Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Έρχομαι
από μακριά είναι ο
τίτλος του βιβλίου. Η φράση ανήκει στον
Οδυσσέα Ελύτη και την επαναλαμβάνει ο
Κώστας Ζουράρις, αναδεικνύοντας το
διάνυσμα του χρόνου που καλύπτει ο
ποιητής, μακράν εκείνων που τον θέλουν
θιασώτη ταξιδιωτικών εμπειριών, ερωτικών
συναισθηματισμών και, γραφικών νησιωτικών
τοπίων. Το «Έρχομαι από μακριά» είναι
προσδιορισμός του χωροχρόνου που
ορίζεται από τη σύνθετη λέξη
«Ιλιαδορωμιοσύνη», δηλαδή Ιλιάδα και
Ρωμιοσύνη, αρχαία και νεότερη Ελλάδα,
σε όλη της τη χρονική διαδρομή, αρχαία,
βυζαντινή, νεότερη, σύγχρονη. Με άλλα
λόγια ο μεν Ζουράρις, αρχίζοντας από τα
πεζά κείμενα του Ελύτη –Ανοιχτά
Χαρτιά και Εν
λευκώ- καλύπτει όλο το
διάνυσμα του χρόνου από την αρχαία μέχρι
τη σύγχρονη Ελλάδα, για να αντλήσει τα
στοιχεία που θα τον οδηγήσουν/ μας
οδηγήσουν «στην Αγορά» με την πολιτική
της έννοια -Αγορήνδε-
εκεί όπου όστις ήθελε αγορεύειν ηγόρευε.
Στην πολιτική σκέψη δηλαδή του ποιητή,
όπως αυτή θα προκύψει από τα πεζά του
κείμενα. Ο Ζουράρις θα γίνει ο διερμηνέας
αυτής της πολιτικής σκέψης, την οποία
πόντο πόντο, λέξη λέξη, θα αντιπαραβάλει
με τα αρχαία κείμενα και την θρησκευτική
μας παράδοση, για να μας φανερώσει και
μια άλλη, όχι τόσο καλά μελετημένη,
πλευρά του έργου του. Τα λόγια του Ελύτη
αναδύονται ολόφρεσκα από τα αρχαία
κείμενα, τα βυζαντινά και νεότερα,
έχοντας αφομοιώσει τα «ξόρκια» που
άκουγε στο σπίτι από τη «γριά Κρητικά
μαγείρισσα», τα αλλόκοτα και τα «παλαβάτα»,
όπως τα χαρακτήριζε η μάνα του, κι ακόμα
εκείνες τις «φωνές φτασμένες από το
άγνωστο… μετεωρίτες του μέσα διαστήματος»,
αλλά και τα άλλα τα καταγεγραμμένα στα
βιβλία. Με αυτά τα λόγια περιουσία θα
παρουσιάσει το πρόγραμμά του. Ο Ζουράρις
θα γίνει ξεναγός και καθοδηγητής μας
στα μονοπάτια εκείνα τα δύσκολα, όχι
εκεί όπου ο Ήλιος κι ο
Άδης αγγίζονται αλλά
εκεί όπου ο Ελύτης και οι ρίζες των
Ελλήνων αγγίζονται.
Μια
μετοχή, που ο συγγραφέας του βιβλίου
δανείζεται από τον Όμηρο, «αμμίξας», θα
γίνει η χύτρα, μέσα στην οποία θα
ενσωματωθούν τα αντίθετα. Και αυτής της
μετοχής τη λειτουργία θα μας την
παρουσιάσει ο ποιητής και θα διερμηνεύσει
ο συγγραφέας, φέρνοντας στα μάτια μας
μπροστά τις συλλέκτριες των κρόκων της
Θήρας, τις μυροφόρες και τους αγγέλους.
Στη συνέχεια θα βρεθεί στο κέντρο
αρχιμήδειου πατήματος: δος
μοι πα στω και ταν γαν κινάσω.
Που σημαίνει με τα λίγο παραπλήσια λόγια
του Ελύτη «Αν δε στηρίξεις το ένα σου
πόδι έξω απ’ τη Γη ποτέ σου δεν θα
μπορέσεις να σταθείς επάνω της». Η
ανάλυση, η διερμηνεία αυτής της σελίδας,
θα απαιτούσε ένα ακόμα βιβλίο.
Για
να καταλάβει κανείς τις πηγές του Ελύτη
θα έπρεπε να έχει υπόψη του τη βιβλιοθήκη
του, μου είπε κάποιος σοφός μου επιμορφωτής
κάποτε, αλλά επειδή κάτι τέτοιο θα ήταν
ματαιοπονία, κάτι σαν πίθος των Δαναΐδων,
ποτέ δεν θα διαβαστεί ολόκληρη και ποτέ πια δεν θα υπάρξει ο απαιτούμενος
χρόνος για να μελετηθεί. Γι’ αυτό κι
εμείς, όπως εκείνος, ο Ελύτης, δηλαδή,
θα αρκεστούμε στα «Κομμάτια
πέτρες τα λόγια των θεών / Κομμάτια
πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου».
Αυτά τα «λόγια» και αυτά τα «αποσπάσματα»
έχει επιλέξει για μας ο έχων πολιτική
σκέψη και ποιητική διάθεση, για διπλή
επίσκεψη στο πεζό έργο του Ελύτη,
Ζουράρις. Ο καθείς και
τα όπλα του, λέει ο
ποιητής και ο Ζουράρις ως πολιτικός
άνδρας έχει τα δικά του·
διαθέτει τη γνώση των αρχαίων και των
βυζαντινών, την ειδική παιδεία, την ψυχή
και το πνεύμα, το ένστικτο σε υπερθετικό
βαθμό, τις εξωτερικές αποδείξεις την
παρατήρηση των κοινωνικών μας πραγμάτων,
αλλά και την αφαίρεση από το συγκεκριμένο
και, το σπουδαιότερο, και εκ των ων ουκ
άνευ όπλο όλων, την αγάπη και την
απαιτούμενη «τρέλα». Δεν αντιμετωπίζεται
αλλιώς η γραφή του.
Λέει
συγκεκριμένα για τη γλώσσα του Ελύτη:
«Ο Ελύτης είναι δύσκολος και ως ποιητής
και, ίσως, ακόμη πιο δύσκολος ως, κατά
Θουκυδίδην, λογογράφος». Δεν το κρύπτει.
Ενδέχεται να το καλλιεπεί, εν ταπεινή
αλαζονεία» και καταθέτει και το σχετικό
αποδεικτικό:
«ΕΙΜΑΙ
ΔΥΣΚΟΛΟΣ·
ένας Θουκυδίδης απ’ την ανάποδη».
«Αυτά
που λέω και γράφω / για να μην τα καταλάβει
άλλος κανείς… /Θα φανούν αργότερα τα
οστά μου φωσφορίζοντας / ένα γαλάζιο/
Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος».
Και,
ναι, ο Ελύτης είναι «δύσκολος», ο Ζουράρις
είναι πιο δύσκολος και πιο «Θουκυδίδης»
από όποια πλευρά, καλή ή ανάποδη, θελήσεις
να τον δεις. Είδε όμως το «γαλάζιο» στα
φωσφορίζοντα οστά. Δεν προσεγγίζεται
το βιβλίο του με τα γνωστά εργαλεία:
νοηματική αλληλουχία, συνοχή και
συνεκτικότητα που είναι τα προαπαιτούμενα
ενός γραπτού με σαφήνεια και άμεσα
αποδεκτού κειμένου από τον αναγνώστη,
γιατί και ο ίδιος, «εν ταπεινή αλαζονεία»
ή χωρίς «ταπεινή», είναι οπαδός της
υπερρεαλιστικής ελληνικής γραφής, όπως
αυτή είχε προκύψει πριν την εμφάνιση
του κινήματος που την επέβαλε. Και να ο
Ζουράρις με τον τρόπο του να προσπαθεί
να καταλάβει και να δώσει να καταλάβουμε
κι εμείς «αυτά» που ο Ελύτης δεν θέλει
«να τα καταλάβει άλλος κανείς».
Η
φράση που πρώτη πρώτη μπαίνει στο βιβλίο
- «Μια συζυγία … μισή στην αμφιβολία
και μισή στην αθανασία –ευδιάκριτη» -
μοιάζει εύκολη, αφού η μία είναι σαφώς
προσδιορισμένη ως «αθανασία», η άλλη
ημιπροσδιορισμένη ως «αμφιβολία» και
η συζυγία είναι «ευδιάκριτη»·
και αυτά είναι τα ελληνικά – C’
est du grec,
μας λέει ο συγγραφέας και μας ενημερώνει
ότι έτσι θα συνεννοηθούμε. Χωρίς την
τρέχουσα λογική ή με τα λόγια του Ελύτη,
ή δέχεσαι να περπατάς στον αέρα και στο
νερό ή κάθεσαι άνετα στα σίγουρα της
στεριάς και δεν ασχολείσαι με την Ποίηση.
Ο Ελύτης, όμως, και συνακόλουθα και ο
Ζουράρις, απαιτούν νερά και αέρα.
Για
να δώσω να καταλάβει κανείς τη συζυγία
δανείζομαι τα δικά του, φυσικά,
παραδείγματα: οι Κένταυροι είναι μισοί
σοφοί αθάνατοι και μισοί κτήνη «λαγνουργά».
Ο Χριστός μας: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι
με εγκατέλειπες;» (ο νους μου πάει στο
υιός Θεού αλλά και άνθρωπος), ο Άρης
Βελουχιώτης (πού πάει;). Κι ακόμα συνισχύουν
το αβέβαιο και αθάνατο συνάμα, το πέραν
και το εδώ αδιαχώριστα, ο ιδιώτης και ο
Λαός, όλα «ασυγχύτως, αδιαιρέτως και
ατρέπτως Εν», ήτοι όλα αυτά είναι μέρος
μιας συζυγίας που με το ένα σκέλος
συσκοτίζουν με το άλλο διαφωτίζουν,
αλλά και συνυπάρχουν. Το «Συναμφότερον»;
Το ένα σκέλος εδώ και σαφώς προσδιορισμένο
και το άλλο στην «χρυσή μου φαντασία».
Με αυτή τη φαντασία στην φαρέτρα μου
ψάχνω να βρω το μονοπάτι που θα με
οδηγήσει. Είναι το βιβλίο σαν το δάσος
του παραμυθιού, όπου κινδυνεύεις να
χαθείς, αλλά στην περιπέτειά σου μέσα,
θα γνωρίσεις τα τέρατα, θα παλέψεις μαζί
τους και θα τα νικήσεις. Έτσι εδώ τα
τέρατα- τα τεράστια δηλαδή, τα μεγάλα,
θα κατακτηθούν έστω και λίγο.
Φυσικά
ο λόγος εμπλουτίζεται με στίχους από
όλο το θησαύρισμα του συγγραφέα, όλη τη
χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας που
έχει πρόχειρη στο νου του και την
επικαλείται, κι έτσι, αν το κείμενο είναι
ένα δάσος γεμάτο ενδείξεις, τώρα τα
δέντρα του δάσους αποκτούν και αληθινά
αστέρια πάνω στα κλαδιά τους.
Αποδελτιώνω
Ελύτη διά γραφής Ζουράρι: «Αρνούμαι
τροφή στους χορτάτους, που ζητούν ολοένα
κι άλλη, κι άλλη πείνα», γιατί κατά τον
Ζουράρι αυτό ισοδυναμεί με Άδη. Το
«Αρνούμαι» σημαίνει έκρηξη, ένα
«Αντάρτικο» που σκαρφαλώνει «στην
κορυφή του Ομήρου» (θα περίμενε κανείς
«του Ολύμπου» αλλά προτιμήθηκε η ποιητική
κορυφή ως ανάλογο της φυσικής). Και «Ταις
πρεσβείαις του Οδυσσέα Ελύτη επανεπαληθεύει
το αντιστασιακό, αργόσυρτο σαν μοιρολόι
σφρίγος της καθ’ ημάς Ελευθερίας», την
«καθ’ ημάς Οδύσσειαν του εύδαιμον,
μόνον το ελεύθερον.
Αλλιώς; Κακοδαιμονία καθεστωτική».
Κι
εδώ παραθέτει κι ένα δείγμα διαφάνειας
ή πώς διαπλέκονται τα πάντα ή πώς το
ένα προβάλλει μέσα από το άλλο ή πως αν
σκύψεις πίσω από τις λέξεις θα βρεις
εκείνες που έχουν κρυφτεί και έτσι θα
ανακαλύψεις ότι «Το της
επιθυμίας ακόρεστον
σε κάνει να είσαι αιωνίως ενδεής», οπότε
προκύπτει μια ακόμη συζυγία: Ελύτης –
Μέγας Βασίλειος.
Η
Ιλιαδορωμιοσύνη
συνιστά επίσης το «Συναμφότερον» του
αρχαίου και χριστιανικού μας κόσμου,
τις δύο υποστάσεις του ελληνισμού σε
μία. Όλα τα αναμόχλευσε ο «Μεγάνωρ»
Οδυσσέας «ιδρυτικώς, όλα υπάρχουν στο
έργο του ξαναγεννημένα πρωτοπλάστως»,
μας λέει.
Τίποτα
δεν είναι βέβαιο οριστικά, ισχύει και
το ιδιωτικό και το «κοινό», και ο ποιητής
και ο Λαός και ο Όμηρος και ο Θεός, «το
νόημα που άγουν οι φράσεις του εκτινάσσεται
σε αλλεπάλληλα πέραν του μέχρι τώρα
βατού, η ομορφιά του γραπτού –πεζού του
Ελύτη εξωραΐζει το νόημα
του κόσμου, η ομορφιά τείνει προς την
αλήθεια, το Κάλλος επιτρέπει στην
επιστήμη να γίνει επιστήμη του αληθινού,
διότι ωραίου».
Με
την μέθοδο της «ενδοσυγκριτικής
συγκόλλησης» παρουσίασε γνώσεις
πολιτειακές από τα πεζά του Ελύτη στο
Συνέδριο στην Κω, με τις οποίες σκανδάλισε
τους «επαναστάτες τρίτης δροσιάς» που
ανακάλυπταν, με δυσάρεστη έκπληξη,
ότι υπήρχαν δύο Ελύτες: «Ο δικός» τους
και «ο Ελύτης του Ελύτη». Κι εδώ ο Ζουράρις
είναι απολαυστικότατος, στο πώς εισπράττει
αυτή την έκπληξη των άλλων. Και, αφού
φαιδρότητι διεξήλθε την των άλλων απορία
και τα διαδραματισθέντα στην Κω, κατέληξε
στο Κολωνάκι, στον ποιητή να συζητά τα
ποιητικά πολιτικά. Το κείμενο αυτό
τελειώνει με «Τα σα εκ των σων Σοι
προσφέρομεν, Οδυσσέα Ελύτη. Κατά πάντα
και διά πάντα. Τόσο εύλογο το ακατανόητο».
Και
το «Συναμφότερον» συνεχίζεται στο ένας
και «όλοι μαζί», στο «μπουλούκι», στο
δημοσιοϋπαλληλίκι, στη νοοτροπία του
Έλληνα. Το θέμα είναι ότι ο Ζουράρις
καταφέρνει να μας κουρντίσει με το δικό
του κλειδί και να δούμε πράγματα που
έχουμε διδαχτεί και διαβάσει αλλά δεν
έχουμε όλοι προσέξει καλά, γιατί δεν
είχαμε τα απαιτούμενα μάτια ή την
κατάλληλη προσδεκτικότητα.
Το
εύδαιμον το ελεύθερον.
Η ευδαιμονία προϋποθέτει ελευθερία, το
ξέραμε. «Ο δούλος δεν ευδαιμονεί, το
πολύ-πολύ να έχει καταναλωτική επάρκεια»
(κάτι που είχαμε ξεχάσει τα χρόνια του
«Ολύμπου» της κατανάλωσης, για να
ζουραρίσω κι εγώ λίγο). Ευδαιμονία και
ελευθερία, το ζεύγμα και η διάζευξις
(«Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις,
όπως τα παλιά ξυραφάκια», εκ
του Πλησίον, συμπληρώνω).
Το ζεύγμα «Ελευθερία ή θάνατος» σημαίνει:
«αν δεν έχω ελευθερία είμαι ήδη νεκρός».
Κι εδώ κάνει την ετυμολογική ερμηνεία
της λέξης «Ελευθερία» (από τον αρχαίο
μέλλοντα του «έρχομαι», «ελεύσομαι»,
και το επίσης αρχαίο «ελεύθω», γνωστά
αυτά), της οποίας επιθυμούμε τον ερχομό,
αλλά αυτός απαιτεί αγώνα που ποτέ δεν
ολοκληρώνεται, βρίσκεται πάντα εν
προόδω… Έρχεται.
Όχι χωρίς την ελευθερία προτιμώ να
πεθάνω αλλά, χωρίς την ελευθερία, είμαι
ήδη νεκρός, επιμένει.
Τα
αντίθετα που συνυπάρχουν –τα «συναμφότερα»-
πάνω στα οποία πετάει η σκέψη του
συγγραφέα είναι πολλά. Είναι όλες οι
αντινομίες του ελληνικού «Τρόπου» σε
σύνθεση. Παράδειγμα: τα άψυχα έχουν ψυχή
και «ένα τοπίο δεν είναι διόλου το
άθροισμα μερικών δέντρων και βουνών».
Και ο κατάλογος κινείται κάνοντας βουτιά
στο παρελθόν, ανάδυση και ανάσα στο
παρόν και πάλι βουτιά, δείχνοντας το
δισυπόστατον και πολυ-υπόστατο των
λέξεων του Ελύτη-Θουκυδίδη, με την διφυή
ή πολυφυή ασαφή σαφήνεια, λέει ο Ζουράρις.
Θα σταθώ κι εγώ με έμφαση στην ελληνική
συνέχεια στην οποία επιμένει ο συγγραφέας
και ο Ελύτης θεωρεί «αυτονόητο» αυτό
που κάποιοι αμφισβητούν και αυτοί είναι
οι «μουρμουρίζοντες» (Ζουράρις) «σπασμένες
σκέψεις» (Σεφέρης) ή έρχονται «από την
πίσσα της Ευρώπης» (Ελύτης). Αυτής της
«πίσσας» δεν της χαρίζεται·
κανενός δεν χαρίζεται, ούτε ο Μπαχ δεν
γλιτώνει. Η ενότητα του Ελληνισμού είναι
αυτονόητη. Έρχομαι από
μακριά, το ταξίδι είναι
δύσκολο, γεμάτο εμπειρίες και γνώσεις,
γοητευτικό απολαυστικό, ασυνήθιστο.
Θα
τελειώσω αυτό το κείμενο που έχει
ξεπεράσει κατά πολύ το πλαίσιο μιας
παρουσίασης (κατά το βιβλίο και η
παρουσίασή του) με τα «Ελύτεια Χαριστήρια».
Ο Ελύτης λέει ψέματα ότι είναι «Θουκυδίδης
από την ανάποδη», αποφαίνεται ο Ζουράρις.
Ο Ελύτης είναι το «ανήριθμον γέλασμα
φωτός». Είναι «Ηνίοχος-λοιπός οπλίτης
της Αλβανίας, ο ηνιοχεύων
την των κινουμένων πνοήν».
Ο Θουκυδίδης είναι εύκολος και ο Ελύτης
είναι εύκολος «όταν έχεις μέσα σου την
αλφαβήτα του Ελύτη». Ο καθείς και η
αλφαβήτα του, λοιπόν, ο
καθείς και τα όπλα του, ο
Ζουράρις και ο Ελύτης του και ο Ελύτης
μας.
Το
βιβλίο διαβάζεται
δύσκολα, είναι πυκνό και γεμάτο παραπομπές
σε κείμενα αρχαία και πατερικά. Η γραφή
του είναι όστις θέλει οπίσω μου ελθείν
απαρνησάσθω ό,τι ήξερε από νοηματική
αλληλουχία και τέτοια. Ίδια χρησμός θα
έλεγε ο Ελύτης που μας κοιτάει από το
εξώφυλλο, στη γνωστή φωτογραφία στο
μέτωπο, με τα βουνά πίσω του, όπου έχει
τις ρίζες του και τα θεμέλιά του και μας
επαναλαμβάνει: Έρχομαι
από μακριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου