Ανθούλα Δανιήλ: Παναγιώτης Καποδίστριας, Μια ζωή σε Ονειροτροφείο -Μετάφραση: Ρόνι Μπου Σάμπα. Εκδόσεις Εν πλω 2025 
Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας είναι ένας άνθρωπος με διπλή υπόσταση. Αφενός ασκεί τον ρόλο του ως εφημέριος στην Εκκλησία, αφετέρου στο γραφείο του ως ποιητής. Και τις δύο υποστάσεις του τις υπηρετεί σωστά έχοντας τα θεμέλιά του στα βουνά και τα βουνά σηκώνοντας στον ώμο του, όπως παρεμφερώς λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί. Η πρώτη από της υποστάσεις του, η ιεροσύνη, υποθέτω, οφείλεται στην «Κλήση» που προφανώς έλαβε και φόρεσε το ευλογημένο ράσο. Η δεύτερη πηγάζει από την μεγάλη πνευματική παράδοση της Επτανήσου γενικώς, και του νησιού του ειδικώς, της Ζακύνθου, που γέννησε τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο, ανάμεσα σε πολλούς άλλους ακόμα, και σε όλες τις Τέχνες. Και αυτή η κληρονομιά είναι μεγάλο βουνό που όμως το σηκώνει στον ώμο του όπως ο «Κουροτρόφος», με αγάπη, σεβασμό και φροντίδα. 
Είναι δηλαδή παιδί της Ζακύνθου, από το Μπανάτο, όπου είδε το φως το 1961 και όπου κατοικεί μόνιμα. Σπούδασε Θεολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έλαβε Μάστερ Θεολογίας από το ΕΑΠ. Είναι Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Ζακύνθου σήμερα, και ήταν καθηγητής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Τ.Ε.Ι Ιονίων Νήσων, για ένα διάστημα. Είναι ποιητής με πολλές ποιητικές συλλογές και επίτομη έκδοση με τίτλο Καμένες πεταλούδες (2010). Έχει τιμηθεί με βραβεία ποίησης, αλλά και από την Ακαδημία Αθηνών το 2004, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, είναι Αντεπιστέλλον Μέλος του Φ.Σ. «Παρνασσός». 
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και αραβικά, άλλα έχουν μελοποιηθεί από Έλληνες συνθέτες και άλλα έχουν παρουσιαστεί από την Ορχήστρα και Χορωδία της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας (Μόναχο 2010). Δοκίμιά του, θεολογικά κα ιστοριοδιφικά, έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς ή σε περιοδικά. 
Ένα τέτοιο εργοβιογραφικό σημείωμα δεν μπορεί πάρα να δείχνει ποια είναι τα θεμέλιά του και πώς βλασταίνουν και καρποφορούν ακαταπαύστως τα δέντρα στον κήπο του. Ή με τα λόγια του αγαπημένου ποιητή Οδυσσέα Ελύτη 
Εύγε είπε και ανάγνωση γνωρίζεις… 
Η σημασία ενός εργοβιογραφικού σημειώματος είναι πολύ σημαντική υπόθεση, γιατί μας δείχνει πώς, με ποια όπλα και σε ποιες συνθήκες ο δημιουργός έγινε αυτό που γύρευε· πάλι μιλώ με λόγια ελυτικά και συγγνώμην που δεν έχω άλλον τρόπο και πάλι ελυτικά «κατά το στρείδι και το μαργαριτάρι του» θα προσθέσω. 
Είναι το περιβάλλον, με άλλα λόγια, μέσα στο οποίο μεγαλώνει και ανατρέφεται το μαργαριτάρι, το παιδί, ο άνθρωπος, ο ιερέας και ο ποιητής. Για τους δύο τελευταίους χρειάζεται κάποιο σημάδι άνωθεν … δεν είναι απλό πράγμα να ζεις σε Ονειροτροφείο, όταν όλη η ζωή γύρω σου μαίνεται σαν θηριοτροφείο. Όμως εκεί, η ζωή βρίσκει συχνά δικαίωση και λαβαίνουν εκδίκηση τα όνειρα. 
Το παρόν δίγλωσσο βιβλίο, με τον τίτλο Μια ζωή σε Ονειροτροφείο, μάς προσφέρεται στα ελληνικά, φυσικά, και σε μετάφραση στα αραβικά από τον Λιβανέζο Ρόνι Μπου Σάμπα. Η αραβική είναι και αυτή μια αρχαία γλώσσα πολύ σημαντική (όλες βεβαίως οι γλώσσες είναι σημαντικές ), η οποία μιλιέται από 400 εκατομμύρια ανθρώπους και έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στον πολιτισμό. 
Την εισαγωγή του βιβλίου υπογράφει ο Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος, από την οποία σταχυολογώ τα ακόλουθα. 
«Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας γράφει ποίηση μισόν αιώνα! Μια θητεία στην ομορφιά». Η Ποίησή του «δεν είναι συναισθηματική. Δεν είναι προβλέψιμη», είναι «αληθινή», «ερωτική», «ειρωνική», «ζακυνθινή και οικουμενική μαζί», έχει ρίζες εκκλησιαστικές «μελωδεί καθημερινά ως ιερέας τον Σολωμό και τον Κάλβο -τους οποίους δοξολογεί νυχθημερόν – ως τον Ελύτη, με τον οποίο ανδρώθηκε ποιητικά και είχε προσωπική επαφή» με δημοσιευμένη την αλληλογραφία τους, συμπληρώνω εγώ και προσθέτω πως ο ποιητής έχει διαλέξει τους ποιητικούς του προγόνους. Να κάτι που μπορεί κανείς να πετύχει, παραβλέποντας τους εξ αίματος συγγενείς… 
Ο Λιβανέζος μεταφραστής Ρόνι Μπου Σάμπα –πνευματικός συγγενής και «συνένοχος» της ευαισθησίας του Καποδίστρια -όπως θα έλεγε και ο Ελύτης- γοητεύτηκε από τα ποιήματα του και ανέλαβε το έργο της μεταφοράς του Ονειροτροφείου στην αραβική γλώσσα, για να δώσει τη χαρά της επικοινωνίας στους ομόγλωσσούς του. Το έργο είχε μακρά κύηση, η οποία όμως κατέληξε σε ένα τέλειο δημιούργημα. Να πούμε ότι είναι πολλά χρόνια που ο Ρόνι Μπου Σάμπα μεταφράζει τα ποιήματα του π. Καποδίστρια αλλά και τα τραγουδά στο μέλος της Μ. Παρασκευής. Παράδειγμα το ποίημα «Κανών ωφελιμότατος» από τη συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός». Η σχέση του ποιητή με τον μεταφραστή είναι στενή, μακρόχρονη, υπόθεση ψυχική (θα έλεγε ο Σολωμός) και για τους δύο. 
Τα ποιήματα είναι είκοσι και μας προσφέρονται στα ελληνικά στην αριστερή σελίδα και στα αραβικά στη δεξιά. Είναι ποιήματα του 1998, 1999, 2000 και εξής. Τα τελευταία, του 2020, είναι στιγματισμένα από τον φονικό ιό που μας απομόνωσε στα σπίτια μας. 
Η συλλογή αρχίζει με το ποίημα «Έως θανάτου» και με την παρότρυνση: 
Τα πάντα όλα σπρώξε τα 
να γουρμάσουν 
έως θανάτου 
Αυτή είναι η “Μακαρία ὁδός, ᾗ πορεύει» τα πάντα, και τα πράγματα και οι άνθρωποι, κερδίζουν τη ζωή την επιούσια ζώντας κάθε μέρα αφαιρώντας του θανάτου. Απολογισμός θα γίνει στο τέλος, το οποίο έχει αρχίσει την πορεία του από την ώρα της γέννησης. Ένα ρέμα, ένα ποτάμι η ζωή, που παρασύρει τα πάντα, αλλά κάποιοι αντιστέκονται και ο ποιητής στους «εγκαταβιούντες» καθυστερεί τη δική του ροή, στον ρόλο του μέσα μονάζει, το ιερό του χρέος υπηρετώντας. 
Στο «Εκ προθέσως» ποίημα προαναγγέλλει την προσήλωση στον στόχο ή το παίζοντας «και με φως και με θάνατον ακαπαύστως», και με τη θέση και με την ανατροπή της, όταν «η ψυχή μου εκ προθέσεως/ στον πάτο εδώ του Άδη/ πάει περίπατο», γράφει. 
Στο «Έρως- Ήρος», που σαν τίτλος παπαδιαμαντικός μοιάζει, όχι ειδυλλιακός όμως, όπως του Σκιαθίτη, αλλά τραυματικός σαν εκείνου που ζει «άβυσσο διάπλατη/ γη που κοχλάζει τ’ άδικο» και «δεν αντέχεται». Οπότε και «Έίλωτας έρως καραδοκεί ν’ ανθίσει / ήρως έρωτας». 
Ο Καποδίστριας, ως Ζακύνθιος, ξέρει από πολιορκημένους έρωτες που παίζουνε θανάσιμα μ’ Απρίληδες και λούλουδα … Βλέπει τη ζωή από κοντά, αντιλαμβάνεται τα πάθη του καθενός και τα βιώνει σαν δικά του. ΟΜΩΣ δεν στέκεται· ανεβαίνοντας μερικά σκαλάκια, όπως τα πουλιά αλλάζουνε κλαδί στα δέντρα κι όπως τα λουλούδια υψώνουνε κεφάλι, έξω απ’ το χώμα, πάνω από τη γη, έτσι κι εκείνος αναστυλώνει το παράστημα και των αθώων μαζί του, για να προσφέρει μια ιαματική ματιά και να απαλύνει το πρόσωπο από το μαρτύριό του. Ωστόσο, συγκατανεύει «στα που φέρνει το ρέμα». 
Η ποίησή του έχει μια εγκαρτέρηση, ο κόσμος είναι αυτός και ανάγκη πάσα να τον αντικρύσει. Γι’ αυτό η προτροπή του είναι πάντα προς τη θετική πλευρά. Προς τον θησαυρό της υπομονής, προς τη Χαρά. Τα δάκρυα που χύνονται στη γη τρέφουν την αγάπη «το ελί-χρυσο θαύμα κρινάκι φύεται / για να μυρίζει ανόρθωση πενθούντων. Η φύση στέκεται και παραστέκεται για να παρηγορεί. Γι’ αυτό οι αναφορές του σ’ αυτήν, στις μυρωδιές και τη μετάπλασή τους σε συμβολισμούς μεταβάλλουν το καθημερινό σε υποφερτό. Η ελπίδα παρούσα, και το πάθος για το μέλλον παραμερίζει το τρόμο του παρόντος. 
Ως ποιητής παλεύει με την τρέχουσα γλώσσα, της οποίας τα υλικά αναβαθμίζει δίνοντάς τους μια δεύτερη ευκαιρία να δικαιώσουν την ύπαρξή τους και να φανερώσουν το αληθινό τους νόημα. Να δείξουν το τώρα και την πιθανή εξέλιξή του. Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα με το Afgan girl –λόγω National Geografic- που μας δείχνει ένα αδηφάγο τώρα που καταπόθηκε από το μετά. Όπως έκανε και ο Παπαδιαμάντης με τη δική του τη Μοσχούλα. Το κορίτσι από το Αφγανιστάν έχει ίσως όλα τα στοιχεία της Μοσχούλας από τη Σκιάθο. Άλλη εποχή και μοίρα, αλλά πέρα από τα φαινόμενα και τον χείμαρρο της ιστορίας, ο χείμαρρος του χρόνου μάλλον αποδεικνύεται χιονοστιβάδα. Ο Λεβιάθαν χρόνος κατάπιε το τότε. Ο κάποτε νεαρός βοσκός του Παπαδιαμάντη, μεμψιμοιρώντας πάνω στα πεπραγμένα του και το δικό του τώρα, υποθέτει –και σωστά υποθέτει- ότι η Μοσχούλα που δεν πνίγηκε τότε έζησε και τώρα θα έχει γίνει και αυτή «απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι». Τέτοια «απλή θυγάτηρ της Εύας», «Γριά πολλών/ χειμώνων/ με τη μαντήλα να κρύβει τη γυναίκα» έγινε το κορίτσι με τα «μάτια ρουφηγμένα προς τα μέσα». Να αναρωτιέται άραγε κανείς ποιος είναι τελικά ο εχθρός; Ο πόλεμος ή ο χρόνος, η ζωή και το ρέμα της; «Όσα βλέπεις/ είναι δεν είναι αδιάφορο». Εξαρτάται από το ποιος και πώς βλέπει… τι έχει καταπιεί «ο Σεισμός και η Λήθη» και τι όχι… Χαρακτηριστικό το ποίημα «Δερμάτινοι χιτώνες»
Όλο συμμαζεμένο το Μεσημέρι 
στις φυλλωσιές 
στα κιονόκρανα βαστιέται 
ασθμαίνοντας 
ο Χρόνος 
σαύρα κολοβωμένη 
κι αν λίγο ξύσεις τα 
κεροσταλάγματα 
και την αχλύ των ημερών 
ορμές θα βρεις νωπές του 
Μεσονυκτικού 
θείων ερώτων. 
Τους δερμάτινους χιτώνες 
δεν τους πρόφτασε ο φακός. 
Βιώνοντας τις αλλαγές, σκεπτόμενος τα φαινόμενα και την αμείλικτη ροή, ζώντας «κατάσαρκα» τις λαβωματιές πάνω στο «μαστιγωμένο δέρμα» του, όπως έχει πει και ο Σεφέρης, νιώθει σαν τους θωρακοφόρους ιππότες και Αγίους τον δερμάτινο χιτώνα του. Πίσω όμως από τη δερμάτινη πανοπλία όλα είναι ζωντανά και την ώρα του Μεσονυκτικού ανασταίνονται. Ανάμεσα στο «Μεσημέρι», που σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις βγαίνουν τα δαιμόνια, και το «Μεσονυκτικό», όταν ξυπνά η συνείδηση, ο μοναχός ή ο πεθαμένος, ο άνθρωπος παλεύει να βγει από τις συμπληγάδες. Θα βγει, τελικά, αλλά δεν θα είναι αλώβητος. Δεν θα χρεωκοπήσει η μνήμη, θα ξεραθεί η μυγδαλιά, θα φύγει ο πατέρας, «σιωπώντας και πενθώντας», «χαρά χαράζει ο ουρανός… ελπίδα χαρίζοντας», άνοιξη λουλούδια και τάφος –κι ας μην κατονομάζεται ο Χάρος- όλα μέσα στην ίδια χοάνη θα ανακατευτούν. Ακίνητα τα αγάλματα με τα χαμόγελα που δεν προχωρούν, λέει ο Σεφέρης, ακίνητα και κλεισμένα στα πάθη τους τα «Αγάλματα» στο Μουσείο, λέει ο π. Καποδίστριας, διαπερνώντας το μάρμαρο των αγαλμάτων και διαβλέποντας τον ψυχικό αγώνα πίσω από την λαμπερή άκαμπτη επιφάνεια: 
Τα θερμομετρούν 
και δηλοί ο πυρετός 
διαιώνιση 
παθών κατεσταλμένων 
και πόθο σαρκοφάγο. 
Στα διαποτισμένα από τη θρησκευτική παράδοση, αλλά και την άγρια ανάγκη της περίστασης του 2020 – τα τελευταία ποιήματα της συλλογής –ο ποιητής νιώθει βαθιά μέσα του τη μοναξιά εκείνου που φεύγει προς τη «σπηλιά» του μόνος· «ούτε αγκαλιά/ μήτε κανάκια», παρακαλεί την «Ακάθιστη μάνα» που γνώρισε «τη ρομφαία στα σωθικά» της να συντρέξει με φως τις «μανούλες / τις παραλοϊσμένες» και να καλοδεχτεί «όσους πεθαίνουν μόνοι». Τέλος, «Ecce Homo»: 
Με νεραντζάνθια 
και κοκοράκια στολί- 
ζω τη δόξα σου 
να ’σαι ωραίος όταν 
κραυγάσουν: Ecce Homo! 
Αν σου φορέσω 
σπάργανα εντατικής 
θα σε αναγνωρίσουν; 
Έστω και με τη μάσκα 
δεν αλλάζει το Βλέμμα. 
Με «νερατζάνθια» και όχι αγκάθια στο κεφάλι. Με «κοκοράκια» για να σημάνουν την ανάσταση –Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη– έτσι λέει ο Ελύτης. Όμως και Εκείνος «Σωστός θεός…. έπινε το φαρμάκι του», λέει πάλι ο Ελύτης, και έτσι και ο κάθε άνθρωπος, με κεραστή τον Χάροντα ως κορονοϊό, θα χαθεί μες στην μεγάλη ανωνυμία του θανάτου. Όμως το «Βλέμμα», με κεφαλαίο το «Β», δεν αλλάζει και από όπου μπορεί μας Βλέπει -αυτή θέλω να πιστεύω πως είναι η επισήμανση- αυτό το Βλέμμα που δεν θα αφήσει την ελπίδα να χαθεί.
Η εικόνα της αραβικής εκδοχής των ποιημάτων, με την επιμελημένη αλλότρια καλλιγραφία της, μας άνοιξε ένα γοητευτικό παράθυρο στον άγνωστο κόσμο της, όπου ταξιδεύει το ελληνικό Ονειροτροφείο, προσφέροντας το δικό του Βλέμμα σε ένα άλλο αναγνωστικό κοινό. 
Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, απάλυνε την πληγή, έριξε φως στα «σκοτάδια της φοβέρας», εξομάλυνε την πορεία της ζωής που νομοτελειακά είναι μία και σε συγκεκριμένο όριο αδήριτα οδηγεί. Με αγάπη χριστιανική, με γνώση και αποδοχή, με ανθρώπινη απαντοχή μάς λέει πως κανείς μας δεν μπορεί να αποφύγει το ποτήριον τούτο. Αυτός είναι ο ρόλος ή η Μοίρα όποιου γεννιέται. Το Ονειροτροφείο «κάνει για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή», για να θυμηθούμε και τον Καβάφη… και είναι εκεί, στην Τέχνη της Ποιήσεως και στα άγια της Εκκλησίας που ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας έζησε επιμένοντας πεισματικά στο όνειρο…
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό "περί ού"

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου