[Ζωγραφική Δημήτρη Ταλαγάνη]
Εκείνος
που γιόρταζε έφυγε τελευταίος. Ήταν χάραμα και το μαγαζί επρόκειτο να κλείσει.
Πέρα απ’ τους φάρους ερχόταν η μέρα. Μ’ έναν ελαφρύ άνεμο, σαν κάποιος να στέκει
πλάι σου τις μικρές, εκείνες ώρες. Ωραίοι, χορευτικοί λαμπτήρες πάνω απ’ τα
νερά.
Μετά
δεν του ‘κανε καρδιά να χαθεί. Πλησίασε την ακτή και έφτασε ως τον όρμο. Αυτοί
στο μαγαζί τον κοίταζαν συντριμμένο ν’ απομακρύνεται προς την Κόρινθο. Τέτοια
ώρα γυρνούν τ’ άρρωστα κορίτσια με χαλασμένο μακιγιάζ, τσίγγινα μάτια,
εξαθλιωμένα. Τότε λοιπόν μες στις πεταλούδες και τους καθρέφτες αναδύθηκε η παλιά μας πόλη.
Με τους κίονες, τους φίλους, τους τρόμους και τις φαντασίες που μας έμελλαν.
Μια πόλη μες στις γιορτές, στην ακμή της, μ’ ένα πλήθος σπασμένες καρδιές.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου