Τον πήγαν στο τρίτο Τάγμα.
- Πιστεύεις στην μεγάλη Ελλάδα, ρε;
- Πιστεύω, ψέλλισε.
Τον πλάκωσαν στο ξύλο γιατί έλεγε ψέματα. Αίματα και μύξες σε όλο το πρόσωπο. Μελανιές παντού. Τον γύρισαν τέσσερεις και τον πέταξαν στην σκηνή. Ξύπνησε από τις φωνές.
- Σήκω ρε Βούλγαρε.
Τον έσυραν έξω στο κρύο.
- Πιστεύεις στην μεγάλη Ελλάδα, ρε;
- Όχι, απάντησε.
Τον έκαναν τ’ αλατιού. Δεν του άφησαν ούτε δόντι και αφού απόκαμαν από την κούραση άναψαν τσιγάρο και κοιτούσαν την αυγή. Αυτός κοίταγε ένα μυρμήγκι που έβγαινε πίσω από την ρίζα του ραδικιού. Ήρθε κοντά στη λίμνη μύρισε το αίμα και απομακρύνθηκε. Δεν είχε όρεξη φαίνεται. Έκανε στροφή και πλησίασε στο ανοιχτό του στόμα. Εκεί έχασε κάθε οπτική επαφή. Τι απέγινε κανείς δεν ξέρει. Μπορεί και να έκανε το γύρο των σωθικών του, μπορεί και να έφυγε από τα δεξιά πίσω ακριβώς από το σπασμένο σαγόνι του.
Για μέρες δεν τον πείραξαν. Αναθάρρησε. Τον φρόντισε και ο φοιτητής της ιατρικής, με ό,τι μπόρεσε… Κάποτε σηκώθηκε όρθιος. Βγήκε από τη σκηνή και ένας γεναριάτικος ήλιος τον ζάλισε. Έπεσε πάλι στη γη. Το μυρμήγκι τον υποδέχθηκε χαρούμενα. Έτρεξε προς το μέρος του και ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του κεφαλιού του. Ένας άνεμος το πέταξε πάλι κάτω και έκανε μια αστεία τούμπα μπροστά στα μάτια του. Έμεινε κάτω για ώρα. Τον σήκωσε κάποιος με βία.
- Πιστεύεις στη πατρίδα, ρε;
- Πιστεύω, του απάντησε.
- Υπόγραψε, και του έτεινε μια κόλλα χαρτί και ένα στυλό.
Έβαλε την υπογραφή του και λοξοκοίταξε με φόβο τον φρουρό.
Πάνω στο φορείο τον πήγαν στο αναρρωτήριο.
Μετά από καιρό, μόνο μια ζάλη, πιο πολύ όταν θυμόταν, του έμεινε. Και πόνοι σε όλο του το κορμί.
- Περαστικά, του είπε ο υπίατρος και του έδωσε κάμποσες ασπιρίνες. Γύρισε στη σκηνή.
Στην πρωινή αναφορά έβγαλε λόγο.
- Αποτάσσομαι, έλεγε ξανά και ξανά.
Χειροκροτήματα δέχθηκε μόνο από τους βασανιστές του. Αυτό τον προβλημάτισε. Ευτυχώς η δημόσια ομολογία δεν κράτησε πολύ. Ύστερα τον πήραν στον λόχο διοικήσεως. Του έδωσαν καινούργια φορεσιά και πηλήκιο με ένα αστραφτερό έμβλημα. Ήταν επιτέλους αναμορφωμένος. Ο λόγος του εστάλη ταχυδρομικώς για να διαβαστεί από τον παπά του χωριού του στην εκκλησία. «Δήλωση μετανοίας», έγραφε σαν τίτλος. Ήταν κάτι σαν πιστοποιητικό βάφτισης και έπρεπε να το είχε πάντα μαζί του.
Τις πρώτες μέρες πήγαινε σε αγγαρείες ρουτίνας. Θαλαμοφύλακας, μαγειρεία, καντηλανάφτης… Εκεί γνώρισε και τον νεαρό Αρχιμανδρίτη από την Πρέβεζα. Καλό παιδί. Επαγγελματίας. Πήγαιναν οι κρατούμενοι για εξομολόγηση και κρατούσε ημερολόγιο. Ό,τι του έλεγαν το μετέφερε στη διοίκηση. Το ήξερε, αλλά δεν τον πείραζε. "Μέρος της αναμόρφωσης", σκέφτηκε και ξεκούραζε το μυαλό του. Καλό παιδί. Αυτός τον ευλόγησε μαζί με καμιά εικοσαριά άλλους αναμορφωμένους και τους παρέδωσε κάτι ευλογημένα ρόπαλα. Ήταν άνδρες ξανά. Μετέλαβαν και κατηφόρισαν από την εκκλησία. Αυτός διάλεξε τη σκηνή του. Εκεί δοκίμασε το ρόπαλο. Γερό. Με ένα χτύπημα έσπασε ένα κεφάλι. Λίμνη το αίμα. Έσκυψε. Το μυρμήγκι έκανε το γύρο της λίμνης.
- Το βλέπεις; ρώτησε τον φοιτητή.
Καμία απάντηση. Το πήρε στη παλάμη του και το άφησε μέσα στη λίμνη.
- Κολυμπάει, είπε και έφυγε γελώντας.
Το βράδυ δεν είχε ύπνο. Έφαγε πολύ; Μα το κρέας τού άρεσε. Άλλωστε, κανείς δεν είχε παραπονεθεί. Τι να είχε;
Το πρωί ήταν καλύτερα και μάλιστα κατάφερε να λουφάρει στην εκκλησία. Κοιμήθηκε του καλού καιρού. Το μεσημέρι έφαγε φασολάδα και κάθισε στη λιακάδα με μια οδοντογλυφίδα να σκαλίσει τα δόντια του. Αγνάντευε την ακτή απέναντι και επιθυμούσε τη Μαριγώ. Πόσο καιρό είχε να νοιώσει τη φύση του... Μια ακταιωρός εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ερχόταν στο νησί. "Εφοδιασμός", σκέφτηκε.
Την επομένη βρέθηκε να δέρνει ώρες ολόκληρες. Από παντού άκουγες ριπές και ποδοβολητά όχλου. Καθόταν πάνω από τον δρόμο και χτύπαγε ό,τι ερχόταν. Στα τυφλά. Αρκεί να εύρισκε αντίσταση. Όποτε ένοιωθε τον αέρα στο ξύλο του σταμάταγε. Ήξερε ότι είχε διάλειμμα.
Σαν απόκαμαν οι φύλακες και η ακταιωρός έπαψε να βάλει, μέτρησαν τα πτώματα. Αυτός τα βρήκε τριακόσια και τα είχε τετρακόσια όσο κι αν ο διοικητής επέμενε ότι ήταν γύρω στα είκοσι.
- Εντάξει τα υπόλοιπα, είπε, κάνω λάθος, αλλά στην αριθμητική;
Δεν το χώνεψε. Βρήκε και τον νεαρό Αρχιμανδρίτη και το εξομολογήθηκε.
Εκείνο το βράδυ ο επιλοχίας τον έβγαλε με τα σώβρακα έξω από τον θάλαμο. Έκανε κρύο πολύ και τουρτούριζε.
- Ξέρεις να μετράς ρε;
- Ξέρω, απάντησε.
Το πρωί το κεφάλι του ήταν σαν καρπούζι. Βγήκε στην αναφορά και όταν τον ρώτησαν τι έπαθε, είπε ότι έπεσε από το κρεβάτι.
- Ελεύθερος υπηρεσίας, ανακοίνωσε ο επιλοχίας.
- Ο παπάς, σκέφτηκε κι έφτυσε αίμα. Το πάτησε με την αρβύλα και κανείς δεν πρόλαβε να το δει.
Παραφύλαξε. Ήταν όλοι στο γήπεδο. Κάποιος επίσημος έβγαζε λόγο για τις αρετές του έθνους. Πήγε στην εκκλησία. Κατέβασε τις εικόνες και τις έβαλε τη μια πάνω στην άλλη. Άνοιξε τον αναπτήρα, έβγαλε το μπαμπάκι που ήταν ποτισμένο βενζίνη και το έβαλε κάτω από τον σωρό. Άναψε σπίρτο.
- Φωτιά, φωτιά, ακούστηκε από το λόχο.
Η εκκλησία ζωσμένη στις φλόγες και κείνος ατάραχος, με ένα χαρτί στα χέρια ούρλιαζε:
- Τα τριάκοντα αργύρια ρε! Τα τριάκοντα αργύρια.
Μόνο το χαρτί σώθηκε. Το σήκωσε ο καπνός και το πήρε ο άνεμος. Καψαλισμένο κάθισε πάνω στη θάλασσα.
«Δήλωση μετανοίας», έγραφε, όταν το κύμα το διέλυσε σε τριάντα κομμάτια.
[Φωτογραφία από την ταινία-ντοκιμαντέρ "Μακρόνησος" (2008) των Ηλία Γιαννακάκη και Εύης Καραμπάτσου]
8 σχόλια:
Δημήτρη, έδωσες ένα δυνατό κείμενο που συναγωνίζεται στη δύναμη των συναισθημάτων την ένταση της πικρίας που μας αφήνει το πρόσφατο παρελθόν.
Και ενω θεωρούμε πολλές φορές οτι εμεις είμαστε απ΄έξω απο τέτοιες συμπεριφορές και μακριά απο νοοτροπίες ανάλογες, σε κάποιες στιγμές ειλικρινούς αυτοκριτικής μας, πιθανώς να αναγνωρίζουμε έστω ψίγματα ανάλογης μορφής.
Άβυσος η ψυχή μας...
Δύσκολο είδος το διήγημα και αρκετά έως πολύ προσπεραμένο τον τελευταίο καιρό από τους εκδότες ως αντιεμπορικό.
Διαλογικού χαρακτήρα το υπό τον τίτλο "Ο αναμορφωμένος" αφήγημα, διακρίνεται για τον μικρό αριθμό λέξεων, δηλαδή, την μικρή φόρμα του, χωρίς να είναι τούτο εις βάρος του αποτελέσματος.
Ας επισημάνουμε εδώ ότι το σχετικά πρόσφατο αυτό υποείδος διηγήματος πραγματοποιεί την τελευταία εικοσαετία μια εκπληκτική διαδρομή σε πολλές χώρες.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον λοιπόν και άξιος προσοχής ο πειραματισμός του Δημήτρη Μαγριπλή πάνω σε νέες δομές και τεχνικές. Πολυεπίπεδο το ιστορικό σχόλιό του διακρίνεται για την εκφορά του λόγου και πειστικότητα που σε κερδίζει.
Αναμένουμε και τη συνεχεια πάνω στο ίδιο θεματικό άξονα.
Καλό Μάη
Έπαθα σοκ.......... Μίλησες στην ψυχή μου.
σκληρό διήγημα.. έτσι είναι η εκκλησία όταν φλερτάρει τον καίσαρα: πιο γκεσταπίτικη και από γκεσταπίτες!
Οι αναγνώστες των ιστοτόπων μας γνωρίζουν όλοι πλέον -πιστεύω- τον Δρ Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ο οποίος δραστηριοποιείται σε πολλά επίπεδα της σύγχρονης πνευματικότητας: διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και στο Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας, ενεργός πολίτης της "Ελλάδας της δεύτερης του επάνω κόσμου" (κατά Ελύτην), αλλά και πολλά υποσχόμενος λογοτέχνης.
Τον ευχαριστούμε από καρδιάς ότι εμπιστεύεται το πολυπεριοδικό μας για την δημοσίευση, όχι μόνον των ήδη εντυπωμένων σε βιβλίο διηγημάτων του, αλλά κυρίως οτιδήποτε νεότερο τού προκύψει, όπως ακριβώς το τελευταίο του, που έγραψε, με τίτλο Ο Αναμορφωμένος και αφορά στην "αναμορφωτική" Κόλαση της Μακρονήσου, εκεί όπου τσαλαπατήθηκε ξεδιάντροπα και ανεπιστρεπτί η ανθρωπιά σαν αποτσίγαρο.
Χαιρόμαστε ότι ο αγαπητός συνεργάτης και φίλος πλέον Δ. Γ. Μ. ανεβαίνει σταθερά στις κορυφές της Τέχνης του Λόγου. Και τούτο συμβαίνει -πιστεύουμε-, επειδή ο λόγος του δεν εξωτερικεύεται ως προϊόν χλιδάτης απασχόλησης ή ως υπερωρία παραγωγής στοιχείων για το βιογραφικό του, αλλά ως έντιμη στάση ζωής ή αγέρωχη αντί-σταση στην ψευτοζωή, που ολοένα μάς επιβάλλεται έξωθεν ή άνωθεν.
Η γραφή του διακρίνεται για την αξιοπρέπεια και το ήθος της, με όλες τις σημασίες των όρων. Κινείται μεταξύ καρδιάς και νου, αποφεύγοντας συστηματικά να μεταχειρισθεί ως εργαλεία τους γλυκανάλατους (και ως εκ τούτου αδιέξοδους) ρομαντισμούς του παρελθόντος ή τους γαργαλιστικούς σεξισμούς του παρόντος της Ελληνικής Πεζογραφίας.
Ο Μαγριπλής επιδιώκει, μες από τα διηγήματά του, δικαίωμα στη Α-λήθεια, τουτέστιν στη μη Λήθη. Η Μνήμη, άλλωστε, είναι η κατεξοχήν πατρίδα μας, είναι ο μονόδρομος επιβίωσης πολύ μετά την πεπερασμένη ύπαρξή μας. Δηλοί -θεωρούμε- μιαν υπέροχη κοινωνικότητα σε μιαν εποχή άκρατου και απελιπισμένου ιδιωτισμού, σε καιρούς εξάλλου πικρότατης μελαγχολίας των Συνελλήνων.
Τα διηγήματα του Μαγριπλή, σε τελική ανάλυση, λυτρώνουν και διδάσκουν, δίχως -ευτυχώς!- να μεσσιανίζουν ή ν' αυτοδιατυμπανίζονται. Τώρα μάλιστα που απορρέουν και μικρότερα σ’ έκταση απ’ ό,τι τα προγενέστερα (προσωπικά, λατρεύω τα μικροδιηγήματα και την αίσθηση που διαχέουν), αποθηκεύονται ευκολότερα στο ήδη φουλαρισμένο file του μυαλού τού σημερινού πολυ-διαδικτυωμένου αναγνώστη.
Γνωρίζω ότι ετοιμάζεται ήδη η νέα συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο «Κρυφές Ενοχές», από τη σειρά επί-γνωση των εκδόσεων Αντ. Σταμούλη. Την αναμένουμε μετά πολλής χαράς, ώστε να μεταλάβουμε υγιούς γραφής και σκέψης!
Γερά και δυναμικά δομημένο το διήγημα του ικανού και προοδευτικά αξιανάγνωστου Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, απηχεί πολλά από τη φλόγα και τη στάχτη, από το αίμα και το δάκρυ μιας σκληρής ιστορικής περιόδου, όπου σαν σε κολαστήριο δοκιμασίας και διδαχής, ο άνθρωπος (θύμα και θύτης) πληγώνει και πληγώνεται, βασανίζει και (αυτο)βασανίζεται..., αλλά μπορεί και να λυτρώνει και να λυτρώνεται..., με αποτέλεσμα ή κέρδος τελικό το μήνυμα για τον αγώνα κατά του όποιου κακού και για την αξία και την ηδονή τής όποιας εσώτερης (εκούσιας) Αναμόρφωσης, πάντα μετρώντας και επιλέγοντας ό,τι ωραίο και καλό έχει καθένας μέσα του (μνημονεύοντας και τον Διον. Σολωμό).
Ευχαριστώ όλους και ιδιαιτέρως τους ποιητές της Ζακύνθου για τα τιμητικά τους σχόλια.
Ενα δυνατό και ρεαλιστικό κείμενο γι'αυτά που ακόμα μας πονούν.
Σε οριακές καταστάσεις το να μη χωράς πουθενά είναι το χειρότερο
Δημοσίευση σχολίου