνα θρηνωδούσα ξανά
(σελ.
127).
Στην
πραγματικότητα, οι λέξεις του Καποδίστρια
μοιάζει να παραπατούν εν
νηφαλίω μέθη,
κυρίως μέσω ομόηχων συλλαβών -όχι
αναγκαστικά καταληκτήριων- έτσι ώστε
να αποκαλύπτουν στον αναγνώστη τους
διαρκώς νέα ακουστικά και λογικά πεδία,
«όμορφα σαν την απρόσμενη συνάντηση σε
ανατομικό τραπέζι μιας ραπτομηχανής
και μιας ομπρέλας» (Comte de Lautréamont).
Δείτε,
για παράδειγμα, «αρά η χαρά», «οργή η
στοργή», Σημειώσεις
Απριλίου,
3 (σελ. 15) ή στο Θεωρία
Εl Greco,
3 (σελ. 61) «Άδης / άδειος αδη- / μονεί να
πλημμυρίσει / με φιγούρες άπλαστες» ή
ακόμα το Δειλινό
(σελ.
56): «Το δειλινό ως δίλημμα: / Να δειλιάσεις
/ ή να εκδηλωθείς;»
Στον
Ακροκόρινθο
(σελ.
76), πάλι, ο νοηματικός μίτος της ανάβασης
υπηρετείται από το φώνημα «ακρο» στις
λέξεις Ακροκόρινθος, ακροδάχτυλο,
ακρώρεια, άκρων, ακροβάτες, ακρωτηριάζει,
ενώ στο ποίημα Οδυσσείς
(σελ.
114), το φώνημα «νιξ» τίθεται στην υπηρεσία
μιας πνευματικής πορείας από τη μετάνοια
στην ανάταση: «Συνήθως την κατάνυξη /
διαδέχεται άνοιξη/ ακάθιστη και γοερή».
Ο
ποιητής συλλέγει «σπειρί-σπειρί τις
λέξεις» (Εναγκαλισμός,
σελ. 17) κι ύστερα «επιθέτει σπλάχνα
λέξεων / ψιχουλάκια συλλαβών / στο δισκάρι
της Διάρκειας / και λογχίζοντάς τους
την πλευρά της Ανάγκης / χλοΐζουν κι
αιωνίζονται», Ο
ιερέας ποιητής
(σελ.
41).
Το
μόνιμο ξάφνιασμα του αναγνώστη από την
απρόσμενη μουσική συντυχία των λέξεων
στην ποίηση του Καποδίστρια τρέφεται,
πάντως, από το Μυστήριο του Σταυρού και
τη δόξα της Ανάστασης (Όργιο
Πρωτομαγιάς,
σελ. 16: «κι αν λίγο σκύψεις / πάνω απ’
τις βουές θα δεις: / Μαινάδες Φαύνοι /
Σιληνοί κλίνουν γόνυ / μπροστά στον
Αναστάντα.»)
Οι
λέξεις του Καποδίστρια στην πραγματικότητα
είναι τα ρούχα της σιωπής, που μας
δανείζει μακρόθυμα ο Λόγος για να μας
δώσει τη χαρά να Του απευθυνθούμε: «Δος
μοι λόγον, Λόγε / με τις θωπείες / των
λέξεων ντύσε με / τον πολέμιο.» (Λόγω
Λόγου,
σελ. 19. Δες και Σπαργανωμένος
Ήλιος,
σελ. 22).
Πρόκειται
για μια ιεροτελεστία λέξεων, που στήνοντας
«καβγά με το μαύρο» (Τεριρέμ,
β΄, σελ. 108), τίθεται στην υπηρεσία της
Ποιήσεως ως κατεξοχήν εκκωφαντικής
σιωπής: «ενώ μας ξεκουφαίνει/ μια σιωπή
προσποιητή», Σημειώματα
προς Ποιητή,
2 (σελ. 115).
Ο
ποιητής αυτός προπαιδεύεται συνεχώς
στην αυστηρότητα της μορφής, κυρίως
μέσω της φόρμας του χαϊκού, η ποίησή
του, όμως, απογειώνεται εντελώς σε
ποιήματα πλήρους μορφικής ελευθερίας,
όπως Οι
γάτες της Αρχαίας Εφέσου
(σελ.
86), Εξόδιος
ασπασμός
(σελ.
100), Το
χωνευτήρι εξοντώνει ονόματα
(σελ.
126) και το Η
Μάνα θρηνωδούσα ξανά
(σελ.
127).
Αποδέχτηκα
πρόσκληση επίσκεψης στις κατά Καποδίστρια
Σπέτσες (Των
Σπετσών,
σελ. 81), έτσι όπως επιθυμώ να τις
επισκέπτομαι ξανά και ξανά:
Οι
Σπέτσες έχουν
δειλινά
μυρωδικά
έρωτες
μικρούς
κάνοντας
ποδήλατο
προσποιούνται
ανεμελιά
πάνω-κάτω
ενίοτε
αράζουν στου Ορλώφ
για
παγωτό και τα τοιαύτα
ή
πιο συχνά σκουριάζουνε
πλοία
παροπλισμένα
στο
Παλιό Λιμάνι .
Ευχαριστώ
θερμά τον Ποιητή για την φιλοξενία και
τον χαιρετώ εγκαρδίως με λίγους στίχους
του για την υστεροφημία της Ποίησης, εκ
των οποίων ο τελευταίος είναι εξόχως
καβαφικός:
μόνον
η Ποίηση
μητέρα
όλων των μαχών παρηγορήτισσα
και
θαλασσομαχούσα
των
ηττημένων στέγαστρο
χώμα
πατρίδας εν
γη αλλοτρία
θα
διενεργεί αντί για ‘σε
αναψηλάφηση
ανθών δεδικασμένων
διόρθωση
παθών
λέξεων
σωθικών εξάσκηση
-μια
τέτοια υστεροφημία λοιπόν ασήμαντη δεν
είναι.
[Από
Το
χωνευτήρι εξοντώνει ονόματα
(σελ.
126)].
[Βρυξέλλες,
16.3.2020]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου