Δύο μέρες είχα να φάω και άλλες τόσες να κοιμηθώ. Στην πολυθρόνα με μια τάβλα καθισμένη στα χέρια της και μένα να σκέφτομαι την τελευταία πρόταση. Δεν έβγαινε με τίποτα. Όλα έδειχναν σκοτεινά και έτοιμα για καταιγίδα. Φοβήθηκα μην πέσει κεραυνός στο κεφάλι μου. Με κόπο σήκωσα τα μάτια πάνω από τα βιβλία, εκεί που φύτρωναν οι βιόλες στον τοίχο. Όμορφος πίνακας. Σαν μια κουρτίνα άνοιξε ολόκληρος κόσμος. Είχα τελειώσει. Έγραψα την τελευταία πρόταση, μάζεψα τα βιβλία, έκλεισα το στυλό και σηκώθηκα. Στον φούρνο αχάραγο με κοίταξαν περίεργα. Αγόρασα γάλα, ψωμί αχνιστό και κάμποσα άλλα. Έφαγα, κοιμήθηκα ώρες και ύστερα τηλεφώνησα στον Παντελή.
- Τέλειωσα, του ανακοίνωσα.
Την επομένη πήγα ταξίδι στον Όσιο Λουκά και, πάνω στη μετάβαση από το απόλυτα λογικό στο παράδοξο, λογοδόθηκα.
Κάναμε όνειρα και κείνα μας φέρθηκαν άριστα. Ευοδώθηκαν. Με βαλίτσες πολλές, στριμωγμένες σε ένα παλιό αυτοκίνητο, τραβήξαμε για την επαρχία. Εναλλακτικός τρόπος ζωής. Στον ελαιώνα δίπλα στη θάλασσα. Οι ντόπιοι μας έβλεπαν παράξενα. Τους είχαν πείσει ότι είναι πινέζα στο χάρτη και κομπάρσοι σε ελεεινό ριάλιτι. Όλοι ονειρεύονταν να φύγουν στην πόλη και μείς χαλάσαμε την σούπα.
- Οι μύγες τον Αύγουστο είναι παχιές, τους εξήγησα και άρχισα να φυτεύω λάχανα για το χειμώνα.
Αρχές του Οκτώβρη έπιασα δουλειά σε ένα επαρχιακό Τ.Ε.Ι. Τραγωδία. Οι μόνιμοι με κοίταζαν με μάτι τσακίρικο και την αρχοντιά του βοσκού πριν το άρμεγμα.
- Τίνος είσαι εσύ;
- Πού μένεις;
- Πώς ήρθες εδώ;
Στην αρχή νόμιζα πως ρώταγαν στοιχεία ταυτότητας, μα σύντομα συνειδητοποίησα πως εννοούσαν το μέσον. Ευχές του τοπικού κομματάρχη δεν είχα και έτσι εντάχθηκα στην ομάδα των συνεργατών. Ο προϊστάμενος με απομόνωσε και με ρώτησε όλο εμπιστευτικότητα:
- Το διδακτορικό ισχύει, αλήθεια;
Το είδα χαρωπά, μα δεν άντεξα.
- Απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, μετατιθέμενος σε ακριτική μονάδα, με διοικητή μόνιμο λοχία, του απάντησα. Τι το 'θελα;
- Πετάει ο γάιδαρος, μου αντέτεινε με σοβαρότητα. Το ζήτημα είχε απασχολήσει ιδιαίτερα το ίδρυμα. Και, αφού δεν απάντησα, καταδικάστηκα σε εξόντωση.
- Στη γαλέρα, μου φώναξε και έπιασα το κουπί. Στο σωσίβιο έγραφε «Επιστημονικό προλεταριάτο». Στην αρχή φώναζα για το συσσίτιο, μα σύντομα είδα πως δεν με συνέφερε.
- Μαστίγιο, ούρλιαζε ο πρόεδρος, Καρότο, ο κολλητός του. Άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι λαγός. Το γύρισα.
- Ευχαριστώ, υπόχρεος, τους έλεγα όταν έπαιρνα τα χρεωστούμενα.
- Γουρνοπούλα κερνάς; μου έλεγαν γελώντας και πετούσαν το τσέκι στο πάτωμα. Μέχρι να το πιάσω, ένας γιάπης ταμίας της τράπεζας το βούταγε.
- Είναι οι δόσεις του δανείου σας, μου έλεγε ευγενικά. Κάτι πήγαινα να ψελλίσω, αλλά οι μόνιμοι με επανέφεραν στην θέση μου και μάλιστα όλο και πιο πίσω στην σειρά των κουπιών.
- Αν είσαι φρόνιμος ανεβαίνεις μια μέρα στο κατάστρωμα, μου εκμυστηρεύτηκε ένας συνάδελφος που έγινε τυμπανιστής. Ανήκε πλέον στην ανώτερη κατηγορία ανθρώπων και κανόνιζε την τύχη και το μέλλον μας. Άρχισα να ελπίζω, μα όταν τον είδα να βαράει ρυθμό ανακάλυψα την επιείκεια για τους προηγούμενους.
- Όποιος ανεβαίνει στο κατάστρωμα γίνεται ίδιος, του φώναξα μια μέρα. Δεν πολυκατάλαβε ποιος τόλμησε και άρπαξε τον βούρδουλα. Δεν με ξεχώρισε. Τις φάγαμε καλά και έπειτα μας λυπήθηκε. Με τράβηξε για λίγο παράμερα και κάτι μου έλεγε για paper. Πέρασε και ο λοχίας ο μόνιμος. Του βάρεσε προσοχή και έσκυψε λίγο περισσότερο για να τον ευχαριστήσει. Αυτός γέλασε και του υποσχέθηκε προαγωγή.
- Στο τιμόνι. Εκεί θα με πάνε, μου δήλωσε χαρούμενος.
- Το αξίζεις, του είπα και γύρισα στο κουπί, με την αίσθηση ότι οι δεσμοφύλακες πιστεύουν ότι είναι απέθαντοι.
Έτσι όμως έκανα τα μάτια και ο χρόνος κύλησε. Ήρθαν παιδιά, διορίστηκε η γυναίκα μου, φύτεψα ακόμα και ντομάτες τον Γενάρη. Στην γαλέρα πάντα, μα ο λοχίας έγινε σκόνη στο βάθος της εικόνας, ο άγιος προϊστάμενος αναλήφθηκε στην πρωτεύουσα και ο νέος δρόμος παραδόθηκε. Το ταξίδι έγινε καλύτερο και πιο ασφαλές.
Ακόμη μένω στους κήπους. Φροντίζω τη γη και τους ανθρώπους μου, γράφω και διαβάζω από καθήκον και κάνω ταξίδια εντός του Μορέα για δύναμη. Κοιτώ το χθες και θυμάμαι την κουρτίνα, πετώ στον ύπνο μου και σκέφτομαι ν' αλλάξω τον κόσμο. Κάθε φορά όμως με πιάνουν τα κλάματα.
- Βροχή, σκέφτομαι και ψάχνω για το ουράνιο τόξο. Υποσχέσεις. Ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Πράσινα άλογα που τρώνε σανό εισαγωγής και μιλάνε τη γλώσσα βαρβάρων. Ξεπούλημα. Ο ένας μετά τον άλλο πορνεύει για βιοπορισμό. Οι αρχοντοχωριάτες επανιδρύουν το κράτος. Πουλάνε ενοχές και όποιος τσιμπήσει. Δεν τους χρωστώ.
- Σας ξέφυγα λύκοι, σας ξέφυγα…,γελάω.
Δεν με ακούν. Μιλάω ακόμη σε μια γλώσσα μειονοτική, που δεν πουλά και μόνο ποίηση ξέρει να χτίζει. Αν και κάποτε μιλούσαν την διάλεκτο. Την ξέχασαν όμως αλλάζοντας την ουσία των λέξεων. Δεν τους χρειάζεται. Υπάλληλοι σε ξένες τράπεζες με αίσθηση ηλιθίων μπροστά σε μπακλαβά που απλά πρέπει να παραδώσουν. Εμένα μου αρέσουν τα μέλια και οι αισθήσεις. Εκτός εποχής.
Μας πήραν χαράματα, μας φόρτωσαν όλους σε φορτηγά και μας πήγαιναν ώρες. Τα παιδιά έκλαιγαν και πολλοί λιποθύμησαν όρθιοι. Ευτυχώς, έβρεξε και ήπιαμε νερό. Προς το δειλινό, κάπου έκαναν στάση. Μας πέταξαν ψωμιά και σακούλες για την ανάγκη μας. Σιγή. Η νύχτα ήρθε και άνοιξαν τις καρότσες. Βγήκαμε σ' ένα λασπωμένο τοπίο. Μας έβαλαν στην σειρά και άρχισαν προσκλητήριο.
- Καβάφης, Καρυωτάκης, Παπαδιαμάντης, Ελύτης, Σεφέρης, Βάρναλης, Ρίτσος, Σινόπουλος, Παυλόπουλος, Χιόνης, παπα-Καποδίστριας, ονόματα και επίθετα ελληνικά.
Κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε. Ο επικεφαλής μας έβγαλε λόγο. Έπρεπε να δώσουμε πίσω τα δανεικά και μέχρι τότε απαγορεύονταν κάθε ανθρώπινη αίσθηση, κάθε σκέψη, κάθε λόγος και λόγια μειονοτικά. Η εργασία γεννά το χρήμα και κείνο ελευθερώνει.
- Ποια δανεικά; σκέφτηκα. Εμένα με πληρώνουν κάθε οχτάμηνο και ζω στο πατρικό μαζί με τους προγόνους μου. Με σύμβαση είμαι και παρακαλώ για ν’ έχω δουλειά. Ρώτησα και την γυναίκα μου χαμηλόφωνα μπας και χρωστάμε κάπου και μας διέφυγε. Μα και αυτή με διαβεβαίωσε ότι δεν είναι δυνατόν.
- Μάλλον λάθος κάνουνε, είπα και περίμενα την συνέχεια.
Στο τέλος ακούστηκε το ερώτημα:
- Υπάρχει κανείς που να διαφωνεί;
Είχα φαγούρα ακριβώς κάτω από την κοιλιά μου. Ξύστηκα και χάλασα έτσι την εικόνα. Παράξενο. Το ίδιο έκαναν και κάμποσοι άλλοι. Άρχισαν να ουρλιάζουν οι υπεύθυνοι. Τα παιδιά με ρώτησαν τι λένε.
- Τίποτα για φαγωμένα και αφοδεμένα, τους είπα. Κινήθηκαν απειλητικά. Ο Κολοκοτρώνης, Μοραΐτης, περήφανος και αθυρόστομος τούς εμήνυσε: κλάστε μας τ' αρχίδια και κείνοι έπεσαν καταπάνω μας.
Μ' έπιασε κρύος ιδρώτας, «τα παιδιά - τα παιδιά», φώναξα στην Διονυσία και κοίταξα το θάνατο. Έρχονταν πάνοπλοι και αγριεμένοι με κάτι φάτσες ακαδημαϊκές, ατάραχες, πρασινομπλέ και ύφος νικητή. Άκουγες το ποδοβολητό τους και νόμιζες ότι η γη τρέμει. Σήκωσα το χέρι ψηλά και τ’ άφησα να πέσει στον πρώτο. Πλουφ απλά πλουφ και ύστερα ο δεύτερος και ο τρίτος και άλλοι και όλοι φούσκες… απλά φούσκες, όπως και η εποχή.
[Εικαστικό σχόλιο στο διήγημα: Ζωγραφική τής Χαράς Ευθυμιοπούλου]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου