Ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη: «Ἦτο περασμένη ἡ ὥρα. Τὸ χωρίον, ἐκοιμᾶτο βαθὺν ὕπνον παιδίου, τὸ ὁποῖον ὕστερον ἀπὸ τόσα τρεξίματα καὶ παιγνίδια καὶ γέλοια, ἀποσταμένον, γέρνει ἐγγὺς τῆς ἑστίας του καὶ ἀποκοιμᾶται. Τὰ νυκτοπούλια τῆς ἀνοίξεως, τὰ ὁποῖα ἐστέναζον ὑπὸ τὰς καμάρας τοῦ κωδωνοστασίου, θαρρεῖς καὶ συνεπλήρουν τὸν ἀνασασμὸν τῆς κοιμωμένης πολίχνης....».
Ναί, τὶς ζήσαμε κάποτε αὐτὲς τὶς ὧρες, τὶς προαναστάσιμες. Τὶς ὧρες, ποὺ περιμέναμε ν᾿ ἀκουστεῖ ἡ πρώτη ἡ καμπάνα, γιὰ νὰ ξεκινήσουμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησιά. Κι εἶχε τὸ χωριὸ μιὰ ἡσυχία, ποὺ πραγματικὰ συγκινοῦσε. Καὶ συγκινοῦσε, γιατὶ ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ταπεινοὶ χωρικοί, περίμεναν αὐτὴ τὴ μοναδικὴ τῆς Πασχαλιᾶς τὴ βραδυά, νὰ βρεθοῦνε στὸ ναό, ν᾿ ἀκόυσουν τὸν καλὸ τὸ λόγο κι ὕστερα νὰ εὐφρανθοῦν.
Εἶχαν «παχνιάσει» τὰ «πράματά τους», τὰ ζῶα τους δηλαδή, γιὰ εἶναι ἥσυχοι καὶ τὠρα ἀναπαύονταν δίπλα στὴν παραστιά, ὅπου μαγειρεύονταν καὶ τὸ ἑόρτιο γεῦμα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ χωριὸ τὴ βραδυὰ αὐτὴ μοσχοβολοῦσε ἀπὸ τὸ καλομαγειρεμένο φαγητό, ποὺ θὰ τὸ γεύονταν, μαζὶ μὲ τὸ κόκκινο τ’ ἀβγό, ἀπολείτουργα οἱ περισσότεροι. Γιατὶ πάντα ὑπῆρχαν καὶ οἱ βιαστικοί, πού, ἀφοῦ ἄκουγαν τὸ Χριστὸς Ἀνέστη καὶ προσκυνοῦσαν τὴν Ἀνάσταση, τσούγκριζαν τ᾿ ἀβγά τους, νὰ τὰ γευτοῦνε «μάνε-μάνε», μέχρι νὰ πᾶνε στὸ σπίτι γιὰ τὸ ἑορταστικὸ τὸ γεῦμα.
Ὅμως αὐτὸ ποὺ συγκινοῦσε περισσότερο ἦταν ἐκείνη ἡ ἡσυχία ποὺ ἁπλωνόταν σ᾿ ὅλο τὸ χωριό, καὶ θύμιζε τόσο ζωντανὰ τὸν περίφημο λόγο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἐπισκόπου Κυπρου, ποὺ διαβάζεται τούτη τὴν ἡμέρα, τοῦ Μ. Σαββάτου.
«Τί τοῦτο;
σήμερον σιγὴ πολλὴ ἐν τῇ γῇ·
σιγὴ πολλὴ καὶ ἠρεμία λοιπόν·
σιγὴ πολλὴ, ὅτι ὁ Βασιλεὺς ὑπνοῖ·
γῆ ἐφοβήθη καὶ ἡσύχασεν, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκὶ ὕπνωσε, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος ὑπνοῦντας ἀνέστησεν».
Πόσο εὔγλωττη στ᾿ ἀλήεθα ἦταν ἐκείνη ἡ σιωπή, πόσο γόνιμη, γιατὶ καρποφοροῦσε στὶς ψυχὲς τῶν ἁπλῶν ἐκείνων χωρικῶν τὴ ἀναστάσιμη τὴν ἐλπίδα, ποὺ τὴν περίμεναν. Γιατὶ, ὅταν εὔχονταν «καλὴ Ἀνάσταση», τὸ ἐννοοῦσαν, τὸ ζοῦσαν τὸ χαίρονταν. Ὄχι σὰν μιὰ ἀφορμὴ γιὰ διακοπές, ὅπως συμβαίνει σήμερα, ἀλλὰ περισσότερο ὡς ἀφορμὴ ν᾿ ἀνοίξουν οἱ καρδίες, νὰ εἰσέλθει μέσα τους ἡ ἀναστάσιμη χαρά, ἡ αἰσιοδοξία. Νὰ παραμερίσει δηλαδή, κάθε πένθος, κάθε κατήφεια, κάθε ἀνησυχία.
Ραντισμένη ἡ βραδυὰ καὶ μὲ εὐωδιὲς τῆς ἄνοιξης, χάριζε καὶ τὸ ἄλλο μέγα προνόμιο στοὺς ταπεινοὺς τοὺς χωρικούς. Τὸ προνόμιο νὰ μαζεύουν μέσα τους αὐτὲς τὶς μοναδικὲς τὶς εὐωδιές, ὅπως ἐκείνη τὴ μαγευτικὴ μοσχοβολιὰ ἀπὸ ὑγρὸ χῶμα καὶ ἄρωμα λεμονοανθῶν ἢ πορτοκαλανθῶν, καθὼς περνοῦσαν τὸ Ρέμα, ὅπου βρἰσκονταν οἱ κῆποι μὲ τὶς λεμονιὲς καὶ τὶς πορτοκαλιἐς τοῦ χωριοῦ. Αὐτὸ τὸ ἄρωμα κουβαλοῦσαν μαζί τους μαζὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ ἄρωμα τῆς Ἀναστάσιμης χαρᾶς, ποὺ τοὺς χάριζε ἡ Πασχάλια βραδυὰ σὲ κείνη τὴν παλιὰ τὴν ἐκκλησιά, ποὺ χώνευε μέσα στὸ χρυσαφενιο τὸ φῶς, τὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς ἀπὸ κεριὰ καὶ καντήλια ἀναμμένα.
Μπορεῖ τὰ χρόνια νὰ πέρασαν, νὰ εἰσῆλθαν στὴν ψυχὴ νέες εἰκόνες, ὅμως δὲν κατάφεραν νὰ σκεπάσουν ἤ νὰ σβύσουν αὐτὲς τὶς ἀζάρωτες, χλωρὲς ἀκόμα, εἰκόνες ἀπὸ ἕνα καιρὸ φορτωμένο γνησιότητα καὶ εἰλικρίνεια. Ἀπὸἕνα καιρὸ ὑψηλῆς παιδείας, ποὺ τὴ δίδασκαν ἀγαράμματοι ἤ ὀλιγογράμματοι χωρικοἰ, ὡστόσο τόσο φωτισμένοι ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ νοικοκυροσύνη τους.
π. κ. ν. κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου