Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ο Ηλίας Κεφάλας είναι
πολυγραφότατος. Έντεκα ποιητικές συλλογές, εφτά τόμοι δοκιμίων-μελετών, έξι
τόμοι πεζογραφίας, πέντε βιβλία για παιδιά, δύο ανθολογίες, σύνολο τριάντα ένα
βιβλία. Με λίγα λόγια είναι μια ανεξάντλητη πηγή, η οποία αναβλύζει νάμα. Για
την παρούσα περίπτωση ποιητικό νάμα. Τα Λιλιπούτεια,
ποιήματα σε δίγλωσση εκδοχή, ελληνική και γαλλική, έχουν έναν ανάλαφρο
αέρα, μια αίσθηση δροσιάς, η οποία προσφέρεται σε μικρές δόσεις από ποίημα σε
ποίημα. Εβδομήντα ένα ψυχικά και
διανοητικά αποστάγματα, σε σχήμα βιβλίου μικρό, κόντρα στον Καρυωτάκη που θα
έβαζε τα δικά του σε σχήμα βιβλίου μεγάλο (Τη
σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο).
Οι γαλλομαθείς θα τα απολαύσουν
διπλά. Την γαλλόφωνη εκδοχή υπογράφουν οι μεταφράστριες Mari-Cécile Fauvin, Δώρα
Νίκου, Giséle Albouy, Άννα
Ντιναπόγια.
Τα Λιλιπούτεια, όπως λέει και τίτλος τους και όπως φαίνεται από το
σχήμα τους, είναι μικρά ποιηματάκια, μερικά μοιάζουν με χαϊκού, άλλα έχουν
μεγαλύτερη ανάπτυξη και άλλα ακόμα μεγαλύτερη. Μοιάζουν με εκείνα τα πολύτιμα
μικροκομψοτεχνήματα της απωανατολίτικης τέχνης. Σαν μια καμπύλη σε ζωγραφικό
πίνακα, ένα φτερό που ξέφυγε και πάει μόνο του, ένα πέπλο που ανέμισε ανέμελα,
ένα ιχνογραφήματα που, σχεδόν, δεν άφησε ίχνη. Κι όμως μέσα σ’ αυτή τη μικρή
λεπτομέρεια, αποσπασμένη από ένα συγκροτημένο στο μυαλό του ποιητή «όλο»,
προβάλλεται μια ιδέα, μια σκέψη, ένα αίσθημα, σαν πινελιά, γραμμή, ήχος, λέξη, με ουσία και γοητεία. Και
έτσι, ερήμην του άλλου, του υπολοίπου, η
λεπτομέρεια κερδίζει το μάτι, το αυτί και τον νου.
Πρώτο λιλιπούτειο το «Χαίρε»: «Χαίρε ω καμπυλόγραμμη / Υψιπετώ μαζί σου /
και φλέγομαι / Επειδή δεν αφήνεις να σβήσει καμιά πνοή». Φυσιολογικά της
απευθύνει το «Χαίρε», με όλα τα συνυποδηλούμενα πρόσωπα σ’ αυτή την
συγκεκριμένη προστακτική, που εδώ πυκνώνουν στην μεγάλη Κυρά της τέχνης του. Aυτή είναι η «καμπυλόγραμμη» που μπορεί να τον παρασύρει στα ύψη και να
τροφοδοτήσει τη φλόγα της ψυχής. Αυτή η
έμπνευση, αυτή και η φλόγα. Γι’ αυτήν οι στίχοι και οι έπαινοι, αυτή το ερωτικό
του ιδανικό και ως σχήμα και ως ιδέα.
Με το δεύτερο ποίημα απευθύνεται
στο «Ανοιχτό Βιβλίο». Και πάλι ένα
εισαγωγικό, αναφωνηματικό «Ω», το οποίο γοητευτικό, παλιάς σχολής κατάλοιπο
και εποχής κληροδότημα, μπαίνει μπροστά
να σύρει τα αισθήματα από σελίδα σε
σελίδα. Αλλά πίσω από τις σελίδες, το «σελιδοδείχτη» και τα «καλλιγραφημένα
γράμματα» κρύβεται ένας φόβος για το βιβλίο που πρέπει να παραμείνει ανοιχτό.
Πιο πέρα η ημέρα ξημερώνει το φως και «Η
Ανατολή με ντύνει με την αλουργίδα της» λέει ο ποιητής καθώς και «σπίθες άλικου στα μάτια μου/ Στεναγμοί και
μνήμες στην καρδιά μου». Εκείνη η
«Ανατολή» μας πάει εύκολα στη Δύση του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Όνειρο στο κύμα,
«έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου που είχε βασιλέψει εκείνη την
στιγμήν. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω…»). Οι δύο
ποιητές με την ίδια αλουργίδα, στρώνουν το έδαφος για να μπει και να βγει η
μέρα. Σαν προοικονομία της ζωής που και εκείνη ανατέλλει και δύει.
Τα ποιήματα είναι αντλημένα από
εικόνες της φύσης. Ο ποιητής όμως δεν φαίνεται να είναι φυσιολάτρης.
Τουλάχιστον δεν είναι αυτός ο στόχος του. Νομίζω, δηλαδή, πως κάθε εικόνα, με
τη μεταμορφωτική δύναμη της τέχνης του,
είναι μια μετατροπή ιδέας, σκέψης ή συναισθήματος. Ειδύλλια της ζωής,
ιδέες του μυαλού, εικόνες της φύσης σε αντιστοιχία και αλληλουχία. Στιγμιότυπα
που άλλοτε στοχεύουν στην ομορφιά και τη χαρά, άλλοτε στο χάραμα και στην
ανατολή της ζωής, άλλοτε στη θλίψη, στο σούρουπο και στη Δύση της. Παραδείγματα
μας δίνουν ο φωτεινός ουρανός, ο συννεφιασμένος ουρανός, το ρυάκι, σαν «άτακτο
παιδί», τα πουλιά: «Το σφύριγμα του κότσυφα / Βαθιά στις έξι το πρωί» δίνει αισιοδοξία, «Μια τρελή ηλιαχτίδα» που «ερωτοτροπεί με τα νερά του βουνού»,
επίσης. Όμως, είναι και εκείνες οι ανησυχητικές
«Ταραχές στα φύλλα» και οι «Συριγμοί στα νερά». Κάθε τι με την ιδιαίτερη σημαίνουσα σημασία
του.
Ο ποιητής ακούει και βλέπει,
αισθάνεται και σκέπτεται και, τα μικρά και ασήμαντα αξιολογεί, που ως νύξεις
από άλλη σφαίρα επικοινωνίας εκλαμβάνει. Οι φωνές των αγαπημένων προσώπων κρύβονται στα θροΐσματα, για να τον βεβαιώσουν πως είναι
εκεί κοντά του, πλάι του. Κι έτσι, ενώ
ανάλαφρο φαίνεται το ποιητικό τοπίο, ανάλογα με το φωτισμό, πρωινό,
απογευματινό, νυχτερινό, γίνεται υπαινικτικό και προλειαίνει το έδαφος για να
έρθει και ο μεγάλος επισκέπτης, αυτός ο σκοτεινός και ανεπιθύμητος σύντροφος
της ζωής που στέκεται στη γωνία και περιμένει υπομονετικά την ώρα του. Και έχει
όλα τα σύνεργα της μεταμφίεσης στη διάθεσή του: Τη «μαυροφόρα νύχτα», το «θολό
πέλαγος», το «βουλιαγμένο φως», τα «σιωπηλά σπουργίτια», τους «μαραμένους
κήπους», το «ερημικό μονοπάτι», τα φύλλα,
τα νερά.
Δεν είναι σπάνιες οι φορές που ο ποιητής απαλλαγμένος από την αίσθηση της
βαρύτητας, αν και «ακίνητος φυγαδεύεται» υπογείως «κάτω από διάφανα φυλλώματα»,
ενώ άλλοτε «αιωρείται» και ανεβαίνει: «Το βουνό υψώνεται πλησιόχωρο / Τάχα προέκταση
της σκέψης μου / Που θέλει μόνο ν’ ανεβαίνει». Κι εδώ διαφαίνεται ο ποιητής που ξαναγέννησε τον κόσμο απ’ την
αρχή με το νου του μόνο και μας έδειξε πώς να βλέπουμε. Ο Οδυσσέας Ελύτης: «Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί/ κάτι
δύσκολο ή κάτι υψηλό/: ο Όλυμπος, ο Ταύγετος» (Το Άξιον Εστί, «Η Γένεσις»), αλλά και «Όπου προεξέχει βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής» (Μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» XIV).
Και από άλλη οπτική: «Καπνίζουν οι
νεκροί; / Αναμφιβόλως / Να και η καύτρα του τσιγάρου τους / Οι αναμμένες
μαργαρίτες ». Δεν νομίζω πως είναι μακριά ο Ρίτσος και οι δικοί του
πρόγονοι που «Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη
σβουνιά και τη νύχτα …». Αντιθέτως και οι δύο ποιητές, με
παρόμοια εικόνα για τους πεθαμένους αλλά
ταυτόχρονα και ζωντανούς προγόνους,
βλέπουν το ίδιο πράγμα. Ο Κεφάλας σε καιρό ειρήνης και μεταφυσικής αγωνίας, ο
Ρίτσος σε καιρό πολέμου και μεταφυσικής ανάγκης να πάρει δύναμη. Και πάλι ο
Κεφάλας πάνω στο ίδιο θέμα: «Κάθε φορά
που ένας νεκρός ξυπνάει/ από βαρύ λήθαργο» πιστεύει ότι «Ένα λουλούδι ανθίζει/ Στους εγκαταλειμμένους
κήπους». Και είναι ο ποιητής που τον ξυπνάει από τον ύπνο του και χαρίζει το
λουλούδι στον εγκαταλελειμμένο κήπο.
Όλα, λοιπόν, στη φύση γίνονται νύξεις για κάτι που τα ξεπερνά, κυκλοφορεί
αόρατο και μεταμφιεσμένο σε εικόνες και ήχους. Και φτάνουμε στο επίμαχο, αυτό
που είναι στην άλλη άκρη της Ανατολής και ήδη ο ποιητής το έχει υπαινιχθεί.
Είναι αυτός, που «αόρατος κηπουρός» κάθεται αθέατος σε μια γωνιά, και τώρα, να’
τος:
«Ήρθε με το φαρδύ καπέλο του / Κάθισε κατάκοπος / Και μόλις αποκαλύφθηκε
/ Σαν να ξημέρωσε ο κόσμος». Αλλά
και σε άλλη εκδοχή «Σιωπηλό μεσημέρι /
Κουκίδα ο καβαλάρης / Χάνεται στον ορίζοντα», άλλοτε πάλι είναι το «Χαλκόχρωμο φεγγάρι» που «Ανέρχεται πελώριο/
Σαν καβαλάρης του βουνού / … Σαν βάρκα που φεύγει κι αργά κωπηλατεί». Όλα τα σύμβολα
συντονισμένα στον ίδιο σκοπό.
Μερικές φορές, υποδυόμενος τον
αδαή θέτει ερωτήματα, τα οποία αφήνει ανοιχτά είτε ως ευκόλως απαντώμενα είτε
ως ουδόλως, οπότε και η σύγχυση: «Μου
χάλασαν τα σχέδια οι νεκροί/ Πότε με την ιδέα του αβέβαιου/ Πότε με την ιδέα
του τρομερά βεβαιωμένου». Ή «Με κουβέρτα
εύπλαστου χώματος / Ή με σεντόνι παγερού
χιονιού;».
Δεν έχει σημασία καμιά απάντηση. Η
σημασία βρίσκεται στην ποιητική αγωνία η οποία πρέπει να εκφραστεί με όχημα
εκείνο που έτσι κι αλλιώς έχει στη διάθεσή του ο ποιητής πριν ρίξει την αυλαία.
Μοιρασμένος ανάμεσα στα δυο, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, τη ζωή και το
θάνατο, τη χαρά και τη θλίψη, οδεύει
πάνω στην δική του αλουργίδα που
μία και συγκεκριμένη κατεύθυνση έχει.
Τα ποιήματα από άποψη μορφής έχουν
τη γοητεία του μικρού, αλλά στο κέντρο της συλλογής το μέγεθος μεγαλώνει για να
αραιώσει και πάλι προς το τέλος. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Σεμνή εκκίνηση,
συναισθηματική φόρτιση και χαλαρή εκπνοή. Σαν αναπνοή που ολοκλήρωσε την έκτασή
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου