Κοιτάζομαι στὸν καθρέφτη τῶν γκρίζων σύννεφων
καὶ δὲν ξέρω ποιός μοῦ δάνεισε αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ τὶς σκέψεις:
στὰ χέρια μου φύτρωσαν ξερὰ λουλούδια ἀπὸ ἄμμο
καὶ στὴ θέση τῶν δαχτύλων
ἄνθισαν τ’ ἀγκάθια
μὲ τὰ ὁποῖα ξέσκισα τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ σκοτάδι!
Θυμᾶμαι: χθὲς τὸ βράδυ μίλησα μὲ τὸν Θεό,
μ’ ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ
ἀπ’ τὴν ἀπαγορευμένη πηγὴ τῆς φύσης…
Τοῦ εἶπα τί πιστεύω καὶ κυρίως σὲ τί!
Μὲ ἄκουσε.
Τοῦ ἐξομολογήθηκα ὅτι Τὸν ἔχασα ἐδῶ καὶ καιρὸ
κι ὅτι ξέχασα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς!
Δὲν θύμωσε!
Μοῦ ἔδωσε ἁπλῶς νὰ πιῶ κι ἔμεινε σιωπηλός·
τώρα ξέρω τί συνέβη:
μεταμορφώθηκα σ’ αὐτὸ
ἀπ’ τὸ ὁποῖο πάντα ἔτρεχα νὰ ξεφύγω…
Εἶμαι ἕνας ἁπλὸς κάκτος μέσα στὸν ὁποῖο μαζεύτηκα
κι ἀναζητῶ ἀπελπισμένα τὸ ἡλιοβασίλεμα
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ξεντυθῶ τ’ ἀγκάθια
καὶ νὰ τρέξω ξέφρενα
στὸν ματωμένο καὶ μαραμένο ὁρίζοντα.
Adriana
Maria Butnariu, 10 Ἰουλίου 2007.
Μετάφραση – ἐπιμέλεια:
Ἀντώνης Φουντῆς, 25 Ὀκτωβρίου 2025.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου