Στὴν ἀξιότιμη κυρία Λίνα Γαρυφαλλάκη- Νικολάου, λογοτέχνιδα, ταπεινὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὰ πρόσφορα τῆς εἰλικρινοῦς Ἀγάπης Της.
Ὅταν ἀργὰ τὸ
βράδυ οἱ κολυμβητὲς ἀποσυρθοῦν ἀπὸ τὴν
παραλία κι ἀπομείνει
τὸ ἀκρογιάλι
ἥσυχο κι ἐρημικό, τότε κατεβαίνεις στὸ γιαλὸ καὶ μέσα στὴν ἡσυχία
τῆς νύχτας ἀφουγκράζεσαι τὸν ἀνασασμὸ τῆς θάλασσας, ποὺ μὲ ἁπαλοὺς ρυθμοὺς ἀναδυόμενους
ἀπὸ τὰ
χαριτωμένα μικρὰ κύματα, σέρνεται πάνω στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὸ στρῶμα μὲ τὰ πολύχρωμα τὰ χαλίκια. Κι εἶναι αὐτὴ ἡ ὥρα, ὥρα ποιητικὴ καὶ
χαρισματική, ὥρα
στοχασμοῦ καὶ
πνευματικῆς ἀναζωογόνησης, γιατὶ μέσα
σὲ τούτη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν κατάνυξη ξεδιπλώνεις τοὺς στοχασμούς σου, ἀνοίγεις τὴν ψυχή σου καὶ ἀνασύρεις ἀπὸ μέσα
της Μνῆμες καὶ Πρόσωπα.
Καὶ τότε διαλέγεσαι μυστικὰ μ’ αὐτά,
γιατὶ ἐπιθυμεῖς νὰ ξανανταμώσεις
μὲ τρυφερὲς στιγμές καὶ
πολυφίλητα πρόσωπα, ποὺ, ἄν καὶ
πέρασαν ἀπό τὴ ζωή
σου, ἐν τούτοις
ἔχουν τὴν εὐλογία καὶ τὴ
δυνατότητα νὰ
σταλάζουν ἀκόμα
βάλσαμο στὶς
πληγὲς ποὺ ἀνοίγει ἡ ἀνελέητη
καθημερινότητα καὶ οἱ ἀπάνθρωπες
ἤ καὶ εἰρωνικὲς
συμπεριφορὲς κάποιων.
Συμπεριφορὲς ποὺ πάντα
ἐνοχλοῦν καὶ πειράζουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦτες τὶς ἥσυχες
καὶ, ὄντως, ἱερὲς στιγμὲς, κάτω ἀπό τὴ σκέπη τῆς ἔναστρης νύχτας καὶ μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ
κυματισμοῦ τῆς θάλασσας, νοιώθεις ἕναν ἄλλο
κυματισμὸ νὰ σὲ κυκλώσει. Τὸν κυματισμὸ τῶν ψυχῶν τῶν ἀγαπημένων σου προσώπων, ποὺ ἀνακαλεῖς ἀπὸ τὸν
κόσμο τὸν ἀληθινὸ ποὺ
βρίσκονται, γιὰ νὰ σοῦ
χαρίσουν τὴ δυνατότητα
νὰ ξαναζήσεις μαζύ τους φωτεινὲς καὶ αἰσιόδοξες στιγμές, ἔτσι ὥστε νὰ κατορθώσουν νὰ σοῦ ἀφαιρέσουν κάθε φαρμακωμένο μαχαίρι ποὺ φέρεις μέσα σου. Μαχαίρι ποὺ κάρφωσαν «φίλοι καὶ πλησίον», οἱ ὁποῖοι μέσα στὸ ἄσπλαχνο
καὶ ψυχρὰ ἀνταγωνιστικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐπιτρέπουν
στὸν ἑαυτό
τους νὰ μεταποιεῖται σὲ
θηρίο. Καὶ στὶς μέρες μας τὰ θηρία αὐτὰ, ἀλλοιμονο, ὅλο καὶ αὐξάνονται... Καὶ λιγοστεύουν οἱ ἄνθρωποι
-εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὅπως πλάστηκαν ἀπό τὸ
Δημιουργό, γιὰ νὰ ἀποτελοῦν καὶ νὰ συνθέτουν Κοινωνίες συνεργασίας καὶ συναντιλήψεως.
Στὸ περιθώριο τῶν στοχασμῶν ἐτούτη
τὴν ἱερὴ βραδυά, ἀπομένει κι ἡ ἀναπόληση τῶν χαμένων ὀνείρων,
ποὺ τὰ
νοιώθεις νὰ εἶναι βυθισμένα σὲ τοῦτο τὸν πηχτὸ καὶ σκοτεινὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Ὄνειρα τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τῆς ἐφηβείας,
τῆς νεότητας... Τὸτε ποὺ σπάραζαν
ὅλα γύρω σου ἀπό ζωὴ καὶ αἰσιοδοξία,
ὄνειρα φωτεινὰ καὶ καθάρια,
ὅπως τὰ
θερινὰ τὰ
πρωϊνά, ποὺ ὡστόσο εἶδες τόσες καὶ τόσες
φορὲς νὰ χαντακώνονται
κι ἐσὺ ν᾿ ἀποτραβιέσαι
στὴ μοναξιάσου καὶ στὴ φαρμακωμένη
ἀπογοήτευση. Κι ὕστερα νὰ πασχίζεις νὰ ὑψώσεις πάλι τὴν πληγωμένη σου ψυχὴ καὶ νὰ ξαναστήσεις νέα ὄνειρα, νέες ἐλπίδες μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς ἐπιτυχίας καὶ τῆς
νέας προσπάθειας. Πόσες φορὲς ἔγινε αὐτό;
Μήτε ποὺ τὶς
μέτρησες,γιατὶ ἤθεκες ή κάθε φορὰ νἄναι ἡ πρώτη. Ψευδαίσθηση; Ἴσως... Ὅμως, πίσω ἀπό τὴ λέξη αὐτὴ, θὰ πρέπει νὰ χαρακτεῖ ἡ λέξη κουράγιο. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν ἡ κινητήρια
δύναμη, ἡ θετικὴ
πλευρὰ τοῦ
ψυχισμοῦ σου, ὥστε νὰ μὴν ὁδηγηθεῖς στὴν ἀπόγνωση.
Καὶ κάτι ἀκόμα.
Ποτὲ τὰ
χαμένα ἤ τὰ
προδωμένα ὄνειρα
δὲν τὰ
πέταξες ὡς ἄχρηστα,
ὅπως πετᾶμε τὰ
σκουπίδια, ἀλλὰ τὰ ἀποθήκευες ὅπως τὰ
βιβλία. Γιατὶ τὰ βιβλία, ὅταν τὰ ἀναγνώσεις, τὰ βιώσεις, τὰ χαρεῖς,
μετὰ τὰ
τοποθετεῖς σὲ
περίοπτη θέση, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τὰ ἐπισκέπτεσαι ὅταν τὰ
χρειαστεῖς. Ἔτσι
καὶ τὰ ὄνειρα, ποὺ εἶναι ἀρχειοθετημένα στὴ βιβλιοθήκη τῆς ψυχῆς
σου, γιὰ νὰ
μπορεῖς, κάποιες ἱερὲς καὶ πολύτιμες ὦρες, ὅπως εἶναι αὐτὴ σιμὰ στὴ θάλασσα, νὰ τὰ
ξαναβλέπεις. Ἔστω
κι ἄν εἶναι
χλωμά, ζαρωμένα, καχεκτικά. Ἐσὺ τὰ εὐλαβεῖσαι,
γιατὶ εἶναι
κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ σου,
εἶναι ἀπραγματοποίητες ἐπιθυμίες, ἀνησυχίες τοῦ χθὲς καὶ
σχεδιασμοὶ ἀνεκπλήρωτοι.
Κάτι ἄλλο ἀκόμα σὲ
διδάσκει ἡ ἀποψινή
ἀγραυλία: Ὅτι μέσα στὰ ὄνειρα αὐτὰ
κατοικοῦν
καὶ τὰ πάντιμα πρόσωπα τῶν δικῶν σου
ἀνθρώπων, ποὺ ἀπόψε
σὲ κυκλώνουν μαζὺ μὲ τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὸν τρυφερὸ κυματισμὸ τῆς νυχτερινῆς τῆς
θάλασσας... Κι εἶναι
τοῦτο ἕνας ἐπιπρόσθετος λόγος ποὺ δικαιολογεῖ κάλλιστα τὴν ἀσίγαστη
προσπάθειά σου, ὥστε νὰ τὰ
συντηρεῖς καὶ νὰ τὰ
σέβεσαι. Γιατὶ
ξέρεις πὼς, ἄν τὰ πετάξεις, τότε ἱεροσυλεῖς ἀπέναντι
στὸ Θεὸ καὶ στὰ πρόσωπα
τῶν ἀγαπημέων
σου.
Ἀπὸ τὶς ἀπέναντι
μακρυνὲς στεριὲς μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἀδιόρατα
φῶτα, ὅπως τὰ κεριὰ σὲ ὧρες
λιτανείας, μοιάζουν νὰ κινοῦνται νὰ σέ
φτἀσουν, νὰ σὲ
προσεγγίσουν. Εἶναι
μικρὰ φωτεινὰ θραύσματα, ποὺ τὰ φέρενει σιμά σου ὁ κυματισμός τῆς θάλασσας. Ὡστόσο μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τὸ φῶς ἀπό τὰ κεριὰ ποὺ
κρατοῦνε ἄσβυστα
στὰ χέρια τους οἱ προσφιλεῖς σου κεκοιμημένοι, οἱ οἰκήτορες τῶν ὀνείρων
σου, ἡ παραμυθία σου στὴν ἀπελπισία
καὶ στὴν ἀγνωμοσύνη ποὺ σκορπᾶ ἀφειδῶς ὁ κόσμος.
Αὐτὸς ποὺ πλάστηκε καλός λίαν ἀπὸ τὸ Δημιουργό
του κι ὕστερα Τὸν πρόδωσε.
Αὔγουστος
2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου