Η Ζάκυνθος ήταν πάντοτε συνυφασμένη με το θέατρο. Παρακολουθούσε παραστάσεις, ερμήνευε, έγραφε και χάρισε στο πανελλήνιο μερικούς από τους πιο αξιόλογους, πρώτους και πρωτοποριακούς ηθοποιούς. Γιόρταζε με «Ομιλίες», όχι μονάχα το Καρναβάλι της, αλλά και άλλες της γιορτές, όπως αυτήν της απαρχής του δικού της, ξεχωριστού Μεγαλοβδόμαδου, την Κυριακή των Βαΐων, έκανε την υποκριτική τέχνη και διδασκαλία επινίκια, αποθέωσε πριμαντόνες, έχτισε και ξανάχτισε τον «Φώσκολο». Ο Τζαντιώτης, σ’ όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκε, ήξερε άριστα να τιμά την αίθουσα με το σανίδι και τα θεωρεία, βάζοντας τα καλά του, όπως στις επίσημες γιορτές στην εκκλησία, αλλά και να συντηρεί την πρωτοπορία του δρόμου και της πλατείας, μέσω της οποίας διασκέδαζε, εκφραζόταν και διεκδικούσε, με μια αφαίρεση, που θα την ζήλευαν σήμερα πολλές ψαγμένες ομάδες. Όλα αυτά είναι σίγουρα ένα ακόμα δείγμα παιδείας και μια επιπλέον απόδειξη για την σωστική άνοδο του λαού και την αποφυγή για την επιζήμια κάθοδο του λαϊκισμού. Μ’ άλλα λόγια το νησί του Μοντσελέζε, του Ρούσμελη, του Γουζέλη, του Ξενόπουλου και του Ρώμα, για να περιοριστούμε στους πιο γνωστούς και σημαντικούς εκφραστές του είδους, δεν έκανε ποτέ την μιζέρια ταυτότητα, όπως πολύ συχνά στον καιρό μας συμβαίνει, αλλά πάντα φρόντιζε να διακωμωδεί από την σκηνή, αναζητώντας με τον τρόπο αυτό την πολύπλευρη και πολύμορφη άνοδό του, αλλά και την ευρωπαϊκή του ταυτότητα.
Ήταν συνακόλουθο, λοιπόν, η θεατρική του αυτή παιδεία και καλλιέργεια να διακλαδωθεί σε όλες τις εκφράσεις του και να διαδοθεί σε όλες τις μορφές της σχόλης και της καθημερινότητάς του. Προ πάντων η ευαισθησία του αυτή πέρασε στην λατρεία του και με την τέχνη του θεατρίνου και την γνώση του θεατή κατέληξε να τιμά τον Θεό του, κάνοντας πράξη την κοινή ετοιμολογία όλων των παραπάνω λέξεων.
Πολλές είναι οι σχετικές εκφράσεις πίστης του Ζακυνθινού μέσα στον ενιαύσιο κύκλο της λειτουργικής του ζωής. Για το θέμα αυτό, μάλιστα, θα χρειαζόταν και ειδική μελέτη. Ιδιαίτερα στην περίοδο του Μεγαλοβδόμαδου, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προσφέρεται για αναπαραστάσεις, η θεατροποίηση των μεστών λόγων των ημερών, είτε ύμνων, είτε ευαγγελίων, γίνεται σχεδόν καθημερινότητα και η τοπική, πλούσια παράδοση, αυτή που μας παρέδωσε, συν τοις άλλοις, και ένα δικό μας, ξεχωριστό τυπικό, γίνεται αιτία για μια επιπλέον σωστική ιδιορρυθμία.
Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν και να αναλυθούν γι’ αυτό το θέμα, μα λόγω χώρου και χρόνου, ας σταθούμε σήμερα, σ’ αυτό το προπαρασκευαστικά εορταστικό μας κείμενο, σε μια χαρακτηριστική αποκορύφωση των ιερών δρώμενων και μια συγκινητική τους έκφραση. Είναι η τελετή της Αποκαθήλωσης, όπου και αυτή στη Ζάκυνθο, όπως τόσα άλλα αυτές τις κατανυκτικές μέρες, τις αληθινά πενθηφορούσες, έχει την δική της μορφή και το ιδιαίτερό της χρώμα. Είναι μια παράδοση αιώνων, η οποία ευτυχώς ακόμα τελείται και μια κληρονομιά, όπου διατηρείται με πάθος, ακόμα και στις μέρες της μεγάλης υποχώρησης και της ανησυχητικής προδοσίας.
Μα ας προχωρήσουμε στο τοπικό τυπικό και την θεατρική του έκφραση. Αμέσως μετά το Ευαγγέλιο του Εσπερινού, που ακολουθεί τις Μεγάλες ή Βασιλικές Ώρες του πρωινού της Μεγάλης Παρασκευής, το οποίο αποδίδεται στον κυριότερο εκφραστή του Θείου Πάθους, τον και από τον πολύ Παζολίνι εντοπιζόμενο Ματθαίο, μα στην ουσία είναι συρραφή δικών του κειμένων, αλλά και του Λουκά και του Ιωάννη, ο ιερέας εξέρχεται από το Ιερό και αφού σε άκρα σιωπή θυμιάσει και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τον καθαρά αναγεννησιακό Εσταυρωμένο, ο οποίος βρίσκεται στην μέση του ναού, στηριγμένος στην μπαρόκ τέχνης βάση του, που ονομάζεται Γολγοθάς, γονατίζει μπροστά του και μιμούμενου τον Αριμαθαίο Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το σεπτό σώμα. Για το σκοπό αυτό το ντόπιο τυπικό έχει μεταφέρει σ’ αυτό το σημείο της ακολουθίας το τροπάριο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου: «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας…», το οποίο ψάλλεται αλλού κατά την περιφορά του Επιταφίου και ταιριάζει όσο κανένα άλλο με την περίπτωση, μια και η αρχή του είναι αυτό ακριβώς που απαιτεί η περίπτωση. Ιδιαίτερα εκείνο το «δος μοι τούτον τον ξένον», το οποίο ποιητικά επαναλαμβάνεται, οδηγεί τον πιστό στον Τόπο του Κρανίου και τον κάνει να συμμετέχει στο Πάθος του Θεανθρώπου.
Μετά το τέλος της ανάγνωσης ο εφημέριος σηκώνεται και ανεβαίνει σε μικρή σκάλα, την οποία ο νόντσολος (νεωκόρος) έχει τοποθετήσει, για την περίπτωση, μπρος από τον Εσταυρωμένο. Με σεβασμό και σιωπή βγάζει τα καρφιά, από τα χέρια και τα πόδια και στην συνέχεια, ενώ οι ψάλτες, στο ζακυνθινό ιδίωμα πάντα, ψάλλουν το: «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν, ο Αριμαθαίας καθείλεν…» κατεβάζει σιγά – σιγά το σώμα του Χριστού, προσέχοντας να έχει τελειώσει την Αποκαθήλωση ακριβώς με το τέλος του τροπαρίου.
Εδώ ας σημειωθεί πως ο ζακυνθινός Εσταυρωμένος δεν έχει καμιά σχέση με τον γνωστό βυζαντινό, αλλά είναι περισσότερο φυσικός και ανθρώπινος, ζωγραφισμένος, μάλιστα και από την πίσω πλευρά. Στις άκρες του το ξύλο είναι μαλακά φαγωμένο, δίνοντας υποψία ανάγλυφου και η επιγραφή είναι στην κορυφή του αυτή ακριβώς που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές. Η σε τρείς γλώσσες «γεγραμμένη αιτία» : «Ι. Ν. Β. Ι».
Ακολούθως ο ιερέας τοποθετεί το σώμα του νεκρού Ναζωραίου σε ολόλευκο και καθαρό σεντόνι, που το κρατούν επιφανείς ενορίτες, την ώρα που από τον χορό ακούγεται το δεύτερο τροπάριο των αποστίχων: «Ότε εν τω τάφω τω καινώ, υπέρ του παντός κατετέθης…» και αφού το ράνει με λουλούδια και αρώματα, το τυλίγει, το τοποθετεί στους ώμους του και το οδηγεί στο Ιερό, όπου σαν εισέλθει, κλείνει τη θύρα.
Η πόρτα του Ιερού, στη οποία συχνά στις ζακυνθινές εκκλησίες είναι ζωγραφισμένο το «Ίδε ο Άνθρωπος» ή ο Άγγελος Πιετά, θέμα καθαρά τοπικό, ανοίγει με την αρχή του δοξαστικού των αποστίχων: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον…». Από αυτήν εξέρχεται ο εφημέριος, έχοντας αυτήν την φορά στους ώμους του τυλιγμένο σε σεντόνι τον Αμνό.
Ο Αμνός είναι παρόμοια με τον Εσταυρωμένο εικόνα, η οποία παριστά τον Ιησού νεκρό, ζωγραφισμένη και από τις δύο πλευρές. Έχει και αυτός καθαρά αναγεννησιακό χαρακτήρα και οι άκρες του είναι ελαφρά φαγωμένες, έτσι ώστε να θυμίζουν σώμα.
Γίνεται τριπλή περιφορά του Αμνού στο κέντρο του ναού και ο ιερέας με το τέλος του τροπαρίου στέκεται μπρος στο κουβούκλιο του Επιταφίου, το οποίο είναι ένα αληθινό κομψοτέχνημα, επιχρυσωμένο, ντυμένο με βελούδο και ως εκ τούτου μη στολισμένο, όπως αλλού, με λουλούδια. Την ώρα του απολυτίκιου: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ…» το νεκρό σώμα ξετυλίγεται από το σεντόνι και με την φράση: «εν μνήματι κενώ, κηδεύσας απέθετο», τοποθετείται μέσα στο κουβούκλιο.
Με το δεύτερο τροπάριο: «Ταις μυροφόροις γυναιξί…» ο ιερέας ραίνει τον Αμνό πρώτα και μετά τους πιστούς με λουλούδια και αρώματα και η τελετή τελειώνει, μαζί με την ακολουθία.
Οι παρευρισκόμενοι προσκυνούν τον Επιτάφιο, παίρνοντας τα μαδημένα λουλούδια, τα οποία και αυτά λέγονται «Αμνός» και τα μεταφέρουν σε καθαρό μαντήλι στο σπίτι τους. Λίγα από αυτά τα βάζουν σε ένα ποτήρι με νερό, με το οποίο πλένουν τα μάτια τους, για λόγους υγείας και τα υπόλοιπα τα κρατούν στο εικονοστάσι και τον χειμώνα, όταν έχει κακοκαιρία και πέφτουν αστραπές και βροντές, τα βάζουν στο λιβανιστήρι και θυμιάζουν μ’ αυτά, για να απομακρύνουν το κακό.
Κάθε παράσταση, όμως, έχει και την δική της μουσική. Την δική μας την συνοδεύει το «χήρεμα της καμπάνας», που ξεκινά με την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης και λήγει το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, με την Γκλόρια και το Κομμάτι, με την άλλη θεατρική αναπαράσταση, που είναι ο σεισμός και με αυτήν, αν είμαστε καλά, θα ασχοληθούμε μιαν άλλη φορά.
Έχει, επίσης, και το ενδυματολογικό της χρώμα, όπου στην περίπτωσή μας είναι ο με μαύρα άμφια ντυμένος λειτουργός, επίσκοπος, ιερέας ή διάκονος, ο οποίος πενθεί τον χαμό του ιδρυτή της πίστης του, σε αντίθεση με την καθαρά ορθόδοξη άποψη, η οποία δεν δέχεται το πένθος.
Να, γιατί εμείς οι Ζακυνθινοί δεν μπορούμε να καταλάβουμε αλλού το Μεγαλοβδόμαδο και προ πάντων την Μεγάλη Παρασκευή. Η τέχνη είναι μέρος της ζωής και της λατρείας μας.
Καλό μεγαλοβδόμαδο!
1 σχόλιο:
Πολύ συγκινήθηκα με το κείμενό σας...
Δημοσίευση σχολίου