Κοίταξε και ξανακοίταξε επίμονα. Μέσα σε ένα κομμάτι καθρέπτη έβλεπε το χρόνο να κυλάει στα μονοπάτια του έσω εαυτού του. Αργά αλλά σταθερά, σαν ένα ποτάμι που διασχίζει το στέρεο μέχρι να συναντηθεί με την αλμυρή του φύση. Η ζωή του όλη έμοιαζε μια ατελείωτη διαδρομή που ήξερε όμως το τέλος της. Όταν τον ρώταγες, πάντοτε σου απαντούσε αινιγματικά για κάποιο ραντεβού αφήνοντας αδιευκρίνιστο όμως το πότε το πού και το πώς. Κάποτε τον πίεσα ιδιαίτερα και μου ομολόγησε ότι τούτο το προνόμιο το έχουν μόνο οι άγιοι. Άλλαξε την κουβέντα και μου έδειξε επίμονα ένα σπουργίτι που χαριεντιζόταν με τα φύλλα μιας κατάνθιστης ελιάς.
Εκείνη την ημέρα κλάδευε τα ιερά δένδρα. Ήταν όλο χαρά . Πίστευε πολύ σε τούτο που έκανε. Μου έλεγε ξανά και ξανά :
- Όπως ο γιατρός Φώτη, καθαρίζεις τα ξερά, κόβεις τα περσινά κλαριά, την πειράζεις τόσο ώστε να σου αρέσει, αλλά και να περνάει με ανοιγμένα τα φτερά του όποιο μικρό πετούμενο το επιθυμήσει να κάνει τα νάζια του στον άνεμο.
Παράξενος άνθρωπος. Δεν το έκανε, όπως και τίποτα ίσως για κέρδος και ίδιον όφελος. Απλά ήταν υποχρέωσή του απέναντι στην ομορφιά που τον περιέβαλλε να την υπηρετεί με ευλάβεια. Δεν υπήρχαν για αυτόν παραγωγικά και μη παραγωγικά δένδρα, την ίδια αξία είχε κάθε τι στον κήπο του. Όσο κι αν θύμιζε αγροτική έκταση, μόνο αγρότη δεν μπορούσες να τον πεις, αφού και κείνος δήλωνε δάσκαλος όταν του θύμιζες την ζωή του πριν από την σύνταξη. Άλλωστε εκείνο που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα ήταν ο τρόπος που πλησίαζε την πλάση, στον βαθμό που θύμιζε μαζί του εκκλησία στην διάρκεια λειτουργικού μυστηρίου.
Ένα δειλινό τα έχασα. Ήταν δίπλα στην ρεματιά και κοίταζε την πρόοδο μιας κουτσουπιάς. Άνοιξη και η εν λόγω είχε ντυθεί στα πιο λαμπρά της άνθη. Παπάς μπροστά στην ιερά πύλη ο δάσκαλος. Δεξιός ψάλτης λαλούσε ένας κρυμμένος κότσυφας και αριστερός το κελάρυσμα του ξεροπόταμου, που ακόμη συναντούσε στο έβγα του την ήρεμη θάλασσα, πριν την καλοκαιρινή του απουσία. Το εκκλησίασμα, μια σειρά από κλήματα με φορεμένα τα φρέσκα τους φυλλώματα και συλλειτουργοί του κάποιες ελιές ντυμένες στα πλούσια καταπράσινα άμφιά τους, ως δεόμενοι με τα χέρια ψηλά και ανοιχτά τα κλαδιά τους για να δεχτούν την βραδινή δρόσο. Γύρισε, με κοίταξε με γλυκύτητα γνέφοντάς μου να πλησιάσω σιωπηλά όπως ταιριάζει σε ακούσματα που έρχονται κατευθείαν από το φως. Μείναμε άφωνοι για ώρα και υποδεχθήκαμε όλοι μαζί την νύχτα που σκέπασε τις εικόνες της μέρας με το μαύρο της φόντο. Ακούστηκε το πρώτο τριζόνι και βγήκαμε στον δρόμο για τον γυρισμό ακολουθώντας το μονοπάτι με τις πυγολαμπίδες. Ευχέτις της νύχτας ακούστηκε από μακριά ο γκιόνης και η μαγεία διακόπηκε από το αιώνια μωρουδίστικο φέρσιμο των σκυλιών που τρέξανε να υποδεχτούνε τους ερχόμενους. Χάιδεψα λίγο τα ζώα και έφυγα. Κείνη την φορά δεν είπαμε τίποτα, αν και η σιωπή μας λαλίστατη περιέγραφε με τα πιο ζωντανά της σύμβολα το μεγαλείο της ανθρώπινης επικοινωνίας, απεγκλωβισμένης από την ανάγκη των ήχων και των κινήσεων. Σπάνια στιγμή, όπως και τότε που χωρίς να το ξέρει τον παρατηρούσα να περιποιείται τις τριανταφυλλιές του. Ήταν τέλη Γενάρη, ο ουρανός φορτωμένος αλλά άνυδρος και ο κηπουρός
σκυμμένος μίλαγε και ανάσαινε στον ίδιο ρυθμό, άγνωστο για μένα αλλά σαφώς ερωτικό και περιέργως χαλαρωτικό για την αστική μου φύση. Με βρήκε με τα μάτια του σαν να το ήξερε ότι ήμουνα εκεί ώρα, με καλωσόρισε και πήγα κοντά. Τα χέρια του ήταν μες στα αίματα. Ανησύχησα και έτεινα να βοηθήσω. Χαμογέλασε και για να με καθησυχάσει μου έδειξε τα αγκάθια των λουλουδιών.
- Είναι άγρια, μου είπε, όσο κι αν τα έχουμε στους κήπους μας είναι διαφορετικά, για τούτο δεν ξέρουν να φερθούν ανθρώπινα στην αγάπη που θέλουν να σου προσφέρουν.
Μου έδειξε πως τις κλαδεύουμε κι όταν ενθουσιάστηκα έτρεξε από το χέρι μου κόκκινη στάλα που χάθηκε στα πέταλα ενός τελευταίου ανθού. Τότε κατάλαβα τα λόγια και συνέχισα ακολουθώντας την ανάσα του πόνου, αφιέρωση στο βωμό της θυσίας και την προσδοκία μιας ανοιξιάτικης ανάστασης που κυκλικά συντελείται στην φύση μετά την χειμερινή δοκιμασία. Και όντως κείνη την άνοιξη συναισθάνθηκα την Λαμπρή, παρέα με τις τριανταφυλλιές που ολάνθιστες και ανανεωμένες απολάμβαναν τον ήλιο της μεσσηνιακής γης.
Ήταν άλλος άνθρωπος, όπως έλεγε και ο ίδιος, παλαιϊκός. Τόσο παλιός, που μέθαγε από τα αρώματα των γερανιών όταν τα καλλώπιζε διώχνοντας τα ξερά τους φύλλα. Τι θεσπέσιο άρωμα. Μια φορά τον ακολούθησα σε αυτό το μονοπάτι της αίσθησης μέχρι που πλέον δεν άντεχα την ζάλη.
- Τα βλέπεις, μου φώναζε γελώντας, όλος ο ήλιος, η αλμύρα και ο ιδρώτας της γης μας σε μια μυρουδιά. Σε μια στιγμή. Σε μια πνοή που είναι και δική σου και αναδύεται στο ύψος του ουρανού που τα περιβάλλει και μας μαζί, σε τούτο τον χορό των υπάρξεων που πανηγυριώτικα δοξάζει τον ποιητή.
Ποτέ όμως δεν μου τον επέβαλε. Όσο κι αν τον ρώταγα επέμενε ότι μια μέρα θα μου συστηθεί μόνος του.
- Αρκεί να το θέλεις. Κάποια μέρα θα σου χαριστεί, γιατί δεν καταχτιέται αλλά χαρίζεται μέσα από τα απλά στους ταπεινούς που έχουν αρνηθεί την πιθανότητα να τον γνωρίσουν. Σαν θαύμα λοιπόν κάποια μέρα θα σου αποκαλυφθεί.
Έτσι ο μέγας κηπουρός έμενε άγνωστος, ο γνωστός μου όμως και πολύ αγαπητός δάσκαλος συνέχισε να με οδηγεί στα μονοπάτια των καλλιεργητικών μυστικών, σύμφωνα πάντοτε με τις ανάγκες και την πρόοδό μου. Όπως τότε που φορτωμένο από τα καθημερινά προβλήματα με πήρε από το χέρι και με ξενάγησε στον κήπο με τα βότανα και τα μυρωδικά του.
- Κοίτα τους ανθούς της λεβάντας, σκύψε- με παρότρυνε- και χάιδεψέ την, μύρισε την παλάμη σου.
Ήταν ένα ταξίδι. Με το πλοίο της γραμμής αρμενίσαμε: λεβαντίνη, μαντζουράνα, δυόσμος, βάλσαμο, θυμάρι, βασιλικός. Αποπλεύσαμε στα γιασεμιά κάτω από μια τεράστια στεφανωτή, δίπλα από τα μπουγαρίνια που τα κοίταζε με τα λουλουδάτα της μάτια η άοσμη μα πανέμορφη καμέλια του ξεναγού. Μετά από αυτό η ματαιότητα της καθημερινότητας φάνταζε ναυτικά μίλια μακριά. Ακόμη και στον ύπνο μου εκείνο το βράδυ έπλεα σε πελάγη ήσυχα και θάλασσες όλο καλοσύνη, χρώματα και μυρωδιές.
Μια νύχτα, θυμάμαι τον άκουσα να λέει πάω σε αγρυπνία. Υπέθεσα και γώ ότι θα κάνει προσκυνηματική έξοδο. Με τα ρούχα της δουλειάς; Αναρωτήθηκα. Τον ακολούθησα. Πήγε στο δέλτα του ποταμού, κάθισε σε στάση ξεκούρασης και αμίλητος κοιτούσε τα αστέρια. Ολόγυρα κόαζαν μυριάδες βατραχάκια.
- Προσεύχονται, μου είπε και χάθηκε ξανά με τα μάτια του ακροπατώντας στα μύρια χρωματιστά βότσαλα του ουρανού.
Ήταν μυστήριος άνθρωπος. Μοναχικός. Αν και ο ίδιος, όποτε του πρόβαλλα τις δικές μου ανασφάλειες λέγοντάς του πως ζει μόνος στην ερημιά, μου απαντούσε κοφτά.
- Ποτέ δεν είμαι μόνος. Τόσες ζωές ολόγυρα πλημμυρισμένες από τον Λόγο που χαρίζει επιπλέον σε μας την ψυχή.
Με τρόμαζε λοιπόν και αποσυρόμουνα στην δική μου ερημία, αφού πάντοτε σε τέτοιες στιγμές προσέφευγα στα φώτα της πόλης. Μα ποτέ μέσα στη θαλπωρή του νέον δεν έζησα την ησυχία που μου χάρισε, μια μέρα σκοτεινή για την ψυχή μου και ολοφώτιστη για την βοήθειά του, ο παράξενος κηπουρός.
- Σήκω πάνω, με παρακίνησε, πιάσε το νερό και έλα να ποτίσουμε τα ξινά.
Του είχα εμπιστοσύνη, έτσι ξεπέρασα την τεμπελιά της βαριάς ημέρας και αφέθηκα στην φροντίδα κάποιων άλλων υπάρξεων. Δεν έβλεπα όμως καλυτέρευση και αδημονώντας για κάτι τον κοίταξα με απορία.
- Πάρε παιδί μου μια ανάσα. Αυτό σου λείπει. Μια ανάσα.
Τι ήταν εκείνο! Όλος ο ανθός της λεμονιάς μπήκε από τα ρουθούνια, συνέχισε μια διαδρομή στα σπλάχνα μου και στύλωσε την ψυχή μέσα από την λήθη και την αισιοδοξία που προσφέρει το νέο το καινό.
- Βλέπεις πόσο απλά, ανακουφισμένος σαν να αισθανόταν αυτός την ακηδία. Πόσο μας αγαπούν τα άκακα και μας φροντίζουν απλώνοντας την ματαιότητά μας να λιαστεί στο ιαματικό λουτρό του φωτός.
Είχε ένα δικό του τρόπο να καταλαβαίνει τον κόσμο. Να ανθίζεται τον κόσμο, όπως χαριτωμένα έλεγε. Κάποτε ένας ξένος μπήκε στον κήπο του και μη διακρίνοντας, λόγω έλλειψης παιδείας προφανώς, τα λουλούδια του, πατούσε πάνω τους δοξαστικά χωρίς να καταλαβαίνει το έγκλημά του. Δεν του είπε τίποτα, τον κοιτούσε με κατανόηση ακούγοντας τα προβλήματά του και τον ξεπροβόδισε χαρίζοντάς του έναν ανθό ίδιο με αυτούς που πατούσε. Είχα μείνει άλαλος. Μου ερχόταν να πιάσω τον επισκέπτη και να του χώσω το κεφάλι στην θάλασσα μπας και ξυπνήσει. Ο δάσκαλος το πρόσεξε. Όταν έφυγε λοιπόν, ίσως για πρώτη φορά ήταν τόσο στενοχωρημένος μαζί μου.
- Είναι και ο άνθρωπος ανθός. Ο ομορφότερος και σπουδαιότερος. Θέλει όμως και αυτός κλάδεμα και πότισμα , βοτάνισμα και λιπάρισμα, θέλει φροντίδα και ο απερχόμενος δεν την έχει, δεν την είχε ποτέ αλλά ίσως την αποκτήσει.
Εις πείσμα μάλιστα της δικής μου αντίληψης ακόμη και τα πατημένα λουλούδια αναστήθηκαν και μάλιστα γίνανε λαμπρότερα από πριν.
Τα μαθήματα κηπουρικής κράτησαν χρόνια. Άλλοτε με συνέπεια και άλλοτε ανάμεσα στα διαστήματα που δημιουργούσε ο δικός μου κυρίως χρόνος και οι απαιτήσεις της ζωής. Κάποια μέρα με φώναξε επίμονα να πάω να τον δω. Ήταν εκεί και κάποιοι άλλοι καλοί φίλοι. Ο δάσκαλος είχε πια γεράσει πολύ. Είχε και προβλήματα με την καρδιά του. Υπέφερε χρόνια για την αλήθεια. Και πάντοτε όταν του το θύμιζες η απάντηση του ήταν γελώντας.
- Είδατε που έχω καρδιά; Από πρωίας είχε ετοιμασίες. Περιποιήθηκε, φόρεσε το γιορτινό του κουστούμι και συλλογισμένος κοίταξε επίμονα τον εαυτό του μέσα στο μισοκατεστραμμένο από τα χρόνια καθρέπτη του. Μας έστρωσε ένα πλούσιο τραπέζι με όλα τα αγαθά του μποστανιού του και ψωμί ζυμωτό, κρασί κόκκινο δικό του. Κάτσαμε. Υψώσαμε τα ποτήρια και ευχηθήκαμε υγεία και καλή ζωή. Ένας μόνο δεν πρόλαβε να πιει. Ο κηπουρός μας, έπεσε καταγής και σαν να πάλευε με κάτι. Ήταν και ο αγαπημένος του γιατρός στο τραπέζι. Έπεσε πάνω του κάνοντας τα ανθρώπινα δυνατά. Του κρατούσα το χέρι και ξάφνου ένιωσα μια τρομερή δύναμη να στρέφει το πρόσωπό μου προς τον ουρανό. Με τύφλωσε το φως. Γύρισα προς τον γιατρό. Έφυγε, μου λέει. Κοιμήθηκε του απαντώ.
Τώρα κάθομαι στον ίδιο τόπο με τον δάσκαλο. Συνεχίζω να φροντίζω τις ομορφιές του με τη δική μου λογική δείχνοντας με τη σειρά μου σε κάποιους άλλους τον παλαιικό τρόπο που του αξίζει ακόμη να υπάρχει. Ακόμη δεν έχω δει τον μέγα κηπουρό αλλά νομίζω ότι κάποτε θα κοιμηθώ και στο όνειρό μου ίσως βρεθώ στους κρεμαστούς κήπους που, ξέχασα να σας πω, μου υποσχέθηκε κάποτε ο δάσκαλος. Κανείς όμως δεν ξέρει αν θα του χαριστούν.
----------
Εκείνη την ημέρα κλάδευε τα ιερά δένδρα. Ήταν όλο χαρά . Πίστευε πολύ σε τούτο που έκανε. Μου έλεγε ξανά και ξανά :
- Όπως ο γιατρός Φώτη, καθαρίζεις τα ξερά, κόβεις τα περσινά κλαριά, την πειράζεις τόσο ώστε να σου αρέσει, αλλά και να περνάει με ανοιγμένα τα φτερά του όποιο μικρό πετούμενο το επιθυμήσει να κάνει τα νάζια του στον άνεμο.
Παράξενος άνθρωπος. Δεν το έκανε, όπως και τίποτα ίσως για κέρδος και ίδιον όφελος. Απλά ήταν υποχρέωσή του απέναντι στην ομορφιά που τον περιέβαλλε να την υπηρετεί με ευλάβεια. Δεν υπήρχαν για αυτόν παραγωγικά και μη παραγωγικά δένδρα, την ίδια αξία είχε κάθε τι στον κήπο του. Όσο κι αν θύμιζε αγροτική έκταση, μόνο αγρότη δεν μπορούσες να τον πεις, αφού και κείνος δήλωνε δάσκαλος όταν του θύμιζες την ζωή του πριν από την σύνταξη. Άλλωστε εκείνο που είχε ιδιαίτερη βαρύτητα ήταν ο τρόπος που πλησίαζε την πλάση, στον βαθμό που θύμιζε μαζί του εκκλησία στην διάρκεια λειτουργικού μυστηρίου.
Ένα δειλινό τα έχασα. Ήταν δίπλα στην ρεματιά και κοίταζε την πρόοδο μιας κουτσουπιάς. Άνοιξη και η εν λόγω είχε ντυθεί στα πιο λαμπρά της άνθη. Παπάς μπροστά στην ιερά πύλη ο δάσκαλος. Δεξιός ψάλτης λαλούσε ένας κρυμμένος κότσυφας και αριστερός το κελάρυσμα του ξεροπόταμου, που ακόμη συναντούσε στο έβγα του την ήρεμη θάλασσα, πριν την καλοκαιρινή του απουσία. Το εκκλησίασμα, μια σειρά από κλήματα με φορεμένα τα φρέσκα τους φυλλώματα και συλλειτουργοί του κάποιες ελιές ντυμένες στα πλούσια καταπράσινα άμφιά τους, ως δεόμενοι με τα χέρια ψηλά και ανοιχτά τα κλαδιά τους για να δεχτούν την βραδινή δρόσο. Γύρισε, με κοίταξε με γλυκύτητα γνέφοντάς μου να πλησιάσω σιωπηλά όπως ταιριάζει σε ακούσματα που έρχονται κατευθείαν από το φως. Μείναμε άφωνοι για ώρα και υποδεχθήκαμε όλοι μαζί την νύχτα που σκέπασε τις εικόνες της μέρας με το μαύρο της φόντο. Ακούστηκε το πρώτο τριζόνι και βγήκαμε στον δρόμο για τον γυρισμό ακολουθώντας το μονοπάτι με τις πυγολαμπίδες. Ευχέτις της νύχτας ακούστηκε από μακριά ο γκιόνης και η μαγεία διακόπηκε από το αιώνια μωρουδίστικο φέρσιμο των σκυλιών που τρέξανε να υποδεχτούνε τους ερχόμενους. Χάιδεψα λίγο τα ζώα και έφυγα. Κείνη την φορά δεν είπαμε τίποτα, αν και η σιωπή μας λαλίστατη περιέγραφε με τα πιο ζωντανά της σύμβολα το μεγαλείο της ανθρώπινης επικοινωνίας, απεγκλωβισμένης από την ανάγκη των ήχων και των κινήσεων. Σπάνια στιγμή, όπως και τότε που χωρίς να το ξέρει τον παρατηρούσα να περιποιείται τις τριανταφυλλιές του. Ήταν τέλη Γενάρη, ο ουρανός φορτωμένος αλλά άνυδρος και ο κηπουρός
σκυμμένος μίλαγε και ανάσαινε στον ίδιο ρυθμό, άγνωστο για μένα αλλά σαφώς ερωτικό και περιέργως χαλαρωτικό για την αστική μου φύση. Με βρήκε με τα μάτια του σαν να το ήξερε ότι ήμουνα εκεί ώρα, με καλωσόρισε και πήγα κοντά. Τα χέρια του ήταν μες στα αίματα. Ανησύχησα και έτεινα να βοηθήσω. Χαμογέλασε και για να με καθησυχάσει μου έδειξε τα αγκάθια των λουλουδιών.
- Είναι άγρια, μου είπε, όσο κι αν τα έχουμε στους κήπους μας είναι διαφορετικά, για τούτο δεν ξέρουν να φερθούν ανθρώπινα στην αγάπη που θέλουν να σου προσφέρουν.
Μου έδειξε πως τις κλαδεύουμε κι όταν ενθουσιάστηκα έτρεξε από το χέρι μου κόκκινη στάλα που χάθηκε στα πέταλα ενός τελευταίου ανθού. Τότε κατάλαβα τα λόγια και συνέχισα ακολουθώντας την ανάσα του πόνου, αφιέρωση στο βωμό της θυσίας και την προσδοκία μιας ανοιξιάτικης ανάστασης που κυκλικά συντελείται στην φύση μετά την χειμερινή δοκιμασία. Και όντως κείνη την άνοιξη συναισθάνθηκα την Λαμπρή, παρέα με τις τριανταφυλλιές που ολάνθιστες και ανανεωμένες απολάμβαναν τον ήλιο της μεσσηνιακής γης.
Ήταν άλλος άνθρωπος, όπως έλεγε και ο ίδιος, παλαιϊκός. Τόσο παλιός, που μέθαγε από τα αρώματα των γερανιών όταν τα καλλώπιζε διώχνοντας τα ξερά τους φύλλα. Τι θεσπέσιο άρωμα. Μια φορά τον ακολούθησα σε αυτό το μονοπάτι της αίσθησης μέχρι που πλέον δεν άντεχα την ζάλη.
- Τα βλέπεις, μου φώναζε γελώντας, όλος ο ήλιος, η αλμύρα και ο ιδρώτας της γης μας σε μια μυρουδιά. Σε μια στιγμή. Σε μια πνοή που είναι και δική σου και αναδύεται στο ύψος του ουρανού που τα περιβάλλει και μας μαζί, σε τούτο τον χορό των υπάρξεων που πανηγυριώτικα δοξάζει τον ποιητή.
Ποτέ όμως δεν μου τον επέβαλε. Όσο κι αν τον ρώταγα επέμενε ότι μια μέρα θα μου συστηθεί μόνος του.
- Αρκεί να το θέλεις. Κάποια μέρα θα σου χαριστεί, γιατί δεν καταχτιέται αλλά χαρίζεται μέσα από τα απλά στους ταπεινούς που έχουν αρνηθεί την πιθανότητα να τον γνωρίσουν. Σαν θαύμα λοιπόν κάποια μέρα θα σου αποκαλυφθεί.
Έτσι ο μέγας κηπουρός έμενε άγνωστος, ο γνωστός μου όμως και πολύ αγαπητός δάσκαλος συνέχισε να με οδηγεί στα μονοπάτια των καλλιεργητικών μυστικών, σύμφωνα πάντοτε με τις ανάγκες και την πρόοδό μου. Όπως τότε που φορτωμένο από τα καθημερινά προβλήματα με πήρε από το χέρι και με ξενάγησε στον κήπο με τα βότανα και τα μυρωδικά του.
- Κοίτα τους ανθούς της λεβάντας, σκύψε- με παρότρυνε- και χάιδεψέ την, μύρισε την παλάμη σου.
Ήταν ένα ταξίδι. Με το πλοίο της γραμμής αρμενίσαμε: λεβαντίνη, μαντζουράνα, δυόσμος, βάλσαμο, θυμάρι, βασιλικός. Αποπλεύσαμε στα γιασεμιά κάτω από μια τεράστια στεφανωτή, δίπλα από τα μπουγαρίνια που τα κοίταζε με τα λουλουδάτα της μάτια η άοσμη μα πανέμορφη καμέλια του ξεναγού. Μετά από αυτό η ματαιότητα της καθημερινότητας φάνταζε ναυτικά μίλια μακριά. Ακόμη και στον ύπνο μου εκείνο το βράδυ έπλεα σε πελάγη ήσυχα και θάλασσες όλο καλοσύνη, χρώματα και μυρωδιές.
Μια νύχτα, θυμάμαι τον άκουσα να λέει πάω σε αγρυπνία. Υπέθεσα και γώ ότι θα κάνει προσκυνηματική έξοδο. Με τα ρούχα της δουλειάς; Αναρωτήθηκα. Τον ακολούθησα. Πήγε στο δέλτα του ποταμού, κάθισε σε στάση ξεκούρασης και αμίλητος κοιτούσε τα αστέρια. Ολόγυρα κόαζαν μυριάδες βατραχάκια.
- Προσεύχονται, μου είπε και χάθηκε ξανά με τα μάτια του ακροπατώντας στα μύρια χρωματιστά βότσαλα του ουρανού.
Ήταν μυστήριος άνθρωπος. Μοναχικός. Αν και ο ίδιος, όποτε του πρόβαλλα τις δικές μου ανασφάλειες λέγοντάς του πως ζει μόνος στην ερημιά, μου απαντούσε κοφτά.
- Ποτέ δεν είμαι μόνος. Τόσες ζωές ολόγυρα πλημμυρισμένες από τον Λόγο που χαρίζει επιπλέον σε μας την ψυχή.
Με τρόμαζε λοιπόν και αποσυρόμουνα στην δική μου ερημία, αφού πάντοτε σε τέτοιες στιγμές προσέφευγα στα φώτα της πόλης. Μα ποτέ μέσα στη θαλπωρή του νέον δεν έζησα την ησυχία που μου χάρισε, μια μέρα σκοτεινή για την ψυχή μου και ολοφώτιστη για την βοήθειά του, ο παράξενος κηπουρός.
- Σήκω πάνω, με παρακίνησε, πιάσε το νερό και έλα να ποτίσουμε τα ξινά.
Του είχα εμπιστοσύνη, έτσι ξεπέρασα την τεμπελιά της βαριάς ημέρας και αφέθηκα στην φροντίδα κάποιων άλλων υπάρξεων. Δεν έβλεπα όμως καλυτέρευση και αδημονώντας για κάτι τον κοίταξα με απορία.
- Πάρε παιδί μου μια ανάσα. Αυτό σου λείπει. Μια ανάσα.
Τι ήταν εκείνο! Όλος ο ανθός της λεμονιάς μπήκε από τα ρουθούνια, συνέχισε μια διαδρομή στα σπλάχνα μου και στύλωσε την ψυχή μέσα από την λήθη και την αισιοδοξία που προσφέρει το νέο το καινό.
- Βλέπεις πόσο απλά, ανακουφισμένος σαν να αισθανόταν αυτός την ακηδία. Πόσο μας αγαπούν τα άκακα και μας φροντίζουν απλώνοντας την ματαιότητά μας να λιαστεί στο ιαματικό λουτρό του φωτός.
Είχε ένα δικό του τρόπο να καταλαβαίνει τον κόσμο. Να ανθίζεται τον κόσμο, όπως χαριτωμένα έλεγε. Κάποτε ένας ξένος μπήκε στον κήπο του και μη διακρίνοντας, λόγω έλλειψης παιδείας προφανώς, τα λουλούδια του, πατούσε πάνω τους δοξαστικά χωρίς να καταλαβαίνει το έγκλημά του. Δεν του είπε τίποτα, τον κοιτούσε με κατανόηση ακούγοντας τα προβλήματά του και τον ξεπροβόδισε χαρίζοντάς του έναν ανθό ίδιο με αυτούς που πατούσε. Είχα μείνει άλαλος. Μου ερχόταν να πιάσω τον επισκέπτη και να του χώσω το κεφάλι στην θάλασσα μπας και ξυπνήσει. Ο δάσκαλος το πρόσεξε. Όταν έφυγε λοιπόν, ίσως για πρώτη φορά ήταν τόσο στενοχωρημένος μαζί μου.
- Είναι και ο άνθρωπος ανθός. Ο ομορφότερος και σπουδαιότερος. Θέλει όμως και αυτός κλάδεμα και πότισμα , βοτάνισμα και λιπάρισμα, θέλει φροντίδα και ο απερχόμενος δεν την έχει, δεν την είχε ποτέ αλλά ίσως την αποκτήσει.
Εις πείσμα μάλιστα της δικής μου αντίληψης ακόμη και τα πατημένα λουλούδια αναστήθηκαν και μάλιστα γίνανε λαμπρότερα από πριν.
Τα μαθήματα κηπουρικής κράτησαν χρόνια. Άλλοτε με συνέπεια και άλλοτε ανάμεσα στα διαστήματα που δημιουργούσε ο δικός μου κυρίως χρόνος και οι απαιτήσεις της ζωής. Κάποια μέρα με φώναξε επίμονα να πάω να τον δω. Ήταν εκεί και κάποιοι άλλοι καλοί φίλοι. Ο δάσκαλος είχε πια γεράσει πολύ. Είχε και προβλήματα με την καρδιά του. Υπέφερε χρόνια για την αλήθεια. Και πάντοτε όταν του το θύμιζες η απάντηση του ήταν γελώντας.
- Είδατε που έχω καρδιά; Από πρωίας είχε ετοιμασίες. Περιποιήθηκε, φόρεσε το γιορτινό του κουστούμι και συλλογισμένος κοίταξε επίμονα τον εαυτό του μέσα στο μισοκατεστραμμένο από τα χρόνια καθρέπτη του. Μας έστρωσε ένα πλούσιο τραπέζι με όλα τα αγαθά του μποστανιού του και ψωμί ζυμωτό, κρασί κόκκινο δικό του. Κάτσαμε. Υψώσαμε τα ποτήρια και ευχηθήκαμε υγεία και καλή ζωή. Ένας μόνο δεν πρόλαβε να πιει. Ο κηπουρός μας, έπεσε καταγής και σαν να πάλευε με κάτι. Ήταν και ο αγαπημένος του γιατρός στο τραπέζι. Έπεσε πάνω του κάνοντας τα ανθρώπινα δυνατά. Του κρατούσα το χέρι και ξάφνου ένιωσα μια τρομερή δύναμη να στρέφει το πρόσωπό μου προς τον ουρανό. Με τύφλωσε το φως. Γύρισα προς τον γιατρό. Έφυγε, μου λέει. Κοιμήθηκε του απαντώ.
Τώρα κάθομαι στον ίδιο τόπο με τον δάσκαλο. Συνεχίζω να φροντίζω τις ομορφιές του με τη δική μου λογική δείχνοντας με τη σειρά μου σε κάποιους άλλους τον παλαιικό τρόπο που του αξίζει ακόμη να υπάρχει. Ακόμη δεν έχω δει τον μέγα κηπουρό αλλά νομίζω ότι κάποτε θα κοιμηθώ και στο όνειρό μου ίσως βρεθώ στους κρεμαστούς κήπους που, ξέχασα να σας πω, μου υποσχέθηκε κάποτε ο δάσκαλος. Κανείς όμως δεν ξέρει αν θα του χαριστούν.
----------
*Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: Φώτης Αδάμης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δ. Γ. Μαγριπλή), Μαθήματα Κηπουρικής και άλλα διηγήματα, Σοκόλης, Αθήνα 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου