Χριστουγεννιάτικη περιήγηση στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα
ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ
Στὸν Παναγιώτη τὸ Γιατρό, στὸν Στάθη τὸν μουσικό, στὸν Γιάννη τὸν Δάσκαλο, στὴ Μάγδα τὴν ἐξαδέλφη, νοερὰ ἑόρτιος ἐκδρομὴ Μνήμης ἕνεκεν…
Ὁλόφωτες οἱ μέρες τῶν Γιορτῶν ποὺ ἔρχονται. Μὲ τὰ στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα να στολίζουν τὰ παράθυρα τῶν σπιτιῶν, τὰ πολύχρωμα λαμπιόνια νὰ χαρίζουν μιὰ ζεστασιὰ στὴν κρύα νύχτα, μὲ τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ φαγητὰ καὶ γλυκὰ νὰ σκορπίζονται γύρω μας, μὲ τὴν ἀτμόσφαιρὰ τὴ γιορταστικὴ ν’ ἀκτινοβολεῖ πάντοῦ…
Χριστούγεννα ξημερώνουν, λοιπόν, κι ἐφέτος. Μὲ ὅλη τους τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁβρότητα πλουμισμένα. Μὲ τοὺς δρόμους νὰ τοὺς σεργινοῦν τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ σὲ ὥρα ἀπόβραδη ξεχύνονται στὰ σπίτια νὰ ποῦν τὰ κάλαντα. Κι ἀνοίγουν, ὡς ἄλλα χαμόγελα, τότε οἱ φωτισμένες θύρες κι ἀρχίζουν τὸ γιορταστικό τους τὸ τραγούδι τὰ παιδιά, ἀφήνοντας τὰ λόγια τους νὰ ραντίσουν τὸ σπίτι μὲ αἰσιοδοξία, χαρὰ κι ὀμορφιά.
Μόνο ποὺ στὸ παλιό μας τὸ χωριό, αὐτὲς οἱ ἑόρτιες ὧρες διαβαίνουν σιωπηλές, μελαγχολικές, δίχως χαμόγελα καὶ φωνὲς παιδιῶν. Γιατὶ ἐκεῖ δὲν θὰ ξανακουστοῦν τὰ κάλαντα στὶς ἔρημες τὶς γειτονιές, στὰ κλειστὰ τὰ σπίτια, στοὺς σιωπηλοὺς τοὺς δρόμους. Καμμιὰ πόρτα δὲν θ’ ἀνοίξει μέρες χρονιάρες ποὺ ἔρχονται. Καὶ τὰ μόνα στολίδια ποὺ ἀπομένουν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο εἶναι κάποιες ἄχαρες, ξερὲς γλάστρες, λείψανα ἑνὸς καιροῦ κατοικίας ἀνθρώπων. Κι ἄν προχωρήσεις περισσότερο, τότε θ’ ἀνταμώσεις καὶ ἐρειπωμένες αὐλές, σκεβρωμένες θύρες, παράθυρα ἑφτασφράγιστα, ποὺ κάποτε ἦταν στολισμένα μὲ λιτά, κατάλευκα κουρτινάκια καὶ στόρια. Ὅλα τὰ καταπίνει ἡ ἐρημιὰ καὶ ἡ ἀπουσία ἀνθρώπινων.
Κι ἐμεῖς οἱ παλιότεροι, ποὺ ζήσαμε χρόνια καὶ χρόνια στὸ χωριό μας αὐτό, σήμερα, καθὼς διαβήκαμε τὸ μισὸ τοῦ αἰῶνα, μέσ’ ἀπό τὸ σύθαμπο τῶν χρόνων ποὺ πέρασαν ξαναζοῦμε ἀθάνατες στιγμές, καθὼς περιδιαβαίνουμε νοερὰ σὲ ὥρα ἀπόβραδη, κρύα, νοτισμένη ἀπὸ τὴν ὑγρασία τὰ σπίτια τοῦ Κάτω πρῶτα Χωριοῦ, γιὰ ν’ ἀνεβοῦμε μετὰ στὸ ἐπάνω μὲ τὸ ραβδὶ στὸ χερι, ἀλλὰ καὶ τὴν πάνινη τὴ σακκούλα γιὰ τὰ φιλέματα - ξεχνιοῦνται τὰ χρυσοκίτρινα μεγάλα πορτοκάλια, «τὰ μέρλιν» ποὺ μᾶς φίλευε ἡ σχωρμένη ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνώ, μαζὶ μὲ λίγα ἀφράτα μανταρίνια! Ὄχι δὲ ξεχνιοῦνται καὶ κάθε χρόνο θαρρεῖς πὼς θὰ πάρεις τὸ φίλεμα, τὸ λιτὸ γιὰ κάποιους, ὅμως τόσο πλούσιο γιὰ μᾶς καὶ πολύτιμο. Γιατὶ πρωτίστως ἦταν στολισμένο μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ φιλότιμο.
Τώρα ποὺ τὰ ραβδιὰ σάπισαν καὶ πετάχτηκαν οἱ σακκοῦλες, τώρα ποὺ οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν εἶναι κλειστές, οἱ γειτονιές σιωπηλές καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀγούγεται εἶναι τὸ ἀνεμόβροχο ποὺ ἀφήνει τὸν δικό του τὸν μονότονο, ἀλλὰ καὶ τόσο νοσταλγικό του ἦχο, καθὼς στάζει πάνω στοὺς τσίγκους -ὅσοι ἀπόμειναν- καὶ στὰ ἐρείπια, ψάλλοντας τὰ δικά του τὰ κάλαντα, ἔτσι γιὰ νὰ ἡσυχάζει ἡ ψυχή μας, εἴμαστε βέβαιοι πὼς οἱ σκιὲς τῶν προγόνων μας τοὺς ἀφουγκράζονται κι ἐφέτος καὶ ἀναπαύονται κ’ εὐφραίνονται… Ὅπως κι ἐμεῖς κάποτε, ὅταν θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τους.
Καθὼς μακραίνει ὁ νοῦς σου ἀπὸ τὸν γενέθλιο τόπο σου δὲν σοὺρχεται νὰ πεῖς «καληνύχτα…»
Παραμονὴ Χριστουγέννων 2019 π. κ. ν. κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου