Ξυπνήσαμε ἕνα κρύο φθινοπωρινὸ πρωινὸ στὸ χεῖλος τῆς
ἀγάπης
κι ἀπὸ ὑπερβολικὴ διαύγεια, γλιστρήσαμε στὴν ἀχρονία
τῆς ἀναμονῆς
καὶ τῆς γεωμετρίας στὸν χῶρο·
κατὰ λάθος, εἶχα πάρει μαζί μου καὶ τὸ εἰσιτήριο
τοῦ τρένου
μὲ τὸ ὁποῖο εἶχα ὑπολογίσει, θυμᾶσαι;…
τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία
τὰ συναισθήματά μας μεταμορφώνονταν σὲ πεταλοῦδες
καὶ χάνονταν ὅπως οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
στὴν ἄσπρη καὶ διψασμένη γιὰ χρῶμα ἄμμο!
...τὶ ἀπέμεινε ἀπ’ ὅλη τὴν ἱστορία μας:
τὸ φιλί μου, κομμένο καὶ θλιμμένο,
πεταμένο δίπλα ἀπὸ τὴ λίστα γιὰ τὰ ψώνια…
τὰ τσιγάρα σου, ἡ τσίχλα καὶ οἱ ἀριθμοὶ τηλεφώνων,
τὸ σημειωματάριο κάτω ἀπὸ τὴ φωτογραφία σὲ ψηφιακὴ
μορφή…
Δὲν καταλαβαίνω, ὡστόσο, γιατὶ τὰ σύννεφα ἀρνήθηκαν
νὰ κατέβουν στὰ ἴχνη μας
καὶ νὰ σβήσουν τὰ σημάδια μας:
ἴσως νὰ μᾶς ἀπομένει ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸ τὸ παιχνίδι καὶ
λίγη ἀλαζονεία;
Ἐγὼ δὲν ξέρω· πές μου ἐσύ.
Ἂν θέλεις, φυσικά.
Adriana
Maria Butnariu, 29 Μαΐου 2008.
Μετάφραση – ἐπιμέλεια:
Ἀντώνης Φουντῆς, 12 Ὀκτωβρίου 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου